Κωστής Παπαγιώργης: «Μόνο οι άνθρωποι σε κάνουν να χαίρεσαι.»
Αποσπάσματα κειμένων του Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014).
«Μόνο οι άνθρωποι σε κάνουν να χαίρεσαι. Μονάχα με ανθρώπους μπορείς να γλεντήσεις, να βγάλεις το μέσα έξω, να πετάξεις, αν χρειαστεί, την άχρηστη προσωπίδα που σε πνίγει και δε σε αφήνει ν’ ανασάνεις.
Επί δέκα χρόνια έζησα αυτό το παράξενο καθεστώς — τη μέρα Χούσερλ, Σπινόζα και Χέγκελ· τη νύχτα ταβέρνα, μεθοκόπημα και σκυλάδικα. Όποιος δεν ξέρει το δρομολόγιο δε μπορεί να καταλάβει. Επίσης, δε μπορεί να υποψιαστεί το εσωτερικό ξεχαρβάλωμα, όταν αυτά που ζεις δεν έχουν καμιά σχέση με αυτά που σε δίδαξαν τα δόλια τα διαβάσματα.
Όλο το δανεικό μυαλό που είχα αγοράσει στο εξωτερικό έπρεπε τώρα να περάσει από δοκιμασία, ν’ αλλάξει φύση και, στην ανάγκη, να πεταχτεί στα σκουπίδια. Άνθρωπος που δεν ξεσκαρτάρει τον εαυτό του πώς να δει Θεού πρόσωπο;
[…]
Με το ουίσκι ξεπέρασα και τη χρόνια αναπηρία μου. Απροσδόκητα, τις ώρες της μέθης δεν είχα καμιά δυσκολία με τα σύμφωνα και τους ρόζους του |κ| και του |π|. Μπορούσα να μιλάω απρόσκοπτα, ροϊκά, με ευφράδεια, κι όχι μόνο ελληνιστί, παρά και γαλλιστί και σ’ όλες τις γλώσσες των αγγέλων.
Με μια μπουκάλα ουίσκι ανέβαινα στο ύψος μου. Το καταλάβαινα ότι με το οινόπνευμα λύνονταν όλοι οι κόμποι στο διάφραγμα και ελευθερωνόμουνα, όπως φυλακισμένος που βρίσκει το δεσμωτήριο αφύλακτο.
[…]
Τώρα πια που είμαι ξενέρωτος και δεν πίνω, καταλαβαίνω ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν μπορεί κάτι να σε βοηθήσει αν δεν έχει έρθει η ώρα σου. Σε αυτό πιστεύω πολύ. Αν χρωστάω κάτι στο αλκοόλ — στο ουίσκι για την ακρίβεια—, είναι ότι μου έμαθε τον βαθύτερο εαυτό μου και παρότι είναι παραμυθιάρικο, με ανάγκασε να στραφώ προς την αληθινή πλευρά των πραγμάτων. Με τα διαβάσματα είχα πλάσει ένα παρά φύσιν εγώ — σαν παράνομη οικοδομή, η οποία γκρεμίστηκε τούβλο – τούβλο.
Αυτή η παραβολή του Ευαγγελίου με τα ύδατα που σαλεύουν και όποιος πέσει μέσα πρώτος θεραπεύεται, ταιριάζει στην περίπτωσή μου. Πράγματι χρειάστηκε όλη αυτή η δεκαετία για να σαλεύσουν τα ύδατα. Μόλις πήρα εξιτήριο από το νοσοκομείο, όλα μου ήταν εύκολα. Ενώ πρωτύτερα βρισκόμουνα σε μια κατάσταση οιονεί αφασίας και υποψιασμένης βλακείας, κατόπιν ένιωσα έτοιμος. Όλα τα θέματα ήταν μπροστά μου.
Αυτό που με συναρπάζει είναι η κατάσταση του διαλυμένου Εγώ, του ανθρώπου που βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία — σαν τον λαγό μπροστά στο φίδι — και αρχίζει να παίρνει ανάποδες, όπως λέμε.
[…]
Στο Ίμερος και κλινοπάλη, για παράδειγμα, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το θέμα όσο η προσπάθεια του ανθρώπου να εκφραστεί ανορθόδοξα για ένα λίαν ορθόδοξο θέμα. Είναι ψυχοσωτήριο να δένεσαι κόμπος για να γράψεις, κάνει καλό από κάθε πλευρά.
Το Εγώ άλλωστε, παρότι αξιομίσητο κατά Πασκάλ, δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη φιλαυτία του. Ό,τι είναι δικό του το αγαπάει — ακόμα και τα σκατά του. Δεν είδα ποτέ άνθρωπο που να έχει ξεμπερδέψει με το Εγώ του. Άρα κι όταν έγραψα για τη μισανθρωπία, πάλι με το Εγώ και τις ασθένειές του ασχολήθηκα. Γενικά η ζωή περνάει σαν μια ισόβια κρίση εγωισμού.
Από έφηβος ήμουν θύμα των συγκινήσεων· μόνο μια μεγάλη συγκίνηση μπορεί να με κάνει άνω-κάτω και να με μεταμορφώσει σε γραφιά. Μιλώντας άλλωστε για το μεθύσι δεν έγραψα τα όσα έζησα. Ούτε ταβέρνες υπάρχουν πουθενά ούτε μπαρ και σκυλάδικα. Μόνο βιβλία αναφέρω. Μάλιστα τότε κατάλαβα την αξία των βιβλίων. Ενώ από μόνα τους με νέκρωναν, μόλις βρήκα το νήμα από την ίδια τη ζωή, με βοήθησαν να μην βυθιστώ στην αμεσότητα. Ενώ κατείχα τα μέσα, μου έλειπε ο σκοπός και το θέμα.
[…]
Πώς γίνεται κάποιος συγγραφέας; Δεν πηγαίνει βέβαια σε σχολή, όπως οι γιατροί, οι λογιστές, οι ζωγράφοι έστω. Μπορεί κάποιος να σπουδάσει για να γίνει φιλόλογος ή καθηγητής, αλλά ο γραφιάς είναι άλλο πράγμα. Ωσότου εμφανισθεί δεν λείπει από κανέναν, κανείς δεν τον ψάχνει, λείπει μόνο από τον εαυτό του. Γι’ αυτό οι περισσότεροι συγγραφείς θυμούνται με κάποια θλίψη τα χρόνια της βουβής μαθητείας, της προετοιμασίας και της δοκιμασίας. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μια μικρή μεταμόρφωση, με ιδιωτικό σκάνδαλο…
Για να μη χαθούμε σε αισθητικές θεωρίες, ας πάρουμε ένα γνωστό παράδειγμα: τον τρόπο που παράγεται το μαργαριτάρι. Ο ομώνυμος πολύτιμος λίθος είναι προϊόν ενός μαλακίου το οποίο έχει ως όστρακο ένα υλικό από μάργαρο. Όταν ένα ξένο σώμα διεισδύσει στον μανδύα, τότε τα επιθηλιακά του κύτταρα εκκρίνουν ομόκεντρα στρώματα μαργάρου περικαλύπτοντας τον ανεπιθύμητο επισκέπτη.
Νομίζω ότι ο μέσα ψυχισμός του ανθρώπου αντιδρά με τον ίδιο τρόπο. Κάθε απειλή την περικαλύπτει με τα φτηνά ή τα ακριβά του υλικά. Το βιβλίο είναι ένα στρώμα μαργάρου γύρω από το εκάστοτε τραύμα. Αλλά υπάρχει και συνέχεια τερπνή. Οι Κινέζοι σκέφτηκαν να βάζουν μικροσκοπικούς βούδες στον μανδύα των μαλακίων και να τους μετατρέπουν έτσι σε πολύτιμους λίθους. Το τέχνασμα αποδίδει, με τη διαφορά ότι αυτό το μαργαριτάρι — επειδή παράγεται τεχνητά — είναι δευτέρας ποιότητος…
Από προσωπική πείρα μπορώ να σου πω ότι οι συγγραφείς που πάσχουν, που δεν καλλιεργούν την υγιεινή άποψη για τη ζωή, προσφέρουν μεγαλύτερες συγκινήσεις. Η ζωή έχει ένα νοσηρό υπόστρωμα κι από κει πηγάζουν τα πιο εντυπωσιακά βιβλία. Πέραν τούτου, ο καθείς και τα όπλα του…
[…]
Μπορώ να περιγράψω έναν άνθρωπο σε δύσκολη θέση, πιασμένον στο δόκανο της άρνησης. Αντίθετα ο νικητής, ο ευτυχής, ο χαρούμενος δε μου λέει τίποτα. Η ευτυχία όπως θα ξέρεις από πείρα, δεν έχει βαθύτητα. Βαθύτητα δεν έχει και η γεύση του νερού, γι’ αυτό είναι τόσο απαραίτητο. Κατά βάθος πρόκειται για το πρόβλημα του κακού και τον μέγιστο ρόλο που κρατά στη ζωή μας. Όλες οι ιστορίες που λατρεύουμε περιγράφουν οδύνες και βάσανα. Καμιά τους δεν έχει ως θέμα την ευτυχία. Την ευτυχία, όταν τη ζεις, δεν την περιγράφεις. Γι’ αυτό προτίμησα να γράψω για τον ζηλότυπο ερωτευμένο, παρά για τον δον Ζουάν. Όπως θα έχεις παρατηρήσει, όλες οι ερωτικές ιστορίες στη λογοτεχνία γράφονται από τη μεριά των χαμένων.
Αυτό που θεώρησα πάντα οικείο μου χώρο είναι ότι το εγώ φέρεται πάντα σαν ασθενής. Ένας κακότροπος ασθενής που σιχαίνεται τους γιατρούς, τα φάρμακα, το κρεβάτι που κοιμάται, τους επισκέπτες, τα άνθη που του προσφέρουν, ακόμα και το νερό που πίνει. Δεν πίστεψα ποτέ στην ακέραια προσωπικότητα, στα ειλικρινή αισθήματα, στους ντόμπρους χαρακτήρες. Κάθε συμπεριφορά είναι για μένα θέατρο που πρέπει να ανακαλύψω τους κρυφούς του μηχανισμούς.
Ισοβίως ασχολήθηκα με τα ψεύδη και τις δολιότητες της συνείδησης. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. Η συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα. Παντού παρατηρούμε παρελκυστικές κινήσεις, ανεπαίσθητους μαγνητισμούς, ψυχικά μασκαρέματα.
«Oι επιθυμίες μοιάζουν μολοσσοί δεμένοι με κλωστή»
Το κακό είναι η πολύτιμη μαγιά της κοινωνικής ζωής. Με το καλό, ψωμί δε φουρνίζεται. Φυσικά δεν μιλάω για τον φόνο — δεν είμαι εγκληματίας… Το μόνο που με συναρπάζει είναι η άρνηση στις άπειρες μεταμορφώσεις της. Το παιδί, όπως λέει ο Πλάτων, δεν μπορεί να διαλέξει. Του λες θες αυτό ή εκείνο, και φυσικότατα καταργεί τη διάζευξη για να πάρει και τα δύο. Η ανθρώπινη επιθυμία είναι ανήθικη. Γι’ αυτό κάθε ηθική θεωρία, το πρώτο — και το τελευταίο — που κάνει είναι να παιδαγωγήσει τις επιθυμίες.
Για έναν γραφιά όμως που δεν ενδιαφέρεται μόνο για το δέον (τι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι) αλλά και για το είναι (τι κάνουν οι άνθρωποι), ανοίγεται μέγας αγρός αν προσηλωθεί στο είναι. Σε όλα τα γλυκά όνειρα του ατόμου διαπράττονται εγκλήματα. Έμπρακτα, πλασματικά, κατά φαντασίαν κάθε άτομο θα πρέπει να υπερισχύσει για να συναντήσει τον εαυτό του. Δεν γνώρισα ποτέ κανέναν άνθρωπο που να είναι «αποτυχημένος», «στερημένος», «ανήμπορος» και παραταύτα συνετός και ευτυχής. Παντού η προσωπική ικανοποίηση συνοδεύεται από δύναμη — πραγματική ή πλασματική. Ακόμα και ο ζήτουλας πρέπει να είναι καπετάν-ένας για να νιώθει καλά.»
Πηγή: https://taenoikwkaiendimw.blogspot.com/2018/04/blog-post_19.html