«Οι χολεριασμένοι»
Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Βαρδιάνος στὰ σπόρκα (1893).
[…] Τὴν πρώτην εἴδησιν ἔδωκεν ὁ Λάζαρος ὁ Γκέγκες, ὁ κλητὴρ τῆς δημαρχίας, ἰσόβιος ἀρχηγὸς τῆς νυκτερινῆς πολιτοφυλακῆς, παίρνων τοὺς περισσοτέρους ὕπνους του δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους ἐπὶ τῆς μπαγκέτας, ἔμπροσθεν τοῦ καφενείου τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη, ἐπὶ τῆς πεζούλας, ὑπὸ τὴν μεγάλην συκαμινιὰν ἔμπροσθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ Δημητριάδη, καὶ ἐνίοτε ὑπὸ τὰς κολώνας τοῦ ἀφράκτου νάρθηκος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ἀφοῦ ἐσήμανε τὴν ὥραν τῆς βάρδιας, καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχον ἀποσυρθῆ εἰς τὰς οἰκίας των ν᾽ ἀναπαυθῶσιν, ἔφερε μίαν βόλταν μὲ τοὺς τρεῖς συντρόφους του, τῶν ὁποίων ἦτο ἡ σειρὰ νὰ φυλάξωσι τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς νήσου. Ἐκεῖ, ὁ Λάζαρος ὁ Γκέγκες εἶδε μὲ τὸ ἐξησκημένον ὄμμα του ἓν ἢ δύο μαυράδια ἀποσπώμενα εἰς τὸ σκότος ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιά, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιον Φλῶρον, καὶ κινούμενα βορειοδυτικῶς πρὸς τὴν διεύθυνσιν τῆς πόλεως, πρὸς τὸν μέγαν μεσημβρινοδυτικὸν λιμένα. Ἀκολούθως τὰ δύο μαυράδια ἔγιναν τρία, τὰ τρία τέσσαρα, καὶ τὰ τέσσαρα ὀκτὼ ἢ ἐννέα. Καὶ ὅσον ἐκινοῦντο βορειοδυτικῶς, τόσον ἐμαύριζαν, καὶ τόσον διεκρίνοντο εἰς τὴν ἀνταύγειαν τῆς πυκνῆς ἀστροφεγγιᾶς, ἐπὶ τῆς στρωτῆς ὀθόνης τοῦ φωσφορίζοντος κύματος. Ὁ μπαρμπα-Λάζαρος ἔγινεν ἀμέσως σύννους, ἔκυψε πρὸς τὴν γῆν, ἔστριψε πρὸς τὰ κάτω τὸν μύστακά του, κατεβίβασε πρὸς τὰς ὀφρῦς τὸ ἡμιστρόγγυλον φέσι του μὲ τὴν «γαλίπαν»*, τὴν φούνταν τὴν κοντὴν καὶ στριμμένην, καὶ δὲν εἶπε λέξιν εἰς τοὺς συντρόφους του.
Ἔρριψεν ἀκόμη ἓν παρατεταμένον βλέμμα εἰς τὸ ὕποπτον φαινόμενον, καὶ εἶδε τὰ μαῦρα σημεῖα ὅτι ὅσον ἐπροχώρουν ἐμεγεθύνοντο εἰς τὴν ὅρασιν, καὶ τὰ εἶδεν ὅτι εἶχαν βάλει πλώρην εἰς τὴν δυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως, κατὰ τὲς Πλάκες.
Τότε δὲν ἐδίστασε πλέον, καὶ ὕψωσε τὸ φέσι του πρὸς τὰ ἐπάνω, ἔστριψε πρὸς τὰ ἄνω τὸν μακρὸν καὶ παχὺν μύστακά του, καὶ ἀφοῦ ἔστειλεν ἕνα τῶν ἀνθρώπων μυστηριωδῶς νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν δήμαρχον, αὐτὸς διηυθύνθη πρὸς τὸν ναὸν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, καὶ κρεμασθεὶς εἰς τὸ σχοινίον τοῦ κωδωνοστασίου, ἤρχισε νὰ σημαίνῃ θορυβωδῶς καὶ παρατεταμένως τὴν μεγάλην καμπάναν.
Ὁ εὐσυνείδητος, ἀλλὰ καὶ διπλωματικὸς κλητὴρ εἶχε σκεφθῆ ὡς ἑξῆς: «Δὲν μπορεῖ νὰ πῇ ὁ δήμαρχος ὅτι δὲν τὸν εἰδοποίησα. Ὅσο νὰ ξυπνήσῃ ὁ δήμαρχος καὶ νὰ τοῦ περάσῃ τὸ μαχμουρλίκι, ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ ὅ,τι γίνῃ, ἂν εἶναι γραφτὸ νὰ γίνῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ σημαίνω ἐγὼ τὴν μεγάλη καμπάνα, γιὰ νὰ πάρῃ χαμπάρι ὁ κόσμος νὰ ξέρῃ τί τρέχει, νὰ πάρῃ τὴν ἀπόφασή του, καὶ ὁ κύριος δήμαρχος ἂς πάῃ νὰ κάμῃ τὰ παράπονά του… στὸ δήμαρχο…»
* * *
Ἦτο ἑνδεκάτη ὥρα.
Ἀφοῦ ἐκρούσθη ἐπί τινα λεπτὰ ὁ κώδων καὶ διεκόπη ἐπ᾽ ὀλίγα δευτερόλεπτα, διὰ ν᾽ ἀρχίσῃ θορυβωδεστέρα ἡ κλαγγή του μετά τινας στιγμάς, ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται ἐδῶθεν κ᾽ ἐκεῖθεν μετὰ τριγμῶν καὶ κρότων παράθυρα ν᾽ ἀνοίγωνται καί τινες κεφαλαὶ μὲ λευκοχίτωνα στήθη καὶ ὤμους νὰ προκύπτωσι διὰ τῶν ἀνοιγμάτων.
Εἶτα θύραι ἤρχισαν νὰ τρίζωσι περὶ τοὺς στροφεῖς, δοῦπος βημάτων ἠκούσθη εἰς τὰ λίθινα σκαλοπάτια, καὶ ἄνθρωποι ἡμιενδυμένοι κατέβησαν εἰς τὴν ἀγοράν.
Τί εἶναι; Τί εἶναι; ― Εἰς τοὺς πρώτους ἐλθόντας ὁ μπαρμπα-Λάζαρος ἐπρόφθασε νὰ δείξῃ δι᾽ ἀφώνου νεύματος τὰ μαῦρα σημεῖα τὰ ὁποῖα εἶχε παρατηρήσει πρὸ μικροῦ μεγεθυνόμενα, καὶ τὰ ὁποῖα, ὁλονὲν κινούμενα πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος τοῦ λιμένος, ἐπλησίαζον ἤδη νὰ κρυφθῶσιν ὄπισθεν τῆς γωνίας τῆς πόλεως, τὴν ὁποίαν σχηματίζει ἡ προεξοχὴ τῆς συνοικίας τῆς Σπηλιᾶς καὶ τοῦ Μώλου.
Κραυγαὶ φόβου, ἀπειλῆς καὶ ἀγανακτήσεως ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται μεταξὺ τοῦ πλήθους, καθόσον τοῦτο ἐξωγκοῦτο, προσερχομένων καὶ ἄλλων ἀστῶν ἐκ τῶν οἰκιῶν των. Μερικοί, χωρὶς νὰ ἠξεύρωσι τί τρέχει, εἶχον φέρει ἀπὸ τὰς οἰκίας των τὰ κυνηγετικά των ὅπλα, τὰς μονοκάννους ἢ δικάννους φιλίντας των, ἄλλοι τὰς παλαιάς των πιστόλας, καί τινες μεγάλα πλατύστομα τρομπόνια.
Ὁ μπαρμπα-Λάζαρος δὲν τοὺς ἐπέπληξε διότι εἶχον ὁπλισθῆ. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ πλεῖστοι δὲν εἶχον ὅπλα, εἴς τινας αὐτῶν ἔδωκε μερικὰ σκουροτούφεκα, τὰ ὁποῖα ὑπῆρχον ἔκπαλαι εἰς τὴν δημαρχίαν καὶ τὰ ὁποῖα ἐχρησίμευον κυρίως πρὸς ὁπλισμὸν τῆς πολιτοφυλακῆς ἢ νυκτερινῆς περιπόλου.
Διὰ μιᾶς οἱ ἄνθρωποι ἤρχισαν νὰ τρέχωσι πρὸς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν, ἀσθμαίνοντες διὰ ν᾽ ἀναβῶσι τὸν στενὸν ἀνηφορικὸν δρόμον, μὲ τὸ στιλπνὸν καὶ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον. Τὰ ὑποδήματα ἐκρότουν ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου ἑωσοῦ ἔφθασαν ἔξωθεν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Παπαργυροῦ, κολοσσαίου ὄγκου ἱσταμένου εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, εἰς τὸ πλάγι τοῦ ὁποίου τὰ ἄλλα σπιτάκια ὁλόγυρα ἐφαίνοντο ὡς φελούκια σιμὰ εἰς μέγα ἐπιβλητικὸν μπάρκον. Δίπλα εἰς τοῦ Παπαργυροῦ τὸ σπίτι, τὸ ὑψηλὸν κωδωνοστάσιον τῆς ἐπάνω ἐκκλησίας, τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἵστατο ὡς σκοπὸς σιμὰ εἰς τὴν σκοπιάν του.
Δίπλα εἰς τὸ θεόρατον κτίριον, τὸ ὁποῖον ἵστατο ἐκεῖ ἀπὸ τεσσαρακονταετίας ἀτελείωτον καὶ ἀκατοίκητον δι᾽ ὅλου σχεδὸν τοῦ ἔτους χρησιμεῦον μόνον τὸ θέρος διὰ νὰ καταλύῃ, ὅταν ἐπεσκέπτετο τὸν τόπον, ἐκτελῶν τὴν περιοδείαν του ὁ ἅγιος Δεσπότης ― ἦτο ἡ οἰκία τοῦ δημάρχου, ὅστις εἶχεν ἐξυπνήσει ἀρτίως καὶ ἤκουε τὸν θόρυβον τοῦ διαβαίνοντος πλήθους, ἑτοιμαζόμενος νὰ ἐξέλθῃ. Τὸν εἶχεν ἐξυπνίσει, πρὸ μικροῦ ἐλθών, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Γκέγκε, τοῦ κλήτορος τῆς δημαρχίας. Ὁ δήμαρχος ἐφόρεσε τὸ πανωβράκι του, ἔλαβε τὴν μακρὰν χονδρὴν μπαστούναν του, καὶ ἤρχισε νὰ καταβαίνῃ τὰ σκαλοπάτια τῆς ἐσωτερικῆς ξυλίνης σκάλας, ἐνῷ ἡ κυρὰ δημαρχίνα, ἐξυπνήσασα ἀρτίως καὶ αὐτή, ἐφώναζεν ἀπὸ τὸν ἄλλον θάλαμον:
― Γιὰ ποῦ, ὥρα σ᾽ καλή, καπετάνιο μ᾽; Ποῦ θὰ πᾷς τέτοια ὥρα;
― Κοιμήσου, Φλωρού! ἔγρυξε μὲ βραχνὴν φωνὴν ὁ δήμαρχος, ὅστις ἦτο ὅλος δυσθυμία, διότι τοῦ ἔκοψαν ἀποτόμως τὸν πρῶτον ὕπνον.
Εἶτα ἐπρόσθεσε φιλοσοφικῶς, ὡς πρὸς ἑαυτὸν ἀποτεινόμενος:
―Ὅποιος θέλει νὰ σάσῃ τὸ χωριό, χαλνάει τὸ κεφάλι του.
Καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν αὐλήν του, τὴν στρωτὴν μὲ στιλπνὰ χαλίκια, καὶ φυτευτὴν μὲ λεμονέας, μὲ ροιὰς καὶ στολισμένην ἀπὸ γάστρας ἀνθέων, ἐνθυμούμενος τοὺς χρόνους ἐκείνους, τοὺς οἰχομένους διὰ πάντοτε, ὅταν ἔκαμνε τὰ πλουτοφόρα ταξίδια εἰς τὴν Μαύρην Θάλασσαν κι ἀπάνω εἰς τὸν Ποταμόν, καὶ ὅταν ἐκουβαλοῦσε, κατὰ τὸν κοινὸν λόγον, μὲ τὲς κόφες τὰ τάλληρα ἀπὸ τὰ ταξίδια τῆς Ρωσίας. Ἐὰν δὲν ἐπεχείρει τὸ τελευταῖον του τολμηρὸν ταξίδιον εἰς τὸν Ὠκεανόν, ὅπου ἐχρειάζετο νὰ δεθῇ τις μὲ χονδροὺς κάλως εἰς τὸ κατάρτιον τοῦ πλοίου διὰ νὰ μὴ τὸν σαρώσῃ ἡ τρικυμία, καὶ ἂν δὲν ἐτινάζετο ἀπὸ τὰ κύματα τὰ εἰσπηδῶντα ἐπάνω εἰς τὴν κουβέρταν, ὥστε νὰ κτυπήσῃ κακὰ εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν κορμὸν κατὰ τῆς χονδρῆς μπούμας* πρὸς τὴν πρύμνην, δὲν θὰ ἐδέχετο ποτὲ τὸ ἀξίωμα τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχον προσφέρει αὐθορμήτως ―πρᾶγμα σπάνιον, ἀληθῶς― οἱ συμπολῖταί του.
* * *
Τὸ πλῆθος, ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν γωνίαν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Παπαργυροῦ, ἐδιχάζετο, καὶ ἄλλοι ἐξηκολούθουν ν᾽ ἀνέρχωνται πρὸς τὰ ἄνω, ὅπως φθάσωσιν εἰς τὸν ἀνοικτὸν κάμπον ὑψηλά, εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα, διὰ νὰ κατοπτεύσωσιν ἐκεῖθεν τὰς λέμβους τὰς ἐρχομένας, ἄλλοι ἐστρέφοντο πρὸς τὰ ἀριστερά, διὰ νὰ φθάσωσι ταχύτερον εἰς τὲς Πλάκες, καὶ τούτων τὰ βήματα εἶχεν ἀκούσει ὁ δήμαρχος.
Δὲν εἶχεν ἀπομείνει, κατὰ τὰ φαινόμενα, ἄνθρωπος ἀπὸ ὅσους εἶχαν πλαγιάσει, ὅστις νὰ μὴν ἐξύπνησε, καὶ δὲν εἶχεν ἀπομείνει ἀπὸ ὅσους δὲν εἶχαν πλαγιάσει ἀκόμη, κανεὶς ὅστις νὰ μὴν ἔτρεξε καὶ νὰ μὴν ἐπετάχθη ἔξω τῆς οἰκίας του. Ἀπὸ τὰς ἀπωτέρας καὶ πτωχοτέρας συνοικίας εἶχαν φθάσει ὁ Δημήτρης ὁ Ντοῦσκος, ποιμὴν βόσκων ὀλίγας ἀμνάδας, ὅστις ποτὲ ἐν καιρῷ ἡμέρας δὲν εἶχε κατέλθει εἰς τὴν ἀγοράν· ἔφθασε φέρων τὴν μαγκούραν του τὴν ποιμενικὴν καὶ τὴν κάπαν του, ἕτοιμος νὰ λάβῃ μέρος εἰς μάχην ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως· καὶ ὁ Σταμάτης ὁ Μπλατσίνης, καὶ ὁ Δημήτρης ὁ Στόγιος καὶ ἄλλοι ἀγροδίαιτοι, πρόθυμοι νὰ λάβωσι μέρος εἰς πᾶσαν ἐνέργειαν, ἂν καὶ δὲν ἤξευραν περὶ τίνος ἐπρόκειτο· καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μανίκας προσῆλθεν ἐπίσης μὲ πολεμικὴν διάθεσιν, μένεα πνέων κατὰ τῶν ὑποτιθεμένων ἐχθρῶν. Καὶ τὸν Ἀργυράκην τῆς Τριανταφυλλιᾶς τὸν εἶχεν ἐξυπνίσει μὲ πολλὴν δυσκολίαν ἡ γυναίκα του, ἡ Τριανταφυλλιά, ἡ φουρνάρισσα, καὶ τὸν παρεκίνησεν ἐπιτακτικῶς νὰ τρέξῃ κάτω εἰς τὴν ἀγορὰν νὰ μάθῃ τί γίνεται, καὶ νὰ ἔλθῃ πάλιν ὀπίσω, διὰ νὰ τὴν πληροφορήσῃ καὶ αὐτὴν περὶ τῶν συμβαινόντων. Ὁ Ἀργυράκης ἔφθασε τρίβων τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ μισοκοιμώμενος εἰς τὸν δρόμον, ἀλλὰ μὲ ὅλας τὰς προσπαθείας του δὲν κατώρθωσε νὰ μάθῃ σχεδὸν τίποτε, διότι ἐν ἑκάστῳ τῶν ὁμίλων τοὺς ὁποίους συνήντησεν εἰς τὴν ἀγορὰν ὡμίλουν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ των, καὶ δὲν ἀπήντων εἰς τὰς ἐρωτήσεις αὐτοῦ. Λοιπὸν ἀπὸ ὅλας τὰς ὁμιλίας, ὅσαι ἐγίνοντο, μόνον ἄκρες-μέσες ἠμπόρεσε ν᾽ ἀκούσῃ. Ὁ Ἀργυράκης τῆς Τριανταφυλλιᾶς ἀπελπισθεὶς νὰ μάθῃ περισσότερα, ἔτρεξεν ἀσθμαίνων ὀπίσω πρὸς τὴν γυναῖκά του:
―Ἔ! τί ἔμαθες, Ἀργύρη;
― Εἶναι κόσμος, κόσμος… κάτω στὴ πιάτσα… στὸν Ἁι-Γιάννη ἀπ᾽ ὄξου… στὴν κολώνα μπροστά…
― Καὶ τί λέγανε;
― Νά, ὁ κλήτορας τῆς δημαρχίας σήμανε τὴν καμπάνα.
― Τὴν ἀκούσαμε. Ὕστερα;
― Νά, μαζώχτηκε κόσμος…
― Μοῦ τὸ εἶπες αὐτό… ὕστερα;
―Ὁ κλήτορας ἔστειλε τὸ Γιάννη τὸ Μαστοράκη, γιὰ νὰ ξυπνήσῃ τὸ δήμαρχο.
―Ἀλήθεια; ― ὕστερα;
― Καὶ εἶναι κόσμος μαζωμένος… καὶ κουβεντιάζουν ἀναμεταξύ τους.
― Μοῦ τὸ εἶπες τρεῖς φορὲς αὐτό. Καὶ τί γίνεται;
―Ὁ κόσμος ἀρχίσανε νὰ τρέχουνε στὸν Ἐπάνω Μαχαλά, κατὰ τὴν Ἁγία Τριάδα…
― Καὶ δὲν πῆες καὶ σύ!
― Δὲ μοῦ ᾽πες νὰ πάω, Τριανταφυλλιά.
― Καὶ δὲν μπόρεσες νὰ μάθῃς τί τρέχει;
― Νά, λέγανε πὼς θὰ τρέξουνε πίσω κατὰ τὲς Πλάκες νὰ τοὺς προφτάσουνε, νὰ φύγῃ τὸ κακό.
― Ποιὸ κακό;
― Δὲν κατάλαβα… μὰ πρέπει νὰ εἶναι κλέφτες.
― Νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ χολεριασμένοι ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ, γιὰ νὰ πάρουν πράτιγο μὲ τὸ στανιό;
― Καλὰ λές, αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε συλλογισμένος ὁ Ἀργυράκης· κ᾽ ἐγὼ δὲν τὸ κατάλαβα.
― Γλήορα, νὰ τρέξῃς πίσω, σκυλί, εἶπεν ἡ Τριανταφυλλιά… πάρε καὶ τὸ ραβδί σου μαζὶ… νὰ πᾷς νὰ μάθῃς, κ᾽ ὕστερα νά ᾽ρθῃς νὰ μοῦ πῇς.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ὡμίλει ἡ σύζυγος τοῦ Ἀργυράκη, ἠκούσθη καὶ εἰς τὴν ἀπωτέραν ἐκείνην συνοικίαν ἡ κραυγή, ἥτις εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐπαναλαμβάνεται πρὸ μικροῦ ἀλλαχοῦ τῆς πόλεως:
― Μᾶς φέρνουν τὴν χολέρα! ξυπνᾶτε, παιδιά!
Αἱ κραυγαὶ αὗται ἐξύπνισαν καὶ ὅσους δὲν εἶχαν ἐξυπνήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν ἦχον τοῦ κώδωνος.
* * *
Πρώτη εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν, ἀπάνω εἰς τὲς Πλάκες, εἶχεν ἐξυπνήσει ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα, ἥτις ἤνοιξε μετὰ κρότου πέρα-πέρα τὸ μέγα καὶ πλατύ, τὸ κυανοῦν χρωματισμένον παράθυρον, καὶ ἁπλώσασα τοὺς ὀγκώδεις ἀνδροπρεπεῖς βραχίονάς της, μὲ τὰ μανίκια τῆς ἄσπρης βαμβακερῆς φανέλας ὀλίγον κάτω τοῦ ἀγκῶνος φθάνοντα, μὲ τὸ κόκκινον ὑποκάμισον συμμαζευμένον περὶ τὴν μασχάλην, ἐστήριξε τὰς πλατείας χεῖράς της ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ, φωνάζουσα, διὰ νὰ ἐξυπνίσῃ τὴν Μαρίαν τὴν Πεπερού.
Ἐκ τῶν φωνῶν τῆς Βγένας ἐξύπνησε πρώτη ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα, διότι ἐχρειάζετο κανόνι διὰ νὰ ταράξῃ τὸν ὕπνον τῆς Μαρίας τῆς Πεπεροῦς, καὶ τὸ κανόνι τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν μέσα εἰς τὸ Μπούρτσι ἦτο σκωριασμένον καὶ ἄχρηστο δυστυχῶς ἀπὸ πολλοῦ.
― Τί τρέχει, γειτόνισσα;
― Μᾶς φέρνουν τὴ χολέρα!
Ἡ Βγένα ἡ Ἀλαφίνα εἶχεν ἐννοήσει ἀμέσως τί τρέχει. Τὸ παράθυρόν της ἔβλεπε πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ εἶχεν ἰδεῖ τὰς λέμβους αἵτινες ἔπλεον πρὸς τὰ ἐδῶ.
― Ποιὸς θὰ μᾶς τὴν φέρῃ;
― Ποιός! Οἱ χολεριασμένοι ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ.
― Ποῦ ᾽ν᾽ τοι;
― Γιά κοίταξε! Ἔρχονται πενῆντα βάρκες.
Εἶτα ἐπειδὴ τῆς ἐφάνησαν ὀλίγαι ὅσας εἶπε, προσέθηκε:
― Πενῆντα! Θὰ εἶναι ὣς ἑκατὸν εἴκοσι!
Ἀκολούθως μεταμεληθεῖσα διότι εἶπε βάρκες καὶ δὲν εἶπε καράβια, ἐζήτησε μέσον τινὰ ὅρον ὅπως διορθώσῃ τὸ πρᾶγμα:
― Βάρκες! Εἶναι σωστὲς σκαμπαβίες… εἶναι μεγάλες σὰ σκοῦνες!
Ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα ἐκοίταξε καὶ ἅμα εἶδε τὰ μαῦρα σημεῖα νὰ μηκύνωνται, φαινόμενα κολλητὰ τὸ ἓν μὲ τὸ ἄλλο ἐπὶ τῆς θαλάσσης, προσέθηκε:
― Παναγία μου! εἶναι μακριὲς σὰν τράτες…
― Τράτες! Τί λές; διώρθωσεν ὀργίλως ἡ Βγενιώ· εἶναι ψηλὲς σὰν καβαρδίνες*!
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐξύπνησε τέλος καὶ ἡ Μαρία ἡ Πεπερού, ἥτις ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ ἰσόγειον σπιτάκι της τρίβουσα τοὺς ὀφθαλμούς. Κατόπιν της ἐξῆλθε, μὲ κοντὸν φουστανάκι καὶ μὲ γυμνὰς κνήμας καὶ πόδας γυμνούς, τὸ Δεσποινιώ, ἡ μικρὰ κόρη της.
― Τί εἶναι; Τί τρέχει;
Ἡ Βγένα ἡ Ἀλαφίνα δὲν ἐδίστασε πλέον, καὶ ἔκρινεν ὅτι ἦτο καιρὸς νὰ προβιβάσῃ τὲς βάρκες εἰς καράβια.
― Τὰ καράβια τὰ χολεριασμένα ἔρχονται ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ… Πενῆντα κομμάτια καράβια!
Ἡ Πεπεροὺ ἐκοίταξε καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τίποτε, διότι ἐμισοκοιμᾶτο ἀκόμη. Τὸ Δεσποινιὼ ἡ κόρη της, κρατοῦσα αὐτὴν ἀπὸ τὴν φουστάναν, ἔβλεπε τὲς βάρκες καὶ ἔλεγε:
― Νά τα, νά τα! Κοίτα, μάννα!
Αἱ τρεῖς γυναῖκες ἐκινήθησαν νὰ φθάσωσι πρὸς τὲς Πλάκες, ἀκολουθοῦσαι τὸ πλῆθος, τὸ ὁποῖον διήρχετο. Ὁ Ἀλέξης καὶ ὁ Μιχάλης, ὁ υἱὸς τῆς Πεπεροῦς καὶ ὁ υἱὸς τῆς Ἀλαφίνας, εἶχον ἐξυπνήσει, καὶ ἔτρεξαν ἀκολουθοῦντες τοὺς ἄνδρας νὰ ἴδωσιν.
Ἡ Πεπεροὺ ἔλεγεν εἰς τὴν κόρην της:
― Σύρε νὰ κοιμηθῇς ἐσύ… Κάτσε στὸ σπίτι.
Ἡ Δεσποινιὼ τὴν ἐκράτει καλὰ ἀπὸ τὸ φουστάνι καὶ ἔτρεχε κατόπιν της λέγουσα.
― Φοβῶμαι… φοβῶμαι μοναχή μου, μάννα!
* * *
Τὸ πλῆθος εἶχε φθάσει εἰς τὸ ὕψος τοῦ βράχου, πέραν τοῦ ὁποίου σχηματίζεται ἡ στενὴ προεκβολὴ τοῦ λαιμοῦ τῶν Πλακῶν ἐντὸς τῆς θαλάσσης. Ἄνω τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ ἔλαμπον εἰς τὸ ὕψος τοῦ στερεώματος ἢ ἔτρεμον σβήνοντα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, καὶ ὁ γαλαξίας ἔλουε μὲ ἁβρὸν ἀργυρόχρουν φῶς τὰ οὐράνια δώματα, καὶ ἔζωνε τὴν μέσην τοῦ οὐρανοῦ, ὡς νὰ ἔστρωνε μὲ ἀκήρατα ἄνθη τὸν δρόμον τοῦ ἀπείρου εἰς τὰ ἀόρατα πνεύματα τῶν μακάρων. Καὶ ὁ τριάστερος Πῆχυς ἵστατο μυστηριώδης ἐπάνω εἰς τὸ στερέωμα, ἀκατανόητον ὄργανον τὸ ὁποῖον ἐτέθη ἐκεῖ ὡς διὰ νὰ ἐξακολουθῇ νὰ μετρῇ ἐσαεὶ τὸ ἄπειρον διὰ τοῦ αἰωνίου. Καὶ αἱ Ἄρκτοι ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη ἔλαμπον μὲ γλυκὺ φῶς μειδιῶσαι εἰς τὰ προσφιλῆ πελάγη, καὶ τὸ ἄστρον τοῦ Βορρᾶ ἐδείκνυε τὸν Πόλον εἰς τοὺς ἀγαπημένους του θαλασσινούς, οἵτινες ἔχουσιν αὐτὸ μόνην συντροφίαν καὶ μόνον αἰθέριον φάρον παρηγοροῦντα αὐτοὺς εἰς τὸν δρόμον των, καὶ ἂν ὅλα τὰ λαμπρὰ ἄστρα χαθῶσι πρὸς καιρὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς των, καὶ ἂν ὅλοι οἱ μυστηριώδεις λύχνοι συγκαλυφθῶσιν ἀπὸ τὰ νέφη. Ἡ Πούλια εἶχεν ὑψωθῆ τρία κοντάρια ὑψηλὰ ἀνερχομένη ἐξ ἀνατολῶν πρὸς τὸ μεσουράνημα, χρυσῆ κλῶσσα μὲ τὰ πουλιά της, καταστερωθεῖσα καὶ ἀθανατισθεῖσα θείᾳ νεύσει, διὰ νὰ διδάσκῃ τὴν οἰκογενειακὴν συνοχὴν καὶ ἁρμονίαν εἰς τοὺς δειλαίους θνητούς, οἵτινες γεννῶνται διὰ νὰ χάσκωσι πρὸς καιρὸν ἀναβλέποντες ἐκεῖ ἐπάνω, καὶ διὰ νὰ συγκαλύπτῃ χρονίως τοῦ θανάτου ἡ νὺξ τοὺς ὀφθαλμούς των εἰς τὸ ὑποχθόνιον σκότος. Ἐλαφρὰ αὔρα ἔσειε γύρω εἰς τὰ προαύλια καὶ τοὺς κήπους τῶν οἰκιῶν τοὺς κλῶνας τῶν δένδρων, καὶ ἡ θάλασσα κυανῆ καὶ μαύρη, ἁπλουμένη κάτωθεν τοῦ βράχου, ἐμορμύριζεν ἐλαφρῶς πλήττουσα τοὺς βράχους.
Τὸ πλῆθος ἤρχισε νὰ θορυβῇ καὶ νὰ κραυγάζῃ, ἐνώπιον τοῦ θεάματος τὸ ὁποῖον ἐπαρουσιάζετο τώρα φανερὰ εἰς τὰς ὄψεις του ὑπὸ τὴν ἀστροφεγγιὰν τῆς νυκτὸς ἐκείνης. Ὁ δήμαρχος, ἅμα ἐξυπνήσας, εἶχε κατέλθει πρὸς τὴν ἀγοράν, διὰ νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὰς ἄλλας ἀρχάς, καὶ δὲν εἶχε φανῆ ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὲς Πλάκες, ὅπου εἶχε τρέξει ὁ πολὺς κόσμος. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ μάτην περιέμεινεν ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν τὴν ἐμφάνισιν τοῦ λιμενάρχου, τοῦ ὑγειονόμου καὶ τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, τῶν ὁποίων αἱ οἰκίαι ἦσαν εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως, τὸ ἀνατολικόν, καὶ ἀργὰ μὲν ἐστάλη πρὸς αὐτοὺς ἡ εἴδησις, ἐβράδυναν δὲ φυσικῷ τῷ λόγῳ νὰ ἐμφανισθῶσιν, ὁ δήμαρχος ἀπεφάσισε ν᾽ ἀναβῇ ὁ ἴδιος εἰς τὲς Πλάκες, εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως. Εἶχε δώσει ἤδη εἰς τὸν κλητῆρα καὶ τοὺς πολιτοφύλακας διαταγὰς νὰ προτρέψωσι τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως μείνωσιν ἐπιτηροῦντες μόνον τὸ ἐπίκαιρον πρὸς ἀπόβασιν μέρος, καὶ μὴ ἐπιχειρήσωσι βιαιοπραγίαν τινά, εἰμὴ ἐν ἐσχάτῃ ἀνάγκῃ καὶ ἐν περιπτώσει ἀποπείρας πρὸς ἀποβίβασιν.
Ὑπάρχει, νομίζω, ἀπόφθεγμά τι, καθ᾽ ὃ ὁ ὄχλος ἔχει δύο ὦτα, διὰ νὰ εἰσέρχωνται αἱ νουθεσίαι διὰ τοῦ ἑνὸς καὶ νὰ ἐξέρχωνται διὰ τοῦ ἄλλου. Τὸ πλῆθος ἤκουσε τὴν διαταγὴν τοῦ δημάρχου, ἀντελήφθη καλῶς τῆς ἐννοίας της, καὶ ἔπραξεν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον τοῦ προσταττομένου. Τὰ φανέντα εἰς τὴν θάλασσαν μαυράδια, τὰ κινούμενα ὁλονὲν πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ βράχου, εἰς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς πόλεως κατὰ τὲς Πλάκες, εἶχον πλησιάσει τόσον, ὥστε ἐφαίνοντο ἤδη ὅτι ἦσαν λέμβοι, πλέουσαι διὰ συντόνου κωπηλασίας πρὸς τὴν ξηράν, ὀγκώδεις καὶ μαυρίζουσαι ὑπεράνω τοῦ κύματος, πλήρεις ἀνθρωπίνου φορτίου. Μόλις ἡ πρώτη τούτων εἶχε φθάσει ἐντὸς βολῆς ἀπὸ τοῦ τελευταίου χθαμαλοῦ βράχου, κάτω εἰς τὸν Μύτικα, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, καὶ μεγάλοι λίθοι καὶ χονδροὶ χάλικες καὶ βῶλοι χώματος ἤρχισαν νὰ ἐκσφενδονίζωνται πρὸς τὸ πέλαγος.
Ἡ πρώτη προφυλακὴ τοῦ ὄχλου εἶχε φθάσει κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἐπὶ τῶν ἁλικτύπων μαρμάρων, σιμὰ εἰς τὸ κῦμα, καὶ ἡ οὐραγία ἐσάλευεν ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὸ ὕψος τοῦ κρημνοῦ, ὑπεράνω τῆς στέγης τοῦ ἀρσανᾶ τῶν Μαθιναίων, ἀνάμεσα εἰς τὰ τελευταῖα σπιτάκια, τὰ κτισμένα σύρριζα εἰς τὸν βράχον. Βοὴ καὶ ἀλαλαγμὸς ἠκούετο, καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ πλήθους ἐκόχλαζε μετ᾽ ἀγρίων κραυγῶν βράζουσα, ἀπολυομένη ἐξ ἑκατοντάδων στομάτων μετὰ φρυαγμοῦ ὀργίλου, διαθέουσα μετὰ παφλασμοῦ τὰς τάξεις τοῦ ὄχλου καὶ κορυφουμένη μετ᾽ ἀφροῦ καὶ θολῆς ἄχνης ἐπάνω, εἰς τὸ ὕψος τοῦ βράχου. Ἐκ τοσούτων κραυγῶν ὀργῆς, μίσους καὶ ἀγωνίας διεκρίνοντο κάπου αἱ λέξεις «φονιάδες! φέρνετε τὴ χολέρα»· «θὰ μᾶς πεθάνετε!…» ὡς μικρὸν καταληπτὸν περιθώριον εἰς κατάμαυρον καὶ ἀκατανόητον σελίδα βιβλίου. Ἡ χάλαζα τῶν λίθων ἤρχισε νὰ πίπτῃ ἤδη ἄφθονος μετὰ πλαταγισμοῦ εἰς τὸ κῦμα, καί τινες τῶν λίθων ἀντήχησαν μὲ σκληρὸν δοῦπον πλήξασαι τὰς πλευρὰς τῆς βάρκας, ἐνῷ ἄλλοι δὲν ἀνέδωκαν ἀκουστὸν κρότον, ἀλλ᾽ ἔπεσαν κωφά, εἰς τοὺς βραχίονας καὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἐπιβαινόντων τῆς φελούκας. Ὁ κυβερνήτης τῆς πρώτης βάρκας ἐνόησε τότε ὅτι εἶχε βιασθῆ νὰ προτρέξῃ ὅλων τῶν ἄλλων λέμβων, καὶ διέταξε σία*. Οἱ κωπηλάται ἐσιάρισαν* καὶ δι᾽ ὀλίγων πρὸς τὰ ὀπίσω εἰρεσιῶν, ἡ φελούκα ἔφθασεν ἐκτὸς βολῆς ἀπὸ τὸν ἄκρον χθαμαλὸν βράχον τῆς ἀκρογιαλιᾶς.
Προφανῶς, ὁ κυβερνήτης τῆς λέμβου δὲν εἶχε παρατηρήσει τὴν κάθοδον τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ ἄκρον μάρμαρον τῶν Πλακῶν. Ἀναμφιβόλως, αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιβάται τῶν λέμβων, θὰ εἶχον ἀντιληφθῆ ἐκεῖ ὑψηλά, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ κρημνοῦ, τὴν παρουσίαν τοῦ πλήθους καὶ θὰ εἶχον ἀκούσει τὸν συγκεχυμένον θόρυβον. Ἀλλ᾽ ἡ πρωτοπορία τοῦ ὄχλου εἶχε κατέλθει διὰ κρυφοῦ κοχλιοειδοῦς μονοπατίου κάτω εἰς τὸν ἄκρον αἰγιαλόν, καὶ ἡ παρουσία τῶν ἀνθρώπων τούτων ἐκεῖ κάτω εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων ὀργυιῶν ἀπὸ τὴν πρώτην βάρκαν, τοὺς εἶχεν ἐξαφνίσει, ὡς πρᾶγμα ἀπρόοπτον, καὶ σχεδὸν μυστηριῶδες.
Ἡ πρώτη βάρκα, ἀφοῦ ἀνέκρουσε πρύμναν καὶ ἀπεμακρύνθη δέκα ὀργυιὰς παραπάνω, ἐστάθη κ᾽ ἐφαίνετο νὰ περιμένῃ τὰς ἄλλας συντρόφους της. Ἡ δευτέρα ἔφθασε πλησίον της μετ᾽ ὀλίγον, κ᾽ ἐστάθη εἰς τὸ πλάγι της. Φαίνεται ὅτι ἔστησαν συμβούλιον ἐκεῖ ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Αἱ ἄλλαι συντρόφισσαι λέμβοι ἔφθασαν μετ᾽ οὐ πολὺ πλησίον τῶν δύο πρώτων, καὶ τὸ συμβούλιον ἔγινε γενικώτερον, καὶ προσέλαβε τὸ κῦρος τῆς ὁλομελείας.
Ἡ ἀνακωχή, ἡ ἐπελθοῦσα εὐθὺς μετὰ τὴν πρώτην ἁψιμαχίαν, διήρκεσεν ἐπὶ πολύ. Ἔξω εἰς τὲς Πλάκες οἱ ἄνθρωποι συνεσώρευον λίθους καὶ βώλους γῆς καὶ ἄμμον, καί τινες σκληροὶ κρότοι ἠκούσθησαν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ εἰς τὰς τάξεις τοῦ πλήθους. Οἱ κρότοι οὗτοι ὡμοίαζον πολὺ μὲ τὸν κρότον ὑψουμένης σκανδάλης τουφεκίου ἢ πιστόλας. Εἰς τοὺς κρότους τούτους ἀπήντησαν ἄλλοι παραπλήσιοι κρότοι ὑπεράνω τοῦ κύματος, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰς λέμβους.
Φαίνεται, καὶ εἶναι ἑπόμενον, ὅτι ὑπῆρχον δύο γνῶμαι ἐπικρατέστεραι ἐπάνω εἰς τὰς λέμβους. Ἡ μία τούτων ἦτο ὅτι ὤφειλον νὰ ὑποχωρήσωσιν. Ἡ ἄλλη ἦτο ὅτι ἔπρεπε νὰ προβῶσι καὶ ἐπιχειρήσωσι τὴν ἀπόβασιν, ἀντὶ πάσης θυσίας. Ἐπειδὴ οἱ εἰσηγηταὶ ἀμφοτέρων τῶν γνωμῶν τὰς διεξεδίκουν πεισματωδῶς καὶ οὐδετέρα ὑπεχώρει εἰς τὴν ἑτέραν, τὸ συμβούλιον παρετείνετο ἐπὶ μακρόν.
Τέλος ἡ τόλμη ἐφάνη ὅτι ἐνίκησε τὴν φρόνησιν, καὶ αἱ λέμβοι ἤρχισαν νὰ κινῶνται ὅλαι ὁμοῦ, κατὰ μέτωπον πρὸς τὴν ξηράν. Τότε οἱ σκληροὶ κρότοι τῆς σκανδάλης ἐπληθύνθησαν, καὶ ἡ χάλαζα τῶν λίθων ἤρχισε νὰ πίπτῃ εἰς τὰ κύματα, πολὺ πρὶν αἱ λέμβοι φθάσωσιν ἐντὸς βολῆς.
Εἶτα μία φωνὴ ἠκούσθη:
― Μὴ ρίχνετε! μὴ ρίχνετε! μὴν πετᾶτε τὲς πέτρες στὸ γιαλό.
Ὁ οὕτω κράξας ἦτο ἐκεῖνος ὃν ἡ ἰδία νὺξ ἀνέδειξεν ἀρχηγόν της. Ὁ ὄχλος, τυφλὸς ἀπὸ τὸ σκότος καὶ τυφλὸς ἀπὸ τὸν θυμόν, εἶχε φθείρει μέγα μέρος τῶν πολεμεφοδίων του, πετῶν αὐτὰ ἀσκόπως. Ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἐξέφερε τὸ αὐθόρμητον ἐκεῖνο πρόσταγμα, προσέθηκε μετὰ σαρκασμοῦ:
― Εἶναι φόβος μὴ μολώσετε* τὴν θάλασσαν…
Ὁ λαὸς ἐνόησε τὴν σκέψιν του καὶ ἐσταμάτησε.
― Μὴ ρίξῃ κανένας, ἂν δὲν ρίξω ἐγώ, προσέθηκεν ὁ ἄνθρωπος.
Δὲν ἐχρειάζετο περισσότερον διὰ νὰ χρισθῇ ἀρχηγός. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐκαλεῖτο Γιῶργος Δ. Καραγιῶργος, καὶ ἐφημίζετο ὡς αἰσθηματίας. Ἦτο βραχὺς τὸ σῶμα, μὲ ὀγκώδη κεφαλήν, μὲ πλατέα λάσια στήθη, μὲ τραχεῖαν ὄψιν βράχου ψημένην ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ τὴν ἅλμην τῆς θαλάσσης, καὶ μὲ χαίτην λέοντος φριξότριχα.
Αἱ λέμβοι ἐχώρουν βραδέως, ἄνευ ὁρμῆς, καὶ τοῦτο ἐφαίνετο παράδοξον, κατόπιν τῆς ἀποφάσεως τῆς βίας, ἣν ἐφαίνετο ὅτι εἶχον λάβει οἱ ἐπιβαίνοντες. Ἀλλὰ πράγματι ἀπεδείχθη κατόπιν ὅτι ἡ ληφθεῖσα ἀπόφασις ἦτο μεικτή τις. Διότι μόλις οἱ πρῶτοι λίθοι, ἀφοῦ ἔδωκε τὸ σημεῖον ὁ Καραγιῶργος, ἔπληξαν τὴν πρῷραν μιᾶς τῶν λέμβων, καθὼς αὗται εἶχον πλησιάσει, καὶ ἠκούσθη φωνὴ ἐκ μιᾶς τῶν λέμβων ἐκείνης ἥτις εἶχε πλησιάσει μεμονωμένη τὴν πρώτην φοράν.
― Σταθῆτε!
Ὁ Γιῶργος Καραγιῶργος ἐστράφη πρὸς τὸ πλῆθος καὶ ἐφώναξε:
― Μὴ ρίχνετε, παιδιά! ν᾽ ἀκούσωμε.
Ὁ κυβερνήτης τῆς πρώτης λέμβου, ὅστις εἶχεν ἔλθει εἰς τὴν πρῷραν καὶ διεκρίνετο ὀρθὸς ἱστάμενος, ἐπανέλαβε:
― Γιατί μᾶς πετροβολᾶτε, παιδιά; Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε νὰ σᾶς φέρουμε τὴ χολέρα.
Ὀλολυγμὸς ἀντήχησεν, ἀναιρῶν τὴν βεβαίωσιν ταύτην, ἐκ μέρους τοῦ πλήθους. Ἀφοῦ ὁ Γιῶργος Καραγιῶργος ἐπέβαλε μετὰ κόπου σιωπήν, ὁ ξένος ἐξηκολούθησεν:
― Εἴχατε τὸ δικαίωμα νὰ μᾶς βάλετε καραντίνα, μὰ δὲν ἔπρεπε νὰ μᾶς ἀφήσετε ν᾽ ἀποθάνουμε τῆς πείνας.
Νέος ὠρυγμὸς τοῦ ὄχλου ἀπήντησεν εἰς τὴν ζωηρὰν ταύτην ἔκφρασιν. Ὁ ξένος τὸ συνῃσθάνθη, κ᾽ ἐταπείνωσε τὸν τόνον του.
― Σᾶς παρακαλῶ, δὲν κατηγορῶ σᾶς, ἀλλὰ μερικοὺς ἄλλους… Ὁ λαὸς τί φταίει; Ὅσο φταῖμε μεῖς, ἄλλο τόσο καὶ σεῖς…
Ὁ ὄχλος ἤκουε σχεδὸν ἐν ἡσυχίᾳ.
― Θέλουν νὰ μᾶς βάλουν παραπάνω καραντίνα, ἂς μᾶς βάλουν. Ἔχουμε εἰκοσιδυὸ μέρες σωστές. Τώρα γυρεύουν νὰ κάμουμε ἄλλες δέκα. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς ἔχουν τελειωμένες τὲς εἰκοσιδυὸ μέρες, καὶ ἔχουν καθαρισθῆ, νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ πᾶμε στὴ δουλειά μας, σὰ δὲ θέλουν νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ βγοῦμε ἔξω στὴν πολιτεία.
Ὁ λαὸς ἤκουε μετὰ ψιθυρισμῶν καὶ ἀμφιβόλων αἰσθημάτων.
―Ὅσοι κοντεύουν νὰ ἔχουν εἰκοσιδυὸ μέρες, ἂς τοὺς μεταφέρουν τὸ ἐλάχιστο στὰ κάτω Λαζαρέτα, γιὰ νὰ τοὺς εἶναι εὔκολο ν᾽ ἀγοράζουν ψωμί, καὶ νὰ μὴ πεθάνουν τῆς πείνας. Καὶ εἰς ὅσους δὲν ἔχουν λεπτὰ ν᾽ ἀγοράσουν ψωμί, τὸ Κουβέρνο πρέπει νὰ δώσῃ μικρὴ βοήθεια.
Ὁ Γιῶργος ὁ Καραγιῶργος ἤκουεν ἐν σιωπῇ καὶ σκέψει. Εἶτα, ὅταν ὁ ξένος ἐφάνη ὅτι εἶπεν ὅ,τι εἶχε νὰ εἴπῃ, τοῦ ἐφώναξεν:
―Ἐτελείωσες;
Ὁ ἄνθρωπος ἀπήντησεν:
―Ἐτελείωσα.
Ὁ Γιῶργος Καραγιῶργος ἔλαβε τὸν λόγον:
―Ἐὰν ἔχῃς, ἀδελφέ, τόσο εἰρηνικὰ αἰσθήματα, ποιά σου ἡ ἀνάγκη νὰ ᾽μβῇς καὶ σὺ καὶ οἱ ἄλλοι μὲς σ᾽ αὐτὲς τὲς βάρκες, ἅμα εἴδατε πὼς ἔκαμε παραέξω λιγάκι τὸ βασιλικό, νὰ κινήσετε νὰ ᾽ρθῆτε, νύχτα καὶ σκοτίδι, γιὰ νὰ ξεμβαρκάρετε στὸ χωριό μας μὲ τὸ στανιό; Στὴν ἐξουσία τὰ λὲς αὐτὰ ἢ στὸ λαό; Καὶ τί φταίει ὁ λαός, καθὼς εἶπες; Ἡμεῖς ἐξουσία δὲν εἴμαστε γιὰ νὰ λάβωμε μέτρα. Καὶ ἂν σᾶς ἀφήνῃ τὸ Κουβέρνο νὰ πεθάνετε τῆς πείνας, καὶ δὲν σᾶς δίνῃ βοήθεια, τί φταίει τὸ χωριό μας, τί σᾶς φταίει ὁ πτωχὸς ὁ λαός; Ἡμεῖς ἐφωνάξαμε ὅλοι μὲ μία βοὴ ὅτι πρέπει νὰ περιποιηθοῦν καλὰ τοὺς ἀνθρώπους στὴν καραντίνα, καί, καθὼς φαίνεται, δὲν μᾶς ἄκουσαν. Δὲν λέγω πὼς τὸ κάνουν ἐπίτηδες, μὰ ἡ διοίκησις εἶναι ρωμέικη, τί τὰ θέλεις;
Ὁ Γιῶργος ὁ Καραγιῶργος ἐπῆρε τὴν ἀναπνοήν του καὶ εἶτα ἐξηκολούθησε:
― Τώρα εἶναι δίκιο Θεοῦ νὰ πατήσετε νύχτα στὸ χωριό μας, νὰ μᾶς δώσετε μεγάλο φόβο, τὸ φόβο ποὺ μπορεῖ νὰ γεννήσῃ τὴ χολέρα καὶ χωρὶς νὰ εἶναι χολέρα; Εἴτε τελείωσεν ἡ καραντίνα σας εἴτε ὄχι, πρέπει νὰ λάβετε ὑπομονή, ἀφοῦ ἡ ἀρχὴ λέγει ναὶ καὶ ὄχι, καὶ μεῖς καλὰ-καλὰ δὲ ξέρουμε ἂν ἦρθε ὁ καιρὸς γιὰ νὰ πάρετε πράτιγο. Γυρίστε ὄμορφα-ὄμορφα καὶ ἥσυχα-ἥσυχα στὸ νησὶ μέσα κ᾽ ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι τὸ πρωί, σὰ ξημερώσῃ, νὰ πάρω τέσσερες βάρκες νὰ τὲς γεμίσω ψωμὶ καὶ κρέατα καὶ ρύζια καὶ νερὸ καὶ ρώμι καὶ κρασί, ὅλα δωρεά, ὅλα προσφορὲς ἀπὸ μέρους τοῦ φτωχοῦ λαοῦ, ποὺ θὰ σᾶς τὰ δώσῃ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά του…
Φωναὶ προθύμου ἐπιδοκιμασίας καὶ συναινέσεως ἠκούσθησαν ἀπὸ τὰς τάξεις τοῦ ὄχλου. Τὸ πλῆθος ἤρχισε νὰ συγκινῆται.
Ὁ Καραγιῶργος ἐξηκολούθησε:
― Νὰ σᾶς τὰ φέρω πρωὶ-πρωὶ στὸν κάβο τοῦ Ἁγίου Φλώρου, ἀπὸ μέρους τῆς φτώχειας, δῶρον εἰς τὴ φτώχεια, γιὰ νὰ περάσετε μιὰ μέρα καὶ ὣς τὴν ἄλλη μέρα αἱ ἀρχαί, πιστεύω, θὰ πάρουν ἀπόφαση νὰ σᾶς μεταφέρουν στὰ ἐδῶθε λαζαρέτα, ἢ νὰ δώσουν πράτιγο εἰς ὅσους ἀπὸ σᾶς ἔχουν εἴκοσι δύο μέρες σωστές.
Νέαι φωναὶ συγκινήσεως ἤχησαν ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ.
Αἴφνης, ἀπὸ τὴν δευτέραν βάρκαν, ἠκούσθη φωνὴ λέγουσα:
―Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ζητιάνοι, γιὰ νὰ μᾶς φέρῃς ψωμιὰ τουλόγου σου, νὰ μᾶς τὰ μοιράσῃς ψυχικό!
* * *
Δὲν εἶχον παραλείψει νὰ συμβουλευθῶσι τὸν ἰατρὸν Βίλελμ Βοὺντ οἱ πρωταίτιοι τοῦ κινήματος τούτου. Ἀλλὰ τὸν εἶχον συμβουλευθῆ ὄχι μὲ πεποίθησιν, ἀλλ᾽ ἁπλῶς διὰ τὸν τύπον, καὶ διὰ νὰ δύνανται νὰ λέγωσιν ἀργότερα, κατὰ τὴν παιδαριώδη ἀπολογητικὴν μέθοδον τοῦ ψευδομανοῦς ὄχλου, «ἐρωτήσαμε καὶ τὸ γιατρό». Ὁ κ. Βούντ, ὡς ἦτο ἑπόμενον, τοὺς ἀπέτρεψεν αὐστηρῶς νὰ μὴ τολμήσωσι καὶ τὸ κάμωσι, καὶ ὑπεσχέθη νὰ προσπαθήσῃ παντὶ σθένει ὅπως γίνῃ τακτικώτερος εἰς τὸ μέλλον ὁ ἐπισιτισμὸς καὶ ἡ ἄλλη ὑπηρεσία εἰς τὸν τόπον τῶν καθάρσεων. Αὐτὸς καὶ ἕως τότε δὲν ἔπαυσε νὰ φροντίζῃ καὶ νὰ γίνεται κακὸς μὲ ὅλας τὰς ἀρχὰς τῆς νήσου, κατακραυγάζων καὶ ἐλέγχων τὰ κακῶς γινόμενα, ἀλλ᾽ ἔπταιεν ἡ κακὴ διοίκησις.
Οἱ αὐτουργοὶ τοῦ κινήματος ἦσαν εἴκοσιν ἢ τριάκοντα ἄνθρωποι ἐκ τῶν πρώτων ἐλθόντων εἰς τὴν καραντίναν. Οὗτοι εἶχον διατρίψει ἤδη τρεῖς ἑβδομάδας εἰς τὸ ἔκτακτον λοιμοκαθαρτήριον. Ὑπῆρχον πράγματι πολλὰ καὶ ἀφόρητα δεινά. Ἡ κακὴ κατασκευὴ τῶν παραπηγμάτων, ἡ βραδύτης, ἡ ἀκρίβεια, καὶ ἡ κακὴ ποιότης τῶν τροφίμων, ὁ φόβος, ὁ συνωθισμὸς καὶ ἡ πνιγμονή, ἡ αἰσχροκέρδεια τῶν καπήλων καὶ μικρεμπόρων, ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ, καὶ εἰς ἐπίμετρον τὰ πρωτοβρόχια τοῦ φθινοπώρου, τὰ ὁποῖα εἶχον ἀρχίσει ραγδαῖα, καὶ τὰ πρῶτα ψύχη τοῦ πνεύσαντος εὐθὺς ὕστερον πρώτου βορρᾶ. Τὸ πλῆθος τῶν καθαριζομένων ἔπασχεν, ἐστέναζε καὶ ἐπνίγετο. Ὄχι ὀλίγους εἶχε θερίσει ἤδη ὁ Χάρος, τῇ βοηθείᾳ τῆς νόσου, τοῦ φόβου, τῶν στερήσεων, τῆς κακοπαθείας, καὶ ἄλλων θανασίμων ἐπικούρων.
Εἰς τὴν πρώτην τριακοντάδα τῶν συνωμοτῶν προσετέθησαν ἄλλοι τόσοι καὶ πλείονες, οἵτινες ἔλεγον ὅτι εἶχον συμπληρώσει εἴκοσι καὶ μίαν ἡμέρας καθάρσεως, ἀλλὰ πραγματικῶς δὲν εἶχον περισσοτέρας τῶν δεκαὲξ ἢ δεκαοκτὼ ἡμερῶν. Εἶτα καὶ ἄλλοι ἀκόμη οἵτινες περιφανῶς εὑρίσκοντο ἐκεῖ μόνον ἀπὸ δύο ἑβδομάδων. Ἀποχρῶσα ἐπιτήρησις δὲν ὑπῆρχεν, οἱ γέροντες καὶ ἀμελεῖς ἀπόμαχοι φύλακες ἔπασχον τὴν ὅρασιν ἢ ἔκλειον τὰ ὄμματα, καὶ κρυφὰ καὶ φανερὰ ἐπήρχετο συγκοινωνία μεταξὺ τῶν διαφόρων βαθμῶν τῶν καθαριζομένων.
Ὅλοι ὁμοῦ ἐζητοῦσαν νὰ πάρουν πράτιγο, ἐζητοῦσαν νὰ μετατεθῶσιν εἰς τὰ κάτω Λαζαρέτα, ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς δίδωνται εὐθηνὰ ἢ καὶ δωρεὰν τὰ τρόφιμα, δὲν ἤξευραν τί ἐζητοῦσαν. Μετὰ τὴν ἀποτροπὴν τοῦ ἰατροῦ, ᾐσθάνθησαν παροδικὴν ἀποθάρρυνσιν, καὶ τὸ σχέδιόν των τοὺς ἐφάνη ἄωρον ἀκόμη, ὅθεν ἐκοιμήθησαν ἥσυχα ἐπὶ μίαν νύκτα. Εἶτα τὴν ἄλλην ἑσπέραν τοὺς ἐφάνη ὅτι ὡρίμασεν αἰφνιδίως, καὶ ἐπειδὴ συνέβη ἐνωρὶς νὰ ἴδωσι τὴν βασιλικὴν ἡμιολίαν, ἥτις ἐστάθμευεν ἐκεῖ, ν᾽ ἀποπλεύσῃ ἔξω τοῦ λιμένος, ἕνεκα ἀκουσθείσης φήμης τινὸς περὶ πειρατείας καὶ ναυταπάτης εἰς τὰς βορείους ἐρημονήσους, εἶπον πρὸς ἑαυτοὺς ὅτι τώρα ἦτο καιρός. Τὴν ἰδίαν ἑσπέραν, οἱ συνωμόται ἔλαβον ἐννέα ἢ δέκα λέμβους, ἐπέβησαν ἐπ᾽ αὐτῶν ἄνδρες περὶ τοὺς ἑκατὸν εἴκοσιν, ἐπλατάγισαν μετὰ θορύβου τὰς κώπας πλήττοντες διὰ κραυγῶν τὰς ἠχούς, ἔπλευσαν ἀνοικτὰ πρὸς δυσμάς, διὰ νὰ εἶναι ἐκτὸς βολῆς ἀπὸ τῶν ὅπλων τοῦ στρατιωτικοῦ ἀποσπάσματος τοῦ σταθμεύοντος παρὰ τὸν Ἅγιον Φλῶρον καὶ εἶτα ἔβαλαν πλώρην εἰς τὲς Πλάκες, κατὰ τὸ ἀπόκεντρον δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως.
Ὀφείλομεν χάριν τῆς ἀκριβείας νὰ προσθέσωμεν ὅτι ἡ ἁρμοδία ἀρχὴ εἶχε προκηρύξει ἀπ᾽ ἀρχῆς ὅτι μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας ἀκριβῶς, ἤτοι 21 ἡμέρας, θὰ ἐτύγχανον οἱ ἄνθρωποι ἐλευθέρας κοινωνίας, ἀλλ᾽ ὅταν συνεπληρώθη διὰ τοὺς πρώτους ἐλθόντας ὁ ἀριθμὸς οὗτος τῶν ἡμερῶν, ἐδίσταζε νὰ ἐκδώσῃ τὴν περὶ ἐλευθέρας κοινωνίας διαταγήν, καὶ ἐσκέπτετο ἂν ἔπρεπε νὰ μετατοπίσῃ τούτους εἰς τὰ Κάτω Λαζαρέτα. Φαίνεται δὲ ὅτι ὠφελούμενοι ἐκ τῆς ἀνακολουθίας ταύτης καὶ τῆς βραδύτητος οἱ τολμηρότεροι ἐκ τῶν μελετησάντων τὸ πρὸς ἀπόβασιν κίνημα, ἔπεισαν ἄλλους εὐπίστους μεταξὺ τοῦ πλήθους ὅτι τὸ ὑγειονομεῖον εἶχεν ἐκδώσει ἤδη τοιαύτην διαταγήν, καὶ ὅτι ἡ κοινοποίησις ταύτης παρανόμως ἀνεβάλλετο. Μὲ τὴν σφαλερὰν ταύτην πίστιν ἠκολούθησαν τοὺς πρωτουργοὺς οἱ πλεῖστοι τῶν ἐπιβάντων εἰς τὰς λέμβους.
Τὴν ἐπιοῦσαν πρωί, ὅταν ἡ θεια-Σκεύω ἠρώτα τὸν ἰατρὸν Βοὺντ νὰ μάθῃ τὸ αἴτιον τῆς νυκτερινῆς ταραχῆς, οὗτος ἐγνώριζεν ἤδη καὶ τὸ ἀποτέλεσμα.