6 Μαΐου 2017 at 18:49

Προς υπεράσπιση του λαϊκισμού

από

Προς υπεράσπιση του λαϊκισμού

Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης

Φωτογραφία από popaganda

Με τη Σώτη Τριανταφύλλου δε συμφωνώ σε πολλά πράγματα. Και μάλιστα, είναι σχόλιά της όπως «Το μετριοπαθές Ισλάμ είναι ένας μύθος» και η περίφημη ρήση που χρησιμοποίησε η οποία λανθασμένα έχει αποδοθεί στον Μάρκο Πόλο, που το κάνουν αδύνατο να μιλήσει κανείς σοβαρά για το Ισλάμ· και, το χειρότερο, είναι απλά λάθος. Φυσικά και υπάρχουν μετριοπαθείς Μουσουλμάνοι, όπως υπάρχουν φιλελεύθεροι, αριστεροί, δεξιοί και όλα τα ενδιάμεσα. Και φαίνεται να το ξέρει και η Σώτη αυτό, όταν λέει πως «υπάρχουν μουσουλμάνοι που έχουν απομακρυνθεί από τη θρησκεία, που έχουν, τρόπον τινά, εκκοσμικευτεί». Η περιστασιακή της, όμως, αναφορά σε τέτοια άτομα και, χειρότερα, η πεποίθησή της πως αυτοί είναι κατά κάποιον τρόπο λιγότερο Μουσουλμάνοι, είναι που το κάνουν δύσκολο να θεωρήσουμε τα κείμενά της ως κάτι περισσότερο από λαϊκισμό, που οφείλεται σε μια θολωμένη θέαση του τι είναι θρησκεία και ποιος είναι «πραγματικός» πιστός.

Όλοι θα έπρεπε να έχουμε καταλάβει πια την εύπλαστη φύση της θρησκείας -το πόσο εξίσου εύκολο ήταν για κάποιον που έλεγε κάποιους αιώνες πριν «είμαι πιστός Χριστιανός» και έκαιγε μάγισσες και βλάσφημους, όσο είναι και σήμερα για κάποιον να υποστηρίζει το γάμο ομοφυλόφιλων κι όμως να λέει επίσης «είμαι πιστός Χριστιανός». Τα ιερά κείμενα δεν άλλαξαν (ακόμα ζητάνε το θάνατο των μαγισσών και των ομοφυλόφιλων), οι πιστοί όμως άλλαξαν, και δεν βρίσκω κάποιον αντικειμενικό τρόπο να πούμε πως οι σύγχρονοι έχουν περισσότερο δίκιο από τους παλιούς, δεδομένου του ότι το παράλογο είναι εγγενές χαρακτηριστικό της θρησκείας και η πίστη προϋποτίθεται ως αναγκαιότητα. Αν μη τι άλλο, αν θέλουμε να φερθούμε στα ιερά κείμενα όπως σε οποιαδήποτε άλλα, θα τα πάρουμε τοις μετρητοίς και θα δούμε πόσο αντικατοπτρίζουν τα λεγόμενα των ακολούθων τους –οπότε σε αυτή την περίπτωση οι παλιοί είχαν περισσότερο «δίκιο» από τους σύγχρονους. Προφανώς όμως τα λεγόμενα των πιστών άλλαξαν, και προφανώς υπάρχουν μετριοπαθείς Χριστιανοί, που είναι σήμερα η πλειοψηφία τους. Σε πολύ γενικές γραμμές, τα ίδια ισχύουν για το Ισλάμ. Τις πολύ σημαντικές διαφορές των δύο θρησκειών, όπως τον εγγενώς πολιτικό χαρακτήρα του Ισλάμ σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, τον περισσότερο απόλυτο χαρακτήρα του, το περισσότερο συνεκτικό μήνυμά του (και πολλά άλλα) θα τα αφήσουμε για άλλη φορά –καμία θρησκεία δεν είναι ίδια με καμία άλλη, και πρέπει να μιλάμε συγκεκριμένα για την κάθε μία.

Όσο για τη λανθασμένη απόδοση στον Μάρκο Πόλο του ρητού «φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι», αυτό είναι το λιγότερο σημαντικό στο άρθρο της Σώτης, που την έβαλε σε μπελάδες με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο. Ούτε η πρώτη είναι η Σώτη ούτε η τελευταία που κάνει κάποιο παρόμοιο λάθος, και θα ήταν μάλλον άστοχο να διωχθεί κάποιος γι’ αυτό το λόγο. Ο Βολταίρος ποτέ δεν είπε «διαφωνώ με αυτό που λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες» (κι ας του ταιριάζει), η Μαρία Αντουανέτα δεν είπε «Ας φάνε παντεσπάνι» (κι ας μας βολεύει να το είχε πει) και ο Σέρλοκ Χολμς ποτέ δεν είπε «Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουότσον» (κι ας πέρασε στην ποπ κουλτούρα). Ας της συγχωρήσουμε λοιπόν αυτήν την  προχειρότητα -όχι βέβαια πως δεν θα το συνυπολογίσουμε στο κατά πόσο προσεκτική συγγραφέας είναι –μια σύντομη αναζήτηση στο google θα τη γλίτωνε από αυτή την απρέπεια. Κι ούτε θα είχε και καμία σημασία αν όντως ο Μάρκο Πόλο είχε πει το επίμαχο ρητό. Η επίκληση στην αυθεντία είναι από τις πιο απεγνωσμένες ελπίδες του επιχειρηματολόγου να τον πάρουν στα σοβαρά, και η επιλογή του Μάρκο Πόλο ως αυθεντία προκαλεί μάλλον το γέλιο, δεδομένου του ότι ο ταξιδευτής αυτός δε φημίζεται για την ακρίβεια των αφηγήσεών του.

Πιο σημαντικό είναι το γεγονός πως γίνεται συζήτηση περί ρατσισμού αναφορικά με τους Μουσουλμάνους. Από πού να αρχίσει κανείς με αυτό το διαμαντάκι διανοητικής τεμπελιάς… Για να ξεκινήσω με το αυτονόητο, το Ισλάμ δεν είναι ράτσα, είναι θρησκεία. Από πού κι ως πού ξαφνικά δεν μπορούμε να κάνουμε κριτική σε μια θρησκεία; Ποιος μας έπεισε ότι δεν μπορούμε να έχουμε άποψη για τη θρησκεία «του Άλλου»; Και δε μου διαφεύγει η ειρωνεία πως είναι ακριβώς αυτή η θέαση των Μουσουλμάνων ως «Άλλων», όπως και η θέαση του Ισλάμ ως κάτι που αρμόζει σε μία κάποια ράτσα, ή πως μία κάποια ράτσα τείνει περισσότερο στη θρησκεία του Ισλάμ από κάποια άλλη θρησκεία (ή καμία), που αποτελεί μια εγγενώς ρατσιστική ιδέα. (Ρατσιστές λοιπόν είναι αυτοί που ακούνε για Ισλάμ και σκέφτονται μια κάποια ράτσα, και όχι αυτοί που μιλάνε για το Ισλάμ.) Και ποια είναι αυτή η ράτσα τέλος πάντων; Οι Τσετσένοι είναι Μουσουλμάνοι (το 95% τους τουλάχιστον). Οι Τσετσένοι είναι Καυκάσιοι· και «καυκάσιος» είναι σχεδόν ο ορισμός του «λευκού». Οι αδερφοί Τσαρνάγιεβ, οι βομβιστές του μαραθώνιου της Βοστόνης, ήταν λευκοί καυκάσιοι Τσετσένοι Μουσουλμάνοι ισλαμιστές τρομοκράτες. Οι Ινδονήσιοι (η χώρα με τους περισσότερους Μουσουλμάνους) είναι Ασιάτες, οι Μαροκινοί (99% Μουσουλμάνοι) είναι μαύροι κλπ κλπ. Θολούρα φαίνεται να υπάρχει, λοιπόν, και στην αντίπαλη μεριά της Σώτης. Ο χαρακτηρισμός της ως «ραστίστριας» είναι απόλυτα αδικαιολόγητος, και δεν αρκεί να βαφτίζουμε ως «ρατσιστικό» κάτι με το οποίο απλά διαφωνούμε έντονα –κάτι που δυστυχώς κάνουν πολύ συχνά, και κυρίως, οι αριστεροί/φιλελεύθεροι. Ο ρατσισμός είναι βδελυρός για έναν συγκεκριμένο λόγο –γιατί είναι λάθος να κρίνεις κάποιον από το χρώμα του, γιατί το χρώμα κάποιου δεν μας λέει τίποτα για το τι σκέφτεται και τι κάνει (ούτε για το τι πιστεύει). Εν τέλει, γιατί η μελανίνη δεν επηρεάζει τη συμπεριφορά. Κάτι που δεν έχει, προφανώς, καμία σχέση με το Ισλάμ ή άλλη θρησκεία. Ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ρατσιστή είναι ένας χαρακτηρισμός που αποσκοπεί, συνήθως αποτελεσματικά, στο να σταματήσει την κριτική ενάντια σε αυτό που πιστεύει αυτός που τον χρησιμοποιεί.

Όπως κάνει και η λέξη «ισλαμοφοβία». Τα έχουμε πει κι αλλού, η λέξη είναι αποτροπιαστική λόγω της ομοιότητας με λέξεις όπως «ξενοφοβία», «ομοφοβία» κλπ. «Παράλογος φόβος του Ισλάμ» σημαίνει, μια έννοια ανύπαρκτη, αν σκεφτούμε πως μία ανάρτηση με, λόγου χάρη, το σκίτσο του Μωάμεθ μπορεί να σου τερματίσει τη ζωή. Ή πως αν κάποιος Μουσουλμάνος πει ότι εγκαταλείπει τη θρησκεία του ή ότι είναι ομοφυλόφιλος ή αν κάποια Μουσουλμάνα αποφασίσει να κάνει παρέα με μη-Μουσουλμάνο (σε κάποιες χώρες περισσότερο από άλλες) μπορεί να χάσει τη ζωή του/της. Όχι και τόσο παράλογος ο φόβος του Ισλάμ λοιπόν. Παράλογος θα ήταν ο φόβος των Μουσουλμάνων αφού, όπως είπαμε, υπάρχουν και οι μετριοπαθείς. «Μουσουλμανοφοβία» θα έπρεπε να λέγεται, αλλά θα αποτύγχανε στο στόχο της, αφού η λέξη που χρησιμοποιείται δημιουργήθηκε από κάποιους Ιρανούς φονταμενταλιστές, ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ώστε να ανακηρύξουν το Ισλάμ απρόσβλητο. Μάλλον το πέτυχαν, αφού και στην περίπτωση της Σώτης χρησιμοποιήθηκε η λέξη από τον Παναγιώτη Δημητρά (ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη μήνυση) στους λόγους για τους οποίους το άρθρο την οδηγεί στο δικαστήριο.

Γράφει ο Δημητράς πως ο λόγος της μήνυσης είναι η ισλαμοφοβία και η προσβολή του Ισλάμ από τη συγγραφέα. Το Ισλάμ δεν έχει κανένα δικαίωμα να μην προσβάλλεται, όπως δεν το έχουν και οι Μουσουλμάνοι –όπως δεν το έχουν και οι αριστεροί αν ο Άδωνις πει τα δικά του ή οι δεξιοί αν ο Λαζόπουλος πει τα δικά του, ούτε οι αναρχικοί ούτε οι χρυσαυγίτες ούτε κανένας άλλος. Εγώ θα ήθελα να προσβάλλεται και το Ισλάμ και ο Μαρξ, και ο Χριστιανισμός και Διαφωτισμός και όποια άλλη ιδέα μπορεί να γίνει αντικείμενο σκέψης. Αυτό θα πει δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου -να αφήνουμε να μιλάνε ακόμα κι αυτοί που διαφωνούν μαζί μας. Για την ακρίβεια, μόνο αυτό αφορά το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, αφού το να αφήνουμε να μιλάνε μόνο αυτοί με τους οποίους συμφωνούμε, θα έκανε το «δικαίωμα» μάλλον αδιάφορο, ατελέσφορο, ανύπαρκτο.

Κατηγορείται η Σώτη, «για δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο».

Υποκίνηση βίας; Μα, εκτός του ότι πουθενά δε μιλάει υπέρ της βίας κατά Μουσουλμάνων ή άλλων, στην αμέσως επόμενη παράγραφο (μετά το ρητό του Μάρκο Πόλο) η Σώτη μιλάει εναντίον της βίας, απευθυνόμενη όχι μόνο στους ισλαμιστές αλλά και στους «ποικίλους φίλους τους», όπου τοποθετεί τον Γεννάδιο Β’. «…ό,τι και να κάνετε, όσους και [να] σκοτώσετε, συκοφαντήσετε και φιμώσετε, ο δυτικός πολιτισμός θα επιζήσει». Η κατηγορία είναι γελοία. Εξάλλου, αν πρόκειται να απαγορεύσουμε κείμενα που υποκινούν στη βία, πρώτο θα απαγορευτεί το Κοράνι, για να ακολουθήσει και η Βίβλος (λυπάμαι μετριοπαθείς Χριστιανοί, αλλά πρέπει να φύγει και η Καινή Διαθήκη, βλ. Κατά Λουκά 19:27). Όπως είπαμε, τα κείμενα δεν αλλάζουν, και είναι πάντα παρόντας ο κίνδυνος για κάποιον πιστό να ξανα-ανακαλύψει εκείνες τις φράσεις που θεωρούμε ότι ανήκουν στο παρελθόν και από «μετριοπαθής» να γίνει «(Χριστιανο)ταλιμπάν».

Υποκίνηση μίσους; Δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτό. Όταν οποιοσδήποτε γράφει οτιδήποτε εναντίον μιας οποιασδήποτε ιδεολογίας, θα μπορούσε δυνητικά να κατηγορηθεί ως υποκινητής μίσους προς την ιδεολογία αυτή, είτε πρόκειται για μια θρησκευτική ιδεολογία είτε για μια πολιτική. Είχα γράψει ένα κείμενο εναντίον της αντίδρασης της ελληνικής εκκλησίας στην επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, όπως και εναντίον της αντίδρασης του ΚΚΕ σε αυτήν. Υποκίνησα μίσος; Ενδεχομένως. Φαντάζομαι πως κάποιος που «μισεί» την ομοφοβία θα «μισεί» και τους ομοφοβικούς, ειδικά αυτούς που έχουν κάποια δύναμη για να κάνουν κάτι γι’ αυτό, και να αφαιρέσουν δικαιώματα από ομοφυλόφιλους. Πρέπει να ανησυχώ; Θα μου πείτε, είναι προφανές πως αξίζει κανείς να μισεί την ομοφοβία. Καθόλου προφανές δεν είναι. Ειδικά για τους ομοφοβικούς. Ποιος θα κρίνει τι είναι προφανές ή τι είναι σωστό να μισούμε ή να απευχόμαστε –και μάλιστα εκ των προτέρων ώστε να απαγορεύσει τον λόγο αυτού που μιλάει διαφορετικά ή να τον τιμωρήσει αν το κάνει;

Είναι η ύπαρξη η ίδια αυτού του ανόητου νόμου που το κάνει αδύνατο να έχουμε οποιαδήποτε συζήτηση για κάτι που «προσβάλει» όλους εκείνους που επιλέγουν να προσβάλλονται εύκολα και δεν το έχουν σε τίποτα να πετάνε λέξεις όπως «ρατσισμός» και «υποκινητής» για να περάσει το δικό τους. Αυτόν τον καιρό είναι το Ισλάμ που αρνείται να κοιτάξει τον εαυτό του και χρησιμοποιεί το μη-επιχείρημα της προσβολής ως ασπίδα, παλιότερα ήταν ο Χριστιανισμός με το μπανάλ πλέον «προσβολή των χρηστών ηθών της χώρας» (και όχι και τόσο παλιότερα για όσους δεν ξεχνάμε τον Πάτερ Παστίτσιο), αύριο θα είναι κάτι άλλο. Δεν ήταν άραγε προσβολή για την εκκλησία η πρώτη φορά που κάποιος είπε πως υπάρχουν κάποια θεματάκια με την παραδοσιακή αφήγηση περί κρυφού σχολειού; Προφανώς και ήταν. Τώρα έχει γίνει γνωστό γεγονός πως το αφήγημα ήταν κάλπικο. Πώς θα το μαθαίναμε αν προκαταβολικά είχαμε αποφασίσει πως οτιδήποτε προσβάλει πρέπει και να διώκεται;

Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου είναι το τελευταίο, επειδή είναι το απολύτως απαραίτητο, προπύργιο μιας ανοικτής κοινωνίας. Όποιος, λοιπόν, ενδιαφέρεται γι’ αυτό, ας υποστηρίξει τη Σώτη Τριανταφύλλου, όσο αντιπαθής κι αν του είναι, όσο κι αν διαφωνεί μαζί της. Εγώ υπερασπίζομαι το δικαίωμά της να μιλάει ακόμα κι αν διαφωνώ με αυτά που λέει. Κι ας μη μου το ‘πε ο Βολταίρος.

(Εμφανιστηκε 709 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

3 Σχόλια

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.