Η μεταμοντέρνα κατάσταση
Κείμενο: Ζαν – Φρανσουά Λυοτάρ
Μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο: Κωστής Παπαγιώργης*
Αντικείμενο αυτής της μελέτης είναι η κατάσταση της γνώσης στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες. Αποφασίσαμε να την αποκαλέσουμε «μεταμοντέρνα». Η λέξη χρησιμοποιείται στην αμερικανική ήπειρο από κοινωνιολόγους και κριτικούς. Χαρακτηρίζει την κατάσταση του πολιτισμού μετά από τους μετασχηματισμούς που διαμόρφωσαν τους κανόνες του παιχνιδιού στην επιστήμη, στη λογοτεχνία και στις τέχνες, μετά από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Εδώ θα τοποθετήσουμε αυτούς τους μετασχηματισμούς σε σχέση με την κρίση των αφηγήσεων.
Εξ υπαρχής η επιστήμη βρίσκεται σε σύγκρουση με τις αφηγήσεις. Σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια, η πλειονότητα των αφηγήσεων αποδείχνεται μυθική. Αλλά, στον βαθμό που δεν περιορίζεται στην δήλωση χρήσιμων κανονικοτήτων και αναζητεί το αληθές, οφείλει να νομιμοποιήσει τους κανόνες του παιχνιδιού της. Τότε διατυπώνει αναφορικά με την καταστατική της θέση έναν λόγο νομιμοποίησης, που έχει αποκληθεί φιλοσοφία. Όταν αυτός ο μεταλόγος καταφεύγει ρητά σε κάποιαν από τις μεγάλες αφηγήσεις, Όπως είναι η διαλεκτική του Πνεύματος, η ερμηνευτική του νοήματος, η χειραφέτηση του έλλογου ή εργαζόμενου υποκειμένου, η ανάπτυξη του πλούτου, αποφασίζουμε να αποκαλέσουμε «μοντέρνα» την επιστήμη που αναφέρεται σ’ αυτές για να νομιμοποιηθεί. Έτσι, για παράδειγμα, ο κανόνας της συναίνεσης ανάμεσα στον πομπό και στον παραλήπτη μιας απόφανσης με αξία αλήθειας θα θεωρηθεί αποδεχτός αν εγγράφεται στην προοπτική μιας πιθανής ομοφωνίας των έλλογων πνευμάτων: αυτή ήταν η αφήγηση του Διαφωτισμού, όπου ο ήρωας της γνώσης μοχθεί για έναν αγαθό ηθικοπολιτικό σκοπό, την παγκόσμια ειρήνη. Σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε ότι νομιμοποιώντας τη γνώση με μια μετααφήγηση συνεπαγόμενη μια φιλοσοφία της ιστορίας, καταλήγουμε να αναρωτιόμαστε για την εγκυρότητα των θεσμών που διέπουν τον κοινωνικό δεσμό: κι αυτές με τη σειρά τους ζητούν να νομιμοποιηθούν. Έτσι η δικαιοσύνη αναφέρεται στη μεγάλη αφήγηση, ισότιμα με την αλήθεια.
Απλοποιώντας υπερβολικά, μπορούμε να πούμε ότι θεωρούμε «μεταμοντέρνα» τη δυσπιστία απέναντι στις μετααφηγήσεις. Αναμφίβολα αυτή η δυσπιστία είναι επακόλουθο της προόδου των επιστημών αλλά αυτή η πρόοδος με τη σειρά της την προαπαιτεί. Στην αχρηστία της νομιμοποιητικής μετααφηγηματικής διάταξης αντιστοιχεί κυρίως η κρίση της μεταφυσικής φιλοσοφίας, και εκείνη του πανεπιστημιακού θεσμού που εξαρτιόταν από αυτή. Η αφηγηματική λειτουργία χάνει τους λειτουργούς της, τον μεγάλο ήρωα, τους μεγάλους κινδύνους, τους μεγάλους περίπλους και τον μέγα σκοπό. Διασπείρεται σε νέφη αφηγηματικών γλωσσικών στοιχείων, καθώς επίσης και στοιχείων δηλωτικών, επιτακτικών, περιγραφικών κτλ., το καθένα από τα οποία φέρει μαζί του sui generis πραγματολογικά σθένη. Ο καθένας μας ζει στα σταυροδρόμια πολλών από αυτά. Δεν σχηματίζουμε γλωσσικούς συνδυασμούς κατ’ ανάγκη σταθερούς, και οι ιδιότητες όσων σχηματίζουμε δεν είναι κατ’ ανάγκη μεταδόσιμες.
Έτσι η κοινωνία που έρχεται σχετίζεται όχι τόσο με τη νευτώνεια ανθρωπολογία (όπως ο στρουκτουραλισμός ή η θεωρία των συστημάτων) όσο με μιαν πραγματολογία των γλωσσικών μορίων. Υπάρχει πλειάδα διαφορετικών γλωσσικών παιχνιδιών, είναι η ετερογένεια των στοιχείων. Επιτρέπουν μόνο διαστρωματική θεσμοποίηση, και αυτή είναι αιτιοκρατία του τόπου.
Εξ υπαρχής η επιστήμη βρίσκεται σέ σύγκρουση με τις αφηγήσεις. Σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια, η πλειονότητα των αφηγήσεων αποδείχνεται μυθική. Αλλά, στον βαθμό που δεν περιορίζεται στην δήλωση χρήσιμων κανονικοτήτων και αναζητεί το αληθές, οφείλει να νομιμοποιήσει τους κανόνες του παιχνιδιού της
Εντούτοις όσοι παίρνουν τις αποφάσεις επιχειρούν να διευθύνουν αυτά τα νέφη κοινωνικότητας σε μήτρες input/output, ακολουθώντας μια λογική που συνεπάγεται τη συμμετρία των στοιχείων και τη δυνατότητα καθορισμού του όλου. Αυτοί προορίζουν τη ζωή μας στην αύξηση της δύναμης. Η νομιμοποίηση της αναφορικά με την κοινωνική δικαιοσύνη καθώς και με την επιστημονική αλήθεια θα ήταν η μεγιστοποίηση των επιτεύξεων του συστήματος, η αποδοτικότητα του. Η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου σε όλα τα παιχνίδια μας δεν αποφεύγει τον τρόμο, ευχάριστον ή σκληρό: εστέ [σ.σ. =να είστε] αποτελεσματικοί, δηλαδή συμμετρικοί, διαφορετικά εξαφανιστείτε.
Αυτή η λογική του πιο τελεσφόρου αναμφίβολα είναι ασταθής από πολλές πλευρές, κυρίως από την άποψη της αντίφασης μέσα στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο: θέλει λιγότερη εργασία (για να μειώσει το κόστος εργασίας) και συνάμα περισσότερη εργασία (για να ελαφρύνει το κοινωνικό φορτίο του άνεργου πληθυσμού). Αλλά στο έξης η δυσπιστία είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν προσδοκούμε από αυτές τις ασυνέπειες μια σωτήρια διέξοδο, όπως έκανε ο Marx.
Εντούτοις η μεταμοντέρνα κατάσταση είναι ξένη προς το αίσθημα της απογοήτευσης, όπως και στην τυφλή θετικότητα της απονομιμοποίησης. Άραγε πού μπορεί να έγκειται η νομιμότητα μετά από τις μετααφηγήσεις; Το κριτήριο της λειτουργικότητας είναι τεχνολογικό, δεν αρμόζει για να κρίνουμε το αληθές και το ορθό. Άραγε η συναίνεση μπορεί να επιτευχθεί με συζητήσεις, όπως πρεσβεύει ο Habermas; Αυτό βιάζει την ετερογένεια των γλωσσικών παιχνιδιών. Και η επινόηση γίνεται πάντα με διαφωνίες. Η μεταμοντέρνα γνώση δεν είναι μόνο το όργανο των εξουσιών. Εκλεπτύνει την ευαισθησία μας απέναντι στις διαφορές και ενισχύει την ικανότητα μας να υποφέρουμε το ασύμμετρο. Η ίδια δεν βρίσκει τον λόγο της ύπαρξης της στην ομοφωνία των εμπειρογνωμόνων, άλλα στην παραφωνία των επινοητών.
Η ανοιχτή ερώτηση είναι η ακόλουθη: άραγε μια νομιμοποίησή του κοινωνικού δεσμού, μια δίκαιη κοινωνία, είναι πραγματώσιμη σύμφωνα με ένα παράδοξο ανάλογο με εκείνο της επιστημονικής δραστηριότητας; Από τι θα απαρτιζόταν;
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα περιστασιακό γραπτό. Είναι μια έκθεση αναφορικά με τη γνώση μέσα στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες που προτάθηκε στο Συμβούλιο των Πανεπιστημίων που συγκλήθηκε από την κυβέρνηση του Κεμπέκ, κατόπιν αιτήσεως του προέδρου του. Ο τελευταίος επέτρεψε ευγενώς τη δημοσίευση της στη Γαλλία· τον ευχαριστούμε.
Ακόμα πρέπει να πούμε ότι ο συντάκτης της Έκθεσης είναι φιλόσοφος, όχι ειδικός. Ο τελευταίος ξέρει τι ξέρει και τι δεν ξέρει, ο άλλος όχι. Ο ένας συμπεραίνει, ο άλλος ερωτά, και αυτά είναι δύο γλωσσικά παιχνίδια. Εδώ έχουν αναμειχθεί έτσι, ώστε κανένα από τα δύο δεν ευοδώνεται.
Τουλάχιστον ο φιλόσοφος μπορεί να παρηγορηθεί λέγοντας ότι η τυπική και πραγματολογική ανάλυση ορισμένων φιλοσοφικών και ηθικοπολιτικών νομιμοποιητικών λόγων, που υποβαστάζουν την Έκθεση, θα δει το φως της δημοσιότητας μετά από αυτόν. Αυτός θα την εισαγάγει με ένα κάπως κοινωνιολογίζον πρίσμα, που την συντομεύει μεν άλλα την τοποθετεί.
Με τη μορφή που έχει, την αφιερώνουμε στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου των Παρισίων, στην πολύ μοντέρνα στιγμή όπου το πανεπιστήμιο διατρέχει τον κίνδυνο να εξαφανιστεί και το Ινστιτούτο να γεννηθεί.
*Εισαγωγή στο βιβλίο: Η μεταμοντέρνα κατάσταση, Ζαν – Φρανσουά Λυοτάρ, μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, 2008.