Ομήρου Οδύσσεια. Ραψωδία ν’
Οδυσσέως απόπλους παρά Φαιάκων.
Οδυσσέως άφιξις εις Ιθάκην.
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
Αυτά τους είπε, κι όλοι τους σωπαίνανε ομπροστά του, δεμένοι από το μάγιο του μες στα ισκιερά παλάτια. Τότες απολογιέται του ο Αλκίνος και του κρένει·«Μιάς κι ήρθες στα χαλκόστρωτα και στ’ αψηλά μου σπίτια, |
|
5 | θαρρώ πως δε θα πλανεθής, Δυσσέα, στο γυρισμό σου, μόνε όσα πριν κι αν έπαθες, στον τόπο σου θα φτάσης. Και στον καθέναν από σας που μέσα στο παλάτι το διαλεχτό μου πίνετε κρασί και το φλογάτο, και τα τραγούδια χαίρεστε, να, τι θα πω, κι ακούτε. |
10 | Μέσα στο λαμπροκάμωτο σεντούκι ‘ναι τα ρούχα, το δουλεμένο μάλαμα και τα φιλέματα όλα, που εδώ του ξένου φέρανε οι αρχόντοι τώ Φαιάκων· τώρα μεγάλο τρίποδα ας του βρούμε και λεβέτι καθένας μας κατόπι εμείς συνάζουμε απ’ το δήμο· |
15 | τι είναι βαρύ απ’ ελόγου του να δίνη ένας μονάχος.» |
Είπε ο Αλκίνος, κι άρεσαν τα λόγια του στους άλλους. Καθένας τότες κίνησε στο σπίτι να πλαγιάση. Έφεξ’ η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα, και με το στέριο χάλκωμα πάνε για το καράβι. |
|
20 | Ίδιος του μπήκε ο αντρόκαρδος ο Αλκίνος στο καράβι, και μέσα τα καλόθεσε στους πάγκους αποκάτου, να μη σκοντάβουν σαν τραβάν κουπί τα παλληκάρια. Κι εκείνοι πήγαν να χαρούν του Αλκίνου το γιορτάσι. |
Και βόδι αυτός τους έσφαξε, θυσία στο γιό του Κρόνου, | |
25 | το Δία το μαυρονέφελο, πού ‘ναι όλων βασιλέας. Και τα μεριά σαν έκαψαν, στο θεόλαμπρο τραπέζι φραινόνταν· και τραγούδα τους ο κοσμοτιμημένος και θεϊκός τραγουδιστής Δημόδοκος. Ως τόσο συχνά στον ήλιο γύριζε την κεφαλή ο Δυσσέας, |
30 | το γέρμα λαχταρίζοντας, και γυρισμό ποθώντας. Και σαν που δείπνο ορέγεται ο αργάτης που ολημέρα τα μαύρα βόδια τού ‘σερναν το αλέτρι στα χωράφια, και βλέπει με χαρά το φως του ήλιου να βασιλεύη, και στο φαγί πηγαίνοντας τα γόνατά του τρέμουν, |
35 | τέτοια χαρά ‘φερε του ήλιου το γέρμα στο Δυσσέα. Και γλήγορα στους Φαίακες που το κουπί αγαπάνε, μα στον Αλκίνο ξέχωρα, μίλησε τότες κι είπε· |
«Αλκίνο, πρώτε βασιλιά, και τώ λαών καμάρι, κάμετε στάξες, στείλτε με με το καλό, και γειά σας. |
|
40 | Τί τώρα πια τελέστηκαν όσα ήθελε η καρδιά μου, ταξίδι και χαρίσματα, που οι θεοί να τα βλογάνε, να ξαναβρώ το σπίτι μου και την καλή γυναίκα, και να γυρίσω ανάμεσα στους ακριβούς μου φίλους. Κι εσείς που εδώ απομνήσκετε, νά ‘στε η χαρά για πάντα |
45 | τώ γυναικών και τέκνω σας, κι οι θεοί να σας φυλάνε, και συφορές η χώρα σας ποτές να μη γνωρίση.» |
Αυτά είπε, και τα λόγια του καλοδεχτήκαν όλοι, κι είπαν ο ξένος να σταλή, γιατί σωστά μιλούσε. Και λάλησε του κήρυκα ο αντρόψυχος ο Αλκίνος· |
|
50 | «Σμίξε, Ποντόνε, το κρασί και μοίρασέ το σε όλους· μες στο παλάτι, προσευκές να κάμουμε του Δία, κι απέ να προβοδήσουμε τον ξένο στο νησί του.» |
Είπε, και πρόσγλυκο κρασί τους έσμιξε ο Ποντόνος, και σ’ όλους γύρω μοίρασε· κι εκείνοι από τις έδρες |
|
55 | στους τρισμακάριστους θεούς πού ‘ναι στα ουράνια, στάξαν. Τότες σηκώθηκε ο τρανός Δυσσέας, στης Αρήτης τα χέρια το διπλόκουπο παράδωσε ποτήρι, και λάλησε της κι είπε της με φτερωμένα λόγια· |
«Γειά σου, χαρά σου ολοζωής, βασίλισσα, ώσπου νά ‘ρθουν | |
60 | τα γερατειά κι ο θάνατος, που τους θνητούς προσμένουν· μισεύω τώρα, κι εύκουμαι να χαίρεσαι εδώ μέσα τα τέκνα σου και το λαό και το γενναίο Αλκίνο.» |
Είπε, και διάβηκε ο λαμπρός Δυσσέας το κατώφλι, και κήρυκα ο αντρόκαρδος ο Αλκίνος στέλνει ομπρός του, |
|
65 | να τόνε φέρη στο γιαλό προς το γοργό καράβι· κι η Αρήτη δούλες τού ‘βαλε να τόνε συνοδέψουν. Σκουτί καλοπλυμένο η μιά σηκώνει και χιτώνα, άλλη σεντούκι κουβαλάει καλόφτιαστο, και τρίτη με το κρασί το κόκκινο και με θροφή ακλουθούσε. |
70 | Και στο γιαλό σα φτάσανε, και στο καράβι μπήκαν, τα παλληκάρια οι προβοδοί στο κουφωτό καράβι πήραν και βάλαν τα πιοτά και τις προμήθειες όλες· και του Οδυσσέα στρώσανε βελέντζα και σεντόνι στου καραβιού το κάσαρο, για να γλυκοκοιμάται |
75 | στην πρύμη· αυτός ανέβηκε και πλάγιασ’ εκεί τότες σιωπώντας· κι αυτοί κάθισαν αραδιαστοί στους πάγκους, και το παράγγι ξέλυσαν από την τρύπια δέστρα. Και πίσω καθώς γέρνανε και τα νερά σκορπούσαν, ύπνος βαρύς κατέβαινε πάς στα ματόφυλλά του, |
80 | βαθύς περίσσια και γλυκός, με θάνατο παρόμοιος. Σαν που σε κάμπο αλόγατα τετράζυγα βαρβάτα στου μαστιγιού το χτύπημα μαζί χουμίζουν όλα, κι αναπηδώντας αψηλά μεγάλο δρόμο κόβουν, έτσι κι η πλώρη ανέβαινε του ψήλου, κι αποπίσω |
85 | του πολυτάραχου γιαλού το κύμα αφρομανούσε. Κι έτρεχ’ εκείνο μιά χαρά, που μήτε κιρκινέζι, το πιο γοργό πετάμενο, θα μπόρειε να το φτάξη Με τέτοια φόρα διάβαινε στις θάλασσες απάνω, φέρνοντας άντρα με θεούς παρόμοιο στη σοφία, |
90 | που αρίθμητα άλλοτες δεινά κι αν έπαθε η ψυχή του, σε αντρών πολέμους και φριχτά ταξίδια του πελάγου, τώρα κοιμόταν ήσυχα, τα πάθια του ξεχνώντας. |
Σαν πρόβαλε το φωτερό τ’ αστέρι που στα ουράνια της νυχτογέννητης αυγής πρωτομηνάει τη φέξη, |
|
95 | το πλοίο το πελαγόδρομο ζύγωνε πια στο Θιάκι. |
Βρίσκετ’ εκεί του Φόρκυνα, του πελαγήσου γέρου, κάποιο λιμάνι, και σ’ αυτό δυό κάβοι που προβάλλουν, βραχόσπαρτοι, προς την μπασιά του λιμανιού συγκλίνουν, κι όξω κρατούν τα κύματα που οι τρικυμιές σηκώνουν· |
|
100 | μα μέσα τα καλόφτιαστα συχάζουνε καράβια, δίχως δεσίματα, άμα μπουν και βρούνε αραξοβόλι. Είναι κι ελιά μακρόφυλλη βαθιά μες στο λιμάνι· και δίπλα της αχνόθαμπη σπηλιά χαριτωμένη, ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες. |
105 | Κροντήρια και διπλόχερες λαγήνες εκεί βρίσκεις, που τα μελίσσια μέσα τους πηγαίνουν και φωλιάζουν. Είναι και πέτρινοι αργαλειοί περίτρανοι, που οι Νύφες φαίνουν σκουτιά πορφυρωτά που βλέπεις και θαμάζεις. Έχει κι αστείρευτα νερά, και θύρες δυό· μιά θύρα |
110 | προς το Βοριά που δύνουνται ν’ αυλίζουνται και ανθρώποι, κι η άλλη, θεϊκιά, προς το Νοτιά, που ανθρώποι δεν περνάνε, μόνε είναι των αθάνατων η θύρα εκείνη δρόμος. |
Αυτά από πριν γνωρίζοντας μπήκαν εκεί ν’ αράξουν, και το καράβι στη στεριά έξω έπεσε ως τη μέση· |
|
115 | με τέτοια ορμή το σπρώχνανε στα ομπρός οι λαμνοκόποι. Και στη στεριά σα βγήκανε απ’ το γερό καράβι, πρώτ’ απ’ το πλοίο το κουφωτό τον Οδυσσέα σηκώσαν· με το σεντόνι το λινό και το λαμπρό στρωσίδι στην αμμουδιά τον έθεσαν καθώς βαριοκοιμόταν, |
120 | κι ύστερα βγάλαν τα καλά που οι Φαίακες του δώκαν που ερχόταν με της Αθηνάς τη χάρη στη πατρίδα. Τά ‘θεσαν όλα στης ελιάς τη ρίζα σωριασμένα, όξω απ’ το δρόμο, μην τα δη περαστικός κανένας, και πάη και τα πειράξη πριν ξυπνήση ο Οδυσσέας. |
125 | Κι αυτοί ξαναγυρίζανε στον τόπο τους. Μα ο Σείστης δεν ξέχναε τις φοβέρες του στο θεϊκό Οδυσσέα, και πήγε του Δία στον Όλυμπο τη γνώμη να ρωτήξη· |
«Δία πατέρα, εγώ τιμή δε θά ‘χω πια και δόξα μες στους θνητούς, μιάς και θνητοί δε με τιμούν εμένα, |
|
130 | οι Φαίακες δά, που λέγουνται κι απόγονοι δικοί μου. Για το Δυσσέα το είπα εγώ πως στην πατρίδα θά ‘ρθη, πολλά σαν πάθη· γυρισμό να του αρνηθώ ποτές μου δε θέλησα, τι τό ‘ταξες εσύ πως θα γυρίση. Και τώρα αυτοί τον πέρασαν με το γοργό καράβι |
135 | καθώς βαθιοκοιμότανε, τον έβγαλαν στο Θιάκι, και τού ‘δωκαν αρίφνητα χαρίσματα, χρυσάφι, χαλκό και δουλευτά σκουτιά, που τόσα κι απ’ την Τροία δε θά ‘φερνε αν ερχότανε αποκείθε δίχως βλάβη, με το σωστό μερίδιο του από λάφυρα γυρνώντας.» |
Κι ο Δίας του αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης· | |
140 | «Σείστη, μεγαλοδύναμε, τι λόγο πήγες κι είπες ; Δε σ’ αψηφούν οι αθάνατοι· και πως θ’ αποκοτούσαν εσένα το μεγάλο τους και πρώτο ν’ αψηφήσουν ; Κι αν άντρας κάποιος δυνατός κι απόκοτος θελήση να σε προσβάλη, εσύ μπορείς να γδικιωθής κατόπι. |
145 | Κάμε όπως θέλεις, και καθώς καλό το κρίνει ο νους σου.» |
Κι αυτά του απολογήθηκε ο σείστης Ποσειδώνας· «Μεμιάς, ώ μαυροσύννεφε, θά ‘κανα αυτό που κρένεις, μα πάντα το θυμό σου εγώ φοβάμαι κι αποφεύγω. Και τώρα θέλω τ’ όμορφο καράβι των Φαιάκων |
|
150 | που θά ‘ρθη από προβόδωμα στα θαμπερά πελάγη, να σπάσω και στη χώρα τους βουνό να ρίξω γύρω, να πάψουν και να μη μπορούν να προβοδούν ανθρώπους.» |
Κι ο Δίας του αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης· «Αυτό θαρρώ καλύτερο μέσα στο νου μου, ώ φίλε· |
|
155 | όλοι απ’ τη χώρα σα θωρούν το πλοίο ν’ αρμενίζη, εσύ αποδίπλα στη στεριά βράχο να το πετρώσης, να μοιάζη σαν πλεούμενο, και να θαυμάζουνται όλοι· και με τρανό τη χώρα τους βουνό να τριγυρίξης. » |
Αυτό απ’ το Δία σαν άκουσε του κόσμου ο μέγας σείστης | |
160 | προς τη Σκερία ξεκίνησε, τον τόπο των Φαιάκων, και στάθηκε· σαν πρόβαλε τ’ ανάφρυδο καράβι στο κύμα γοργολάμνοντας, ζυγώνει ο Ποσειδώνας, με την παλάμη το βαράει, στα βάθια το ριζώνει, πέτρα το κάνει, ξεκινάει και χάνεται αποκείθε. |
165 | Κι οι Φαίακες οι μακρόλαμνοι κι οι θαλασσακουσμένοι με λόγια τότες φτερωτά μιλούσαν μεταξύ τους, κι ένας τους γύρναε κι έλεγε του διπλανού του ετούτα· |
«Αλλοίς, και ποιός μας έδεσε στα πέλαγα το πλοίο, στη χώρα καθώς γύριζε κι ολόβολο φαινόταν ; » |
|
Αυτά είπε και τι γένηκε δε γνώριζε κανείς τους. | |
170 | Κι ο Αλκίνος τότε ο βασιλιάς ξαγόρεψέ τους κι είπε· |
«Για δήτε πως οι παλαιϊκές μας βγαίνουν προφητείες του κύρη μου, σαν έλεγε πως μας φτονούσε ο Σείστης, που όλους εμείς απείραχτοι στη γης τους προβοδάμε, |
|
175 | κι είπε πως κάποιο Φαιακινό καλόφτιαστο καράβι που θά ‘ρθη από προβόδημα στα θαμπερά πελάγη, θα σπάση και στη χώρα μας βουνό θα ρίξη γύρω. Αυτά είπε τότε ο γέροντας, και σήμερα τελιούνται. Μα ελάτε τώρα, κι ό,τι πω να το καλοδεχτούμε· |
180 | μην προβοδάτε πια θνητό, σαν έρχεται κανένας στη χώρα μας· κι ας σφάξουμε του Ποσειδώνα τώρα δώδεκα ταύρους διαλεχτούς, ίσως και σπλαχνιστή μας, και με τρανό τη χώρα μας βουνό δεν τριγυρίξη.» |
Είπε, κι αυτοί φοβήθηκαν, και τοίμασαν τους ταύρους. | |
185 | Και τότες προσευκήθηκαν στο ρήγα Ποσειδώνα οι αφέντηδες κι οι προεστοί της χώρας τώ Φαιάκων, ολόρθοι γύρω στο βωμό. Κι ο μέγας ο Οδυσσέας σηκώθη από τον ύπνο του στη γης την πατρική του, και μήτε τήνε γνώρισε, καιρούς ξενιτεμένος· |
190 | τι η διογέννητη Αθηνά μ’ αχνό τον περεχούσε, να τον φυλάξη αγνώριστο, και να τον δασκαλέψη, μην τόνε νιώση η σύγκοιτη κι οι φίλοι κι οι πολίτες, πριν κάθε τους αδίκημα πλερώσουν οι μνηστήρες. Για δαύτο και του σφάνταζαν αλλιώτικα όλα γύρω, |
195 | τα μονοπάτια τα μακριά, τα ολόκλειστα λιμάνια, τα δέντρα τα ολοφούντωτα, κι οι βραχουριές παντούθε. Πετιέται απάνω, στέκεται, κοιτάζει την πατρίδα, και τότε θλιβερά βογγάει, και τα μεριά βαρώντας με τις παλάμες, κλαίγεται και λέει μοιρολογώντας· |
200 | «Αλλοίς μου, και σε τι λογής ανθρώπων ήρθα χώρα ; νά ‘ναι άραγες ασύστατοι κι αδικοπράχτες κι άγριοι, ή νά ‘χουνε φιλοξενιά και θεοφοβιά στο νου τους ; Πού φέρνω αυτούς τους θησαυρούς ; και που πλανιέμαι ατός μου; Μακάρι ας έμνησκαν αυτοί στη χώρα τώ Φαιάκων, |
205 | και τότε σε άλλο βασιλιά θα πρόσφευγα μεγάλο, που θα με καλοδέχουνταν και θα με προβοδούσε. Πού τώρα να τα θέσω αυτά δεν ξέρω, μήτε πάλε τ’ αφήνω εδώ, μην έρθουνε και μου τ’ αρπάξουν άλλοι. Αλλοίς μου, σε όλα γνωστικοί δεν ήτανε και δίκιοι |
210 | οι αφεντάδες κι οι προεστοί τώ Φαιάκων, τι με φέραν σε ξένη γης· μου κρένανε πως τάχα θα με πάνε στο Θιάκι μου το ξάστερο, και δε μου το τελέσαν. Ο Δίας ο συνακουστής γι’ αυτό να τους πλερώση, που όλους θωρεί αποπάνωθε, και τους κακούς παιδεύει. |
215 | Μα τώρα ας πάω, τους θησαυρούς να δω και να μετρήσω, μην πήραν κάτι φεύγοντας με το γοργό καράβι.» |
Σαν είπε αυτά, τους τρίποδες μετρούσε τους πανώριους, και τα λεβέτια, τα σκουτιά, και το λαμπρό χρυσάφι, και τίποτες δεν τού ‘λειπε· μα έκλαιγε για τη γης του, |
|
220 | και πικραναστενάζοντας σερνότανε στην άκρη του πολυτάραχου γιαλού. Κι ήρθε η Αθηνά σιμά του, μοιάζοντας νέο πιστικό που πρόβατα φυλάγει, περίσσια τρυφερόκορμο, και σα βασιλοπαίδι. Είχε διπλή στον ώμο της καλόφτιαση φλοκάτα, |
225 | στα ωραία πόδια σάνταλα, στα χέρια της κοντάρι, Άμα την είδε χάρηκε και ζύγωσε ο Δυσσέας, και φώναξέ την, κι είπε της με λόγια φτερωμένα· |
«Φίλε, που πρώτος έλαχες σ’ αυτή τη χώρα ομπρός μου, γειά σου, και μη μου φέρνεσαι κακόγνωμα· μόν’ σώσε |
|
230 | κι ετούτα εδώ κι εμένανε· τι σα θεό μου εσένα κοιτώντας και δοξάζοντας στα γόνατά σου πέφτω. Και τούτο τώρα ξήγα μου με αλήθεια, να το ξέρω· Ποιά γή ‘ναι αυτή, και ποιός λαός; τι ανθρώποι εδώ γεννιούνται; νά ‘ναι νησάκι ξάστερο κι αυτό, για μήπως άκρη |
235 | της καρπερής είναι στεριάς προς το γιαλό απλωμένη ; » |
Τότε γυρνά και του μιλά η θεά η γαλανομάτα· «Για κούφιος είσαι, ώ ξένε μου, για από μακριά μας ήρθες, και με ρωτάς γι’ αυτή τη γης. Δεν είναι δα και τόσο στον κόσμο αγνώριστη· πολλοί την ξέρουν κι όσοι ζούνε |
|
240 | προς του ήλιου την ανατολή, κι όσοι στα μέρη ζούνε που πέφτουν καταπίσωθε προς τ’ αχνερά σκοτάδια. Δεν είναι γης για αλόγατα, παρά γεμάτη πέτρα· μα πάλε μήτε γης φτωχή, κι απλόχωρη ας μην είναι. Στάρι περίσσιο και κρασί καλό μας δίνει ο τόπος, |
245 | τι πάντα πέφτει εδώ βροχή και μας δροσαίνουν πάχνες· γίδια και βόδια βρίσκουνε καλή βοσκή εδώ πέρα, μα και τα δέντρα με νερά ποτίζουνται περίσσια. Κι έτσι το Θιάκι ακούστηκε κι ως την Τρωάδα ακόμα, που λένε απ’ την Αχαϊκή τη γης μακριά πως είναι.» |
250 | Αυτά είπε, κι αναγάλλιασε ο μέγας ο Οδυσσέας, βλέποντας πως ο τόπος του ήταν η γης εκείνη, απ’ όσα του φανέρωσε του Δία η θυγατέρα. Και φώναξε την κι είπε της με λόγια φτερωμένα, αλήθεια όμως δεν έλεγε, παρά το λόγο γύρνα, |
255 | πάντα μεγάλες πονηριές στο νου του μελετώντας· |
«Και στην απλόχωρη άκουγα την Κρήτη για το Θιάκι, πέρ’ απ’ τα πέλαγα· κι εγώ τώρα έρχουμαι απατός μου, μ’ αυτούς εδώ τους θησαυρούς· στα τέκνα μου άλλα τόσα αφήκα, σάνε σκότωσα το γιό του Ιδομενέα, |
|
260 | το γοργοπόδη Ορσίλοχο, και ξέφυγα αποκείθε. Κάθε άντρα σιταρόθρεφτο στο τρέξιμο νικούσε στην Κρήτη αυτός· μα θέλησε τα τρωαδίτικα όλα να μου κρατήση λάφυρα, που εγώ ‘παθα για δαύτα, και σε πολέμους αντρικούς και στ’ άγρια τα πελάγη, |
265 | τι του γονιού του ακόλουθος δεν έστεργα να γίνω στην Τροία, παρά μαχόμουν μ’ άλλους δικούς μου πρώτος. Σιμά στο δρόμο τού ‘στησα με φίλο μου καρτέρι, κι απ’ τα χωράφια ερχάμενο τον πήρα με κοντάρι. Ήτανε νύχτα σκοτερή στα ουράνια, και κανένας |
270 | δεν ένιωσε, μόνε κρυφά του πήρα την ψυχή του. Και σαν τόνε θανάτωσα με σουβλερό κοντάρι, πήγα σε πλοίο σε Φοίνικες αρχόντους να προσπέσω, και δώρα ακριβοπόθητα τους έδινα ζητώντας μαζί τους να με πάρουνε στην Πύλο να μ’ αφήσουν, |
275 | ή στην ιερή την Ήλιδα που Επειώτες την ορίζουν. Όμως του ανέμου η δύναμη τους έσπρωχνε αποκείθε χωρίς να εν· δε ζήταγαν αυτοί να με γελάσουν. Και τότες παραδέρνοντας φτάσαμ’ εδώ τη νύχτα, και στο λιμένα μπήκαμε βαρύ κουπί τραβώντας. |
280 | Δε συλλογιόμασταν φαΐ, κι ας είχαμέ του ανάγκη· μόνε απ’ το πλοίο βγήκαμε κι αυτού πλαγιάσαμε όλοι. Στ’ αποσταμένο μου κορμί γλυκός κατέβηκε ύπνος, κι εκείνοι τότες έβγαλαν τα πράματα απ’ το πλοίο, κι απάνω εδώ στην αμμουδιά που κοίτομουν τα θέσαν. |
285 | Κατόπι στην ωριόχτιστη κινήσαν Σιδονία, κι έμεινα εγώ μονάχος μου με την καρδιά θλιμμένη.» |
Είπε, και χαμογέλασε η θεά η γαλανομάτα, κι απλώνοντας το χέρι της τον χάδεψε, και φάνη σα δέσποινα ώρια και τρανή σ’ έργα λαμπρά πιδέξια. |
|
290 | Και φώναξέ τον κι είπε του με λόγια φτερωμένα· |
«Μαριόλος και παμπόνηρος θά ‘ναι όποιος σε περάση σε κάθε απάτη, μα και θεός αν τύχη νά ‘ναι ακόμα. Σκληρέ και μυριοσόφιστε κι αχόρταγε στους δόλους, ως και στη γης σου σα βρεθής δεν το αστοχάς το ψέμα, |
|
295 | μήτε τα λόγια τα πλαστά, που αρχήθες τ’ αγαπούσες. Μα τώρα αυτά ας τ’ αφήσουμε· σοφοί είμαστε κι οι δυό μας, πρώτος κι εσύ μες στους θνητούς στη γνώση και στα λόγια, και πάλε εγώ μες στους θεούς για νου και για ξυπνάδα είμ’ ακουσμένη. Του Διός την κόρη την Παλλάδα, |
300 | την Αθηνά δε γνώρισες εσύ, που μερανύχτα σου παραστέκω, σ’ όλα σου τα πάθια φύλακάς σου, και που έκαμα τους Φαίακες να σ’ αγαπήσουν όλοι. Και τώρα ακόμα βγήκα εδώ, για να συλλογιστούμε πως να σου κρύψω τα καλά που οι Φαίακες σου δώκαν |
305 | καθώς ο νους μου τα όρισε, μαζί σου να τα φέρης. Μα να σου πω, και τι δεινά στο σπιτικό σου η μοίρα σου φύλαξε· κι εσύ καρδιά να κάμης ν’ απομένης, και σε κανένα μην ξηγάς ούτ’ άντρα ούτε γυναίκα, πως απ’ τα ξένα γύρισες, παρά όσα κι αν παθαίνης |
310 | από κακόβουλους θνητούς, αμίλητα να τά ‘χης.» |
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος γυρίζει και της κρένει· «Δύσκολα ο άνθρωπος, θεά, σε νιώθει ά σ’ αγναντέψη, όσο κι αν ξέρη· γιατί εσύ λογής μοιασίδια παίρνεις. Τούτο γνωρίζω εγώ καλά, πως πρώτα μου ήσουν φίλη, |
|
315 | όσον καιρό μαχόμασταν οι Αχαιοί στην Τροία. Μα αφότου εμείς κουρσέψαμε τη χώρα του Πριάμου, και στα καράβια μπήκαμε, κι ο θεός μας σκόρπισε όλους, δε σ’ είδα μήτε σ’ ένιωσα, διογέννητη, από τότες, μες στο καράβι μου να ρθης και να με διαφεντέψης. |
320 | Παρά πλανιόμουν άπαυα με την καρδιά καμένη, ωσότου από τα βάσανα οι θεοί με λευτερώσαν, κι εσύ πια με τα λόγια σου στην πλούσια γη τώ Φαιάκων με γκάρδιωνες, και μ’ έφερνες ατή σου μες στη χώρα. Μα στου γονιού σου τ’ όνομα παρακαλώ σε τώρα, |
325 | τι δεν πιστεύω νά ‘φτασα στο ξάστερο μου Θιάκι, μόνε πλανιέμαι σ’ άλλη γης, κι αυτά θαρρώ που μού ‘πες, με πονηριά μου τά ‘πλασες, το νου μου να γελάσης· λέγε μου, αλήθεια, βρίσκουμαι στην ποθητή πατρίδα ; » |
Κι η γαλανόματη Αθηνά του απολογήθη τότες· | |
330 | «Με τέτοιες πάντα συλλογές το νου σου βασανίζεις· γι’ αυτό κι εγώ στα πάθια σου μονάχο δε σ’ αφήνω, πού ‘σαι δα τόσο γνωστικός, καλός κι ανοιχτομάτης. Αν ήταν άλλος κι έρχονταν στον τόπο του απ’ τα ξένα, θένα ‘ τρεχε, τη σύγκοιτη να δη και τα παιδιά του· |
335 | μα ακόμα εσύ δε λαχταρείς να μάθης και ν’ ακούσης, μόν’ πρώτα τη γυναίκα σου ζητάς να δοκιμάσης, που μες στον πύργο κάθεται και τυραννιέται η έρμη, κι οι νύχτες της, κι οι μέρες της περνάνε με τα δάκρυα. Ποτές δεν το φοβόμουνα, μόν’ τό ‘χα εγώ στο νου μου, |
340 | πως πίσω θένα ‘ρθής χωρίς κανένα σύντροφό σου· όμως στον Ποσειδώνα εγώ, στ’ αδέρφι του γονιού μου, δεν ήθελα ν’ αντισταθώ, τι σου ήταν χολωμένος, το μάτι αφότου τύφλωσες του αγαπημένου γιού του. Τώρα τους τόπους του Θιακιού για να πειστής σου δείχνω. |
345 | Νά, του παλιού θαλασσινού του Φόρκυνα ο λιμιώνας· να, κι η μακρόφυλλη η ελιά στου λιμανιού την άκρη, και δίπλα της η αχνόθαμπη σπηλιά, η χαριτωμένη, ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες· εκεί ‘ναι και το θολωτό το σπήλιο που σ’ εκείνες |
350 | πολλές εσύ εκατοβοδιές καλόδεχτες τελούσες· να, και το Νήριτο βουνό, τ’ ολόσκεπο από δάσια.» |
Είπε, και σκόρπισε ο αχνός, και φάνη η γης τριγύρω· την είδε κι αναγάλλιασε ο πολύπαθος Δυσσέας, και χαίροντας σα φίλησε τη γης την πλουτοδότρα, |
|
355 | στις Νύφες προσευκήθηκε σηκώνοντας τα χέρια· |
«Ώ Νύφες, κόρες του Διός, ν’ αξιωθώ σας πάλε δεν τό ‘λπιζα· σας χαιρετώ με τις γλυκειές ευκές μου, και δώρα θα σας φέρνουμε σαν πρώτα εμείς περίσσια, αν η νικήτρια η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα, |
|
360 | ζωή μου δώση, και αντρειά στο γιό τον ακριβό μου. » |
Κι η γαλανόματη Αθηνά του λάλησε και του είπε· «Θάρρος· γι’ αυτά ας μη νοιάζεται καθόλου τώρα ο νους σου. Μόν’ έλα, και τα πράματα στα βάθια τ’ ώριου σπήλιου ας πάμε ν’ απιθώσουμε, κρυμμένα εκεί να τά ‘χης· |
|
365 | κατόπι συλλογιόμαστε τί ‘ναι καλό να γίνη. » |
Είπε, και μπήκε η θέαινα στο αχνόθαμπο το σπήλιο, για νά ‘βρη τους κρυψώνας του· και τότες ο Οδυσσέας της έφερε τα χρυσικά και τα χαλκοστολίδια, και τα καλόφτιαστα σκουτιά που οι Φαίακες του χαρίσαν. |
|
370 | Κι αφού καλά τ’ απίθωσε, βάζει τρανό λιθάρι στου σπήλιου το έμπα η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα. |
Τότες καθίσαν στης ιερής ελιάς τη ρίζα οι δυό τους, να δουν πως θα ξεκάμουνε τους άτιμους μνηστήρες. Κι άρχισε πρώτη η Αθηνά, η θεά η γαλανομάτα· |
|
375 | «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα, δες τώρα τους αδιάντροπους μνηστήρες πως θα σπάσης, που τρία χρόνια κυβερνούν τον πύργο σου, ζητώντας με δώρα ν’ αποχτήσουνε το ισόθεο σου ταίρι· κι εκείνη, πάντα κλαίγοντας, που ακόμα να γυρίσης, |
380 | ελπίδες και ταξίματα του καθενού τους δίνει, και τους μηνάει μηνύματα, κι ας κλώθη ο νους της άλλα.» |
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος γύρισε και της είπε· «Αλλοί, με του Αγαμέμνονα του γιού του Ατρέα τη μοίρα, θάνατο θά ‘βρισκα κακό κι εγώ μες στο παλάτι, |
|
385 | αν όλα δε μου τά ‘λεγες καθάρια εσύ, ώ θεά μου. Και τώρα ορμήνεψέ με πως να πάω να τους παιδέψω· ατή σου στέκου πλάγι μου και δίνε μου αντρειοσύνη, σαν τότες που χαλνούσαμε τα ώρια πυργιά της Τροίας. Αν έτσι μου παράστεκες λαμπρή, ώ γαλανομάτα, |
390 | και με τρακόσους θά ‘βγαινα να χτυπηθώ νομάτους σιμά σου, τι την πρόθυμη διαφέντεψη σου θά ‘χα.» |
Κι η γαλανόματη θεά του απολογήθη τότες· «Σιμά σου θά ‘μαι, και πολύ, και δε θα σ’ αστοχήσω σαν έρθη η ώρα· και θαρρώ πολλοί από τους μνηστήρες |
|
395 | που τώρα κατατρώγουνε το βιός σου θα σκορπίσουν και το αίμα τους και τα μυαλά τότε στο χώμα απάνω. Μα πρώτα πρέπει αγνώριστο στους άλλους να σε κάνω· θα σου ζαρώσω τ’ όμορφο και λυγερό κορμί σου, θα σου αφανίσω τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής σου, |
400 | και θα ντυθής παλιόρουχο, να σε σιχαίνουνται όλοι· τα μάτια σου τα λαμπερά, θαμπά θα σου τα κάνω, που τιποτένιος να φανής και στους μνηστήρες όλους, και στη γυναίκα και στο γιό που μες στο σπίτι αφήκες. Και πρώτα το χοιροβοσκό πήγαινε ν’ ανταμώσης, |
405 | που νοιάζεται τους χοίρους σου, και σε πονεί η καρδιά του, μα και το γιόκα σου αγαπά, και το χρυσό σου ταίρι. Σιμά στα ζώα θα κάθεται, που βόσκουνε στην πέτρα του Κόρακα, που είναι κοντά κι η Αρέθουσα η βρυσούλα. Τρών βαλανίδια νόστιμα, κι αχνό νεράκι πίνουν, |
410 | και καλοθρέφουνται μ’ αυτά και πλήθιο πάχος πιάνουν. Εκεί μαζί του κάθισε και ρώτηξε τον όλα, ώσπου στην καλογύναικη να πάω εγώ τη Σπάρτη, το γιό σου τον Τηλέμαχο, Οδυσσέα μου, να φωνάξω· αυτός στη Λακεδαίμονα, του Μενελάου τη χώρα, |
415 | πήγε να μάθη αν τάχα ζης κι ακούγεσαι στον κόσμο.» |
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απολογήθη κι είπε· «Τί δεν του τό ‘λεγες εσύ, που όλα .τα ξέρει ο νους σου ; ή τάχα μες στα πέλαγα κι αυτός για να πλανιέται με βάσανα, και να του τρων οι άλλοι τα καλά του ; » |
|
420 | Κι η γαλανόματη θεά του απολογήθη τότες· «Γι’ αυτόν μην πολυνοιάζεσαι· εγώ τον οδηγούσα που τ’ όνομά του ν’ ακουστή πηγαίνοντας κει κάτω. Βάσανα αυτός δεν έχει εκεί, μόν’ κάθεται στους πύργους του γιού του Ατρέα, και χαίρεται τ’ αρίφνητα καλά του. |
425 | Με μαύρο πλοίο οι άγουροι κι αν τού ‘στησαν καρτέρι, το χαλασμό του θέλοντας στο Θιάκι πρί γυρίση, δεν το φοβάμαι αυτό· θαρρώ πως κάμποσους μνηστήρες θα φάη η γης, που σήμερα το βιός σου καταλούνε.» |
Αυτά σαν είπε, με ραβδί τον άγγιξε η Παλλάδα, | |
430 | και ζάρωσε το λυγερό και τ’ όμορφο κορμί του, και τα ξανθά του αφάνισε μαλλιά της κεφαλής του, και σκέπασε με γέρικο πετσί τα μέλη του όλα· τα δυό του μάτια θάμπωσε που πρώτα αστραποφέγγαν, και μ’ άσκημα παλιόρουχα τού ‘ντυσε το κορμί του, |
435 | κουρελιασμένα και λερά και μαύρα από καπνίλα, μ’ απάνω λάφινη προβιά μακριά και μαδημένη· του δίνει και ραβδί χοντρό, κι έναν τορβά στον ώμο σκισμένο και με πρόστυχο σκοινί για κρεμαστήρι. |
Αυτά είπαν, και χωρίστηκαν κι εκείνη πήγε νά ‘βρη | |
440 | στη θεία τη Λακεδαίμονα τ’ αγόρι του Οδυσσέα. |
(Εμφανιστηκε 1,237 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)