Τζορτζ Όργουελ
Observer, 15 Φεβρουαρίου 1948
Μεταφράζει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
Η λέξη «Κομμουνισμός», αντίθετα από τη λέξη «Φασισμός», ποτέ δεν έχει εκφυλιστεί σε έναν καταχρηστικό όρο χωρίς νόημα. Παρόλα αυτά, μια κάποια αμφισημία όντως συνδέεται με αυτήν, και σημαίνει τουλάχιστον δύο διαφορετικά πράγματα, συνδεόμενα μόνο με αδύναμο δεσμό: μια πολιτική θεωρία, και ένα πολιτικό κίνημα το οποίο δεν κάνει πράξη τη θεωρία με κάποιον ορατό τρόπο. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι πράξεις της Κομινφόρμ* μπορεί να φαίνονται πιο σημαντικές από τις προφητείες του Μαρξ, αλλά, όπως μας υπενθυμίζει ο κ. John Plamenatz στο πρόσφατο φυλλάδιό του**, το αρχικό όραμα του Κομμουνισμού δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί, αφού αποτελεί ακόμα τη γεννήτρια που τροφοδοτεί πίστη σε εκατομμύρια ακολούθους και έτσι τη δύναμη να δράσουν.
Αρχικά, «Κομμουνισμός» σήμαινε μία ελεύθερη και δίκαια κοινωνία βασισμένη στην αρχή «ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του». Ο Μαρξ έκανε δυνατό αυτό το όραμα, κάνοντάς το μέρος μιας φαινομενικά αναπόφευκτης ιστορικής διαδικασίας. Η κοινωνία υποτίθεται ότι θα σμικρυνόταν σε μια μικρή τάξη εχόντων και μια τεράστια τάξη στερημένων, και μια μέρα, σχεδόν αυτόματα, οι στερημένοι θα αναλάμβαναν την εξουσία. Μερικές μόνο δεκαετίες μετά τον θάνατο του Μαρξ ξέσπασε η Ρωσική Επανάσταση, και οι άνδρες που την καθοδηγούσαν αυτοανακηρύχθηκαν, και πίστευαν ότι είναι, οι πιο πιστοί μαθητές του Μαρξ. Αλλά η επιτυχία τους βασιζόταν στην πραγματικότητα στο να πετάξουν ένα σωρό από τα διδάγματα του δασκάλου τους στα σκουπίδια.
Ο Μαρξ προέβλεψε ότι η επανάσταση θα ξεκινούσε στις υψηλά βιομηχανοποιημένες χώρες. Τώρα είναι προφανές ότι αυτό ήταν λάθος, αλλά είχε δίκιο με αυτήν την έννοια, ότι το είδος της επανάστασης που προείδε δεν θα μπορούσε να συμβεί σε μια οπισθοδρομική χώρα όπως η Ρωσία, όπου οι βιομηχανικοί εργάτες ήταν μια μειονότητα. Ο Μαρξ είχε οραματιστεί ένα υπερβολικά ισχυρό προλεταριάτο που θα παραμέριζε μια μικρή ομάδα αντιπάλων, και τότε θα κυβερνούσε δημοκρατικά, μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα, στη Ρωσία, ήταν η αρπαγή της εξουσίας από ένα μικρό σώμα αταξικών επαγγελματιών επαναστατών, που αξίωναν ότι αντιπροσώπευαν τον κοινό λαό αλλά δεν ήταν εκλεγμένοι από αυτόν ούτε ήταν πραγματικά υπόλογοι σε αυτόν.
Για τον Λένιν αυτό ήταν αναπόφευκτο. Αυτός και η ομάδα του έπρεπε να μείνουν στην εξουσία, αφού μόνοι αυτοί ήταν οι πραγματικοί κληρονόμοι του Μαρξιστικού δόγματος, και ήταν φανερό ότι δεν θα μπορούσαν να μείνουν στην εξουσία δημοκρατικά. Η «δικτατορία του προλεταριάτου» έπρεπε να σημαίνει τη δικτατορία μιας χούφτας διανοούμενων, να κυβερνούν μέσω τρομοκρατίας. Η Επανάσταση είχε σωθεί, αλλά από τότε και στο εξής το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα εξελίχτηκε προς μια κατεύθυνση που ο Λένιν πολύ πιθανόν να αποδοκίμαζε αν είχε ζήσει περισσότερο.
Καρεκλωμένοι όπως ήταν, οι Ρώσοι Κομμουνιστές αναγκαστικά εξελίχτηκαν σε μόνιμη κάστα εξουσίας, ή σε ολιγαρχία, κληρωτοί όχι από τη γέννα αλλά από υιοθεσία. Εφόσον δεν μπορούσαν να ριψοκινδυνεύσουν την ανάπτυξη της αντιπολίτευσης δεν μπορούσαν να επιτρέψουν την γνήσια κριτική, και από τη στιγμή που κατασίγασαν την κριτική έκαναν συχνά αποφευκτά λάθη: τότε, επειδή δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι τα λάθη ήταν δικά τους έπρεπε να βρουν αποδιοπομπαίους τράγους, μερικές φορές σε τεράστια κλίμακα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η δικτατορία έγινε πιο ερμητική όσο το καθεστώς γινόταν πιο ασφαλές, και ότι η Ρωσία είναι πιθανόν πιο μακριά από τον ισότιμο Σοσιαλισμό σήμερα από ό,τι ήταν 30 χρόνια πριν. Όμως, όπως σωστά μας προειδοποιεί ο κ. Plamenatz, δεν πρέπει ούτε για μια στιγμή να φανταστούμε ότι η αρχική ζέση έχει ξεθωριάσει. Οι Κομμουνιστές μπορεί να έχουν διαστρεβλώσει τους στόχους τους, αλλά δεν έχουν χάσει τη γοητεία τους. Η πίστη ότι αυτοί και μόνο αυτοί είναι οι σωτήρες της ανθρωπότητας είναι όσο ανενδοίαστη όσο ποτέ. Τα χρόνια 1935-39 και 1941-44 ήταν εύκολο να πιστεύει κανείς ότι η ΕΣΣΔ είχε εγκαταλείψει την ιδέα της παγκόσμιας επανάστασης, αλλά τώρα είναι ξεκάθαρο ότι δεν ήταν έτσι. Η ιδέα δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ: έχει απλά παραλλαχθεί, με την «επανάσταση» να τείνει όλο και περισσότερο να σημαίνει «κατάκτηση».
Αναπόφευκτα, σίγουρα, σε τόσο μικρό βιβλίο, ο κ. Plamenatz περιορίζει τον εαυτό του σε μία όψη του θέματός του, και λέει πολύ λίγα για τον ρόλο και τον χαρακτήρα των κομμουνιστικών κομμάτων έξω από την ΕΣΣΔ. Επίσης μετά βίας αγγίζει το ζήτημα του αν το Ρωσικό καθεστώς θα μετατραπεί, αν μπορεί καν, σε πιο φιλελεύθερο από μόνο του. Αυτό το τελευταίο ερώτημα είναι πολύ σημαντικό, αλλά χωρίς να έχουμε προηγούμενο μπορούμε μόνο να μαντέψουμε την απάντηση.
Εν τω μεταξύ, έχουμε μπροστά μας ένα παγκόσμιο πολιτικό κίνημα που απειλεί την ίδια την ύπαρξη του Δυτικού πολιτισμού, και που δεν έχει χάσει ίχνος από την ορμητικότητά του επειδή έχει κατά έναν τρόπο διαφθαρεί. Ο κ. Plamenatz φτάνει στο ζοφερό συμπέρασμα ότι αν και η ΕΣΣΔ δεν θα επισπεύσει αναγκαστικά επιθετικό πόλεμο με τη Δύση, οι κυβερνήτες της θεωρούν έναν αγώνα μέχρι θανάτου απαραίτητο, και ποτέ δεν θα φτάσουν σε πραγματική συμφωνία με εκείνους που θεωρούν φυσικούς εχθρούς τους. Προφανώς, όπως λέει ο Πλοίαρχος Stephen King-Hall στην Εισαγωγή του, αν θέλουμε να πολεμήσουμε τον κομμουνισμό πρέπει πρώτα να τον κατανοήσουμε. Αλλά πέρα από την κατανόησή του υπάρχει η πιο δύσκολη προσπάθεια να γίνουμε κατανοητοί, και –ένα πρόβλημα που λίγοι φαίνεται να έχουν σκεφτεί σοβαρά- να βρούμε έναν τρόπο να γνωστοποιήσουμε τη γνώμη μας στον Ρωσικό λαό.
* Συντονιστικό Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων
** Αναφέρεται στο βιβλίο του 1947, «What is Communism?» του John Petrov Plamenatz (1912-1975)
Τζορτζ Όργουελ – Ο Μαρξ και η Ρωσία