Ομήρου Οδύσσεια. Ραψωδία γ’
Τα εν Πύλω.
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
Τήν ώρια όταν αφήνοντας τη λίμνη ανέβη ο ήλιος πρός τον ολόχαλκο ουρανό σε αθάνατους να φέξη, και στους ανθρώπους τους θνητούς της γής της θροφοδότρας, σε χώρα φτάναν όμορφη, στην Πύλο του Νηλέα. |
|
5 | Κόσμος εκεί στ’ ακρόγιαλα προσφέρνανε θυσίες, ταύρους ολόμαυρους στης γής το σείστη Ποσειδώνα. Καθόντανε παρέες εννιά, νομάτοι πεντακόσοι στην καθεμιά, και ταύροι εννιά στην καθεμιά σφαζόνταν. Κι ώσπου τα σπλάχνα να γευτούν και τα μεριά να κάψουν |
10 | για το θεό, αυτοί μπαίνανε και τα πανιά μαζώναν, Και στάθη το καλόφτιαστο καράβι, κι όξω βγήκαν, και βγήκε κι ο Τηλέμαχος την Αθηνά ακλουθώντας. Πρώτη το λόγο αρχίνησε η θεά η γαλανομάτα· |
«Δέν πρέπει εσύ πια ντροπαλός, Τηλέμαχέ μου, να ‘σαι | |
15 | γι’ αυτό τα πέλαα πέρασες, να μάθης, το γονιό σου ποιό χώμα τόνε σκέπασε, ποιά μοίρα τόνε βρήκε. Σύρε στ’ αλογοδαμαστή του Νέστορα ίσια τώρα, να δούμε σαν τί στοχασμούς μες στην καρδιά του κρύβει. Και παρακάλειε τον εσύ με αλήθεια να μιλήση, |
20 | αγκαλά ψέμα δε θα πή, γιατί έχει γνώση εκείνος.» Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της κάνει· «Μέντορα, πως να πάω μαθές και να του προσμιλήσω, που ακόμα είμ’ ασυνήθιστος στα σοβαρά τα λόγια; Νέος μεγάλο να ρωτάη το ‘χει ντροπής αλήθεια.» |
25 | Κι η γαλανόματη Αθηνά του απολογήθη κι είπε· «Τηλέμαχε, άλλα θα τα βρής μονάχος με το νου σου, άλλα ο θεός θα σου τα πή· τί η μάνα σου δε θα ‘χη γεννήσει κι αναθρέψει σε χωρίς θεού συμπόνια.» |
Είπε, κι ομπρός η Αθηνά ξεκίνησε με βιάση, | |
30 | και πίσωθε στ’ αχνάρια της ακολουθούσε εκείνος, Και φτάσανε στων Πυλιωτών τα πανηγύρια μέσα, που με τους γιούς του εκεί μαζί κι ο Νέστορας καθόταν, κι ολόγυρα οι συντρόφοι του τοιμάζαν το γιορτάσι, μέρος κρεάσια ψήνοντας, μέρος σουβλίζοντάς τα, |
35 | Κι άμα τους ξένους γνάντεψαν, αντάμα όλοι κινούνε, και σφίγγοντας τα χέρια τους καλούν τους να καθίσουν. Πρώτος ο γιός του Νέστορα ο Πεισίστρατος ζυγώνει, παίρνει το χέρι των δυονών, τους φέρνει στο τραπέζι κι απάς σε μαλακές προβιές στον άμμο τους καθίζει, |
40 | του Θρασυμήδη του αδελφού και του γονιού του δίπλα. Από τα σπλάχνα δίνει τους μερίδες, τους γεμίζει χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας κράζει στην κόρη του αιγιδόσκεπου και Δία, την Παλλάδα· |
«Ευκήσου τώρα, ώ ξένε μου, στο μέγα Ποσειδώνα, | |
45 | που στη γιορτή του τύχατε δωπέρα να βρεθήτε. Κι όντας του χύσης κι ευκηθής, καθώς είναι συνήθεια, δός το ποτήρι και του νιού, γλυκό κρασί να χύση, τί τους αθάνατους κι αυτός θα προσκυνάη· οι ανθρώποι ανάγκη πάντα των θεών των Ολυμπήσων έχουν. Όμως αυτός μικρότερος κι ομήλικός μου όντας, |
50 | εσένα πρώτα δίνω σου τ’ ολόχρυσο ποτήρι.» |
Αυτά είπε, και στα χέρια του το κρασατάσι δίνει. Κι η Αθηνά το χάρηκε που ο γνωστικός λεβέντης εκείνης πρώτης το ‘δωσε τ’ ολόχρυσο ποτήρι. Κι έκανε αμέσως προσευκή του μέγα Ποσειδώνα· |
|
55 | «Άκου μας, κοσμοζώστη θεέ, μην αρνηθής μας τα όσα παρακαλούμε να γενούν. Και πρώτα χάριζε τους καλοτυχιά του Νέστορα και των παιδιών του αντάμα· δίνε ύστερα πολύχαρη στους άλλους τους Πυλιώτες την πλερωμή για τη λαμπρή εκατοβοδιά τους τούτη. |
60 | Δίνε και του Τηλέμαχου κι εμένανε κατόπι καλό πατρίδας γυρισμό, σαν τελεστούνε τα όσα εδώ να πράξουμε ήρθαμε με το γοργό καράβι.» |
Κι αυτά που προσευκότανε μονάχη τα τελούσε· προσφέρνει του Τηλέμαχου το δίχερο ποτήρι, |
|
65 | και του Δυσσέα ο ακριβογιός προσεύκεται κι εκείνος. Και σάνε ψήσαν κι έσυραν τ’ απόξωθε κοψίδια, τα μοίρασαν κι αρχίσανε τ’ αρχοντικό τραπέζι. Κι από φαγί κι από πιοτό σα χόρτασε η καρδιά τους, ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογογνώστης είπε· |
«Και τώρα κάλλιο άς ρωτηθούν οι ξένοι αυτοί ποιοί να ‘ναι, | |
70 | μιάς και φραθήκανε θροφή. Πήτε μας, ποιοί είστε, ώ ξένοι; ποπούθε ταξιδέψατε τους πελαγήσους δρόμους; τάχα δουλειά σάς έφερε, ή εδώ κι εκεί πλανιέστε στις θάλασσες, σαν πειρατές που τριγυρνούν και φέρνουν, με της ζωής τους κίνδυνο, ζημιά σε ξένον κόσμο;» |
75 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος αυτά του απολογήθη, με θάρρος που ίδια της η θεά του το ‘βαλε στο νου του, μαντάτα του χαμένου του γονιού για να γυρέψη, κι όνομα σύγκαιρα λαμπρό στον κόσμο για να βγάλη. |
«Νέστορα, του Νηλέα ώ γιέ, των Αχαιών καμάρι, | |
80 | ποπούθε ερχόμαστε ρωτάς, αυτό θα σου ορμηνέψω. Από το Θιάκι ερχόμαστε, ποκάτω από το Νείο, για ανάγκη που όχι του λαού, παρά δική μας είναι. Νά μάθω που ‘ναι ο κύρης μου, τη φήμη του ακλουθώντας, του καρτερόψυχου Οδυσσέα, που έναν καιρό μαζί σου |
85 | λέν πολεμώντας κούρσεψε τη χώρα της Τρωάδας. Κάθε άλλος που πολέμησε τους Τρωαδίτες τότες, τ’ ακούσαμε το τέλος του και την κακή του μοίρα· ως τόσο εκείνου το χαμό τον κρύβει ο γιός του Κρόνου, και δεν μπορεί κανείς να πή σωστά το που αφανίστη, |
90 | άν έπεσε μαθέ στεριάς από εχτρικό κοντάρι, ή τ’ άγρια άν τόνε φάγανε νερά της Αμφιτρίτης. Γι’ αυτό δά τώρα πέφτω σου στα γόνατα, να μάθω σαν ποιό ‘τανε το τέλος του κι η κακοθανατιά του, μα ή τα ‘δες με τα μάτια σου, ή απ’ άλλον άκουσές τα |
95 | τί η μάνα τόνε γέννησε για βάσανα περίσσια. Και μη μου τα μισομιλάς από συμπόνια ή σέβας, μόν’ πές μου τα ίσια, καταπώς τα μάτια σου τον είδαν. Παρακαλώ σε, άν ο λαμπρός γονιός μου ο Οδυσσέας ή λόγο ή πράξη σου ‘ταξε και τέλεσε στην Τροία, |
100 | εκεί που αρίθμητα δεινά στους Αχαιούς πλακώσαν, θυμήσου τα την ώρα αυτή, και πές μου την αλήθεια.» |
Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογογνώστης του είπε· «Φίλε μου, αφού μου θύμισες τα πάθια που εκεί τότες τραβήξαμε των Αχαιών τ’ ακράτητα εμείς τέκνα, |
|
105 | κι όσα στα πέλαγα τ’ αχνά γυρνώντας με καράβια, σα βγαίναμε στα λάφυρα τον Αχιλλέα ακλουθώντας, και πάλε γύρω στο καστρί του Πρίαμου του ρήγα σαν πολεμούσαμε· όλοι εκεί οι καλύτεροί μας πήγαν. Εκεί ο λεβέντης ο Αίαντας, εκεί κι ο Αχιλλέας, |
110 | κι ο Πάτροκλος, που με θεούς μπόρειε να βγή στη γνώση, εκεί κι ο γιός μου ο ακριβός, το παλληκάρι τ’ άξιο, ο Αντίλοχος, ο ξακουστός στο δρόμο και στη μάχη. Κι άλλα πολλά παθήματα κοντά σ’ αυτά μάς βρήκαν· μα ποιός θνητός ,θα δύνονταν αυτά να τα ιστορήση; |
115 | Και πέντε κι έξη άν έμνησκες χρόνους εδώ ρωτώντας, να μάθης τα όσα πόφεραν οι Αχαιοί οι λεβέντες, βαριεστημένος κι άμαθος στον τόπο σου θα γύρνας. Χρόνους εννιά τους πλέχναμε χαμό με μύριες τέχνες, και μετά βίας του Κρόνου ο γιός τον έφερε σε τέλος. |
120 | Μέ τον τρανό Οδυσσέα κανείς στη γνώμη δε μπορούσε να παραβγή, που πάντα αυτός έβγαιν’ απ’ όλους πρώτος σε πάσα τέχνη, ο κύρης σου, άν είσαι εσύ στ’ αλήθεια παιδί του εκείνου· ξαφνισμός με παίρνει σαν κοιτώ σε. Μοιάζει η μιλιά σας, μα το ναί, και θα ‘λεγες πως νέος |
125 | με τόση γνώση γέρικη δεν μπόρειε να μιλήση. Ποτές οι δυό μας, ο λαμπρός Δυσσέας κι εγώ, να βγούμε ασύφωνοι σε συντυχιά ή βουλή δεν έτυχέ μας, παρά μιά γνώμη δείχνοντας, με στοχασιά και σκέψη τί τους Αργίτες σύφερνε πασκίζαμε να βρούμε. |
130 | Μα σαν τη διαγουμίσαμε του Πρίαμου τη χώρα, και στα καράβια μπήκαμε, και θεός τους σκόρπιζε όλους τους Αχαιούς, κακό ερχομό μάς μελετούσε ο Δίας, γιατί όλοι τους δεν ήτανε στοχαστικοί και δίκιοι, και σε πολλούς τους έπεσε σα φοβερή κατάρα |
135 | η οργή της γαλανόματης του Δία θυγατέρας, που σκόρπισε διχογνωμιά στους δυό τους γιούς του Ατρέα. Σέ σύναξη καλέσανε τα πλήθη αυτοί, του κάκου, και ξώκαιρα, σαν έγερνε κατά το βράδυ ο ήλιος, κι ήρθαν των Αχαιών οι γιοί κρασί βαριοπιωμένοι, |
140 | κι εκείνοι τους ξηγούσανε γιατί συνάξανέ τους. Τούς έλεγε ο Μενέλαος τους Αχαιούς να σύρουν στον τόπο τους, τις διάπλατες τις θάλασσες περνώντας· ως τόσο ο Αγαμέμνονας μη στέργοντας, τους κράτα, για να τελέση της θεάς ιερές θυσίες πρώτα, |
145 | τη μάνητά της θέλοντας μ’ αυτές να μαλακώση. Κλούβιος, και δεν το γνώριζε πως δεν τη μεταπείθει, γιατί έτσι των αθάνατων η γνώμη δε γυρίζει. Κι οι δυό καθώς στεκόντανε βαριά λογομαχώντας, σηκώθηκαν οι Αχαιοί με χλαλοή μεγάλη, |
150 | και χωριστήκανε σε δυό ταράφια από δυό γνώμες. Ένας τον άλλο οχτρεύοντας πλαγιάσαμε τη νύχτα, τί ο Δίας μάς μαγείρευε κακό και μαύρο τέλος. Μα την αυγή τραβήξαμε στη θάλασσα τα πλοία, και μέσα κι οι βαθιόζωνες γυναίκες με τα πλούτια. |
155 | Ως τόσο μείνανε οι μισοί κοντά στον Αγαμέμνο, του Ατρέα το γιό, το βασιλιά,κι οι άλλοι στα καράβια. Και τα καράβια αρμένιζαν ολόπρυμα, τί κάποιος τότες θεός μάς έστρωνε τα τρίσβαθα πελάγη. Στήν Τένεδο σαν ήρθαμε, γυρνώντας στην πατρίδα, |
160 | σφαχτά προσφέραμε των θεών μα ο άσπλαχνος ο Δίας δεν έστεργε να φτάσουμε, μόνε κακές διχόνοιες πάλε μάς έσπερνε. Πολλοί γυρίσανε ξοπίσω με τα καράβια τα γερτά, το βασιλιά ακλουθώντας τον Οδυσσέα, το γνωστικό και τον πολυτεχνίτη, να μη χαλάσουν την καρδιά του αφέντη του Αγαμέμνου· |
165 | ως τόσο μ’ όσα εγώ όριζα, λίγα πολλά καράβια, ξεκίνησα να φύγουμε, τί τα ‘νιωθα τα πάθια που ο θεός μάς κρυφοτοίμαζε στο λογισμό του μέσα. Ετσι κι ο πολεμόχαρος γιός του Τυδέα κινούσε, και τους συντρόφους του έπαιρνε. Και λίγο αργότερά μας να κι ο Μενέλαος ο ξανθός προφταίνει πρός τη Λέσβο, εκεί που μελετούσαμε το μακρινό ταξίδι, |
170 | άν παραπάνω από τη Χιό τη βράχινη θα βγούμε, πρός την Ψυριά, από τα ζερβά ετούτη αφήνοντάς την, ή κάτω, πρός το Μίμαντα τον ανεμοδαρμένο. Και του θεού ζητήσαμε σημάδι, και μάς ήρθε· να σκίσουμε το πέλαγο, μάς έλεγε, ως την Εύβοια, |
175 | γλήγορο άν θέμε γλυτωμό από βάσανα μεγάλα. Φύσηξε πρύμος άνεμος, και τρέξαν τα καράβια μες στα ψαράτα πέλαγα, κι αράξαμε τη νύχτα στη Γεραιστό· πολλών εκεί του Ποσειδώνα ταύρων μεριά του κάψαμε ύστερα από τόσου πέλαου δρόμο. Σάν ήρθε η μέρα η τέταρτη, οι συντρόφοι του Διομήδη |
180 | του αλογοδαμαστή, του γιού του ηρωϊκού Τυδέα, μες στ’ Άργος φέρναν κι άραζαν τα ωραία τους καράβια· ως τόσο για την Πύλο εγώ τραβούσα, κι ολοένα φυσούσε ο ούριος άνεμος που ο θεός είχε σταλμένο. Ετσι ήρθα, γιέ μου, ανήξερος, κι ακόμα δε γνωρίζω |
185 | ποιοί τότες γλύτωσαν, και ποιοί χαθήκανε και πήγαν. Μα όσα μες στους πύργους μου κάθουμ’ εδώ κι ακούγω, θα τα ‘χης με την τάξη τους και δε θα σου τα κρύψω. Ήρθανε, λέν, του κονταριού οι τεχνίτες Μυρμιδόνες, που ο γιός του μεγαλόψυχου Αχιλλέα τους οδηγούσε, |
190 | ήρθε κι ο δοξαστός ο γιός του Ποία ο Φιλοχτήτης. Κι ο Ιδομενέας κατέβασε στην Κρήτη τους δικούς του, όσοι από μάχες γλύτωσαν και κύμα δεν τους πήρε. Γιά του Ατρέα το γιό κι εσείς θ’ ακούσατε μακριάθε, πως ήρθε, και πως ο Αίγιστος φριχτό του φύλαε τέλος. |
195 | Όμως κι αυτός το πλέρωσε πολύ πικρά, και βλέπεις πόσο καλό ‘ναι απόγονο ν’ αφήνη όποιος πεθαίνει σαν κείνον που γδικιώθηκε τον Αίγιστο τον πλάνο, που το γονιό του χάλασε τον πολυδοξασμένο. Κι εσύ, καλέ μου, που όμορφο σε βλέπω και μεγάλο, |
200 | να γίνης και παλληκαράς, να σε παινούν κατόπι.» |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος αυτά του απολογήθη· «Νέστορα, του Νηλέα γιέ, των Αχαιών καμάρι, καλά τόνε γδικιώθηκε, κι οι Αχαιοί θ’ απλώσουν τη φήμη του ν’ ακούγεται χρόνους πολλούς κατόπι. |
|
205 | Μακάρι τόση δύναμη κι εμένα οι θεοί να δίναν, να γδικιωθώ τις αδικιές των άσπλαχνων μνηστήρων, που με περίσσια αδιαντροπιά λογής κακά μου πλέχνουν. Μα τέτοιο ριζικό οι θεοί δε δώκαν του γονιού μου κι εμένανε, κι απομονή να κάμω πρέπει τώρα.» |
210 | Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογατάς του κάνει· «Φίλε μου, μιάς και τέτοια εσύ μου θύμισες και μου ‘πες, λένε πως περισσοί γαμπροί τη μάνα σου ζητώντας, μέσα στους πύργους σου δουλειές και βάσανα σκαρώνουν. Πές μου, ήθελες και τα τραβάς, ή τάχα ο κόσμος όλος |
215 | σ’ οχτρεύεται, κάποιου θεού κρυφή φωνή ακλουθώντας; Ποιός ξέρει εκειός ά δεν ερθή και δεν τους τα πλερώση, ή μοναχός του, ή και μαζί με τους Αχαιούς μιάν ώρα; Τί η γαλανόματη Αθηνά κι εσένα άν αγαπούσε καθώς πονούσε έναν καιρό τον ξακουστό Οδυσσέα |
220 | στην Τροία, εκεί που όλους μας πολλά μάς τρώγαν πάθια, — δεν είδα, αλήθεια, αθάνατο τόση να δείχνη αγάπη όση έδειχνέ του φανερά η Αθηνά η Παλλάδα, — έτσι κι εσένα, άν ήθελε να σε πονή στο νου της, πολλοί τους θα ξεχνούσανε του γάμου τη λαχτάρα.» |
225 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε. «Δέν το πιστεύω, γέροντα, να τελεστή το μου ‘πες· μεγάλος λόγος, που το νου σαστίζει· δεν το ‘λπίζω τέτοιο ‘να πράμα να γενή κι άν οι θεοι θελήσουν.» |
Κι η γαλανόματη θεά γυρίζει και του κάνει· | |
230 | «Τί λόγια από τα χείλη σου, Τηλέμαχε, ξεφύγαν; Θεός άν θέλη, το θνητό κι από μακριά γλυτώνει. Κάλλια ‘χα να τυραννιστώ κι αρίθμητα να πάθω, πατρίδα ως που να ξαναδώ και γυρισμό να νιώσω, παρά όπως ο Αγαμέμνονας να βρώ χαμό στο σπίτι, |
235 | που θύμα πήγε του Αίγιστου και του άπιστου ταιριού του. Τί από παρόμοιο θάνατο μήτε οι θεοί του Ολυμπου αγαπημένο τους θνητό δε δύνουνται να σώσουν, του χάρου του τεντόκορμου σαν τον πλακώσ’ η μοίρα.» |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της κρένει· | |
240 | «Μέντορ’, αυτά άς τα πάψουμε, πολύς κι άν είναι ο πόνος· δεν έχει εκείνος γυρισμό· οι αθάνατοι πια τώρα το θάνατο του ορίσανε και την κακή του μοίρα. Τώρα άλλο εγώ του Νέστορα θα πω και θα ρωτήξω, τί κρίνει και κατέχει αυτός όσο κανένας άλλος· |
245 | τρείς λένε πως βασίλεψε γενεές αυτός ανθρώπων, και σαν αθάνατος σφαντάει σαν του κοιτώ την όψη. Νέστορα, του Νηλέα γιέ, πές μου όλη την αλήθεια· πως πέθανε ο Αγαμέμνονας ο μέγας γιός του Ατρέα; και που ήτανε ο Μενέλαος; σαν τί το μαύρο τέλος που ο πονηρός ο Αίγιστος σοφίστηκε και βρήκε, |
250 | για να ξεκάμη αντίμαχο πολύ καλύτερό του; ή να ‘λειπε ο Μενέλαος, και κάπου αλλού πλανιόταν, κι εκείνος ξεθαρρεύτηκε και σκότωσε το ρήγα;» |
Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογατάς του κρένει· «Όλα σωστά κι αληθινά θα σου τα πω, παιδί μου. |
|
255 | Και μόνος σου φαντάζεσαι το πως αυτά θα βγαίναν, ά ζούσε ακόμα ο Αίγιστος μες στα παλάτια εκείνα, τότες που γύρισε ο ξανθός Μενέλαος απ’ την Τροία· ως μήτε γής δε θα ‘ριχταν απάς στο λείψανο του, παρά θα τόνε τρώγανε πετάμενα και σκύλοι, |
260 | μέσα στων κάμπων τις ρημιές, αλάργ’ από τη χώρα, και μήτε θα τον έκλαιγε ποτές Αχαιοπούλα κατόπι τέτοιο κάμωμα· που εμείς εκεί με μύριους αγώνες τυραννιόμασταν, κι ετούτος φωλιασμένος μες στ’ Άργος τ’ αλογόθροφο προσπάθειε με τα λόγια το ταίρι του Αγαμέμνονα κρυφά να ξελογιάση. |
265 | Ως τόσο αρνιόταν τ’ άπρεπο το κάμωμα η πανώρια η Κλυταιμνήστρα στην αρχή, τ’ είχε καλή τη γνώμη. Σιμά της κι ο τραγουδιστής αγρύπνα, που ο Ατρείδης να τη φυλάη παράγγειλε μισεύοντας στην Τροία. Μα τότες που οι αθάνατοι ψηφίσαν το χαμό της, |
270 | τον παίρνει τον τραγουδιστή σε ρημονήσι εκείνος, κι αφήνοντάς τον να γενή ξεφάντωμα των όρνιων, τη φέρνει σπίτι πρόθυμη καθώς κι ο ίδιος ήταν. Αρίθμητα έψησε μεριά πάς στους βωμούς των θεώνε, μύρια στολίδια κρέμασε, και τούλια και χρυσάφια, |
275 | που τέτοιο πράμα ανόλπιστο και μέγα έβγαλε πέρα. Ως τόσο από την Τροία εμείς ερχάμενοι, του Ατρέα ο γιός κι εγώ, οι δυό βλάμηδες, περνούσαμε το κύμα· όμως στο Σούνι, το ιερό σα φτάσαμε ακρωτήρι των Αθηνώνε, ολόξαφνα ο Απόλλωνας ο, Φοίβος |
280 | το δόλιο του Μενέλαου χτυπάει καραβοκύρη, με τις λαμπρές του σαϊτιές, και τη ζωή του παίρνει, εκεί που κράταε του γοργού του καραβιού το δοιάκι, το Φρόντη του Ονήτορα, που τους ξεπέρναε όλους σε καραβιού κυβέρνημα σα μάνιαζε ανεμούρα. Έτσι μποδίστη ο δρόμος του, πολλή κι άν είχε βιάση, |
285 | σε φίλο θέλοντας νεκρό στερνές τιμές να δώση, Μα όταν κι αυτός στα μελανά τα πέλαγα όξω βγήκε με τα γοργά καράβια του, και στο βουνό Μαλέα κατέβηκε αρμενίζοντας, τότες φριχτό ταξίδι ο Δίας ο βροντόφωνος του τοίμασε, με ανέμους που σφυριχτοί φυσούσανε, και κύματα σηκώναν |
290 | μέσα στην άγρια θάλασσα, πελώρια ίσαμε όρη. Και χώρισε τα πλοία σε δυό· μέρος στην Κρήτη πέσαν, που κατοικούν οι Κύδωνες στους όχτους του Ιαρδάνου. Εκεί γκρεμνός πρός το γιαλό γλιστρός αψηλοστέκει στης Γόρτυνας τα πέρατα, κι ομπρος στ’ αχνά πελάγη· |
295 | αυτού, πρός τη Φαιστό μεριά, φυσάει Νοτιάς κι αμπώθει μεγάλο κύμα στο ζερβό τον κάβο· πέτρα τότες πίσω το διώχνει μικρουλή το κύμα το μεγάλο. Εκεί τα πλοία ξέπεσαν και σπάσανε στα βράχια και μετά βίας από χαμό γλυτώσανε οι ανθρώποι· τα πέντε όμως μαυρόπλωρα καράβια που σωθήκαν, |
300 | τα τράβηξε στην Αίγυπτο της τρικυμιάς η φόρα. Πολύ εκεί βιός συνάζοντας και μάλαμα ο Μενέλαος, με τα καράβια γύριζε σε αλλόγλωσσους ανθρώπους· στ’ Άργος ως τόσο ο Αίγιστος φριχτούς σκοπούς τελώντας, τον Αγαμέμνονα έσφαξε και δάμασε τη χώρα. |
305 | Χρόνους εφτά βασίλεψε μες στη χρυσή Μυκήνη, μα στους οχτώ πλακώνοντας απ’ την Αθήνα ο Ορέστης, κόβει τον πονηρό φονιά του δοξαστού γονιού του, και στους Αργίτες έδωσε το νεκρικό τραπέζι, |
310 | και για τον άναντρο Αίγιστο και για την έρμη μάνα. Τήν ίδια μέρα του ‘ρχεται κι ο αντρόφωνος Μενέλαος, με πράματα όσα δύνουνταν τα πλοία του να σηκώσουν. Φίλε, κι εσύ πολύ μακριά στα ξένα μην πλανιέσαι, και βιός με τέτοιους άτιμους στο σπίτι μην αφήνης, |
315 | μη σου τα φάνε, και σου βγή του κάκου αυτός ο δρόμος. Ως τόσο συβουλεύω σε να σύρης στου Μενέλαου, που είναι ότ’ ήρθε από λαούς που γυρισμό δε βλέπεις, |
320 | μιάς κι απ’ ανέμους πλανηθής σ’ όμοια μεγάλα κι άγρια πελάγη, που μήτε πουλιά στο χρόνο· δε γυρνάνε. Τράβα με το καράβι σου και με τη συντροφιά σου, ή άν προτιμάς από στεριάς, να, αλόγατα κι αμάξι· συνταξιδιώτες έπαρε τους γιούς μου, να σε φέρουν |
325 | στην ώρια Λακεδαίμονα που ‘ναι ο ξανθός Μενέλαος. Κι ατός σου παρακάλειε τον να σου πή την αλήθεια, αγκαλά ψέμα δε θα πή, τί έχει περίσσια γνώση.» |
Είπε· με το βασίλεμα πέφτει σκοτάδι ως τόσο, | |
330 | και τότες λέει του Νέστορα η θεά η γαλανομάτα· |
«Σωστά μάς τα ‘πες, γέροντα· όμως τις γλώσσες κόψτε, και βάλτε στο κρασί νερό, κι αφού στον Ποσειδώνα και στους λοιπούς αθάνατους στάξουμε στάλες, τότες άς πάμε και για πλάγιασμα, τί η ώρα του ζυγώνει. |
|
335 | Τό φώς στα σκότη χάνεται, και δεν πολυταιριάζει να το παρατραβήξουμε σε θεϊκό τραπέζι.» |
Είπε του Δία η κόρη αυτά, κι οι άλλοι την ακούσαν, Τότες νερό τους έχυσαν οι κήρυκες στα χέρια, κι οι νέοι στεφανώσαντας με το κρασί κροντήρια, |
|
340 | κάθε ποτήρι γέμισαν την απαρχή αφού στάξαν· ρίξαν τις γλώσσες στη φωτιά, κι αφού σταθήκαν όρθιοι, κι έσταξαν στάλες κι ήπιανε όσο ήθελε η καρδιά τους, ο θεόμορφος Τηλέμαχος κι η Αθηνά μαζί του, κατά το πλοίο το κουφωτό κινήσανε, μα πίσω |
345 | ο Νέστορας τους κράτησε τους δυό, κι αυτά τους είπε· |
«Ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να μην το δώσουν εσείς να πάτε στο γοργό καράβι από τα μένα, σαν από κάποιονε γυμνό κι ολόφτωχο στ’ αλήθεια, που χράμια και παπλώματα στο σπίτι του δεν έχει, |
|
350 | για να κοιμάται μαλακά κι αυτός κι οι ξένοι που έρθουν, Μα εδώ κι από παπλώματα κι απ’ ώρια χράμια βρίσκει. Ποτές ο γιός του άντρα εκεινού, του θεϊκού Οδυσσέα, δε θα πλαγιάση ακοίταχτος σε καραβιού σανίδια, όσο εγώ ζώ, και τέκνα μου στον πύργο μου απομνήσκουν, |
355 | τους ξένους να φιλεύουνε που τύχη εδώ να ρθούνε. Κι η γαλανόματη θεά του κρένει τότε εκείνου· |
«Φρόνιμα τα ‘πες, γέρο, αυτά, και πρέπει να σ’ ακούση, και να ‘ρθη στα παλάτια σου ο Τηλέμαχος τη νύχτα. |
|
360 | Εγώ στο μαύρο πλοίο τραβώ να κράξω τους συντρόφους, και το ‘να τ’ άλλο να τους πω σα μεγαλύτερός τους. Όλοι απ’ αγάπη οι νέοι αυτοί κι οι συνομήλικοί του το μεγαλόψυχο ως εδώ Τηλέμαχο ακλουθήσαν. |
365 | Εκεί λοιπόν εγώ, σιμά στο μαύρο πλοίο πλαγιάζω, και την αυγή στους Καύκωνες μισεύω, τους λεβέντες, που κάποιο χρέος μου χρωστούν, κι όχι καινούργιο χρέος, μήτε μικρό, κι ετούτονε, στους πύργους σου μιάς κι ήρθε, μ’ αμάξι ο γιός σου άς πάρη τον, κι αλόγατα του δίνεις, |
370 | τα πιο αλαφρά στο τρέξιμο, τα πιο γερά στο πόδι.» |
Αυτά σαν είπε η Αθηνά η γαλανοματούσα, έγινε αϊτός και πέταξε· κι όσοι είδαν ξαφνιστήκαν. Ίδιος ο γέρος σάστισε τηρώντας τέτοιο θάμα, και πιάνει του Τηλέμαχου το χέρι και του κρένει· |
|
375 | «Ώ φίλε, εσύ μήτε κακός μήτ’ άναντρος δε θα ‘σαι, αφού θεοί στη νιότη σου οδηγοί σε ακολουθάνε. Και του Όλυμπου άλλος κάτοικος δεν είναι ετούτος, μόνε η κόρη η τριτογέννητη κι η δοξαστή του Δία, που απ’ τους Αργίτες ξέχωρα τον κύρη σου τιμούσε. |
380 | Η χάρη σου, ώ βασίλισσα, λαμπρή άς μάς φέρνη δόξα, κι εμένα, και στα τέκνα μου, και στο καλό μου ταίρι· κι εγώ μιά πλατομέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω, χρονιάρικη, που σε ζυγό δεν μπήκε ανθρώπου ακόμα. και θα τη σφάξω, αφού καλά τα κέρατα χρυσώσω.» |
385 | Αυτά είπε, και την προσευκή συνάκουσε η Παλλάδα. Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ξεκίνησε ως στα ώρια παλάτια του, με τους γαμπρούς κατόπι και τους γιούς του. Και φτάνοντας στα ξακουστά του βασιλέα παλάτια, αράδα σ’ έδρες και θρονιά καθίσανε, κι ο γέρος |
390 | κροντήρι σμίγει τους κρασί γλυκόπιοτο, που χρόνους το ‘χε έντεκα η κελάρισσα, και τώρα τ’ άνοιγέ τους, Αυτό τους έσμιξε να πιούν, και στάλα έχυσε χάμου, μ’ ευκές στου αιγιδόσκεπου του Δία τη θυγατέρα. |
395 | Και στους θεούς σαν έσταξαν κι ήπιαν όσο αγαπούσαν, κινήσανε για πλάγιασμα στο σπίτι του ο καθένας, μα τον Τηλέμαχο, το γιό του θεϊκού Οδυσσέα, ο αλογολάτης Νέστορας τον κοίμισε στου πύργου τη σάλα την πολύβοη, σε τορνευτό κλινάρι, |
400 | με πλάγι τον Πεισίστρατο, το λυγερό λεβέντη, που όντας ακόμα ανύπαντρος στου κύρη κατοικούσε. Ίδιος ο γέρος πλάγιασε στα ολόβαθα του πύργου, σαν έσιαξέ του η σύγκλινη στρωσίδια και κλινάρι. |
Έφεξ’ η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα, | |
405 | κι ο αλογολάτης Νέστορας σηκώθη από την κλίνη, κι ήρθ’ όξωθε και κάθισε στα σκαλιστά λιθάρια, που ολόμπροστα στις αψηλές βρισκόντουσαν τις θύρες, άσπρα, γυαλιστερά. Εκεί καθόταν κι ο Νηλέας στα παλιά χρόνια, που ήτανε στη γνώση θεός μονάχος. |
410 | Όμως εκειόνε ο θάνατος τον έφερε στον Άδη, και τώρα φύλακας εκεί των Αχαιών καθόταν ο ρήγας Νέστορας· σιμά κι οι γιοί του μαζευτήκαν, από την κλίνη ότ’ ήρθανε· ο Εχέφρονας, ο Στράτης, με τον Περσέα ο Άρητος, κι ο ομοιόθεος Θρασυμήδης. |
415 | Αδέρφι έχτο ο ήρωας Πεισίστρατος τους ήρθε, κι αντάμα το θεόμοιαστο Τηλέμαχο σα βάλαν, ο αλογολάτης Νέστορας αρχίζει, ο Γερηνιώτης· |
«Παιδιά μου, γλήγορα άς γενή η αποθυμιά μου ετούτη, την Αθηνά από τους θεούς να ξιλεώσω πρώτη, |
|
420 | που μου ‘ρθεν ολοφάνερη πάς στο λαμπρό τραπέζι. Ένας να τρέξη στη βοσκή να βρή καλή δαμάλα, που ο αγελαδάρης ως εδώ κεντώντας θα τη φέρη· στο πλοίο του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου άς πάη άλλος, να φέρη τους συντρόφους του, και μόνε δυό άς αφήση· |
425 | τρίτος εδώ το χρυσοχό Λαέρκη να ‘ρθη άς κράξη, του δαμαλιού τα κέρατα για να μαλαματώση. Μείνετ’ οι άλλοι εσείς αυτού, και στα παλάτια μέσα τραπέζια να τοιμάσουνε στις παρακόρες πήτε, να φέρουν και καθίσματα, ξύλα, νερό καθάριο.» |
430 | Αυτά είπε, κι όλοι τρέξανε· κι ήρθε η δαμάλα απέξω, ήρθαν του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου οι συντρόφοι απ’ το καράβι το γερό, ήρθε ο χαλκιάς κρατώντας στα χέρια του τα σύνεργα της χρυσικής· αμόνι, σφυρί, καλόφτιαστη μασιά. Ν’ αποδεχτή ζυγώνει |
435 | την προσφορά κι η Αθηνά· δίνει χρυσάφι ο γέρος· δουλεύει το και χύνει το στα κέρατα ο τεχνίτης, για να χαρή τηρώντας το η Αθηνά, και σέρνουν από τα κέρατα το ζώ ο Εχέφρονας κι ο Στράτης. |
440 | Κι έφερνε ο Άρητος νερό σε πλουμιστό λεγένι, τριφτό κριθάρι πανεριά κρατώντας στ’ άλλο χέρι· πελέκι κράταε κοφτερό ο λεβέντης Θρασυμήδης, το ζώ να κόψη. Σήκωνε ο Περσέας τη γαβάθα, κι ο γέρος με το νίψιμο και το τριφτό κριθάρι |
445 | έκανε αρχή και τη θεά θερμοπαρακαλούσε, στη φλόγα απάνω ρίχνοντας του κεφαλιού τις τρίχες. |
Και σάνε προσευκήθηκαν κριθάρι πασπαλώντας, τότες του Νέστορα μεμιάς ο γιός ο αντρειωμένος ο Θρασυμήδης ζύγωσε και βάρεσε· τα νεύρα |
|
450 | κόβουντ’ αμέσως του ζνιχιού, και παραλεί η δαμάλα· κόρες και νύφες σκούζουνε, σκούζει κι η Ευρυδίκη, του Κλύμενου η πρωτότοκη, του Νέστορα το ταίρι, Κι οι άλλοι καθώς κράταγαν το ζώ ανασηκωμένο, τους το ‘σφαξε ο Πεισίστρατος, το πρώτο παλληκάρι. |
455 | Κι από τα κόκκαλα η ψυχή με το αίμα σαν του βγήκε, μεμιάς το κομματιάσανε και τα μεριά λιανίσαν, όλα σωστά· τα τύλιξαν με σκέπη, τα διπλώσαν, ωμά κομμάτια από παντού τους θέσανε, κι ο γέρος στις σκίζες τα ‘καιε με κρασί φλογάτο ραίνοντάς τα· |
460 | κι οι νέοι τα πεντόσουβλα κρατούσανε σιμά του. Και σαν καήκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα, κόψαν και τ’ άλλα, στο σουβλί τα πέρασαν, και τότες τα ψήσανε, τα μυτερά σουβλιά ‘χοντας στα χέρια. |
Και του Τηλέμαχου λουτρό του δίνει η Πολυκάστη, | |
465 | κόρη στερνή του Νέστορα, του γόνου του Νηλέα. Και σαν τόνε καλόλουσε, τον άλειψε με λάδι, και μ’ όμορφο τον έντυσε χιτώνα και χλαμύδα, που βγήκε από το λούσιμο με τους θεούς παρόμοιος και πήγε κάθισε σιμά στο Νέστορα το ρήγα. |
470 | Και τ’ αποπάνω κρέατα σαν ψήσαν και τα βγάλαν, στο φαγοπότι κάθισαν, και τίμια παλληκάρια σκωθήκαν και κερνούσανε με τα χρυσά ποτήρια. Κι από φαγί κι από πιοτό σα φράθηκε η καρδιά τους, αυτά τα λόγια ο Νέστορας τους είπε ο αλογολάτης. |
475 | «Παιδιά μου, του Τηλέμαχου φέρτε μεμιάς και ζέψτε τα ωριότριχα τ’ αλόγατα, να καλοταξιδέψη.» |
Αυτά είπε, και τον άκουσαν, κι ευτύς στ’ αμάξι ζέψαν τ’ αλόγατα τα γλήγορα. Κελάρισσα τους βάζει |
|
480 | ψωμί, προσφάγι και κρασί, σαν πόχουν οι ρηγάδες. Πάς στ’ ώριο αμάξι ανέβηκε ο Τηλέμαχος, και δίπλα ο ασίκης ο Πεισίστρατος τα χαλινάρια πήρε και τ’ άλογα μαστίγωσε· πρόθυμ’ αυτά πετάξαν στους κάμπους, πίσω αφήνοντας την αψηλή την Πύλο. |
485 | Πάς στα λαιμά τους ο ζυγός ολημερίς κουνούσε, μα ο ήλιος σα βασίλεψε, κι απόσκιωναν οι δρόμοι, στις Φήρες σταματήσανε, στους πύργους του Διοκλέα, που ήτανε γιός του Ορσίλοχου, και που τ’ Αλφειού ήταν ‘γγόνι. |
490 | Εκεί ξενύχτησαν, κι αυτός φιλόξενα τους δέχτη. |
Έφεξ’ η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα, ζέψανε, κι ανεβήκανε στ’ ωριόφαντο τ’ αμάξι, κι αφήκανε τα ξώθυρα του βουητερού του πύργου· δίνει βιτσιά στ’ αλόγατα, κι αυτά γοργοπετάξαν, |
|
495 | κι ίσια στους κάμπους τους σπαρτούς κατέβηκαν πετώντας, και δρόμο κόψανε πολύ με την ορμή που πήραν. Κι έγειρ’ ο ήλιος το βράδυ, κι απόσκιασαν οι δρόμοι. |
(Εμφανιστηκε 878 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)