28 Δεκεμβρίου 2015 at 02:17

Ο Μανόλης Ανδρόνικος για τα ‘ελγίνεια’ μάρμαρα

από

Το παρακάτω είναι ο πρόλογος που έγραψε ο Μανόλης Ανδρόνικος για την ελληνική έκδοση του βιβλίου “The Parthenon Marbles: The Case For Reunification” (στα ελληνικά «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα» εκδ. Λιβάνη, 1988). Ακολουθεί ο σύντομος πρόλογος της Μελίνας Μερκούρη για την ίδια έκδοση.


Ο Μανόλης Ανδρόνικος για τα ‘ελγίνεια’ μάρμαρα

Πηγή
Πηγή

Το βιβλίο του Christopher Hitchens, με το εισαγωγικό κεφάλαιο του καθηγητή Robert Browning για την ιστορία του Παρθενώνα και το τελευταίο κεφάλαιο για την ιστορία των αναστηλώσεων του μνημείου του Graham Binns, απευθύνεται κυρίως στους Βρετανούς αναγνώστες. Οι Έλληνες, που θα το διαβάσουν τώρα στην ελληνική μετάφρασή του, πρέπει να γνωρίζουν ότι ορισμένες απόψεις, που φαίνονται αυτονόητες γι’ αυτούς, προκαλούν έντονα μια μεγάλη μερίδα των Βρετανών, ιδιαίτερα τους πιο συντηρητικούς, οι οποίοι άλλωστε κατέχουν τις καίριες θέσεις τόσο στην πολιτική, όσο και στην πνευματική ιεραρχία. Τα «Ελγίνεια Μάρμαρα», όπως άκομψα πολιτογραφήθηκαν στα αγγλικά, τα μοναδικά γλυπτά που ο λόρδος Έλγιν απόσπασε με βάναυσο τρόπο από τα οικοδομήματα της αθηναϊκής Ακρόπολης, κυρίως τα αριστουργήματα του Παρθενώνα, αποτελούν το καμάρι του Βρετανικού Μουσείου και το Βρετανικό Μουσείο αποτελεί το καμάρι των Βρετανών. Έτσι, η κατοχή τους εδώ και δυο σχεδόν αιώνες θεωρήθηκε ως δικαίωμα, αναφαίρετο πια, και σχεδόν νομικά κατοχυρωμένο. Με ένα, ανεπαίσθητο, σχεδόν, λογικό άλμα οι σημερινοί κάτοχοί τους προσπάθησαν να πείσουν τους εαυτούς των και τους άλλους πως το δικαίωμα τούτο έχει και την ηθική και πνευματική του δικαίωση.

Ο συγγραφέας του βιβλίου με μια ψύχραιμη και νηφάλια έκθεση, άξια της πιο γνήσιας βρετανικής παράδοσης, επιχειρεί, και κατορθώνει, νομίζω, να πείσει τον αναγνώστη, ακόμα και τον Βρετανό, ότι ούτε το τυπικό νομικό δικαίωμα είναι έγκυρο, αλλά ούτε, προπάντων, το ηθικό και πνευματικό. Το αβίαστο συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάγνωση είναι ότι ιστορικές συγκυρίες και πολιτικές σκοπιμότητες πρόσφεραν στον λόρδο Έλγιν την ευκαιρία να πραγματώσει το εγχείρημά του, ενώ η απόχτηση των αρχαίων ελληνικών αριστουργημάτων από το Βρετανικό Μουσείο αποτέλεσε μια πράξη οικονομικής συναλλαγής, όχι ιδιαίτερα αξιέπαινης.

Τα ιστορικά στοιχεία για την πορεία της επιχείρησης του Έλγιν τα αντλεί ο συγγραφέας από μια λεπτομερέστατη εργασία του H. A. Smith, εφόρου των Ελληνικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Βρετανικού Μουσείου στα 1916, όταν δημοσιεύτηκε η εργασία αυτή στο έγκυρο περιοδικό Journal of Hellenic Studies. Ο A. H. Smith, που υπερασπίζεται τον Έλγιν, προσφέρει, με την αντικειμενικότητα του αληθινού ερευνητή, όλα τα στοιχεία που ανατρέπουν ουσιαστικά τη θέση του, όπως με τον προσεκτικό του σχολιασμό κατορθώνει να το δείξει ο Chr. Hitchens. Έτσι, αβίαστα προκύπτει από τα στοιχεία που παραθέτει ο ίδιος ο Smith ότι 1) ο λόρδος Έλγιν παραπλάνησε τη Βουλή των Κοινοτήτων σχετικά με τις προθέσεις του, όταν αφαιρούσε τα γλυπτά, 2) ξεπέρασε τα όρια που καθόριζε ακόμα και το πολύ ελαστικό φιρμάνι του σουλτάνου, 3) δωροδόκησε τους Τούρκους αξιωματούχους και εκμεταλλεύτηκε τη θέση του ως πρεσβευτή, 4) εκμεταλλεύτηκε μια εξαιρετική πολιτική συγκυρία (τις νίκες των Άγγλων κατά του Ναπολέοντα), 5) γνώριζε και δεν εμπόδισε τις σημαντικές ζημιές που έγιναν κατά την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα, 6) ποτέ δε λογάριασε τις επιθυμίες και τα αισθήματα των Ελλήνων ή των κατοίκων της Αθήνας, 7) ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί οτιδήποτε απαιτούσε η βρετανική κυβέρνηση για τους θησαυρούς του Παρθενώνα, γιατί «το στέμμα τους κατείχε ως εγγύηση για ένα από τα βαριά του χρέη», και 8) υποστήριξε ότι απόχτησε τα μάρμαρα «για το έθνος» και όχι για το σπίτι του στη Σκωτία μόνο όταν οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να τα πουλήσει.

Ο A. H. Smith παραδέχεται στη μελέτη του ότι «μερικές φωνές αντίθετες [στην αγοραπωλησία των γλυπτών] υψώθηκαν τότε… όμως συνολικά το μεγάλο σώμα της υπεύθυνης και πληροφορημένης γνώμης υιοθέτησε την κρίση της Επιτροπής [που πρότεινε την αγορά] και του Κοινοβουλίου». Ο συγγραφέας του βιβλίου έρχεται στη συνέχεια του βιβλίου του να δείξει πως και αυτή η άποψη δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή. Αρχίζει από τη ρωμαλέα και αδυσώπητη καταδίκη του Έλγιν από έναν άλλον λόρδο, τον λόρδο Μπάυρον, που ύψωσε με τον πιο εξοργισμένο τρόπο την ποιητική του φωνή πρώτα στο δεύτερο Canto του Childe Harold, τον Μάρτη του 1812, προτού ακόμη τα γλυπτά φτάσουν στο Βρετανικό Μουσείο, και ύστερα στην περίφημη Κατάρα της Αθηνάς, όπου μαστιγώνει με την πιο ανελέητη γλώσσα τον άνθρωπο που «πρόσβαλε το όνομα της Βρετανίας», «τον συλητή που ήταν Σκώτος», για να συνεχίσει εκδηλώνοντας όλη την αντιπάθεια ενός Άγγλου για τη Σκωτία. Η αντίδραση του Μπάυρον δεν ήταν η μόνη˙ στη συζήτηση που έγινε στο Κοινοβούλιο για την αγορά των γλυπτών ακούστηκαν αρκετές ομόλογες κρίσεις, όσο κι αν είναι διατυπωμένες με την εθιμική αξιοπρέπεια του Βρετανικού Κοινοβουλίου.

Ο συγγραφέας παραθέτει σύντομα, αλλά χαρακτηριστικά, τεκμήρια για τη στάση των Ελλήνων απέναντι στα αρχαία μνημεία και προχωρεί στην έκθεση των συζητήσεων που έγιναν στη Μεγάλη Βρετανία για το ίδιο θέμα το 1890-91 και στην ανακίνηση του θέματος το 1924 και μέσα στο Βρετανικό Κοινοβούλιο στις μέρες του πολέμου στα 1941. Τέλος την πιο πρόσφατη συνηγορία για την επιστροφή των γλυπτών από τον μυθιστοριογράφο Colin MacInnes στα 1963. Όλες αυτές οι πληροφορίες είναι χρήσιμες στον Έλληνα αναγνώστη, όσο και στους Βρετανούς. Όμως από όλα τα επιχειρήματα που επικαλούνται όσοι θέλουν να βρουν την ηθική και πνευματική δικαίωση για την κατοχή των παρθενώνιων γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο το ισχυρότερο, ίσως, είναι ότι αυτά ήταν και είναι ασφαλέστερα εκεί από όσο θα ήταν και θα είναι στην Αθήνα. Αυτό βέβαια το επιχείρημα βρίσκει πρόσθετα και πρόσφατα ερείσματα στη μόλυνση της ατμόσφαιρας της Αθήνας, το περίφημο πια και διεθνώς «νέφος», που έχουμε φροντίσει να διαφημίσουμε με τον πιο έντονο τρόπο. Η απάντηση του συγγραφέα, ψύχραιμη και θεμελιωμένη, στηρίζεται στη συστηματική εργασία που γίνεται τα τελευταία χρόνια για τα μνημεία της Ακρόπολης και στην απόφαση να οικοδομηθεί κατάλληλο μουσείο για όλα τα γλυπτά της. Πέρα όμως απ’ αυτή την απάντηση ο Chr. Hitchens αποκαλύπτει κάτι που οι άνθρωποι του Βρετανικού Μουσείου θα προτιμούσαν βέβαια να ξεχαστεί, αφού άλλωστε πολύ λίγοι το γνώριζαν. Πρόκειται για την πολύ σημαντική ζημιά που έγινε στα παρθενώνια γλυπτά – και όχι μόνον σ’ αυτά – από έναν απίστευτο, πρωτόγονο θα τολμούσα να πω, καθαρισμό που πραγματοποίησαν οι συντηρητές του μουσείου το 1938. Όταν αποκαλύφθηκε βέβαια η ζημιά, ύστερα από δριμύτατη δημόσια καταγγελία του μεγάλου γλύπτη Jacob Epstein, ο διευθυντής του Fr. Pryce υποχρεώθηκε σε παραίτηση «για λόγους υγείας». Το περιστατικό αυτό αποτελεί αποστομωτική απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι θα ήταν αδύνατον στην Ελλάδα να υπάρχει η φροντίδα και η επιστημονική μέριμνα των μνημείων, η οποία υπάρχει στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και στα μουσεία τους. Παντού είναι δυνατόν να γίνουν λάθη και ζημιές˙ όμως η υπεροπτική κάποτε στάση των άλλων απέναντί μας, σε θέματα όπως λ.χ. της συντήρησης και προστασίας των μνημείων, τις πιο πολλές φορές δεν μπορεί να δικαιωθεί από τα πραγματικά γεγονότα. Οι αρχαιολόγοι, Έλληνες και ξένοι, γνωρίζουν καλά πως οι Έλληνες συντηρητές έχουν όχι μονάχα αφοσίωση στο έργο τους, αλλά και ικανότητα και γνώσεις αξιοζήλευτες.

Δεν ξέρω αν το βιβλίο αυτό θα είχε γραφεί, και αν ναι, ποια απήχηση θα είχε, αν δεν είχε θέσει τόσο επίσημα και τόσο δραστήρια το θέμα της επιστροφής των παρθενώνιων γλυπτών στην πατρίδα τους η Μελίνα Μερκούρη. Ίσως κάποιοι να θεώρησαν αυτή την ενέργεια της Ελληνίδας Υπουργού Πολιτισμού ως μιαν άσκοπη, ουτοπική και τελικά περιττή κίνηση. Μέσα στον αγοραίο «ρεαλισμό» και ωφελιμισμό που απλώνεται ολοένα και περισσότερο στην κοινωνία μας – και δεν εννοώ μονάχα την ελληνική – τέτοιες φωνές ηχούν, ίσως, παράξενα. Όμως αυτές ακριβώς οι φωνές είναι που μας χρειάζονται ολοένα και περισσότερο. Τέτοιες παράλογες και ουτοπικές ενέργειες σώζουν τελικά τον κόσμο, τον αναγκάζουν να θυμηθεί την ίδια του τη συνείδηση και το χρέος του απέναντι στην ίδια του την ιστορία. Το αίτημα για την επιστροφή των ελληνικών γλυπτών αποτελεί μια συμβολική κραυγή για ειλικρίνεια και εντιμότητα προς όλους εκείνους που διακηρύσσουν πως καλλιεργούν τον πολιτισμό, τις τέχνες και το πνεύμα. Ο διαμελισμένος Παρθενώνας στέκεται η λυδία λίθος που ελέγχει το πνευματικό ήθος αυτών που λεν πως την θαυμάζουν.

Το εξώφυλλο του βιβλίου
Το εξώφυλλο του βιβλίου

Πρόλογος στην ελληνική έκδοση από την Υπουργό Πολιτισμού κυρία Μελίνα Μερκούρη

Όσο θερμά πιστεύω πως το καινούργιο Μουσείο της Ακρόπολης θα στεγάσει μια μέρα τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, τόσο θερμά πιστεύω ότι η Αγγλία μια μέρα θα είναι ευγνώμων στον Christopher Hitchens και σ’ όλους όσους βοήθησαν στην έκδοση αυτού του βιβλίου.

Το έργο αυτό είναι μια έκκληση προς τη συνείδηση, μια εθνική συνείδηση. Το μεγαλείο μιας χώρας δεν έγκειται σ’ αυτά που κατέκτησε ή πήρε ή κράτησε. Η αληθινή υπερηφάνεια μιας χώρας εναπόκειται στην επανόρθωση των αδικιών, στην αναγνώριση της αλήθειας και της δικαιοσύνης.


Περισσότερα για το θέμα των παρθενώνιων μαρμάρων και το συγκεκριμένο βιβλίο εδώ.


(Εμφανιστηκε 1,526 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.