14 Ιανουαρίου 2016 at 00:42

Ο Βολταίρος και η αντιμετώπιση του εξτρεμισμού

από

Ο Βολταίρος και η αντιμετώπιση του εξτρεμισμού

Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης

Ένα από τα πιο διαβασμένα έργα του Βολταίρου είναι ένα μικρό φιλοσοφικό μυθιστόρημα, το «Ζαντίγκ, ή το Πεπρωμένο». Σ’ αυτό, ο Ζαντίγκ περιφέρεται σε χώρες της Ανατολής, έρμαιο της μοίρας που παρεμβαίνει στις πράξεις του και του στερεί την ευτυχία που τόσο πολύ ποθεί. Στη μέση της περιπλάνησής του (κεφάλαιο «Η Πυρά») βρίσκει τον εαυτό του να έχει γίνει δούλος του Σετόκ, ενός αφέντη με ορθή κρίση και φύση με ροπή προς το καλό. Γίνονται φίλοι και φτάνουν στη φυλή του Σετόκ, στην Αραβία.

Βολταίρος (21/9/1694 – 30/5/1778)
Βολταίρος (21/9/1694 – 30/5/1778)

Στην Αραβία είχαν ένα έθιμο. Όταν πέθαινε ένας παντρεμένος άντρας κι η γυναίκα του ήθελε να αγιάσει, καιγόταν δημοσίως πάνω στο πτώμα του συζύγου της. Η φυλή που αριθμούσε τις περισσότερες θυσιασμένες χήρες ήταν και η πιο αξιοσέβαστη. Αποσβολωμένος ο Ζαντίγκ από την αχρείαστη σπατάλη ανθρώπινης ζωής εξέφρασε την απέχθειά του για το βάρβαρο έθιμο που χώριζε τα παιδιά από τις μητέρες τους κάνοντάς τα ορφανά, το κράτος από τον γυναικείο πληθυσμό του και τις γυναίκες από την ίδια τους τη ζωή.

Ο Ζαντίγκ, που βλέπει την ανάγκη αλλαγής της ‘κανιβαλιστικής’ αυτής πρακτικής, αναγνωρίζει την αδυναμία του να τα βάλει με δυνάμεις τόσο άρρηκτα συνδεδεμένες με το αίσθημα ταυτότητας των ντόπιων και τη σχέση ατόμου και κοινότητας. Η ίδια η χήρα, που ετοιμάζεται να θυσιαστεί στην επόμενη τελετουργία της ‘πυράς της χηρείας’, ομολογεί με ευκολία ότι δεν αγαπούσε καν τον σύζυγό της: «Ήταν αγροίκος, ζηλιάρης, ανυπόφορος άνθρωπος.» Κι όμως είναι ακλόνητη η πίστη της πως πρέπει να πέσει στη φωτιά. Μήπως, τότε, υπάρχει μια «γλυκιά ηδονή» στο να καεί ζωντανή; Ο Ζαντίγκ παίρνει αρνητική απάντηση και πάλι, για να αποσπάσει τελικά από τη χήρα την αιτία της προθυμίας της. Θέλει να θυσιαστεί για να εξασφαλίσει τον τίτλο της ευσέβειας και για να μην χάσει την υπόληψή της ώστε να την κοροϊδεύει ο κόσμος.

Η χήρα έχει καταφέρει να καθορίσει όλο της το είναι γύρω από τη θυσία της. Αν δεν πεθάνει, δεν θα βρει την αναγκαία σε όλους τους ανθρώπους εκτίμηση από την κοινότητά της, αλλά δεν είναι μόνο η πίεση από τους γείτονές της που την πείθουν. Δεν υπάρχει προφανής καταπίεση από αυτούς – ούτε καν την φυλάνε πριν την τελετή, μήπως το σκάσει. Ο Ζαντίγκ τη βρίσκει μόνη της να περιμένει καρτερικά να έρθει η κατάλληλη ώρα. Για τον εαυτό της θα θυσιαστεί, γιατί αναζητά την ευσέβεια, σαν αναγκαιότητα για να αποκτήσει αυτοεκτίμηση.

Υπάρχουν κάποιοι που βρίσκουν μια γοητεία στην αυτοθυσία. Είναι αυτοί που θεωρούν την υπόσχεση μεταθανάτιων δώρων τόσο θελκτική που να μην μπορούν να περιμένουν να έρθει το τέλος. Που βιάζονται να απωλέσουν τον εμποδισμό της σάρκας τους (το ‘θνητό περιτύλιγμα’ όπως θα έλεγε ο Σαίξπηρ) για να κερδίσουν τις μεταφυσικές ανταμοιβές. Η λατρεία του θανάτου, γι’ αυτούς, πάει χέρι-χέρι με την κοσμική ερμηνεία των πραγμάτων, και είναι ίσως αδύνατο να αποκοπεί το τελετουργικό από τη θεολογία τους. Κι αυτό γιατί θεολογία και τελετουργικό συνυπάρχουν στη θρησκεία ως κεντρικά στοιχεία της πίστης. Μια επίθεση σε οποιοδήποτε από τα δύο, θα σημάνει απειλή της πίστης της ίδιας. Ποιος πιστός, όμως, δε θα αντιδρούσε σε μια επίθεση στην πίστη του;

Γι’ αυτό ο Ζαντίγκ δεν προσπαθεί να κάνει τη χήρα να εγκαταλείψει τη θρησκεία που βρίσκεται πίσω από την τελετή, παρά να την επανακαθορίσει. Το κάνει αυτό πείθοντάς την πως η προθυμία της να πεθάνει όχι απλά δεν αποτελεί εύσημο ιερότητας, αλλά προδίδει τη ματαιοδοξία της από τη μία, κι από την άλλη φανερώνει πως το μόνο που θα κάνει με το να πέσει στην πυρά είναι να παραδοθεί στο χατίρι των άλλων. Ο Βολταίρος δεν ασχολείται με το να μας δώσει τις λεπτομέρειες της ρητορικής που χρησιμοποιεί ο Ζαντίγκ, αλλά μόνο το ότι κατάφερε να κάνει τη γυναίκα να αγαπήσει τη ζωή. Δεν υπάρχει πλέον κανένα κίνητρο γι’ αυτήν να προσφέρει το σώμα της˙ ούτε η αναγνώριση της κοινότητας έχει πια σημασία, αφού αποκαλύφθηκε ως παράδοση στο θέλημα άλλων ούτε η ίδια εκτιμάει πια την πράξη που ήταν έτοιμη να κάνει, αφού η αυτοθυσία έχει μετατραπεί από ιερό καθήκον σε ένδειξη εγωπάθειας, ενώ ο Ζαντίγκ της θύμισε σαν αντικίνητρο τη χαρά της ζωής. Δεν χρειάστηκε απώλεια πίστης από τη μεριά της γυναίκας για να επέλθει αλλαγή στη συμπεριφορά της, μόνο μία μεταστροφή του τι σημαίνει η πράξη της αυτοθυσίας και ένας ακριβέστερος προσδιορισμός του τι ακριβώς θέλει η χήρα από τη ζωή της -και άρα η εύρεση ενός νέου τρόπου να το πετύχει. Η απαίτηση για ευσεβή βίο και για σεβασμό από τους γείτονες παραμένει, αν και πλέον πρέπει να επιτευχθεί με τους δικούς της όρους.

Είναι το μέσο που άλλαξε γι’ αυτήν, όχι ο σκοπός. Σκοπός δεν ήταν ποτέ ο θάνατος. Αυτός αποτελούσε μόνο ένα μέσο για έναν απώτερο στόχο στα πλαίσια της μεταθανάτιας ζωής που υπόσχεται η θρησκεία ή της υστεροφημίας της γυναίκας ή της συμβολής της στο να αυξηθεί ο σεβασμός που χαίρει η φυλή. Τώρα το μέσο έχει αλλάξει – η χήρα θέλει να παντρευτεί τον Ζαντίγκ! Αυτός αγνοεί την πρότασή της αφού θέλει να συνεχίσει την περιπλάνησή του επιθυμώντας να βρει την αγαπημένη του Αστάρτη, όμως η δουλειά του θα είχε μείνει στη μέση αν έφευγε χωρίς να πείσει και την υπόλοιπη κοινότητα για το λάθος της τελετής.

Ο Σετόκ διαμαρτύρεται στις ενστάσεις του φίλου του για τον χαρακτήρα της τελετής, που θεωρεί πως η τρομερή αυτή πρακτική είναι ενάντια στο καλό του ανθρώπινου γένους. Η παράδοση αυτή της φυλής του, κρατάει πάνω από χίλια χρόνια, λέει ο Σετόκ. Ποιος θα τολμούσε να αλλάξει ένα νόμο που καθιέρωσε ο χρόνος; Ο Ζαντίγκ απαντάει πως οι ρίζες της τελετής είναι στην πραγματικότητα πολύ παλιότερες. Ο Βολταίρος αναγνωρίζει τη δύναμη του τελετουργικού στην ψυχή του ανθρώπου που δε διατίθεται να αλλάξει ένα έθιμο σκαλευμένο από αμέτρητες γενιές προγόνων, μια συνήθεια που θα ήταν δύσκολο να εντοπιστεί στην ιστορία του τόπου και που ανιχνεύεται ίσως στη μυθολογική χώρα των πρωταρχικών θεών. Ο Σετόκ δε φαίνεται να αντιστέκεται σθεναρά στην κριτική του φίλου του για τη βαρβαρότητα του εθίμου, κι όμως αδυνατεί να πράξει. «Υπάρχει τίποτα πιο σεβαστό από μια παλιά πλάνη;», αναρωτιέται διστακτικά. Ποιος θα τα έβαζε με τους προγόνους του; Πώς να αλλάξει έτσι ξαφνικά μια τελετή στην οποία έδωσαν τη ζωή τους αμέτρητες γυναίκες στο πέρασμα των αιώνων; Αυτό θα ισοδυναμούσε με το να πει πως όλες αυτές οι ζωές χάθηκαν άδικα, πως οι χήρες χαράμισαν τη ζωή τους, και πως τα μέλη της κοινότητας φέρονταν ανόητα, δεχόμενοι και ταυτόχρονα επιβάλλοντας το χειρότερο τίμημα.

Πηγή
Πηγή

Ο Ζαντίγκ είχε ήδη καταφέρει ένα πρώτο πλήγμα στη θεολογία του Σετόκ, όταν του θύμωσε επειδή λάτρευε τ’ αστέρια, τον ήλιο και το φεγγάρι. «Είναι υπάρξεις αθάνατες απ’ τις οποίες έχουμε τόσα ευεργετήματα», δικαιολογήθηκε ο Σετόκ. Η εφεύρεση θεών στην εικόνα των ‘ευεργετικών αντικειμένων’ θεωρούταν από τους αρχαίους σοφιστές σαν ένα πρώτο βήμα στο χτίσιμο μιας θρησκείας, και η θεωρία τους απηχεί στο κείμενο του Βολταίρου. Ο Ζαντίγκ πείθει τον Σετόκ πως η λατρεία ευεργετικών πραγμάτων θα σήμαινε τη λατρεία ακόμα και των κεριών που χρησιμοποιούσαν τη νύχτα στη σκηνή, πράγμα που και ο Σετόκ βρίσκει γελοίο. Αυτό που αξίζει πραγματικά τη λατρεία είναι ο κύριος όλων των πραγμάτων -των κεριών όσο και των αστεριών-, «το αιώνιο Ον που τα έφτιαξε»[1]. Ο Ζαντίγκ δεν αρνήθηκε τη θρησκεία του Σετόκ, παρά μόνο την επανερμήνευσε, όπως έκανε με την πίστη της γυναίκας. Τα αστέρια και ο ήλιος μπορεί να μην αξίζουν τη λατρεία των ανθρώπων, αλλά δεν σημαίνει πως δεν ευεργετούν. Τα αντικείμενα, έτσι, όχι μόνο δεν προσβάλλονται, αλλά παραμένουν, κατά κάποιον τρόπο, ‘ιερά’, ως δημιουργήματα του Δημιουργού. Αυτό που αξίζει, εντέλει, τη λατρεία του Σετόκ είναι αυτό ακριβώς που κρύβεται πίσω από τα αντικείμενα, αυτό που τα δημιούργησε.

Όσο για την τελετή της πυράς, η λύση του Ζαντίγκ είναι τόσο απλή όσο και ευφυής. Συμβούλεψε τους αρχηγούς των φυλών να προσθέσουν ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο δε θα επιτρεπόταν να καεί μια χήρα «παρά μόνο αφού θα είχε συναντηθεί ολομόναχη με ένα νεαρό άντρα για μια ολόκληρη ώρα». Το μόνο που κάνει, λοιπόν, είναι να εισάγει έναν περιορισμό στην ίδια συμπεριφορά του εθίμου, χωρίς να βαφτίσει ως λανθασμένες τις πρακτικές του παρελθόντος, χωρίς να προσβάλλει τις μνήμες των μέχρι τότε θυσιασμένων γυναικών˙ μια προσβολή που θα έβρισκε αντίσταση από τη φυλή και θα έκανε αδύνατη την όποια αλλαγή της τελετής. Η προσθήκη του νόμου αποτελεί όχι ένα αυθαίρετο κριτήριο για την εκτέλεση της θυσίας αλλά μία εναλλακτική απόδειξη καθαρότητας ή αγιοσύνης. Θα είναι μια δοκιμασία για τη χήρα που, αν την ικανοποιήσει και δεν βρεθεί με άλλον άντρα μετά το θάνατο του συζύγου, θα κερδίσει την ευσέβεια για την ίδια αλλά και για τη φυλή. Η επικράτηση της μετριοπάθειας εναντίον του εξτρεμισμού, η αποριζοσπαστικοποίηση, δεν μπορεί να έρθει με πλήρη απόρριψη της ιδεολογίας, ή της θρησκείας, που τον γεννά, αλλά με μικρές νίκες σε μικρές μάχες.

Με πιο απλά λόγια, είναι πιο εύκολο για κάποιον να γίνεται όλο και πιο μετριοπαθής παρά να αποστατήσει. Ο Ζαντίγκ δεν είχε δικαίωμα να αγνοήσει την ιστορία –ούτε την προσωπική ιστορία της χήρας ούτε τη συλλογική ιστορία της φυλής. Αν το έκανε θα αρνούνταν όλα όσα τους έκαναν αυτό που είναι. Οι άνθρωποι είναι δεμένοι με την ιστορία και τις παραδόσεις τους, ακόμα κι αν οι παραδόσεις δεν προσφέρουν πολλά στην ευημερία τους ή ακόμα κι αν οι τωρινές ιδιοσυγκρασίες και οι ηθικοί κώδικες τις έχουν προσπεράσει. Αποτελεί ένα είδος νοσταλγίας αυτό το δέσιμο με το παρελθόν˙ ένα αίσθημα οικειότητας ανεκτίμητο. Μια νοσταλγία που όσο αρνητικό ρόλο μπορεί να παίξει, λειτουργεί και σαν μέσο σύνδεσης με τους προγόνους, την κοινότητα, ακόμα και την παιδική ηλικία του ίδιου του ατόμου, όπως στην περίπτωση του Σετόκ. Δεν είναι κάτι που μπορεί, ούτε θα έπρεπε, να ξεριζωθεί εξολοκλήρου, αλλά μπορεί να προσφέρει υποδείξεις για τη δημιουργία καινούργιων παραδόσεων που θα αποτελούν κρίκους στην αλυσίδα της τοπικής κουλτούρας, χωρίς την άρνηση των παλαιότερων.

Η αποτυχία της άτεχνης κριτικής γίνεται προφανής στην επόμενη μαρτυρία του Ζαντίγκ του θρησκευτικού φανατισμού (στο κεφάλαιο «Το δείπνο»), όταν βρίσκεται σε δείπνο με άτομα κάθε λογής θρησκείας, από όλες τις άκρες του κόσμου. Ο Αιγύπτιος της παρέας προσβάλλεται που οι υπόλοιποι δεν αναγνωρίζουν την τεράστια αξία του μουμιοποιημένου σώματος της θείας του που μόλις πέθανε, ενώ ο Ινδός παρεξηγείται όταν ο Αιγύπτιος ετοιμάζεται να φάει μια κότα απ’ το τραπέζι αφού θα μπορούσε κάλλιστα η κότα να ήταν μετενσάρκωση της νεκρής θείας του. Ο Αιγύπτιος αρπάζεται λέγοντας απαξιωτικά πως στη χώρα του λατρεύουν το βόδι και όχι τις κότες, εδώ και εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδες χρόνια. Ο Ινδός, εμφανώς προσβεβλημένος, δηλώνει πως η Ινδία κατοικήθηκε μόλις ογδόντα χιλιάδες χρόνια πριν από προγόνους των Αιγυπτίων, άρα δεν μπορεί παρά ο Αιγύπτιος να κάνει λάθος στους υπολογισμούς του, αλλά και στην ορθότητα των εθίμων του, αφού ο Ινδός Βράχμα είχε απαγορεύσει τη βρώση βοδιού νωρίτερα απ’ ό,τι οι Αιγύπτιοι αποφάσισαν να το λατρεύουν σε βωμούς. Στη διαφωνία προστίθεται ένας Χαλδαίος ο οποίος υποστηρίζει ότι κάνουν και οι δύο λάθος, αφού μόνο τα ψάρια αξίζουν το σεβασμό των ανθρώπων επειδή το ψάρι Οαννές τους είχε χαρίσει ευεργετήματα. Ένας Κινέζος παίρνει το λόγο λέγοντας πως όλοι οι προηγούμενοι σφάλουν, αφού ο ουρανός που αυτός λατρεύει υπερτερεί όλων των ζώων και τα ημερολόγια όλων των χωρών προέρχονται από την Κίνα. «Είσαστε όλοι ανίδεοι» φωνάζει ο Έλληνας, υποστηρίζοντας πως αρχή των πάντων είναι το χάος, το σχήμα και η ύλη.

Η ιλαρότητα της διαμάχης μεταξύ αυθεντιών στη θρησκεία προξενεί πάντα δέος και διασκέδαση σε μη συμμετέχοντες, αλλά ο Ζαντίγκ σύντομα αισθάνεται την ανάγκη να παρέμβει άλλη μια φορά για να κατευνάσει τα πάθη αφού, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο και ειρωνευόμενοι τη θρησκεία και την ιστορία των συντρόφων τους, κοντεύουν να τσακωθούν. Βρίσκει κοινό έδαφος σε ολονών τις παραδόσεις στο ότι, κατά βάθος, όλοι αναγνωρίζουν μια ‘πρώτη δύναμη’. Ακόμα και ο Έλληνας πρέπει να παραδεχτεί πως πίσω από το χάος υπάρχει κάποιο ανώτερο Ον από το οποίο εξαρτάται το σχήμα κι η ύλη. «Είστε, λοιπόν, όλοι της ίδιας γνώμης και δεν υπάρχει λόγος να τσακώνεστε». Η παραδοχή από όλους της κοινής πίστης που κρύβεται πίσω από τις τοπικές διαφορές των παραδόσεών τους, αποτελεί συμβιβασμό για όλους και τους πείθει φέρνοντας την ομόνοια μεταξύ τους. Όλοι αγκαλιάζουν τον Ζαντίγκ και συμφιλιώνονται.

Έτσι και οι αρχηγοί όλων των φυλών, μαζί και της φυλής του Σετόκ, ενστερνίστηκαν εύκολα τον καινούργιο νόμο που πρότεινε ο Ζαντίγκ και από τότε καμιά γυναίκα δεν κάηκε ξανά στην Αραβία, κι έτσι το σκληρό έθιμο που διαρκούσε αιώνες καταστράφηκε σε μια μέρα.


[1] Ο ίδιος ο Βολταίρος ήταν Ντεϊστής. Δεν πίστευε σε κάποια συγκεκριμένη θρησκεία (αν και είχε μια αδυναμία στον Ινδουισμό), παρά μόνο σε ένα «αναγκαίο, αιώνιο, υπέρτατο και έλλογο ον».


 

(Εμφανιστηκε 1,971 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

  1. Pingback: Ο Βολταίρος και η αντιμετώπιση του εξτρεμισμού… « απέραντο γαλάζιο

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.