Γράμμα του ερωτευμένου Τζακ Λόντον στην αγαπημένη του Άννα
Μεταφράζει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
Όταν ο Jack London έγραφε αυτό το γράμμα ήταν 25 χρόνων το 1901 και παντρεμένος με την Ελίζαμπεθ Μάντερν. Η μακρόχρονη σχέση φιλίας με την Άννα Στρούνσκι όμως εξελίχτηκε σε κάτι παραπάνω γι’ αυτόν και, αν και η Άννα αρνήθηκε πρόταση γάμου του Τζακ, αυτός τελικά χώρισε με τη γυναίκα του το 1904, για να παντρευτεί αργότερα την Τσάρμιαν Κίτριτζ, το 1905. Αν και ο Λόντον δήλωνε πως δεν πίστευε στον έρωτα, το παρακάτω γράμμα μας τον δείχνει ευάλωτο, αν και ίσως παραιτημένο, στα αισθήματα που ένοιωθε για την Άννα.
Αγαπημένη Άννα:
Είπα πως οι άνθρωποι θα μπορούσαν να μπουν σε κατηγορίες;
Ε αν το είπα, ας το επεξηγήσω – όχι όλοι οι άνθρωποι.
Μου διαφεύγεις. Δεν μπορώ να σε κατατάξω, αδυνατώ να σε αδράξω.
Μπορώ να καυχηθώ πως για τους εννιά από τους δέκα, υπό κάποιες συνθήκες, μπορώ να προβλέψω τις πράξεις τους· πως για τους εννιά από τους δέκα, από τα λόγια ή τις πράξεις τους, μπορώ να νοιώσω τον παλμό της καρδιάς τους.
Αλλά για τον δέκατο απελπίζομαι. Με υπερβαίνει. Εσύ είσαι αυτός ο δέκατος.
Ποτέ δύο ψυχές, με μουδιασμένα χείλη, δεν ήταν τόσο παράταιρα ταιριασμένες! Ίσως να νοιώθουμε από κοινού –σίγουρα, πολλές φορές συμβαίνει- και όταν δεν νοιώθουμε από κοινού, καταλαβαινόμαστε όμως· παρόλα αυτά δεν έχουμε κοινή γλώσσα.
Δεν μας έρχονται λέξεις. Είμαστε ακατάληπτοι. Ο θεός πρέπει να γελάει στο θέαμα της παντομίμας.
Η μόνη αναλαμπή λογικής μέσα σε όλα είναι πως και οι δυο μας έχουμε μεγάλο ταμπεραμέντο, αρκετά μεγάλο ώστε να καταλαβαίνουμε.
Είναι αλήθεια, συχνά καταλαβαίνουμε αλλά με ασαφείς αμυδρούς τρόπους, με θαμπές αισθήσεις, σαν φαντάσματα, τα οποία, ενώ αμφισβητούμε, μας στοιχειώνουν με την αλήθεια τους.
Και ακόμα, εγώ τουλάχιστον, δεν τολμώ να πιστέψω· γιατί είσαι εκείνος ο δέκατος που δεν μπορώ να προβλέψω.
Είμαι ακατάληπτος τώρα; Δεν ξέρω. Φαντάζομαι ναι. Δεν μπορώ να βρω την κοινή γλώσσα.
Μεγάλο ταμπεραμέντο – αυτό είναι. Είναι το μόνο που μας φέρνει σε επαφή. Έχουμε, ορμώμενο μέσα μας, εσύ κι εγώ, ο καθένας λίγο από κάτι καθολικό, κι έτσι έλκουμε ο ένας τον άλλον. Και όμως είμαστε τόσο διαφορετικοί.
Σου χαμογελάω όταν σε καταπιάνει ενθουσιασμός; Είναι ένα συγχωρητέο χαμόγελο –όχι, σχεδόν ένα ζηλόφθονο χαμόγελο. Έχω ζήσει είκοσι-πέντε χρόνια καταπίεσης. Έμαθα να μην είμαι ενθουσιώδης. Είναι ένα μάθημα δύσκολο να ξεχαστεί.
Αρχίζω να ξεχνάω, αλλά δε φτάνει. Το πολύ, πριν πεθάνω, δεν μπορώ να ελπίζω πως θα τα ξεχάσω όλα ή τα περισσότερα. Μπορώ να πανηγυρίζω, τώρα που μαθαίνω, για μικρά πράγματα, για άλλα πράγματα· αλλά για δικά μου πράγματα, και πράγματα μυστικά δυο φορές δικά μου, δεν μπορώ, δεν μπορώ.
Γίνομαι κατανοητός;
Ακούς τη φωνή μου;
Φοβάμαι πως όχι.
Υπάρχουν φιγουρατζήδες. Είμαι ο πιο πετυχημένος απ’ όλους τους.
Τζακ
Όκλαντ, 3 Απριλίου, 1901