«Τι θα ειπή σκλαβιά.»
Σήμερα, που γιορτάζουμε 200 χρόνια Ελευθερίας, θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας το υπέροχο κείμενο του Παύλου Νιρβάνα «Τι θα ειπή σκλαβιά», για όλα αυτά τα αγριοπούλια που πληρώνουν το τίμημα του ωραίου κελαηδήματος με ισόβια αιχμαλωσία σε κλουβιά:
— Φλώρια, καρδερίνες, φλώριαααα!
— Πόσο τις δίνεις, βρε παιδί, τις καρδερίνες;
— Εξήντα γρόσια, μπάρμπα. Εξήντα γρόσια, και μ’
εγγύηση. Πάρε, αφέντη, να σ’ εξυπνά το πρωϊ.
— Δεν κάνει πενήντα γρόσια;
— Αν θέλης να πάρης τη βραχνιασμένη…
— Βραχνιασμένη, ξεβραχνιασμένη δεν με πειράζει. Δώσε μου μία.
Ο μεσόκοπος άνθρωπος έβγαλε το κομπόδεμα από το ζωνάρι του, έδωκε πενήντα γρόσια στο παιδί και επήρε στα χέρια του την καρδερίνα.
Την εκράτησε λιγάκι ελαφρά στα δάκτυλά του, την εχάϊδευσε πονετικά και την εκοίταξε καλά καλά, φέρνοντας το ανήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στα μάτια του, ωσάν να ήθελε να της ειπή μυστικά κάποιο γλυκό λόγο.
Ύστερα, τινάζοντάς την ελεύθερη επάνω στην παλάμη του, την άφησε να πετάξη, κάμνοντας τάχα πως του είχε ξεφύγει από τα χέρια του:
— Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο! το είδες εκεί!
Από μέσα του όμως εφαινόταν καταχαρούμενος ο παράξενος εκείνος άνθρωπος. Θα ημπορούσε να ορκισθή κανείς, πως αυτό, που έγινε, δεν ήτο καθόλου τυχαίο. Ο ξένος, χωρίς άλλο, είχε αγοράσει το πουλί, για να του χαρίση την ελευθερία του. Αν προσπαθούσε να κρύψη το σκοπό του, το έκαμνε ίσως από ευγένεια. Και θα ημπορούσε να ορκισθή κανείς ακόμη, πως έτσι ήτο το πράγμα, αν τον έβλεπε με τι λαχτάρα ακολουθούσε το φτερούγισμα της καρδερίνας στον ελεύθερο αέρα.
Ένα φτερούγισμα τρελλό με μουδιασμένα φτερά, που την έφερε στο κατάρτι ενός καϊκιού, σαστισμένη ακόμη από την εξαφνική χαρά της.
— Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο, πώς μου εξέφυγε!
Από μέσα του όμως έλεγε χωρίς άλλο ο γεροντάκος:
— Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, και μη σε μέλη.
Δυό μορτάκια, που έκαμναν το βαρκάρη εκεί δίπλα, επήδησαν αμέσως μέσα στο καΐκι.
— Να το, να το, επάνω στο πανί ακούμπησε, είπε το ένα.
— Πέτα το σακκάκι σου, να το ρίξης κάτω. Δεν βλέπεις, πως είναι μουδιασμένο; απήντησε το άλλο.
Ο ελευθερωτής δεν ημπόρεσε να κρυφθή πια. Όρμησεν άγριος στην άκρη του μώλου και εφώναξε, κουνώντας το μπαστούνι κατά το καΐκι:
— Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας είναι το πουλί; Εγώ το αγόρασα, εγώ ηθέλησα και το άφησα. Ορίστε μας! Κάτω γρήγορα γιατί θα σας σπάσω τα παγίδια σας.
Και μόνον όταν είδε το πουλί να τινάζη τις φτερουγίτσες του και να σχίζη χαρούμενο τον αέρα, μονάχα τότε επήρε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
— Μα βέβαια, μέσα στην ελευθερία εγεννήθηκαν· που να ηξεύρουν τι θα ειπή σκλαβιά!
Από το «Αναγνωστικόν Δ’ Δημοτικού» 1959
Χρήστος Βλάχος
Πηγή: https://www.facebook.com/BirdlifeGreece