Σκέψεις και προβληματισμοί για το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου
Γράφει ο Αλέξανδρος Τζιρκώτης
Κύριος σκοπός του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου (ΔΕΑΧ), που υιοθετήθηκε σαν ιδέα το Νοέμβριο του 1993 και άρχισε να εφαρμόζεται από τον επόμενο χρόνο, ήταν η δημόσια εξαγγελία της δέσμευσης και της βούλησης της Ελλάδας να υπερασπίσει την Κύπρο σε περίπτωση νέας Τουρκικής επίθεσης, όπως θα υπερασπιζόταν οποιοδήποτε μέρος της Ελληνικής επικράτειας. Βεβαίως, η υποχρέωση και το δικαίωμα της Ελλάδας να υπερασπίσει την Κύπρο προβλεπόταν (και προβλέπεται) στη Συνθήκη Εγγυήσεως. Όμως, τα γεγονότα του 1974 δημιούργησαν, κυρίως στην Κύπρο, βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα και τη βούληση της Ελλάδας να το πράξει. Από πολιτικής πλευράς, η εξαγγελία του ΔΕΑΧ καθησύχαζε σε μεγάλο βαθμό τις εν λόγω αμφιβολίες και αναπτέρωνε το ηθικό των Ελληνοκυπρίων, για πρώτη ίσως φορά μετά το 1974.
Πέραν του ουσιαστικού και κύριου σκοπού της υποστήριξης της Κύπρου, το ΔΕΑΧ παρείχε στην Ελλάδα και τη δυνατότητα υποστήριξης των στρατηγικών της συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τυπικά, το ΔΕΑΧ σήμαινε (και εάν ενεργοποιηθεί και πάλι υπό την ίδια ονομασία, θα σημαίνει) ότι σε περίπτωση που είτε η Κύπρος είτε η Ελλάδα θα υφίσταντο επίθεση από την Τουρκία (στη Θράκη, στο Αιγαίο, στην περιοχή του Καστελόριζου, μέχρι και την Κύπρο ή και αλλού) αυτό θα θεωρείτο πολεμική ενέργεια εναντίον και των δύο και θα ισοδυναμούσε με casus belli. Δηλαδή, σε περίπτωση εκδήλωσης Τουρκικής επιθετικής ενέργειας στην Κύπρο, η Ελλάδα θα επενέβαινε αυτομάτως. Αλλά, όχι μόνο αυτό. Σύμφωνα με τον ορισμό του ΔΕΑΧ, το «μέτωπο» της σύγκρουσης θα μπορούσε να μην περιοριστεί μόνο στην Κύπρο αλλά να επεκταθεί μέχρι και τη Θράκη. Και αντιστρόφως, σε περίπτωση Ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, σε οποιοδήποτε σημείο εκτός της Κύπρου, τυπικά το ΔΕΑΧ ενέπλεκε στη σύγκρουση και την Κύπρο. Αυτό σημαίνει ότι τυχόν τοπική στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου από τη μια πλευρά και Τουρκίας από την άλλη, θα μπορούσε να επεκταθεί σε γενικότερο πόλεμο. Πρακτικά, ο κάθε αντίπαλος θα μπορούσε να διευρύνει τη λίστα των στόχων του, προσθέτοντας σημεία που τον συνέφεραν, από τη Θράκη μέχρι την Κύπρο. Η επέκταση σε γενικό πόλεμο μιας τοπικής σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας δεν είναι κάτι το μη αναμενόμενο, αλλά με το ΔΕΑΧ αυτό το ενδεχόμενο απέκτησε πλέον επισημότητα. Επιπλέον, στην περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας κάπου στην περιοχή του Αιγαίου ή στη Θράκη, η Ελλάδα και η Κύπρος, κανονικά, δεν θα έχουν κανένα συμφέρον από πολιτικής, στρατηγικής ή και τακτικής άποψης, να επεκτείνουν τη σύγκρουση στην Κύπρο, σε αντίθεση, ίσως, με την Τουρκία, η οποία, αν κρίνει ότι τη συμφέρει, θα μπορεί το κάνει και μάλιστα να το δικαιολογήσει διεθνώς επικαλούμενη το ΔΕΑΧ των αντιπάλων της.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η Κύπρος δεν μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στη Ελλάδα σε περίπτωση που η τελευταία δεχθεί επίθεση από την Τουρκία, στην ουσία το ΔΕΑΧ μπορεί να λειτουργήσει μόνο μονομερώς, ως εγγύηση της Ελλάδας προς την Κύπρο. Η μόνη δέσμευση που μπορεί να αναλάβει η Κύπρος, είναι, σε συνεργασία και συμφωνία με την Ελλάδα, να διαθέτει συγκεκριμένο ποσοστό του ετήσιου προϋπολογισμού της για ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος και να διοχετεύει αυτές τις πιστώσεις σε κατάλληλους τομείς σε συμφωνία με την Ελλάδα και με τρόπο που να ενισχύεται η εφαρμογή του ΔΕΑΧ. Κάτι παρόμοιο έγινε από το 1994 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000 περίπου.
Εφόσον το ΔΕΑΧ μπορεί να υποστηριχθεί με τα κατάλληλα μέσα και την απαραίτητη πολιτική βούληση, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελεί ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα για τις όποιες επιθετικές προθέσεις της Τουρκίας. Επιπλέον, ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της Κύπρου στις συζητήσεις για λύση του Κυπριακού, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα εξελιχθεί σε αυτοσκοπό που θα ενισχύει την ιδέα της «μη λύσης». Αν, όμως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί αποτελεσματικά, τότε η συνεισφορά του στην άμυνα τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας είναι μάλλον αρνητική, επειδή νομιμοποιεί την Τουρκία να διευρύνει τον κατάλογο των στόχων της, χωρίς να εξασφαλίζει την επιδιωκόμενη αποτροπή.
Η εξασφάλιση των μέσων που απαιτούνται για να υποστηριχθεί αξιόπιστα το ΔΕΑΧ (νοουμένου ότι, από πλευράς Κύπρου, θα εξασφαλιστεί η συμφωνία στην παραπάνω, οικονομική βασικά, «αρχή» ή σε κάποια ισοδύναμη που θα συμφωνηθεί), είναι κυρίως ζήτημα «οικονομίας». Η πολιτική βούληση, όμως, για την εφαρμογή του αν και όταν απαιτηθεί να εφαρμοστεί, αποτελεί παράγοντα που δεν μπορεί να προκαθοριστεί με απολύτως δεσμευτικό τρόπο, επειδή πάντα θα εξαρτάται από την εκάστοτε Ελληνική κυβέρνηση και τη συγκυρία. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν τη δεδομένη στιγμή της «κρίσης» στην Κύπρο, η όποια Ελληνική κυβέρνηση, αξιολογώντας την όλη κατάσταση, θα αποφασίσει να εφαρμόσει το ΔΕΑΧ. Προβληματισμοί, ειδικά πάνω σ’ αυτό το ουσιώδες θέμα, περιλαμβάνονται στο παρακάτω κείμενο.
Για τους λόγους που προανέφερα, πιστεύω ότι το ΔΕΑΧ πρέπει να επανακαθοριστεί, με βάση τα νέα δεδομένα και να τεθεί σε ισχύ με στόχο να βοηθήσει στην επίλυση του Κυπριακού.
Και κάτι ακόμα: οι Ελληνοκύπριοι θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής με την Τουρκία, το μόνο κράτος που θα μας βοηθήσει διακινδυνεύοντας τη ζωή πολιτών του χωρίς «υλικά» ανταλλάγματα, θα είναι η Ελλάδα.
Όποιος θέλει να διαμορφώσει σφαιρική άποψη για το θέμα του ΔΕΑΧ καθώς και για το συναφές θέμα του ιστορικού της αγοράς και της τύχης του αντιαεροπορικού συστήματος S-300, πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσει από τη μελέτη των παρακάτω:
Το ιστορικό του ΔΕΑΧ όπως το περιγράφει, στο πιο κάτω κείμενο, ο Γ. Αρσένης, ο οποίος από τον Οκτώβριου του 1993 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1996 ήταν Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας.
Τη θέση του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλαύκου Κληρίδη, αναφορικά με το «Γιατί δεν μεταφέρθηκαν στην Κύπρο οι πύραυλοι S300», που την εκθέτει στο βιβλίο «Ντοκουμέντα μιας Εποχής 1993-2003», η οποία παρατίθεται κατωτέρω, μετά το κείμενο του Γ. Αρσένη.
Στην εξιστόρηση του τότε υπουργού Άμυνας της Κύπρου, Γ. Ομήρου σχετικά με την ακύρωση της μεταφορά των S300 στην Κύπρο, που έχει δημοσιευθεί εδώ: https://tzirkotis.wordpress.com/2019/01/04/γιαννάκης-ομήρου-s-300-20-χρόνια-μετά-ιδού/
ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΕΡ. ΑΡΣΕΝΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «Η ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΑΜΥΝΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ – ΚΥΠΡΟΥ» ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ «ΚΥΠΡΟΣ: ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΓΕΙΣ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ» THE MONTHLY REVIEW IMPRINT, 2009
01/04/2009
Η γεωπολιτική σημασία της Κύπρου στάθηκε ο μοιραίος παράγοντας στην τραγωδία της Μεγαλονήσου. Αν η Κύπρος δεν αποτελούσε κλειδί στη διαμόρφωση των συσχετισμών ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις για οικονομική, πολιτική και στρατιωτική επιρροή στη Ν.Α. Μεσόγειο, το λεγόμενο «κυπριακό πρόβλημα» θα είχε επιλυθεί από καιρό!
Ούτε και το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ) Ελλάδος-Κύπρου (ή πιο ορθά Θράκης-Αιγαίου-Κύπρου) θα αντιμετώπιζε λυσσαλέα αντίδραση αν δεν ανέτρεπε ισορροπίες ανάμεσα στους ποικιλώνυμους παίκτες στην περιοχή. Είναι λοιπόν στη μοίρα του Ελληνισμού, ακόμα και απλά ζητήματα που αφορούν στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, να εμπλέκονται στα αδιέξοδα γρανάζια του διεθνούς ανταγωνισμού.
Έτσι η απόφαση δύο κρατών μελών του Ο.Η.Ε. να συνεργασθούν στο στρατιωτικό τομέα για να ισχυροποιήσουν την άμυνά τους έναντι κοινής απειλής, αν και αποτελεί πράξη συμβατή με τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο, εξελίχθηκε σε επίμαχο θέμα στους διεθνείς κύκλους, στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Η εξέταση της εξέλιξης του δόγματος του ΕΑΧ κάτω από το πρίσμα της γεωπολιτικής σημασίας της Κύπρου αναδεικνύει την πραγματική διάσταση του ζητήματος και καταρρίπτει το μύθο ότι τα προβλήματα που ανέκυψαν ήταν αποκλειστικά απότοκα λανθασμένων χειρισμών στο επίπεδο των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή
Την 16η Νοεμβρίου 1993 πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Πρωθυπουργού της Ελλάδος Ανδρέα Παπανδρέου και του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη, παρουσία των Υπουργών Εξωτερικών και στελεχών των Υπουργείων των δύο χωρών. Στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, ο Πρόεδρος Κληρίδης μεταξύ άλλων δήλωσε ότι «είχαμε επίσης σύμπτωση απόψεων πάνω στο θέμα του τι πρέπει να γίνει για να ενταχθεί η Κύπρος στον αμυντικό σχεδιασμό της Ελλάδος». Ο Έλληνας Πρωθυπουργός ήταν σαφέστερος: «Οι εκτιμήσεις μας για το τι δέον γενέσθαι συμπίπτουν. Η βασική δέσμευση της Ελλάδος ότι αν υπάρξει προέλαση τουρκικών στρατευμάτων, αυτό οδηγεί σε πόλεμο, αυτή η γενική αρχή προωθήθηκε σε βάθος. Πρώτον, με την έννοια ότι η αμυντική γραμμή της Ελλάδος περιλαμβάνει την Κύπρο και δεύτερον ότι είναι απαραίτητος ο συντονισμός και κοινός σχεδιασμός της άμυνας του Ελληνισμού, Ελλάδας και Κύπρου».
Είναι αξιοσημείωτο ότι στη συνάντηση αυτή δεν παρέστησαν οι Υπουργοί Άμυνας των δύο χωρών. Η συνάντηση, άλλωστε, είχε ως κύρια θέματα την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη σύγκληση Πανεθνικής Διάσκεψης. Ορθά, όμως, η συνάντηση αυτή θεωρήθηκε ως η αφετηρία του Δόγματος του ΕΑΧ, γιατί τότε με σαφείς δηλώσεις ανετράπη το δόγμα του «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται». Ο Πρωθυπουργός, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα δημοσιογράφου, δήλωσε λακωνικά «Μάλιστα, η σημερινή συνάντηση το έχει ανατρέψει». Ο Κληρίδης συμπλήρωσε «Αυτό το δόγμα ανετράπη με την ομιλία μου στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όταν είπα ότι για μένα συνεργασία σημαίνει “αλληλοενημέρωση, συναποφάσεις”, και δε σημαίνει η Κύπρος αποφασίζει και ακολουθεί η Ελλάς ή αποφασίζει η Ελλάς και ακολουθεί η Κύπρος. Σημαίνει συναποφάσεις».
Η συνάντηση δεν προσδιόρισε διαδικασίες υλοποίησης της αμυντικής συνεργασίας. Ίσως, κατά την άποψη ορισμένων κύκλων, το θέμα θα μπορούσε να μείνει στο επίπεδο της ανακοίνωσης των προθέσεων. Το Υπουργείο Άμυνας, όμως, πήρε την πρωτοβουλία υλοποίησης της συνεργασίας με κάλυψη του Πρωθυπουργού και ένθερμη στήριξη από τον Πρόεδρο Κληρίδη και τον Υπουργό Άμυνας της Κύπρου κ. Κ. Ηλιάδη. Καταλυτικό ρόλο στην υλοποίηση της συνεργασίας έπαιξε και ο νεοδιορισθείς και ικανότατος Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, Στρατηγός Ν. Βορβολάκος.
Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος-Κύπρου
Το Δόγμα του ΕΑΧ, όπως αποκλήθηκε στη συνέχεια η «ένταξη της Κύπρου στον αμυντικό σχεδιασμό της Ελλάδος», δεν ήταν ένα στρατιωτικό εγχείρημα στη στενή έννοια – αλλά ένα ευρύτερο σχέδιο μέσα σ” ένα σαφές στρατηγικό και πολιτικό πλαίσιο.
Ακρογωνιαίος λίθος της νέας προσέγγισης ήταν η εκτίμηση ότι η κατάρρευση του ψυχροπολεμικού διπολικού συστήματος μετά το ’89, και η ρευστότητα της επακόλουθης παγκοσμιοποίησης, άλλαξε δραματικά τις παραμέτρους του παιχνιδιού και προσέφερε νέες ευκαιρίες στον Ελληνισμό.
Στην περίοδο του διπολικού ψυχροπολεμικού συστήματος, η Ελλάδα είχε αποκοπεί από τη φυσιολογική της οικονομική και κοινωνική ενδοχώρα στα Βαλκάνια. Έμεινε ένα κομμάτι της Δύσης, ξεκομμένο, από γεωγραφική άποψη, από τη Δυτική Ευρώπη. Η Κύπρος ακολούθησε το δρόμο των Αδεσμεύτων και χαρακτηρίσθηκε ως μια χώρα της Μέσης Ανατολής και όχι ως μέρος του Ελληνισμού, ως χώρα της Ευρώπης. Την ίδια εποχή η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε την αναβαθμισμένη στρατιωτικοπολιτική της θέση και ακολούθησε ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα τουρκικού επεκτατισμού.
Ήταν η εποχή που χάθηκε ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, ήταν η εποχή που αφελληνίσθηκαν η Ίμβρος και η Τένεδος. Ακολούθησε η τραγωδία της Κύπρου με την παράνομη κατοχή ενός μεγάλου τμήματος από τουρκικά στρατεύματα. Ήταν η εποχή της συρρίκνωσης του Ελληνισμού.
Σ’ όλη αυτήν την περίοδο, ο Ελληνισμός στάθηκε αδύναμος να υπερασπισθεί τα συμφέροντά του. Αντίθετα, επικράτησαν τελικά οι πολιτικοί στόχοι του Αγγλο-Αμερικανικού παράγοντα για επιρροή στην περιοχή: ελεγχόμενη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, αποθάρρυνση πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, μείωση της πολιτικής παρουσίας του Ελληνισμού στην Κύπρο, δηλαδή διχοτόμηση της Κύπρου. Αντίθετα, ο τουρκικός επεκτατισμός χρησιμοποιήθηκε από τις ίδιες δυνάμεις ως ένα βολικό εργαλείο στη διαμόρφωση του στρατιωτικοπολιτικού σκηνικού στην περιοχή.
Ήταν φυσικό η κατάσταση αυτή να είχε δημιουργήσει ένα κλίμα απογοήτευσης, ακόμα και ηττοπάθειας, που αποθάρρυνε κάθε πρωτοβουλία ανατροπής της υφιστάμενης κατάστασης.
Ενώ η ψυχροπολεμική περίοδος κατέτασσε τον διασπασμένο Ελληνισμό στο περιθώριο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, η νέα μακρά μεταβατική περίοδος που ακόμη διανύουμε, παρά τη ρευστότητα που την χαρακτηρίζει, προσφέρει ευκαιρίες στον Ελληνισμό να διεκδικήσει την ενότητά του, να επανακτήσει τις σχέσεις του με την παραδοσιακή του ενδοχώρα στα Βαλκάνια, στις χώρες του Εύξεινου Πόντου και στην Ανατολική Μεσόγειο, να εντάξει τον Ελληνισμό σε ένα ευρωπαϊκό σχέδιο που εμπεριέχει την Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Κυπριακή Δημοκρατία ως απαραίτητα στοιχεία ολοκλήρωσης ενός πανευρωπαϊκού οράματος. Υπό αυτό το πρίσμα, βασικοί άξονες της εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού θεωρήθηκαν οι εξής:
Σαφής ευρωπαϊκός προσανατολισμός του Ελληνισμού.
Επιθετική οικονομική πολιτική της Ελλάδος και της Κύπρου, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική συνεργασία στα Βαλκάνια, στις χώρες του Εύξεινου Πόντου, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Αφρική, οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία και συμμετοχή σε δραστηριότητες ανάπτυξης ενεργειακών κόμβων.
Αμυντική πολιτική που καλύπτει τον ενιαίο χώρο του Ελληνισμού και αναπτύσσει δίκτυα αμυντικής συνεργασίας στην περιοχή.
Παραθέτω τα παραπάνω γιατί θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το δόγμα του ΕΑΧ δεν ήταν ένα μετέωρο στρατιωτικό εγχείρημα, αλλά αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης εθνικής στρατηγικής όπου ο Ελληνισμός θα ήταν δυναμικός παίκτης στην περιοχή και η άμυνα θα στήριζε (και θα στηριζόταν από) μια δυναμική οικονομική, πολιτική και πολιτιστική παρουσία στον ευρύτερο χώρο.
Το ΕΑΧ, λοιπόν, εντάσσεται σε μια ευρύτερη αντίληψη της στρατηγικής του Ελληνισμού. Με λίγα λόγια, η θέση είναι ότι η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο είναι ακρωτηριασμένη, αλλά και η Κύπρος δεν μπορεί να επιβιώσει, ως μέρος του Ελληνισμού, χωρίς πολυδιάστατη και λειτουργική σύνδεση με την Ελλάδα. Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι, χωρίς αυτού του είδους την προσέγγιση, ο Ελληνισμός θα παρέμενε ανήμπορος να συγκροτήσει αξιόπιστη αποτρεπτική άμυνα απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Βέβαια, η αποτρεπτική δύναμη δε μετριέται μόνον με τη στρατιωτική ισχύ μέσα στον αμυντικό χώρο, αλλά και με πόσους φίλους και συμμάχους έχεις στην περιοχή. Σημειώνω εδώ χαρακτηριστικά την εντύπωση που προξένησε στη διεθνή κοινότητα η ανάπτυξη της στρατιωτικής μας διπλωματίας, και στρατιωτικών συνεργασιών με χώρες όπως η Συρία, η Αρμενία, η Αίγυπτος, κ.α. Επίσης, οι επισκέψεις της ηγεσίας των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας στο Ισραήλ και στη Συρία και η υπογραφή συμφωνιών στρατιωτικής συνεργασίας σε επίπεδο κοινών ασκήσεων και συμπαραγωγής αμυντικού υλικού σηματοδοτούσαν την απαρχή μιας ενεργού παρουσίας του ελληνικού παράγοντα στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Η υλοποίηση του Δόγματος
Η υλοποίηση του Δόγματος στάθηκε μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν η παγιωμένη αντίληψη ότι η «Κύπρος είναι μακριά» – καθαρός απόηχος της στρατιωτικής εισβολής των Τούρκων το 1974. Η αντίληψη αυτή ανατράπηκε, χωρίς μεγάλες αντιστάσεις, στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, με στήριξη των νέων ηγεσιών στα Επιτελεία. Οι Υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών, χωρίς να εκδηλωθούν αρνητικά, δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενθουσιασμό και προτίμησαν να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους στην ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Στον πολιτικό χώρο, η αντιπολίτευση δεν ήταν ιδιαίτερα αισθητή. Θα έλεγα ότι ήταν στάση κριτικής ανοχής.
Στην Κύπρο, η αντίδραση ήλθε από το ΑΚΕΛ, με καθαρά διαφοροποιημένη ιδεολογική τοποθέτηση. Ενδεικτικά αναφέρω ότι σε τηλεοπτική συζήτηση για το δόγμα του ΕΑΧ, το 1993, ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, Δημήτρης Χριστόφιας, είχε χαρακτηρίσει την Ελλάδα ως «Ξιπετσισμένο Κουρκουτά». Στον κυπριακό λαό, υπήρχε πράγματι η ανησυχία μήπως η πολυπόθητη επανεμφάνιση της Ελλάδας στην Κύπρο μείνει μόνον στα χαρτιά. Η πικρή εμπειρία του ’74 είχε αφήσει βαθιές και ανοικτές πληγές. Η ιδέα όμως αγκαλιάστηκε από τον κυπριακό λαό, και την αλλαγή κλίματος την διαπίστωσα και ο ίδιος στην επίσκεψή μου στην Κύπρο στις 17-3-1994. Με την πάροδο του χρόνου, το ΕΑΧ στηρίχθηκε με ενθουσιασμό, γιατί ο Κυπριακός λαός είδε ότι το δόγμα υλοποιείται στην πράξη. Σε μία δημοσκόπηση το 1997, το 88% των πολιτών τάχθηκαν υπέρ του ΕΑΧ.
Οι διπλωματικές Υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας αντέδρασαν ευθύς εξ αρχής. Ομολογουμένως οι αρχικές αντιδράσεις ήταν ήπιες, ίσως επειδή πίστευαν ότι το ΕΑΧ ήταν ένα «πυροτέχνημα» που δε θα είχε συνέχεια. Όταν κατανόησαν ότι το ΕΑΧ υλοποιείται με αποφασιστικότητα, οι αντιδράσεις κλιμακώθηκαν. Ούτε και έλειψαν οι σχετικές προειδοποιήσεις προς εμένα.
Το δυνατό χαρτί του ΕΑΧ ήταν η δυναμική της ταχείας υλοποίησής του. Κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Στρατηγού Ν. Βορβολάκου, η Εθνική Φρουρά αναπτύχθηκε σε μια ισχυρή αποτρεπτική δύναμη, υψηλής ετοιμότητας και μαχητικής ικανότητας. Αν και δεν είναι σκόπιμο να παραθέσω λεπτομέρειες, οφείλω να υπογραμμίσω ότι ήταν εντυπωσιακή τόσο η αναβάθμιση των μονάδων με νέο και σύγχρονο εξοπλισμό όσο και η ενίσχυσή τους με έμπειρο προσωπικό. Ταυτόχρονα, οι αμυντικές υποδομές προχώρησαν με γοργούς ρυθμούς: το στρατιωτικό αεροδρόμιο στην Πάφο (που αργότερα ονομάστηκε αεροδρόμιο «Ανδρέας Παπανδρέου») και ο ναύσταθμος στην Ανατολική Κύπρο.
Ακρογωνιαίος λίθος του ΕΑΧ ήταν ο συντονισμός των εξοπλισμών και των σχεδίων αμύνης των δύο χωρών. Αυτό το έργο είχαν αναλάβει μεικτές επιτροπές των επιτελείων των δύο χωρών. Σ’ αυτό το πλαίσιο κρίθηκε αναγκαία η προμήθεια ρωσικών αρμάτων Τ-80, καθώς και η προμήθεια αντιαεροπορικών πυραύλων για την Κυπριακή Άμυνα.
Ο συντονισμός των αμυντικών σχεδίων άμυνας Θράκης-Αιγαίου-Κύπρου προωθήθηκε με κοινές συνεδριάσεις επιτελών, ασκήσεις επί χάρτου και κοινές ασκήσεις στο πλαίσιο ΤΟΞΟΤΗΣ και ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ. Οι κοινές ασκήσεις δεν ήταν μόνον σημαντικές από στρατιωτική πλευρά, αλλά ήταν και ιδιαίτερα καταλυτικές στην εμπέδωση εμπιστοσύνης κυρίως στον Κυπριακό λαό, ότι η Ελλάδα ήταν εκεί. Ήταν αυτές οι ασκήσεις που χάραξαν βαθειά στη συνείδηση του κυπριακού λαού το δόγμα ΕΑΧ. Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να παραθέσω μερικά ιστορικά γεγονότα.
Την 9η Οκτωβρίου 1994, στα πλαίσια της ΤΑΜΣ «Νικηφόρος 1994», για πρώτη φορά στην ιστορία, η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία με τέσσερα Α-7 Κορσέρ και δύο F-16 και επικεφαλής τον Επισμηναγό Ηλία Βενέτη παρέχει εικονικά πυρά εγγύς αεροπορικής υποστήριξης σε ασκούμενες στο έδαφος μονάδες της Εθνικής Φρουράς. Στο θαλάσσιο χώρο της Άσκησης, μετέχει και η φρεγάτα ΑΔΡΙΑΣ του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Σημειώνω ότι αυτή η επιχείρηση ήταν υψηλού κινδύνου γιατί δε γνωρίζαμε ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις. Το τολμήσαμε.
Την 10η Οκτωβρίου 1994, τρία F-16 υπερίπτανται της παρελάσεως των ασκηθέντων τμημάτων της Ε.Φ. στη Λάρνακα, όπου μετέχει και άγημα της φρεγάτας «ΑΔΡΙΑΣ». Ο ενθουσιασμός των Κυπρίων κορυφώνεται.
Στις 25-27 Σεπτεμβρίου 1995, τρία F-16 και τρία Α-7 Κορσέρ με πραγματικά πυρά μετέχουν καθημερινά στην άσκηση «Τοξότης-Νικηφόρος ’95». Στην άσκηση συμμετέχουν επίσης η φρεγάτα ΥΔΡΑ, το αντιτορπιλικό ΝΕΑΡΧΟΣ και το υποβρύχιο ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ. Στην παρέλαση, στη Λάρνακα, υπερίπτανται τέσσερα F-16 και συμμετέχουν αγήματα των σκαφών του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Για πρώτη φορά στην ιστορία Πρόεδρος της Κύπρου, ο Γλ. Κληρίδης, επιθεωρεί στο αεροδρόμιο Πάφου τα ελληνικά F-16.
Στις 7-9 Οκτωβρίου 1996, η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία συμμετέχει καθημερινά στην ΤΑΜΣ Νικηφόρος ’96 με τέσσερα F-16 και δύο Α-7. Για πρώτη φορά, ένα C-130 πραγματοποιεί ρίψη 25 αλεξιπτωτιστών. Στη θαλάσσια άσκηση μετέχουν το αντιτορπιλικό ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ, η φρεγάτα ΑΙΓΑΙΟΝ, το υποβρύχιο ΠΟΣΕΙΔΩΝ και δύο πυραυλάκατοι. Στην παρέλαση στη Λάρνακα, μαζί με την Ε.Φ., μετέχει η ΕΛ.ΔΥ.Κ., τα αγήματα των σκαφών του Π.Ν. και οι αλεξιπτωτιστές.
Μετά τη δική μου θητεία στο Υπουργείο, οι ασκήσεις συνεχίσθηκαν μέχρι το 2000. Τον Οκτώβριο 2000 ήταν η τελευταία φορά που διεξήχθη η άσκηση «Τοξότης». Έκτοτε δεν εμφανίστηκαν στην Κύπρο αεροναυτικές ελληνικές δυνάμεις.
Στις 29-9-2008, ο Υπουργός Άμυνας της Κύπρου Κώστας Παπακώστας ενταφιάζει το ΕΑΧ και δηλώνει ότι «Στην ουσία το Δόγμα του ΕΑΧ ήταν ένα προεκλογικό πυροτέχνημα που δεν είχε πρακτική εφαρμογή, και όταν γίνονταν τέτοιες ασκήσεις, γίνονταν παράλληλα και ασκήσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στα κατεχόμενα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κλίμα εχθρότητας και κίνδυνος σύγκρουσης και τίποτε περισσότερο». Ο κ. Παπακώστας οφείλει να κατανοήσει ότι οι άνδρες που πήραν μέρος στις επικίνδυνες αποστολές του ΕΑΧ δεν έπαιζαν με πυροτεχνήματα, έπαιζαν με τη ζωή τους, για την ασφάλεια όλων μας, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου.
Πράγματι, όταν τον Δεκέμβριο του 1998, μετά από σύσκεψη με τον Πρωθυπουργό Κ. Σημίτη, ο Πρόεδρος της Κύπρου δέχεται να μην αποσταλούν στην Κύπρο οι S-300. το δόγμα του ΕΑΧ στην ουσία ακυρώνεται. Και κάτι χειρότερο: δεχθήκαμε ότι η επιλογή του αμυντικού μας εξοπλισμού τελεί υπό την αρνησικυρία της Τουρκίας.
Ας είμαστε ειλικρινείς: το ΕΑΧ δεν ισχύει γιατί οι πυλώνες της Εθνικής Στρατηγικής που ανέφερα πιο πάνω εγκαταλειφθήκαν σταδιακά μετά το 1996. Και ερωτώ: τώρα που επιστρέψαμε στο παλιό δόγμα ότι «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», είμαστε ασφαλέστεροι; Πιστεύουμε ότι η Κύπρος, χωρίς τον ΕΑΧ, εξασφαλίζει καλύτερη αποτρεπτική δύναμη; Πιστεύουμε ότι η Άμυνα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος μπορεί να εξασφαλισθεί χωρίς ενιαίο αμυντικό σχεδιασμό; Πιστεύουμε ότι οι απειλές στη Θράκη και το Αιγαίο είναι διαφορετικές από εκείνες της Κύπρου και συνεπώς μπορούν να αντιμετωπισθούν με διακριτούς χειρισμούς σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο; Ή μήπως πιστεύουμε ότι αποτρεπτική δύναμη δεν χρειάζεται γιατί δεν υπάρχει πλέον απειλή; Ή ακόμη μήπως πιστεύουμε, μαζί με τον κ. Παπακώστα, ότι, αναπτύσσοντας αποτρεπτική δύναμη, δημιουργούμε κλίμα εχθρότητας και κίνδυνο σύγκρουσης; Και κάτι τελευταίο: Αν, λέω αν, χρειασθεί κάποτε να αποτρέψουμε νέα εισβολή, θα προστρέξουμε στη βοήθεια ποιων; Είναι ερωτήματα στα οποία αυτοί που επιχαίρουν για την ουσιαστική κατάλυση του ΕΑΧ, οφείλουν να απαντήσουν.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ S300. ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ, 1993-2003, ΤΟΥ ΓΛΑΥΚΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ
Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις στην Κύπρο ενισχύονταν συνεχώς ενώ, ταυτόχρονα, εκτοξεύονταν απειλές με προειδοποιήσεις, όσον αφορά τρόπους αντίδρασης της Τουρκίας, σε περίπτωση ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατόπιν τούτου, συζήτησα το θέμα της ασφάλειας της Κύπρου με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1993, επανήλθε στην εξουσία. Με τον Ανδρέα Παπανδρέου συναποφασίσαμε το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, στα πλαίσια του οποίου συζητήσαμε, σε γενικές γραμμές, τα ακόλουθα:
Αποστολή ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο.
Κάλυψη της Κύπρου από την ελληνική πολεμική αεροπορία και το ελληνικό πολεμικό ναυτικό.
Επίσης, επαναλήφθηκε η θέση ότι οποιαδήποτε επεκτατική ενέργεια της Τουρκίας στην Κύπρο θα εθεωρείτο αιτία πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ενός πολέμου, ο οποίος θα μπορούσε να καταλήξει σε συγκρούσεις σε ένα μέτωπο από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο.
Αποφασίσθηκε, ακόμη, ότι η ετοιμασία σχεδίων για τα προαναφερθέντα θα αναλαμβανόταν από τα αρμόδια υπουργεία και τις στρατιωτικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου. Φυσικά, εδώ, δεν πρόκειται να αποκαλύψω τα σχέδια αυτά, απλώς θα αναφερθώ σε κάποια που είναι ήδη γνωστά:
Για την αεροπορική κάλυψη της Κύπρου έπρεπε να εγκατασταθούν πύραυλοι με βεληνεκές πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των πυραύλων που ήδη είχαμε.
Κατασκευή αεροδρομίου με καταφύγια ανεφοδιασμού, παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποιούσε το ΝΑΤΟ για ανεφοδιασμό των ελληνικών πολεμικών αεροπλάνων.
Δημιουργία ενός λιμανιού με αντιαεροπορική κάλυψη, για ανεφοδιασμό του ελληνικού πολεμικού ναυτικού.
Για τις χερσαίες δυνάμεις, ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα, πυροβόλα μεγαλύτερου βεληνεκούς και με κινητούς πυραύλους εδάφους-αέρος.
Ενίσχυση και μετατροπή της ΕΛΔΥΚ σε τεθωρακισμένη μηχανοκίνητη μονάδα.
Όταν αποφασίσθηκε η δημιουργία αντιαεροπορικής πυραυλικής ομπρέλας, ζητήσαμε από την Ελλάδα την αποστολή στην Κύπρο ειδικών για σχετική μελέτη και συζήτηση πριν από τη λήψη της απόφασης για το σύστημα που θα έπρεπε να αγορασθεί. Η Ελλάδα μας έστειλε δύο αξιωματικούς, ειδικούς σε πυραυλικά συστήματα, οι οποίοι, μετά από εμπεριστατωμένη μελέτη όλων των παραγόντων, κατέληξαν στην απόφαση να αγορασθεί το ρωσικό πυραυλικό σύστημα S300.
Όταν έγινε γνωστή η συμφωνία για την αγορά των S300, διάφορες ξένες κυβερνήσεις εξέφρασαν την αντίθεσή τους και υποστήριξαν ότι η Τουρκία θα αντιδρούσε δυναμικά αν οι πύραυλοι έφθαναν στην Κύπρο. Απαντώντας σ’ αυτό το επιχείρημα επεξήγησα στους εκπροσώπους αυτών των κυβερνήσεων τους λόγους που με είχαν υποχρεώσει να καταλήξω σ’ εκείνη την απόφαση. Οι κυριότεροι λόγοι ήταν οι εξής:
α) Τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα παραβίαζαν καθημερινά τον εναέριο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο παρελθόν είχαν βομβαρδίσει την Κύπρο.
β) Η Κύπρος δεν διέθετε πολεμικά αεροπλάνα για να ανακόψουν την τουρκική αεροπορία, γεγονός που καθιστούσε αναγκαία την παρουσία των πυραύλων στην Κύπρο για αμυντικούς σκοπούς.
γ) Οι πύραυλοι S300 ήταν εδάφους-αέρος και, επομένως, δεν κινδύνευαν απ’ αυτούς οι Τουρκοκύπριοι.
δ) Τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα συνεχώς αυξάνονταν και εφοδιάζονταν με νέα σύγχρονα όπλα.
ε) Λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας οι συνομιλίες για επίλυση του κυπριακού δεν απέδιδαν και, έτσι, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος νέας σύρραξης και προέλασης των τουρκικών στρατευμάτων. Κατά συνέπεια, είχα υποχρέωση να λάβω όλα τα απαραίτητα μέτρα για αντιμετώπιση τέτοιας πιθανότητας, οι δε πύραυλοι θα αποτελούσαν ουσιαστικό συμπλήρωμα για την άμυνά μας.
Αρκετοί συνομιλητές μου συμφωνούσαν με τα πιο πάνω επιχειρήματα μου ή, τουλάχιστον, έδειχναν ότι συμφωνούσαν, στο τέλος, όμως, επέμεναν στις θέσεις τους.
Απειλείται η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Οι διάφοροι ξένοι μεσολαβητές που ενεργούσαν για να αποτραπεί η εγκατάσταση των S300 στην Κύπρο, πρόβαλλαν και το επιχείρημα ότι η εγκατάστασή τους θα συνιστούσε παραβίαση του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας το οποίο καλούσε τις δυο πλευρές να σταματήσουν να εξοπλίζονται. Η απάντησή μου ήταν ότι υπήρχαν και ψηφίσματα τα οποία καλούσαν την Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο και να σεβασθεί την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αν η Τουρκία, με την παρουσία των στρατευμάτων της στην Κύπρο, δεν παραβίαζε αυτά τα ψηφίσματα, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα είχε ανάγκη τους S300.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο η Τουρκία αντέδρασε έντονα τόσο για την εγκατάσταση των πυραύλων S300 όσο και για τη δημιουργία της αεροπορικής βάσης στην Πάφο (με καταφύγια νατοϊκών προδιαγραφών για τον ανεφοδιασμό των ελληνικών πολεμικών αεροπλάνων), ήταν ότι οι δύο αυτοί παράγοντες θα της αφαιρούσαν την απόλυτη υπεροχή που μέχρι τότε είχε όσον αφορά τον έλεγχο του εναέριου χώρου της Ανατολικής Μεσογείου, μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας, σε περίπτωση εχθροπραξιών Ελλάδας – Τουρκίας. Σε περίπτωση δράσης της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας κατά της Κύπρου, το ισχυρό όπλο των S300 θα της προκαλούσε σοβαρές απώλειες.
Οι πιο πάνω λόγοι, σε συσχετισμό με τη συνεχή στρατιωτική ενίσχυση των δυνάμεων του Αττίλα στην Κύπρο, οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία, εκείνη την εποχή, σίγουρα δεν είχε αγαθούς σκοπούς απέναντι στην Κύπρο.
Μεταξύ των επίσημων επισκεπτών που ήλθαν στην Κύπρο για να αποτρέψουν την έλευση των S300 ήταν και η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Μαντλίν Ώλμπραϊτ, την οποία συνόδευε ο εκπρόσωπος του υπουργείου της Τόμας Μίλλερ, που αργότερα διορίστηκε πρέσβης στην Αθήνα. Με την κ. Ώλμπραϊτ είχαμε μια σε βάθος συζήτηση για όλες τις πτυχές του κυπριακού και, στο τέλος, για τους πυραύλους. Η θέση της ήταν ότι οι πύραυλοι δεν έπρεπε να έλθουν στην Κύπρο και ότι η αμερικανική κυβέρνηση μπορούσε να βοηθήσει με άλλους τρόπους. Της ανέφερα ότι ήμουν έτοιμος να ακυρώσω την παραγγελία των πυραύλων αν η κυβέρνησή της αναλάμβανε να παρέμβει προς την τουρκική κυβέρνηση για να τη δεσμεύσει να σταματήσει τις πτήσεις πολεμικών αεροπλάνων πάνω από την Κύπρο. Η κ. Ώλμπραϊτ ανέλαβε να επισκεφθεί την Τουρκία για να διερευνήσει το θέμα κα να με ενημερώσει.
Τελικά, δεν αναλήφθηκε οποιαδήποτε σχετική δέσμευση εκ μέρους της Τουρκίας και η κατάσταση παρέμεινε ως είχε. Βέβαια, μετά από αυτή την εξέλιξη και για κάποιο χρονικό διάστημα οι πιέσεις εναντίον μας χαλάρωσαν.
Οι πιέσεις για τους S300 εντάθηκαν και πάλι μετά την επιστροφή μου από τις ΗΠΑ, όπου είχα μεταβεί για να μιλήσω στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το Σεπτέμβριο του 1998. Οι πιέσει κορυφώθηκαν το Νοέμβριο του 1998 όταν η Τρόικα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αξιολογώντας το screening στα πλαίσια της διαδικασίας ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άφησε, με ασαφείς διατυπώσεις, ανοιχτό το ενδεχόμενο η διαδικασία να μην προχωρήσει με τους ίδιους ρυθμούς, η δε κατάληξη των διαπραγματεύσεων να μείνει μετέωρη.
Το Δεκέμβριο του 1998 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα σύσκεψη για το θέμα των πυραύλων. Τον ίδιο μήνα, ύστερα από πολλές προσπάθειες των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου, ξεκαθάρισε ότι η Κύπρος μπορούσε να προχωρήσει σε ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς προηγούμενη λύση του κυπριακού, νοουμένου ότι η δική μας πλευρά δεν θα έφερε την ευθύνη για τη μη επίτευξη λύσης.
Η σύσκεψη των Αθηνών για τους S300
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να επεκταθώ στο θέμα της σύσκεψης των Αθηνών για τους S300.
Λόγω των πιέσεων, από παντού, τόσο προς την Κύπρο όσο και προς την Ελλάδα για το θέμα των πυραύλων, οι δυο κυβερνήσεις καταλήξαμε από κοινού ότι έπρεπε να συναντηθούμε για να αποφασίσουμε για τους περαιτέρω χειρισμούς.
Πριν αναχωρήσω για την Αθήνα, συζήτησα κατ’ ιδίαν, με τους αρχηγούς των κυπριακών κομμάτων για να πληροφορηθώ τις τελικές σκέψεις και θέσεις τους. Εκτός από τους προβληματισμούς ενός αρχηγού κόμματος, οι υπόλοιποι τάσσονταν υπέρ της μεταφοράς των πυραύλων στην Κύπρο.
Μετέβηκα στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών κ. Ι. Κασουλίδη, τον υπουργό Άμυνας κ. Γ. Ομήρου, τον κυβερνητικό εκπρόσωπο κ. Χρ. Στυλιανίδη και τον υφυπουργό κ. Π. Κούρο. Η συνάντηση με τον Πρωθυπουργό θα πραγματοποιείτο στις 12 το μεσημέρι της 17ης Δεκεμβρίου 1998 στο Μέγαρο Μαξίμου και θα ακολουθούσε γεύμα εργασίας.
Γύρω στις 9 το πρωί είχα τηλεφώνημα από τον κ. Κούρο, ο οποίος μου ανέφερε ότι ήθελε να με δει επειγόντως ο κ. Ομήρου για να μου μεταφέρει μήνυμα από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας κ. Α. Τσοχατζόπουλο, με τον οποίο είχε συναντηθεί ενωρίτερα. Τους είπα να έλθουν στο δωμάτιο μου. Το μήνυμα που μου μετέφερε ο κ. Ομήρου ήταν ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος, στη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, θα υποστήριζε τη δική μας θέση, δηλαδή, οι πύραυλοι να μεταφερθούν στη Κύπρο.
Στη σύσκεψη, πέραν του Πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη, παρευρίσκονταν ο υπουργός Εξωτερικών κ. Θ. Πάγκαλος, ο υπουργός Άμυνας κ. Τσοχατζόπουλος, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών κ. Γ. Παπανδρέου και ο υφυπουργός Εξωτερικών αείμνηστος Γ. Κρανιδιώτης.
Ο Πρωθυπουργός έδωσε το λόγο σε μένα. Μίλησα για περίπου 30 λεπτά, επεξηγώντας τους λόγους για τους οποίους έπρεπε οι πύραυλοι να μεταφερθούν στην Κύπρο. Αρχικά αναφέρθηκα στους στρατιωτικούς λόγους. Τόνισα ότι χωρίς τους πυραύλους η αντιαεροπορική άμυνά μας θα ήταν διάτρητη και η γενικότερη αμυντική ικανότητά μας αποδυναμωμένη, παρά τις προσπάθειες που είχαμε καταβάλει για την ενίσχυσή της στο μέγιστο βαθμό. Πρόσθεσα ότι η μη μεταφορά των πυραύλων στην Κύπρο θα προκαλούσε απογοήτευση, κλονίζοντας το αναβαθμισμένο φρόνιμα του κυπριακού ελληνισμού. Τέλος, υπογράμμισα ότι θα χάναμε ένα ισχυρό χαρτί στις διαπραγματεύσεις μας για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά τις λεπτομερείς επεξηγήσεις μου, μίλησε ο κ. Σημίτης, που παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση ήταν αντίθετη στη μεταφορά τωνS300 στην Κύπρο.
Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο κ. Πάγκαλος, ο οποίος είπε ότι το υπουργείο του δεν είχε ενημερωθεί για την παραγγελία των πυραύλων και ότι πολλές φορές τόσο ο ίδιος όσο και διπλωμάτες του υπουργείου, σε συναντήσεις με ξένους διπλωμάτες, έμειναν εκτεθειμένοι. Τόνισε, ότι τα υπουργεία Άμυνας δεν έπρεπε να χειρίζονται τόσο μεγάλης σημασίας θέματα, τα οποία είχαν πολιτικές προεκτάσεις. Κατέληξε ότι οι πύραυλοι δεν έπρεπε να μεταφερθούν στην Κύπρο. Την ίδια θέση υποστήριξαν έντονα και οι Παπανδρέου και Κρανιδιώτης, επεξηγώντας, επιπρόσθετα, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στις επαφές τους με συναδέλφους τους στην Ευρώπη.
Όταν ο κ. Τσοχατζόπουλος πήρε το λόγο, είπε πως οι επιτελείς του υπουργείου του, σταθμίζοντας, σε ειδική σύσκεψη, όλους τους παράγοντες κατέληξαν στη θέση ότι οι πύραυλοι θα έπρεπε να μεταφερθούν στην Κρήτη, έτσι ώστε, σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία, εφόσον ήταν μεγάλου βεληνεκούς, να καλύπτουν τις πτήσεις των ελληνικών πολεμικών αεροπλάνων από την Κρήτη στην Κύπρο.
Μετά τις τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού και των συνεργατών του, πήρα ξανά το λόγο. Επανέλαβα, σε συντομία, τις θέσεις και τα επιχειρήματά μου και πρότεινα, σαν συμβιβαστική λύση, να μεταφερθούν οι πύραυλοι στην Κύπρο, να παραμείνουν στα κιβώτια και να τους χρησιμοποιήσουμε σαν διαπραγματευτικό χαρτί στις προσπάθειές μας για προώθηση των διαδικασιών επίλυσης του κυπριακού και για την πορεία ένταξής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτή η συμβιβαστική πρότασή μου συνάντησε την ίδια θέση του Πρωθυπουργού και των συνεργατών του, δηλαδή οι πύραυλοι να μεταφερθούν στην Κρήτη.
Όμως, ο κ. Σημίτης αντιλαμβανόμενος τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν λόγω της απόφασης που λήφθηκε, μου ανέφερε ότι ήταν έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη και να επιμερισθεί το πολιτικό κόστος της απόφασης.
Σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα, αφού ευχαρίστησα τον Πρωθυπουργό για την πρότασή του, ανέφερα ότι ήμουν έτοιμος ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας να αναλάβω την ευθύνη της μη μεταφοράς των πυραύλων στην Κύπρο, επειδή δεν ήθελα να διασαλευθούν οι άριστες σχέσεις, που με πολλή προσπάθεια και από τις δυο πλευρές, είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των κυβερνήσεων Κύπρου-Ελλάδας, αλλά και για να μην τραυματισθεί το κύρος της Ελλάδας στην Κύπρο. Μετά την τοποθέτησή μου αυτή ο κ. Σημίτης μου πρότεινε να κάνουμε από κοινού δήλωση. Του είπα ότι δεν έπρεπε να γίνει οποιαδήποτε δήλωση προτού επιστρέψω στην Κύπρο και ενημερώσω τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου.
Μετά την επιστροφή μου στην Κύπρο συγκάλεσα σύσκεψη του Εθνικού Συμβουλίου και ενημέρωσα τα μέλη του λεπτομερώς για τη συζήτηση στη σύσκεψη των Αθηνών και τις αποφάσεις που λήφθηκαν, καταλήγοντας ότι, τελικά, οι πύραυλοι θα μεταφέρονταν στην Κρήτη. Δεν θα αναφερθώ στις θέσεις που διατύπωσαν τα κόμματα γιατί αυτές είναι γνωστές και από δηλώσεις των αρχηγών και εκπροσώπων τους προς τα ΜΜΕ, κατά την αναχώρησή τους από το Προεδρικό Μέγαρο μετά τη σύσκεψη, αλλά και από δηλώσεις τους μετά την ενημέρωση των συλλογικών οργάνων τους.
Μετά τη σύσκεψη των μελών του Εθνικού Συμβουλίου, επικοινώνησα με τον Πρωθυπουργό και τον ενημέρωσα για τα γεγονότα καθώς και για την απόφασή μου να αναλάβω εξ ολοκλήρου την ευθύνη για τη μη μεταφορά των πυραύλων στην Κύπρο. Ο κ. Σημίτης με ευχαρίστησε και έδωσε εντολή να εκδοθεί ανακοίνωση που να υποστηρίζει τη θέση μου.
Επειδή στη σύσκεψη των Αθηνών είχε θιγεί και η οικονομική πτυχή του προβλήματος, δηλαδή το κόστος αγοράς των πυραύλων, ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι η Ελλάδα θα κάλυπτε αυτό το κόστος στέλλοντας στην Κύπρο άλλο πυραυλικό σύστημα, το οποίο είχε παραγγελθεί στη Ρωσία και αναμενόταν σύντομα η παραλαβή του. Εκείνο το πυραυλικό σύστημα, μικρότερου βεληνεκούς, μεταφέρθηκε αργότερα στην Κύπρο. Η αξία του υπερέβαινε κατά μερτικά εκατομμύρια λίρες το κόστος των πυραύλων S300.
Πριν από τη λήξη της θητείας μου στην Προεδρία της Δημοκρατίας, το κενό που είχε δημιουργηθεί από τη μη μεταφορά των πυραύλων S300 καλύφθηκε, σε μεγάλο βαθμό, με την αγορά και μεταφορά στην Κύπρο άλλων οπλικών συστημάτων και πυραύλων.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, κατά τη διάρκεια της Προεδρίας μου, και, κυρίως, μετά τη συνομολόγηση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας- Κύπρου, η προσφορά της Ελλάδας προς την Κύπρο, όσον αφορά την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητά ς μας σε έμψυχο και άψυχο υλικό ήταν σημαντική, πολύμορφη και πολυποίκιλη. Για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία της Κύπρου είδαμε να υπερίπτανται και να προσγειώνονται στο νησί μας, στο αεροδρόμιο της βάσης «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο, το οποίο κατασκευάστηκε με νατοϊκές προδιαγραφές, αεροπλάνα της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας. Για πρώτη φορά, επίσης, είδαμε να καταπλέουν φρεγάτες και υποβρύχια του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και να ελλιμενίζονται στα λιμάνια της Κύπρου και στη ναυτική βάση στο Ζύγι. Ακόμη. Η δύναμη της ΕΛΔΥΚ ενισχύθηκε. Ολόκληρη η δύναμη μετατράπηκε σε μηχανοκίνητη, με τεθωρακισμένα άρματα μεταφοράς προσωπικού, ενώ καλυπτόταν από πυραυλικά συστήματα για τις μετακινήσεις της.
Για όλη αυτή την πολύτιμη προσφορά, τόσο στον πολιτικό όσο και στο στρατιωτικό τομέα, η εκτίμηση και ευγνωμοσύνη μας προς την Ελλάδα και ολόκληρο τον ελληνικό λαό είναι απεριόριστη.
Από μερικούς χαρακτηρίζεται λανθασμένη η απόφαση για την αγορά των S300, με το επιχείρημα ότι θα μπορούσε να προκαλέσει κρίση. Παραβλέπουν το γεγονός ότι με τους χειρισμούς που έγιναν, ενόσω εκκρεμούσε η υπόθεση, για δυο χρόνια, δεν δημιουργήθηκε κρίση αλλά, απλώς, θόρυβος. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα κατασκευάσθηκε η αεροπορική βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο. Έτσι, καλύφθηκε το κενό που υπήρχε λόγω της αδυναμίας ανεφοδιασμού των ελληνικών πολεμικών αεροπλάνων. Επίσης, περιορίσθηκε ο απόλυτος έλεγχος του εναέριου χώρου της Ανατολικής Μεσογείου, τον οποίο ασκούσε η τουρκική πολεμική αεροπορία σε μια περίοδο κατά την οποία η Τουρκία εκτόξευε απειλές κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, η δε διαδικασία επίλυσης του κυπριακού είχε διακοπεί και κανείς δεν μπορούσε να αποκλείσει τον κίνδυνο δράσης των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Είμαι σίγουρος ότι αν σημειωνόταν τέτοια δράση, οι επικριτές της απόφασης για την αγορά των S300 θα ασκούσαν δριμύτατη κριτική εκτοξεύοντας την κατηγορία ότι δεν είχαν ληφθεί αρμοδίως και έγκαιρα τα κατάλληλα αποτρεπτικά μέτρα.
Πηγή: https://tzirkotis.wordpress.com