Ο Πλατωνισμός απέναντι στον Χριστιανισμό και ο φιλοσοφικός βίος του Σωκράτη κατά του αμοραλιστικού σχετικισμού
Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
(το παρακάτω αποτελεί την εισήγηση του συγγραφέα στην παρουσίαση του βιβλίου του Σωκράτης, η ηθική φιλοσοφία στην καθημερινή ζωή στις 13 Απριλίου 2016 στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Σερρών)
Ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας έχουν παρεξηγηθεί επί τις δυόμιση χιλιετίες που έχουν περάσει από την εποχή τους. Κάθε αιώνας τους διάβαζε σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια και τις δικές του εμμονές. Χαρακτηριστικό είναι το πώς εγκωμιάστηκε ο πλατωνισμός από τον Χριστιανισμό, τόσο που ο Σωκράτης να έχει χαρακτηριστεί ως «προ Χριστού άγιος» ο Πλάτων ως «πρώτο-Χριστιανός» και ο Πλατωνισμός ως «προθάλαμος του Χριστιανισμού». Και ήταν ο Ευσέβιος που είπε «και τι είναι ο Πλάτωνας αν όχι ο Μωυσής που μιλάει ελληνικά;» Κατά κάποιο τρόπο πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που συνέβη αυτό, καθώς για μια μεγάλη ιστορική περίοδο ό,τι δεν συμφωνούσε με την επικρατούσα θρησκεία κυνηγήθηκε και βιβλία κάηκαν, με αποτέλεσμα τα έργα του Επίκουρου και των Σοφιστών, μεταξύ πολλών άλλων, να έχουν εξαφανιστεί μάλλον για πάντα.
Πώς προκύπτει όμως ο παραλληλισμός του Χριστιανισμού με τον πλατωνισμό; Ο Πλάτωνας μιλούσε για τον περίφημο κόσμο των Ιδεών, όπου οι Ιδέες ή οι Μορφές αποτελούσαν την τέλεια έκφραση των πραγμάτων που συναντάμε στον κόσμο γύρω μας, ο οποίος δεν είναι ο πραγματικός, αλλά μια απεικόνιση του πραγματικού κόσμου των Ιδεών. Επίσης, ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος, ή από τους πρώτους, που παρουσίασαν την ιδέα ότι οι θεοί πρέπει να είναι τέλειοι, αλλιώς δεν είναι θεοί. Η επικρατούσα άποψη, όπως ξέρουμε από τους μύθους, ήταν πως οι θεοί ήταν εκκεντρικοί και ιδιότροποι, με πάθη ίδια με τα ανθρώπινα και δεν είχαν το αλάθητο που αναγνωρίζουμε σε έναν μονοθεϊστικό θεό. Είναι μάλλον προφανές λοιπόν πώς οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων της θρησκείας τους θέλησαν να προσεταιριστούν τον πλατωνισμό σαν κοινό σημείο μεταξύ του ένδοξου παρελθόντος του αρχαίου πολιτισμού και του πολλά υποσχόμενου μέλλοντος.
Οι παρομοιώσεις αυτές όμως δεν αντέχουν στην κριτική, και ήταν ο άγιος Αυγουστίνος που εντέλει απέρριψε τον πλατωνισμό, αφού οι Ιδέες του Πλάτωνα ήταν μεν τέλειες, όπως τα χαρακτηριστικά του χριστιανικού θεού, αλλά ήταν και αδιάφορες, άπιαστες και αδύνατον να τις γνωρίσουν πραγματικά οι άνθρωποι. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι φιλόσοφοι μπορούν να αγαπάνε το Καλό αλλά το Καλό δεν ανταποδίδει –οι Ιδέες δεν ασχολούνται με τα εγκόσμια-, ενώ αντιθέτως ο θεός ασχολείται -τιμωρεί, ανταμείβει, στέλνει τον γιο του για να μας σώσει κτλ. Άλλοι ενοχλήθηκαν από τις ομοφυλοφιλικές τάσεις του Σωκράτη και άλλοι από το γεγονός ότι το να δεχτεί να πιει το κώνειο παρομοιαζόταν με αυτοκτονία. Οι παραλληλισμοί όμως μεταξύ χριστιανισμού και πλατωνισμού κράτησαν μέχρι και τον 20ο αιώνα.
Ο Σωκράτης έλεγε πως δεν πρέπει να ανταποδίδουμε την αδικία με το να κάνουμε κι εμείς μια άδικη πράξη –αυτό εντέλει θα έβλαπτε εμάς. Ακόμα λοιπόν κι αν κάποιος μας αδικήσει δεν θα πρέπει να βιαστούμε να ανταποδώσουμε με πρόθεση να εκδικηθούμε. Κάποιοι είπαν πως αυτό μοιάζει με το «γύρνα το άλλο μάγουλο» του Ναζωραίου, αλλά αυτή η θεολογική ιδέα έχει να κάνει με τη συγχώρεση, όπου ο πιστός καλείται να αρνηθεί την ανταπόδοση της αδικίας γιατί θα τον τιμωρήσει κάποιος άλλος. Καμία κουβέντα για συγχώρεση όμως από τον Σωκράτη. Αντιθέτως, αυτός υποστήριζε την επιβολή της τιμωρίας σαν μέρος της δικαιοσύνης του -αλλά τη δίκαιη τιμωρία. Ο άδικος, έλεγε, είναι σαν τον ασθενή που έχει μια αρρώστια. Και όπως ο άρρωστος θα πήγαινε από μόνος του στον γιατρό για να γιατρευτεί, έτσι κι ο άδικος, εφόσον όλοι θέλουν το καλό για τον εαυτό τους, θα έπρεπε μόνος του να ζητήσει την τιμωρία και να παραδοθεί στο δικαστήριο. Φυσικά, αυτό δε συμβαίνει, άρα μένει στους συνανθρώπους του να τον τιμωρήσουν –με μόνο στόχο όμως να τον βελτιώσουν. Ο Σωκράτης βλέπει την τιμωρία ξεκάθαρα σαν μέσο σωφρονισμού –όχι ανταπόδοσης της αδικίας που κάποιος υπέστη. «Μην απαντάς στο κακό με κακό» έλεγε αλλά αυτή του η προτροπή προέκυπτε από έλλογη σκέψη και αφορούσε ένα πρακτικό αποτέλεσμα στη ζωή του ανθρώπου και της κοινωνίας στο εδώ και τώρα, ενώ το «αγαπάτε αλλήλους» προέκυπτε από θεϊκή βούληση και αφορούσε ανταμοιβή στην άλλη ζωή. Η ηθική, για τον Σωκράτη, δεν μπορεί να προέρχεται από τους θεούς αλλά μόνο από τους ανθρώπους. Εξάλλου και οι θεοί φαίνονταν να διαφωνούν για το τι είναι καλό, και όταν οι Αχαιοί πολεμούσαν τους Τρώες, κάποιοι θεοί πήραν το μέρος των μεν, άλλοι των δε. Αν οι θεοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το τι είναι σωστό, πώς μπορούν να μας μάθουν οτιδήποτε για την ηθική;
Αν μάλιστα, έλεγε, θέλαμε πραγματικά να βλάψουμε κάποιον που αδίκησε, θα έπρεπε να σιγουρευτούμε ότι δεν θα τιμωρηθεί, ώστε να μείνει με την ασθένεια. Και αν κάποιος που, για παράδειγμα, έχει κλέψει φτάσει μέχρι το δικαστήριο, θα πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να γλιτώσει την καταδίκη, και μάλιστα παίρνοντας μαζί του τα κλοπιμαία, ώστε να τα καταναλώσει σε φαύλες επιθυμίες που θέλει να ικανοποιήσει και να αποφύγει έτσι τη γιατρειά της ψυχής του. Αυτή θα ήταν εκδίκηση για τον Σωκράτη, που την αρνείται. Ο άδικος πρέπει να τιμωρηθεί για να βελτιωθεί. Κάποιος που θέλει να είναι καλός πρέπει να κάνει μόνο καλά πράγματα και να πολλαπλασιάζει την καλοσύνη όπως μπορεί –αλλιώς θα γίνει ο ίδιος άδικος και θα χρήζει αυτός τιμωρίας.
Αυτή η σωκρατική έννοια της τιμωρίας, που είναι βασικό κομμάτι της δικαιοσύνης όπως την εννοούσε ο Σωκράτης, μοιάζει ίσως κάπως ιδεαλιστική ή μη ρεαλιστική. Έχει ειπωθεί ότι η δύναμη του χαρακτήρα του Σωκράτη αποτέλεσε την αδυναμία της φιλοσοφίας του –ο Σωκράτης είχε τη φήμη ασκητή, οπότε όταν έλεγε πως ο δίκαιος δεν πρέπει να εκδικείται τον άδικο ή ότι δεν πρέπει να ανταποδίδουμε αδικία στην αδικία ήταν κάτι πολύ εύκολο για τον ίδιο αλλά δύσκολο για τον κοινό άνθρωπο, για μας. Ο Πλάτωνας όμως δεν του χαρίστηκε εύκολα και τον έβαλε να διαφωνεί με συνομιλητές που ήταν όσο χυδαίοι και αμοραλιστές όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Ίσως το πιο ακραίο παράδειγμα να είναι ο Καλλικλής (στον διάλογο Γοργίας). Σε αντίθεση με τον Σωκράτη που υποστηρίζει μια δικαιοσύνη που πρέπει να δημιουργήσουμε εμείς οι άνθρωποι, αυτός υποστηρίζει τη δικαιοσύνη που βρίσκουμε στη φύση. Ο νόμος της φύσης, λέει, είναι ο δίκαιος νόμος, όπου ο ισχυρός επικρατεί επί των πολλών. Το δίκαιο του ισχυρού προτείνεται σαν το απόλυτο δίκαιο, και ό,τι αποφασίσει ο ισχυρός (δηλαδή ο τύραννος) αυτό πρέπει να δεχτούν και οι υποτελείς του ότι είναι το δίκαιο. Εν τέλει ο Καλλικλής είναι σχετικιστής, αφού ο εκάστοτε ισχυρός αποφασίζει σύμφωνα με το δικό του συμφέρον τι είναι δίκαιο, ενώ ο Σωκράτης αναζητά μια έννοια δικαιοσύνης που θα είναι πανανθρώπινη και θα πρέπει να ισχύει παντού και πάντα –την Ιδέα της δικαιοσύνης όπως θα έλεγε αργότερα ο Πλάτωνας.
Ο Καλλικλής υποστηρίζει πως σε μια δημοκρατία αυτοί που θεσπίζουν τους νόμους είναι οι αδύναμοι, ότι αυτοί οι κατώτεροι θέλοντας να δικαιολογήσουν την κατωτερότητά τους και την αδυναμία τους, το κάνουν άδικο να υπερέχει στους νόμους αυτός που υπερέχει από τη φύση του. Ο ισχυρός έτσι αναγκάζεται να καταπιέζει τις επιθυμίες του που θα ικανοποιούσε αν αφηνόταν στις δυνατότητές του, και ότι αυτό είναι αδικία προς αυτόν –ότι είναι ισοδύναμο με το να είναι δούλος. Οι νόμοι των ανθρώπων δηλαδή είναι αίτια δυστυχίας, αφού αποτρέπουν τους ανθρώπους από το να προσφέρουν στους εαυτούς τους ό,τι επιθυμούν, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης ή τους νόμους του ισχυρού.
Εδώ συγκρούονται δύο εντελώς διαφορετικές όψεις του πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος. Από τη μία μεριά ο συμφεροντολογικός, ωφελιμιστικός λόγος του Καλλικλή και από την άλλη ο φιλοσοφικός βίος του Σωκράτη. Εν συντομία, ο Σωκράτης του λέει πως είναι η φύση που μας δείχνει πως οι πολλοί έχουν περισσότερη δύναμη από τον έναν, όσο δυνατότερος κι αν είναι αυτός από κάθε έναν του πλήθους, άρα ακόμα και σύμφωνα με τη λογική του Καλλικλή οι νόμοι των ανθρώπων είναι δίκαιοι, αφού ταυτίζονται με το νόμο της φύσης, ή προκύπτουν από αυτόν. Και όσο για τις επιθυμίες των ισχυρών που πρέπει να ικανοποιηθούν, του απαντά πως προφανώς κάποιες επιθυμίες είναι όχι μόνο μη ωφέλιμες, αλλά κάποιες είναι και βλαβερές. Αυτό που υπερασπίζεται ο Καλλικλής είναι ουσιαστικά πως είναι δίκαιο οι πρόστυχοι και οι αισχροί να μπορούν να ικανοποιούν τις επιθυμίες του -εφόσον είναι ισχυροί και μπορούν να το κάνουν- και ότι αυτό είναι δίκαιο και σωστό. Ο ίδιος ο Καλλικλής το πάει πιο μακριά λέγοντας πως αν κάποιος μπορεί, είναι σωστό και δίκαιο να εξορίζει όποιον θέλει, να αποσπά περιουσίες από όποιον θέλει και να σκοτώνει όποιον θέλει.
Ο Σωκράτης φυσικά αποτυχαίνει να πείσει τον Καλλικλή ότι κάνει λάθος. Είναι μάλλον αδύνατο να μεταπειστεί ένας τόσο κυνικός. Αυτό όμως έχει μικρή σημασία. Οι σωκρατικοί διάλογοι είναι σαν τα πολιτικά ντιμπέιτ. Όταν ένας αρχηγός κόμματος αντιπαραβάλλεται με έναν άλλο αρχηγό κόμματος, κανένας φυσικά δεν περιμένει κάποιος από τους δύο να αλλάξει γνώμη –το ντιμπέιτ γίνεται για εμάς τους θεατές. Έτσι και οι σωκρατικοί διάλογοι γράφτηκαν για τους αναγνώστες τους. Γράφτηκαν για να γίνουμε μάρτυρες δύο διαφορετικών τρόπων σκέψης ώστε ο καθένας μας να πάρει θέση για το είδος του βίου που θέλουμε να ζήσουμε.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, εν τέλει, είναι ο Καλλικλής που αποτυγχάνει να δικαιολογήσει τις θέσεις του και να παρουσιάσει έναν τρόπο ζωής που θα είναι επιθυμητός σε μια κοινωνία που θέλει να ευδοκιμήσει. Ο Σωκράτης αρκείται να δείξει πού οδηγούν οι θέσεις του αντιπάλου, και όσο γι’ αυτά που προτείνει ο ίδιος, μας λέει πως περιμένει κάποιον να του αλλάξει τη γνώμη δείχνοντάς του γιατί έχει άδικο.
Ο Σαπαρδάνης Κωνσταντίνος αρθρογραφεί και στον προσωπικό του ιστότοπο sapardanis.org. Για αγορά του βιβλίου του σε ηλεκτρονική μορφή πατήστε εδώ. Για αγορά αντίτυπου μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον συγγραφέα στο [email protected].