8 Αυγούστου 2022 at 15:52

Ο Καρκαβίτσας και το ηθογραφικό διήγημα

από

Ο Καρκαβίτσας και το ηθογραφικό διήγημα

Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης

Α. To ηθογραφικό διήγημα

 Στα τέλη του 19ου αιώνα, έχει ήδη διαμορφωθεί η ιδεολογία της «εθνικής ψυχής». Η ιδέα αυτή είχε συνδυαστεί με την άποψη περί «ενότητας» του ελληνισμού από την πρώϊμη ιστορική περίοδο ως την εποχή εκείνη. Ακόμη, η άποψη αυτή είχε εκφάνσεις και μέσω της επιστήμης και της λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα, στο ιδεολογικό αυτό κλίμα κυριαρχούν τρεις μορφές. Αναλυτικά, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος ως προς την ιστορία, ο Ν.Γ. Πολίτης ως προς την λαογραφία και ο Παλαμάς στα «πεδία» της ποίησης και της κριτικής.

 Με βάση τα προαναφερθέντα, εξάγεται το εύλογο συμπέρασμα ότι το περιοδικό «Εστία» δικαίως προκήρυξε λογοτεχνικό διαγωνισμό, το 1883. Στον διαγωνισμό αυτό, βραβεύεται το έργο «Χρυσούλα» του Γεωργίου Δροσίνη, ως «»χαριέστατον αγροτικόν ειδύλλιον»[1].

 Από την εποχή εκείνη, ξεκίνησε η άνθηση του ηθογραφικού διηγήματος. Το ηθογραφικό διήγημα έχει δύο βασικές κατευθύνσεις. Αναλυτικά, η πρώτη είναι ότι ωραιοποιεί την ζωή στην ύπαιθρο, εν αντιθέσει με το άστυ, στο οποίο ο κεντρικός χαρακτήρας ενός διηγήματος «ασφυκτιά». Χαρακτηριστικό- και μοναδικό- δείγμα αποτελεί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. [2]. Ωστόσο, η περισσότερο διαδεδομένη κατεύθυνση του ηθογραφικού διηγήματος, αποτελεί η δεύτερη, η οποία παρουσιάζει την σκληρή όψη της καθημερινότητας. Επίσης, «πηγές» των συγγραφέων αποτελούν οι γενικευμένες συμπεριφορές των ανθρώπων της επαρχίας, λαϊκοί θρύλοι και έθιμα[3].

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1866-1922)
Ανδρέας Καρκαβίτσας (1866-1922)

 Ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό των πεζογράφων αποτελεί η γλώσσα. Στα κείμενα υπάρχει μία γλώσσα «δύο επιπέδων». Σαφέστερα, οι δύο βασικοί εκπρόσωποι του ηθογραφικού διηγήματος, Γεώργιος Βιζυηνός και Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη ενώ, στα σημεία όπου μιλούν οι ήρωες, χρησιμοποιήθηκε η δημοτική, εμποτισμένη με πλήθος ιδιωματισμών.

Β. Ανδρέας Καρκαβίτσας

 Ο βασικότερος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος είναι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Γεννήθηκε το 1866 στα Λεχαινά της Ηλείας και πέθανε στην Αθήνα το 1922. Έχοντας σπουδάσει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε ως ιατρός του Ναυτικού και, εν συνεχεία, ως στρατιωτικός ιατρός. Επίσης, υπήρξε μία πολυσχιδή προσωπικότητα, με σημαντική προσφορά στην κοινωνία. Σαφέστερα, τον Αύγουστο του 1909 έλαβε μέρος στο Κίνημα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στο Γουδί και, λίγα χρόνια αργότερα υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες του «Εκπαιδευτικού Ομίλου».

 Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Καρκαβίτσας εναντιώθηκε στην κυβέρνηση Βενιζέλου, η οποία σχηματίστηκε το Σεπτέμβριο του 1916 και, για το λόγο αυτό, υπέστη διώξεις. Συγκεκριμένα, εξορίστηκε αρχικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Όμως, εξαιτίας έντονων αντιδράσεων από τους συγχωριανούς του, βρέθηκε στην Λέσβο. Η έλευση του 1917 τον βρήκε άρρωστο, στο σανατόριο της Πεντέλης. Κλείνοντας, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την φυματίωση και, πέθανε το 1922 στο Μαρούσι.

Ιωσηφίνα Δήμα-Τσίλλερ (1885 - 1965), Τραμπάλα. Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη. Εθνική Πινακοθήκη
Ιωσηφίνα Δήμα-Τσίλλερ (1885 – 1965), Τραμπάλα. Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη. Εθνική Πινακοθήκη

Β1. Τα έργα του

 Ο Καρκαβίτσας άφησε πλούσιο έργο σε διηγήματα και μυθιστορήματα. Ασκώντας το λειτούργημα του ιατρού σε ναυτικούς και ένστολους, απέκτησε την ευκαιρία να πλησιάσει και να συναναστραφεί βασανισμένα από την ζωή πρόσωπα, τα οποία έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα διηγήματά του.

 Αρχικά, σε νεαρή ηλικία, ο Καρκαβίτσας εμφανίστηκε με μία σειρά διηγημάτων, τα οποία ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα. Τα διηγήματα αυτά συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο, υπό τον τίτλο «Διηγήματα», το 1892. Όμως, η δημοσίευση του «Ταξιδιού» από τον Γιάννη Ψυχάρη (1888), τον μετέτρεψε σε θιασώτη της δημοτικής γλώσσας, την οποία κατάφερε να την χρησιμοποιήσει ως λογοτεχνικό όργανο[4].

 Από τα διηγήματά του, περίοπτη θέση κατέχουν οι συλλογές «Λόγια της πλώρης», η οποία εκδόθηκε το 1899 και οι «Παλιές αγάπες», έργο του 1900. Και τα δύο έργα ανήκουν στον τομέα της ηθογραφικής πεζογραφίας. Και στις δύο συλλογές, τα διηγήματα δεν χαρακτηρίζονται από την νοσταλγία, όπως στον Παπαδιαμάντη, αλλά από έναν τόνο ρεαλιστικό, που φτάνει ως προς την σκληρότητα.

 Η πεζογραφική του δύναμη υπερβαίνει τα όρια του μυθιστορήματος και τον ωθεί στο να γράψει μυθιστορήματα. Το πρώτο- χρονολογικά- μυθιστόρημά του εκδόθηκε το 1890, με τίτλο «Η Λυγερή». Το έργο, το οποίο εκτυλίσσεται στον κάμπο της Ηλείας, αποτελεί ένα σχεδίασμα χαρακτήρων της επαρχίας, με «αίσιο τέλος», παρά την «πικρή γεύση» που υπάρχει στα περισσότερα μέρη του έργου[5].

 Το καλύτερο έργο του αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, το μυθιστόρημα «Ο Ζητιάνος», το οποίο γράφτηκε το 1896. Κεντρικό πρόσωπο αποτελεί ένας ζητιάνος από ένα χωριό της ορεινής Ναυπακτίας, με το όνομα «Τζιριτζόκωστας». Πηγαίνει σε ένα θεσσαλικό χωριό, το οποίο πρόσφατα είχε απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό και, γίνεται πλούσιος και θριαμβεύει. Αυτό οφείλεται στο ότι ενέπαιξε τους χωρικούς, εκμεταλλευόμενος την αμορφωσιά και την άγνοια των κατοίκων[6]. Ο «Ζητιάνος» αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, την κορύφωση της συγγραφικής δραστηριότητας του Καρκαβίτσα.

 Ακόμη, το μυθιστόρημα αυτό είναι μία αναπαράσταση, αφενός της ανθρώπινης ποταπότητας και αφετέρου της αθλιότητας, η οποία υπήρχε στην ελληνική επαρχία. Συγχρόνως, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, το οποίο προβαίνει σε έναν αυστηρό έλεγχο της εποχής του, επειδή καταγγέλλεται η αμάθεια και η γενικότερη καθυστέρηση της ελληνικής υπαίθρου[7]. Βέβαια, η χρονολογία του είναι το 1896, δηλαδή μία χρονιά πριν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο οποίος κατέληξε σε συντριβή της Ελλάδας.

 Κλείνοντας, το «κύκνειο άσμα» του Καρκαβίτσα υπήρξε το μυθιστόρημα «Ο Αρχαιολόγος», το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1904. Όμως, το έργο αυτό δεν αντιμετωπίστηκε ευμενώς στην εποχή του. Ακριβέστερα, ο Καρακαβίτσας, με τον «Αρχαιολόγο» επιχείρησε να πλήξει την άγονη αρχαιολατρεία και προγονοπληξία της Ελλάδος, αλλά η κατάληξη της προσπάθειάς του δεν ήταν η επιθυμητή.

Γ. Ύφος και γλώσσα Καρκαβίτσα.

 Το ύφος είναι το θετικότερο στοιχείο στην πεζογραφία του Καρκαβίτσα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα ύφος αρκετά καλλιεργημένο, το οποίο οφείλεται στην γλωσσική επιμέλεια, την οποία επιδεικνύει ο Καρκαβίτσας στα διηγήματά του.

 Η γλώσσα του Καρκαβίτσα είναι μία αξιοπρόσεκτη περίπτωση και, όπως είναι φυσικό, αξίζει να μελετηθεί. Πιο αναλυτικά, τα επίθετά του χρωματίζονται και τα σύνθετα θεωρούνται πλήρως εξεζητημένα. Ακόμη, παρατηρείται κατάχρηση της γλώσσας, η οποία επικρατούσε στην δημοτική ποίηση. Επίσης, στα πεζογραφήματά του, οι περιγραφές είναι αρκετά παραστατικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, στο έργο «Ζητιάνος», η περιγραφή της φωτιάς, η οποία κατέστρεψε το κονάκι του μπέη.

 Προβαίνοντας σε μία αποτίμηση για την γλώσσα, την οποία χρησιμοποιεί ο Καρκαβίτσας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στην σημερινή εποχή, αποτελεί ένα ιλαρό θέαμα και, κατά συνέπεια, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ελάττωμα». Στον αντίποδα, στην εποχή του, θεωρήθηκε ως απόλυτα φυσικό φαινόμενο στην εποχή του. Ο λόγος ήταν ότι, κατά την εποχή εκείνη, είχαν καλλιεργηθεί τα έντεχνα στοιχεία του πεζού λόγου.

 Τέλος, ο Καρκαβίτσας, μολονότι ωραιοποιεί την ζωή στην φύση, γνωρίζει με βεβαιότητα ότι η ζωή αυτή, μία μέρα θα εξαφανιστεί οριστικά, μαζί με το σύνολο των θρύλων, τις παραδόσεις και τις προλήψεις των λαϊκών[8]. Αυτή την παράδοση προσπαθεί να διασώσει μέσω των πολλών διηγημάτων του, αλλά και στο αριστούργημά του, δηλαδή στο μυθιστόρημα «Ο Ζητιάνος». Η συμμετοχή του αυτή ωθείται σε μία πίστη προς την παράδοση, η οποία αγγίζει το υπερφυσικό.

korinthos
Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837 – 1907). Η διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου. Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη. Κουμαντάρειος Πινακοθήκη Σπάρτης

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή

Κόκκορη, Δ. (2015) Σημειώσεις για την νεοελληνική λογοτεχνία ως φιλολογικό- διδακτικό υλικό, Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζυγός

Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ήλιος

Παναγιωτόπουλου, Ι.Μ. (1955) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Αθήνα: Πυρσός

Παπακώστα, Ι. (1982) Το περιοδικό «Εστία» και το διήγημα, Αθήνα: Οδυσσέας

Πολίτη, Λ. (1983) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ

Beaton, R. (1995) Εισαγωγή στην νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα: Νεφέλη

Vitti, M. (1991) Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Αθήνα: Κέδρος 

 

 

[1]) Βλ και Beaton, R. (1995) Εισαγωγή στην νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα: Νεφέλη και Παπακώστα, Ι. (1982) Το περιοδικό «Εστία» και το διήγημα, Αθήνα: Οδυσσέας

[2]) Βλ και Κόκκορη, Δ. (2015) Σημειώσεις για την νεοελληνική λογοτεχνία ως φιλολογικό- διδακτικό υλικό, Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζυγός, σελ. 71

[3]) Βλ και Vitti, M. (1991) Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Αθήνα: Κέδρος

[4]) Βλ και λήμμα σύνταξης «Καρκαβίτσας, Ανδρέας» στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ήλιος, τ. 15 (1976), σελ. 80.

[5]) Βλ και Πολίτη, Λ. (1983) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ, σελ. 207.

[6]) Βλ και λήμμα σύνταξης «Καρκαβίτσας, Ανδρέας» στην εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, τ. 16 (1996), σελ. 134.

[7]) Βλ και Vitti, M. (1980) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας, σελ. 268.

[8]) Βλ και Παναγιωτόπουλου, Ι.Μ. (1955) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Αθήνα: Πυρσός, σελ. 91.

(Εμφανιστηκε 412 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.