Ο Βοκάκιος γράφει για τον «Μαύρο Θάνατο» της Φλωρεντίας (1348)
«Αν η θλίψη γειτονεύει με την ευθυμία, οι συμφορές σκορπούν σαν έρχεται η χαρά.»
Ο Τζιοβάνι Μποκκάτσιο (1313 – 1375), γνωστός με το εξελληνισμένο Ιωάννης Βοκάκιος, ήταν Ιταλός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος από τους μαθητές του φημισμένου Πετράρχη. Στον πρόλογο του «Δεκαήμερου», μια συλλογή διηγημάτων που γράφτηκε το 1350-1353, ο Βοκάκιος γράφει για την πανούκλα που θέριζε τις ιταλικές πόλεις. Μόνο στη Φλωρεντία πέθαναν πάνω από εκατό χιλιάδες οι άνθρωποι: «Και καθώς όλοι οι τάφοι ήταν γεμάτοι, έσκαβαν, στα νεκροταφεία που συνέχονταν με τις εκκλησίες, λάκκους πολύ βαθιούς, κι εκεί μέσα βόλευαν, εκατοστές εκατοστές, τους νεοφερμένους. Όπως μέσα στο αμπάρι ενός καραβιού στοιβάζουν στρώσεις στρώσεις τα εμπορεύματα, έτσι σκέπαζαν κι αυτά τα πτώματα με μια φτυαριά χώμα κάθε στρώση, όσο το κατάφερναν, όπως όπως, από ψηλά.» Ελάχιστες περιοχές της Ευρώπης έμειναν άθικτες από την πανδημία της πανώλης. Στη Γαλλία η περιοχή της Ακουιτανίας έμεινε σχεδόν ανέπαφη ενώ περιοχές της Μοραβίας και της Πολωνίας γλίτωσαν κυρίως λόγω της μη ύπαρξης μεγάλων και πυκνοκατοικημένων πόλεων στα πρότυπα της δυτικής Ευρώπης. Πάντως η αρρώστια δεν εξαφανίζεται εντελώς αφού όπως δείχνουν τα δυτικά χρονικά ακολούθησαν νέα κρούσματα. 1347-1352, 1360-1363, 1374-1375, 1382-1383, 1389-1390, 1400, 1412-1420, 1426-1427, 1438-1439, 1450-1452, 1464, 1472 με τελευταία μεγάλη έξαρση στα 1494. Το «Δεκαήμερο» ξετυλίγεται στους λόφους του Φιέζολε, λίγο πιο έξω από τη Φλωρεντία, το σωτήριο έτος 1348. Δέκα νέοι, εφτά κορίτσια και τρία αγόρια, έχουν καταφύγει εκεί πάνω για να γλιτώσουν από την πανούκλα που μαστίζει την πόλη.
Δ.Τ.
Κείμενο: Βοκάκιος
Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Είχε φτάσει κιόλας το σωτήριο έτος 1348 της καρποφόρας ενσάρκωσης του Υιού του Θεού, όταν, στη Φλωρεντία, ωραιότερη ανάμεσα στις περιφημότερες πόλεις της Ιταλίας, χίμηξε άγρια η θανατερή επιδημία. Η πανούκλα, είτε στάθηκε έργο της αστρικής επιρροής, είτε αποτέλεσμα των παρανομιών μας, οπότε ο Θεός, μέσα στον δίκαιο θυμό Του, την ξαπόλυσε πάνω στους ανθρώπους για να τιμωρήσει τα κρίματά μας, πάντως είχε εκδηλωθεί, μερικά χρόνια πρωτύτερα, στις χώρες της Ανατολής και είχε γίνει αιτία να χαθούν αμέτρητες ανθρώπινες ζωές. Ύστερα, ασταμάτητα, πλησιάζοντας ολοένα, είχε απλωθεί, για την κακή μας τύχη, προς τη Δύση. Κάθε προφύλαξη αποδείχτηκε ατελέσφορη. Άδικα οι δημοτικοί υπάλληλοι καθάρισαν την πόλη από τις στοιβαγμένες ακαθαρσίες. Άδικα απαγόρεψαν την είσοδο κάθε αρρώστου στην πόλη και πολλαπλασίασαν τις διατάξεις περί υγιεινής. Άδικα προσφύγανε —και όχι μια και δυο φορές, χίλιες φορές— στις παρακλήσεις και τις προσευχές που συνηθίζονται στις λιτανείες, καθώς και στις άλλες, που ο κάθε πιστός αναπέμπει στο Θεό. Κανένα αποτέλεσμα. Από τις ανοιξιάτικες κιόλας μέρες της χρονιάς που προανέφερα, η φριχτή θεομηνία άρχισε ξαφνικά τις φοβερές καταστροφές της.
Εδώ, όμως, δεν ήταν όπως στην Ανατολή, όπου η αιμορραγία της μύτης ήταν σίγουρο σημάδι αναπόφευκτου θανάτου. Σ’ εμάς, στην αρχή της επιδημίας, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες, φανερώνονταν κάτι οιδήματα στους βουβώνες ή στη μασχάλη: άλλα γίνονταν μεγάλα σαν ένα συνηθισμένο μήλο, άλλα σαν αυγό, άλλα λίγο μεγαλύτερα ή λίγο μικρότερα. Ο κοσμάκης τα ‘λεγε «βουβώνες». Ύστερα, από τα δυο μέρη όπου είχαν εμφανιστεί στην αρχή, οι βουβώνες δεν άργησαν, για να σπείρουν το θάνατο, να βγαίνουν σε οποιοδήποτε μέρος του κορμιού. Έπειτα, τα συμπτώματα της αρρώστιας εξελίχθηκαν σε βούλες μαύρες ή ωχρές, που σε πολλούς εμφανίζονταν στα μπράτσα, στα μεριά και σε διάφορα άλλα σημεία, άλλοτε μεγάλες και αραιές, άλλοτε πυκνές και μικρές. Όπως ο βουβώνας ήταν στην αρχή —κι εξακολουθούσε να ‘ναι— ένδειξη βέβαιου θανάτου, το ίδιο ήταν και για όσους είχαν αυτές τις βούλες. Όσο για τη θεραπεία της αρρώστιας, δεν υπήρχε αποτελεσματικό φάρμακο για να γίνει καλά ο άρρωστος ή για να ξαλαφρώσει κάπως. Ο χαρακτήρας της αρρώστιας να ‘ταν τέτοιος; Να ‘φταιγαν οι γιατροί; Ξέχωρα από τους διπλωματούχους γιατρούς, ξεφύτρωναν σε απίστευτα μεγάλο αριθμό ένα σωρό άντρες και γυναίκες, που έκαναν το γιατρό δίχως να ‘χουν καθόλου ιατρικές γνώσεις. Να ‘ταν η αμάθεια τους ανίκανη να ανακαλύψει τη ρίζα του κακού και να βρει το κατάλληλο φάρμακο; Πάντως, οι θεραπείες ήταν σπάνιες, και μέσα σε τρεις μέρες από τότε που εμφανίζονταν τα συμπτώματα, γρηγορότερα ή αργότερα, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά γενικά δίχως πυρετό και δίχως άλλη φανερή ενόχληση, πέθαιναν όλοι σχεδόν όσοι προσβάλλονταν.
Η επιδημία επιδεινώθηκε από το γεγονός πως οι άρρωστοι, από την καθημερινή επαφή τους με τους υγιείς, τους μόλυναν κι αυτούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φωτιά, που θρέφεται από όσες ξερές ή λιπαρές ύλες βρίσκονται εκεί κοντά. Αυτό που είχε συμβάλει στη διάδοση της συμφοράς, δεν ήταν μονάχα πως ο συγχρωτισμός και η συνομιλία με τους αρρώστους τη μετέδιδαν στους υγιείς, προκαλώντας το θάνατο τους, αλλά και το ότι η επαφή με τα ρούχα ή με ό,τι είχαν αγγίξει οι πανουκλιασμένοι, φαινόταν να μεταδίδει την αρρώστια. Ακούστε τώρα το θαύμα που θα σας διηγηθώ. Κι αν δεν το ‘χα δει, όπως και πολλοί άλλοι, με τα ίδια μου τα μάτια, δύσκολα θα τολμούσα να το πιστέψω, κι ακόμα περισσότερο να το γράψω, έστω κι αν το ‘χα ακούσει από αξιόπιστα πρόσωπα. Η αρρώστια μεταδιδόταν από τον έναν στον άλλο με τόση ένταση και φυσικότητα, που όχι μονάχα η μόλυνση είχε διάφορες παραλλαγές από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά εμφανιζόταν κι ένα φαινόμενο περισσότερο εκπληκτικό, που διαπιστώθηκε μάλιστα πολλές φορές. Αν ένα αντικείμενο, που ανήκε σ’ έναν άρρωστο ή σ’ ένα θύμα της πανούκλας, τύχαινε να το αγγίξει ένα πλάσμα δίχως καμιά σχέση με το ανθρώπινο είδος, αυτό το πλάσμα όχι μονάχα προσβαλλόταν, αλλά και πέθαινε σύντομα. Ορίστε, ανάμεσα σε άλλα, τι είδαν τα μάτια μου —σας το ‘χω πει πιο πάνω— μια μέρα. Είχαν πετάξει στον δημόσιο δρόμο τα κουρέλια κάποιου δύστυχου που είχε πεθάνει από την επιδημία. Δυο χοίροι έπεσαν πάνω τους —το ‘χουν συνήθειο αυτά τα ζώα— τα ποδοπάτησαν, τα ‘πιασαν με τα δόντια τους, έτριψαν πάνω τα μουσούδια τους. Σχεδόν αμέσως, θαρρείς και δηλητηριάστηκαν, κι οι δυο τους φανερώνουν σημάδια ζαλάδας και πέφτουν νεκροί πάνω στα κουρέλια που είχαν τραβολογήσει για το χαμό τους.
Αυτά τα επεισόδια, και πολλά άλλα του ίδιου χαρακτήρα, αν όχι και χειρότερα, γέννησαν σε όσους ήταν ακόμα ζωντανοί, κάθε λογής φανταστικούς πανικούς. Και όλοι οι πανικοί κατέληγαν στο ίδιο αξιοθρήνητο αποτέλεσμα: να φεύγει ο κόσμος μακριά από τους αρρώστους και το περιβάλλον τους. Στη σκέψη όλων, αυτό ήταν το μόνο μέσον για να σωθούν.
Μερικοί φαντάζονταν πως μια ζωή λιτή και αποχής από κάθε περιττό επιβαλλόταν για την καταπολέμηση μιας τόσο φοβερής, επιδημίας. Σχημάτιζαν λοιπόν μια παρέα και ζούσαν μακριά απ’ όλους τους άλλους. Συγκεντρωμένοι και κλεισμένοι μέσα σε σπίτια όπου δεν υπήρχαν άρρωστοι κι όπου η ζωή περνούσε ευχάριστα, έτρωγαν με μέτρο ελαφρά φαγητά κι έπιναν εξαίσια κρασιά, απέφευγαν κάθε ευκαιρία κραιπάλης και ακολασίας, δεν άφηναν κανέναν να τους μεταδώσει νέα απ’ έξω σχετικά με την αρρώστια ή με θανάτους, και αρκούνταν να περνούν την ώρα τους με μουσική ή με όποια άλλη διασκέδαση μπορούσαν.
Άλλοι περνούσαν διαφορετική ζωή: να παραδίνονται αχαλίνωτα στο πιοτό και στις ηδονές, να τριγυρνούν στην πόλη γλεντώντας και με το τραγούδι στα χείλια, να ικανοποιούν όσο περισσότερο μπορούν τα πάθη τους, να γελούν και να παίρνουν στο αστείο τα πιο θλιβερά γεγονότα — αυτό ήταν, κατά τη γνώμη τους, το πιο σίγουρο φάρμακο γι’ αυτή τη φριχτή αρρώστια. Για να περάσουν από μια τέτοια θεωρία στην πράξη, πήγαιναν μέρα νύχτα από ταβέρνα σε ταβέρνα, πίνοντας δίχως ντροπή και μέτρο. Μα ήταν πολύ χειρότερα στις ιδιωτικές κατοικίες, φτάνει να ‘βρισκαν αφορμή για γλέντι. ‘Αλλωστε, τίποτα δεν ήταν ευκολότερο. Έχαναν κάθε ελπίδα πως θα ζήσουν, κι άφηναν στο έλεος της τύχης και τα αγαθά τους και τον εαυτό τους. Τα περισσότερα σπίτια κατάντησαν «μπάτε, σκύλοι, αλέστε», ξένοι είχαν εγκατασταθεί σαν αφεντικά, και εννοείται πως, κοντά στη σκαιότητα της διαγωγής τους, απέφευγαν πάση θυσία και τους πάνουκλιασμένους. Αλίμονο! Μες στη μεγάλη θλίψη και τη συμφορά όπου βούλιαζε η πόλη μας, το κύρος και η επιβολή των θεϊκών και των ανθρώπινων νόμων είχε ολότελα θρυμματιστεί και καταρρεύσει. Οι θεματοφύλακες και οι λειτουργοί του νόμου, ή άρρωστοι ήταν ή είχαν πεθάνει ή είχαν τόσο μεγάλη έλλειψη από βοηθούς, που τους ήταν αδύνατον να ενεργήσουν. Ο καθένας λοιπόν ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει.
Κοντά σ’ αυτούς που έβαζαν σε πράξη τις δυο μεθόδους ζωής που προανέφερα, πολλοί υιοθετούσαν έναν μέσο όρο. Φροντίζοντας λιγότερο από τους πρώτους να περιορίσουν το φαγητό τους, δεν παραδίνονταν ωστόσο στην κατάχρηση του πιοτού και στην κραιπάλη των δεύτερων. Δίχως τίποτα να στερούνται, έβαζαν κανονισμό στις επιθυμίες τους. Αντί να κλείνονται στα σπίτια τους, κυκλοφορούσαν στα περίχωρα, κρατώντας στα χέρια τους είτε λουλούδια είτε αρωματικά βοτάνια είτε διάφορα μπαχαρικά. Τα ‘φερναν συχνά στα ρουθούνια τους κι έκριναν καλό να προφυλάγουν τον εγκέφαλο τους ρουφώντας τις μυρωδιές, επειδή η ατμόσφαιρα ήταν μολυσμένη από τη δυσωδία των πτωμάτων, των αρρώστων και των γιατρικών. Μερικοί εκδήλωναν περισσότερη απονιά, αλλά ίσως περισσότερη σύνεση. Έλεγαν πως η ασφαλέστερη εγγύηση κατά της μόλυνσης ήταν η φυγή. Έχοντας αυτή την πεποίθηση, δε φρόντιζαν παρά μονάχα για τον εαυτό τους, και πολλοί άντρες και γυναίκες παρατούσαν την πόλη, τους συγγενείς τους, την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, κι έφευγαν για τις γειτονικές επαρχίες ή, τουλάχιστον, για τα περίχωρα της Φλωρεντίας. Να πίστευαν άραγε πως η οργή του θεού, οπλισμένη με τούτη τη μάστιγα, δε θα τους ανακάλυπτε όπου κι αν πήγαιναν, για να χτυπήσει τις παρανομίες των ανθρώπων; Και πως, μια κι ο Θεός είχε ξαπολύσει την οργή Του, θα περιοριζόταν να τιμωρήσει μονάχα όσους είχαν μείνει πίσω από τα τείχη της Φλωρεντίας; Μπορεί όμως και να φαντάζονταν πως κανένας δε θ’ απόμενε και πως η τελευταία τους ώρα είχε φτάσει.
Αν δεν πέθαιναν αναγκαστικά επειδή είχαν κανονίσει τη ζωή τους σύμφωνα με τη μια ή την άλλη μέθοδο, ωστόσο δε γλίτωναν όλοι από τη μοίρα τους. Όποια κι αν ήταν η θεωρία τους, πολλούς χτυπούσε το κακό, όπου κι αν βρίσκονταν. Πριν αρρωστήσουν, οι ίδιοι είχαν δώσει το παράδειγμα σ’ αυτούς που ήταν ακόμα υγιείς. Τώρα, λοιπόν, κείτονταν κι αυτοί εδώ κι εκεί, εγκαταλειμμένοι, περιμένοντας το θάνατο. Είναι άραγε ανάγκη να προσθέσω πως οι πολίτες απέφευγαν ο ένας τον άλλο και πως κανένας δε νοιαζόταν για το γείτονα του; Επισκέψεις ανάμεσα σε συγγενείς, αν υποθέσουμε πως γίνονταν, ήταν σπάνιες και σε αραιά διαστήματα. Η συμφορά είχε τόσο πολύ κατατρομάξει άντρες και γυναίκες, που ο αδερφός παρατούσε τον αδερφό, ο θείος τον ανιψιό, η αδερφή τον αδερφό, συχνά, μάλιστα, η γυναίκα τον άντρα της. Ορίστε ακόμα κάτι φοβερό και σχεδόν απίστευτο: οι πατέρες και οι μητέρες, σαν να μην ήταν πια δικά τους τα ίδια τους τα παιδιά, απέφευγαν να πηγαίνουν να τα δουν και να τα βοηθήσουν. Οι άρρωστοι κι από τα δυο φύλα —και ήταν αμέτρητοι— δεν έβρισκαν άλλο αποκούμπι από τη στοργή των φίλων (αλλά πόσο λίγοι είχαν αυτή την ευτυχία!) ή από την απληστία κάποιου υπηρέτη. Οι πελώριες αμοιβές τραβούσαν άντρες και γυναίκες, που μίσθωναν τις υπηρεσίες τους. Ήταν άνθρωποι με άξεστους τρόπους και οι περισσότεροι δεν ήξεραν τη δουλειά τους. Οι υπηρεσίες τους περιορίζονταν στο να δίνουν στους αρρώστους ό,τι ζητούσαν ή να τους παραστέκονται στην ώρα του θανάτου. Να προσθέσω κι ότι, για να προσποριστούν αυτό το κέρδος, έβρισκαν συχνά και οι ίδιοι το θάνατο.
Καθώς οι γειτόνοι, οι συγγενείς και οι φίλοι εγκατέλειπαν τους αρρώστους και καθώς σπάνιζαν οι υπηρέτες, επικράτησε μια συνήθεια άγνωστη ώς τότε. Όταν αρρώσταινε μια κυρία, όσο κι αν ήταν κομψευόμενη, όμορφη κι από μεγάλο τζάκι, δεν έπαιρνε υπόψη τον άντρα που είχε στην υπηρεσία της, είτε γέρος ήταν είτε νέος. Φτάνει να το απαιτούσε κάπως η αρρώστια της, και του φανέρωνε οποιοδήποτε μέρος του κορμιού της, σαν να ‘χε μπροστά της μια γυναίκα. Πιθανόν, μια τέτοια αφροντισιά να γινόταν ύστερα, σε όσες γιατρεύονταν, η απαρχή για πιο ακόλαστα ήθη. Όσο γι’ αυτούς που τους άφηναν στην τύχη τους, πολλοί θα μπορούσε να ‘χαν σωθεί αν βρισκόταν κάποιο πονετικό χέρι να τους βοηθήσει. Με τους αρρώστους δίχως την κατάλληλη περιποίηση και με την επιδημία να φουντώνει αδιάκοπα, τόσο πολλοί άνθρωποι πέθαιναν νύχτα μέρα, που έμενες μ’ ανοιχτό το στόμα σαν άκουγες να το λένε, κι ακόμα περισσότερο σαν το ‘βλεπες με τα μάτια σου. Τέλος, σαν αποτέλεσμα της ανάγκης, επικράτησαν έθιμα αντίθετα μ’ εκείνα που συνηθίζονταν πρωτύτερα στην πόλη.
Ήταν συνήθεια —μια συνήθεια που διατηρείται ακόμα και τώρα— οι ξαδέλφες ή οι γειτόνισσες του νεκρού να μαζεύονται στο σπίτι του για να ενώσουν τα δάκρυα τους με τα δάκρυα πιο στενών συγγενών. Από την άλλη, οι γειτόνοι —και αρκετοί άλλοι πολίτες— συγκεντρώνονταν μαζί με την οικογένεια μπροστά στο σπίτι του νεκρού. Πήγαιναν και οι κληρικοί, ανάλογα με την κοινωνική τάξη του μακαρίτη. Ύστερα, πρόσωπα από την ίδια κοινωνική τάξη τον φορτώνονταν στους ώμους, και η νεκρική πομπή, μετά ψαλμών και λαμπάδων, τον μετέφερε στην εκκλησία που είχε διαλέξει ο ίδιος πριν πεθάνει. Μα όταν η επιδημία άρχισε να φουντώνει, παράτησαν αυτές τις συνήθειες ολοκληρωτικά ή κατά μεγάλο μέρος. Άλλες συνήθειες τις αντικατέστησαν. Πολλοί πέθαιναν δίχως να ‘χουν γύρω τους πολυάριθμη γυναικεία συντροφιά. Πολλοί, μάλιστα, πέθαιναν έρημοι και μονάχοι. Και πολύ σπάνιοι ήταν εκείνοι που δεν τους έλειπαν οι σπαραχτικοί θρήνοι και τα πικρά δάκρυα των δικών τους. Σε αντάλλαγμα, ακούγονταν τα γέλια και τα αστεία κάποιας περαστικής παρέας γλεντζέδων. Οι γυναίκες, γενικά, ξεχνώντας τη φυσική τους ευλάβεια και φροντίζοντας μονάχα για την υγεία τους, βολεύονταν περίφημα με την καινούργια συνήθεια. Και πολύ σπάνιοι ήταν εκείνοι που το ξόδι τους το συνόδευαν δέκα με δώδεκα νομάτοι πάνω κάτω. Δεν ήταν τίποτα έντιμοι και γνωστοί πολίτες, αλλά κι εγώ δεν ξέρω τι λογής νεκροθάφτες, που προέρχονταν από τον όχλο, λέγονταν πεθαμενατζήδες, και οι υπηρεσίες τους ήταν πληρωτικές. Άδραχναν το φέρετρο και με γρήγορο βήμα το μετέφεραν, όχι στην εκκλησία που είχε ορίσει ο μακαρίτης πριν πεθάνει, αλλά στην πιο κοντινή. Πέντ’ έξι παπαδοπαίδια προπορεύονταν, κρατώντας μια λεπτή λαμπάδα, που έλειπε κι αυτή ολότελα κάποιες φορές. Με τη βοήθεια των πεθαμενατζήδων και δίχως τη νεκρώσιμη ακολουθία να τραβάει σε μάκρος ή σ’ επισημότητα, κατέβαζαν στα γρήγορα το φέρετρο στον πρώτο αδειανό τάφο που έβρισκαν μπροστά τους.
Ο λαουτζίκος, ίσως κι ένα μεγάλο μέρος από τη μεσαία τάξη, παρουσίαζε ένα θέαμα της πιο φριχτής εξαθλίωσης. Η φτώχεια ή κάποια αόριστη απαντοχή κρατούσε τους περισσότερους στα σπίτια τους. Δεν ξεμάκραιναν καθόλου από τη γειτονιά τους, και κάθε μέρα έπεφταν άρρωστοι κατά χιλιάδες. Δίχως καμιά βοήθεια, δίχως καμιάς λογής εξυπηρέτηση, πέθαιναν, σαν να λέμε, ανελέητα. Μερικοί ξεψυχούσαν, νύχτα ή μέρα, μες στο δρόμο· και πολλοί άλλοι, αν και πέθαιναν στο σπίτι τους, ανάγγελναν στους γειτόνους το θάνατο τους με την μπόχα που ανάδιναν οι αποσυνθεμένες σάρκες τους. Η πόλη ξεχείλιζε από τούτα τα πτώματα κι από τα πτώματα άλλων που πέθαιναν παντού.
Ο τρομερός κίνδυνος που συνεπαγόταν η αποσύνθεση των πτωμάτων, καθώς και η στοργή της οικογένειας απέναντι στο μακαρίτη, υπαγόρευε γενικά στους γειτόνους την ακόλουθη συμπεριφορά: μονάχοι τους ή, αν ήταν δυνατόν, με τη βοήθεια μερικών βαστάζων, έβγαζαν τα πτώματα από τα σπίτια και τ’ αράδιαζαν μπροστά στις πόρτες. Αν έκανες μια βόλτα εκεί γύρω —προπάντων το πρωί— θα ‘βρισκες αμέτρητα πτώματα. Ύστερα έφερναν τα φέρετρα. Κι αν τα φέρετρα δεν ήταν αρκετά, τοποθετούσαν τους νεκρούς πάνω σε τάβλες. Πολλά νεκροσέν-τουκα χρησίμευαν για να κουβαλήσουν δυο και τρεις μαζί. Συχνά, πάνω στις ίδιες τάβλες ήταν πλαγιασμένο ένα αντρόγυνο, δυο τρία αδέρφια, πατέρας και γιος ή κάποιο ανάλογο ζευγάρι. Ποιος θα μπορούσε να πει πόσες φορές, σε μια κηδεία, τρία ή τέσσερα φέρετρα που τα σήκωναν βαστάζοι, πήγαιναν πίσω από δυο παπάδες με το σταυρό στο χέρι; Ενώ οι παπάδες νόμιζαν πως είχαν μονάχα έναν νεκρό να θάψουν, έβρισκαν έξι ή οχτώ μαζί, κάποιες φορές και περισσότερους. Αλλά τους δύστυχους δεν τους τιμούσαν, ανάλογα, με δάκρυα, με λαμπάδες ή με συνοδεία. Το γεγονός καταντούσε τόσο κοινό και συνηθισμένο, ώστε κανείς δε νοιαζόταν για το θάνατο τους περισσότερο απ’ ό,τι θα νοιαζόταν σήμερα για το θάνατο μιας κατσίκας. Κι αυτό που η συνηθισμένη σειρά της ζωής κι ο σιγανός ρυθμός των συμφορών μας δεν είχαν μπορέσει να κάνουν τους μυαλωμένους ανθρώπους να υπομένουν αγόγγυστα, το μέγεθος της συμφοράς, όπως έγινε τότε ολοφάνερο, έκανε ώς και τους απλοϊκούς να το πάρουν ξέγνοιαστα.
Με το πλήθος των πτωμάτων, όπως είπα πιο πάνω, που τα μετέφεραν κάθε μέρα και σχεδόν κάθε ώρα σ’ όλες τις εκκλησίες, τα νεκροταφεία δεν επαρκούσαν για όλους τους ενταφιασμούς, προπάντων αν ήθελαν, σύμφωνα με το παλιό έθιμο, να παραχωρήσουν στον καθένα μια θέση αποκλειστικά δική του. Και καθώς όλοι οι τάφοι ήταν γεμάτοι, έσκαβαν, στα νεκροταφεία που συνέχονταν με τις εκκλησίες, λάκκους πολύ βαθιούς, κι εκεί μέσα βόλευαν, εκατοστές εκατοστές, τους νεοφερμένους. Όπως μέσα στο αμπάρι ενός καραβιού στοιβάζουν στρώσεις στρώσεις τα εμπορεύματα, έτσι σκέπαζαν κι αυτά τα πτώματα με μια φτυαριά χώμα κάθε στρώση, όσο το κατάφερναν, όπως όπως, από ψηλά.
Για να μη διηγηθώ με λεπτομέρειες όλες τις συμφορές που έπεσαν τότε πάνω στην πόλη, θα αρκεστώ να πω πως εκείνες οι μέρες, οι τόσο καταστροφικές γι’ αυτήν, δε χαρίστηκαν ούτε στις γύρω εξοχές. Ας μη μιλήσουμε για τα χωριά που, κλεισμένα στον περίβολο τους, αποτελούσαν σαν μια μικρογραφία της μεγάλης πόλης. Στα χωριουδάκια, σκόρπια στον κάμπο, καμιά ιατρική βοήθεια, κανένας που να μπορούσες να λογαριάσεις στις υπηρεσίες του. Στις δημοσιές, στα χωράφια, στα σπίτια, οι δύστυχοι ζευγολάτες κι οι φαμίλιες τους πέθαιναν νύχτα-μέρα, όχι σαν άνθρωποι, αλλά σαν τα ζώα. Αδιαφορώντας όσο και οι αστοί για τις δουλειές τους, δε νοιάζονταν για το κτηματάκι τους και για την καλλιέργεια του. Θα ‘λεγες πως όλοι τους περίμεναν το θάνατο, την κάθε μέρα που ξημέρωνε. Δε φρόντιζαν για το τι θα αποδώσουν τα κοπάδια, οι σοδειές, οι καλλιέργειες, και για όλα όσα χρειάζονται προκαταβολική δουλειά, μην έχοντας άλλη σκέψη παρά να σκορπάνε όσα χρήματα είχαν στην μπάντα. Μια συνέπεια ήταν πως τα βόδια, τα γαϊδούρια, οι κατσίκες, τα γουρούνια, οι κότες, ακόμα και οι σκύλοι, οι πιο πιστοί σύντροφοι του ανθρώπου, το ‘σκαγαν από τα υποστατικά και τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί μες στα χωράφια, που το σιτάρι τους όχι μονάχα δεν ήταν αλωνισμένο, μα ούτε καν θερισμένο. Πολλά από τα ζωντανά, σαν να ‘ταν όντα λογικά, βοσκούσαν όλη μέρα, και το βράδυ, με το στομάχι χορτάτο, ξανάπαιρναν το δρόμο για την αγροικία, δίχως κανένας τσοπάνης να τα ‘χει προγκήσει.
Ας αφήσουμε όμως την εξοχή κι ας ξαναγυρίσουμε στην πόλη. Τι άλλο να προσθέσω πέρα από τούτη την απλή παρατήρηση; Η απονιά του ουρανού, ίσως και των ανθρώπων, στάθηκε τόσο αμάλαγη, η επιδημία αφάνισε τόσο άγρια τον τόπο από Μάρτιο σε Ιούλιο, ένα πλήθος άρρωστοι είχαν τόσο κακή περίθαλψη, ή ακόμα, από το φόβο που ενέπνεαν στους υγιείς, είχαν εγκαταλειφθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε υπάρχει κάθε λόγος να υπολογίζονται σε πάνω από εκατό χιλιάδες οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους μέσα στην πόλη. Πριν απ’ τη θεομηνία, ίσως κανένας να μη φανταζόταν πως η πόλη μας είχε τόσο πολλούς κατοίκους. Πόσα μεγάλα παλάτια, πόσα ωραία σπίτια, πόσες αριστοκρατικές κατοικίες, πρωτύτερα γεμάτες υπηρέτες, αφεντάδες και κυρίες, είδαν να χάνεται ως κι ο πιο ταπεινός παραμάγειρας! Πόσες επιφανείς οικογένειες, πόσα επιβλητικά αρχοντικά, πόσες ξακουστές περιουσίες έμειναν δίχως νόμιμους κληρονόμους! Πόσοι γενναίοι άντρες, πόσες ωραίες κυρίες, πόσοι χαριτωμένοι νεαροί, που όχι κανένας άλλος, μα ο ίδιος ο Γαληνός, ο Ιπποκράτης, ακόμα κι ο Ασκληπιός, θα τους είχαν δώσει ένα πιστοποιητικό ρωμαλέας υγείας, κολάτσισαν το πρωί μαζί με τους συγγενείς και φίλους, και το ίδιο βράδυ κάθισαν, στον άλλο κόσμο, στο δείπνο των προγόνων τους!
Βοκάκιος, Δεκαήμερον. Τομ. Α’. Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης. Εκδόσεις «γράμματα». 1993.