20 Σεπτεμβρίου 2019 at 23:09

Η επανάσταση στα Πιέρια Όρη

από

Η επανάσταση στα Πιέρια Όρη

Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης

Α. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και η στάση της Ελλάδος:

    Την άνοιξη του 1877 άρχισε ένας νέος ρωσο- τουρκικός πόλεμος. Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα, είχε καταψηφιστεί ο Κουμουνδούρος και, είχε αναλάβει μία νέα, «οικουμενική» κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον ηλικιωμένο αγωνιστή του 1821, Κωνσταντίνο Κανάρη και υπουργό Εξωτερικών τον Χαρίλαο Τρικούπη.

    Η νέα αυτή κυβέρνηση δεν θα επενέβαινε στον πόλεμο, ούτε όμως θα δημιουργούνταν εξεγέρσεις στη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίες θα «υποκινούνταν» από την επίσημη ελληνική πλευρά. Για να επιτευχθούν οι στόχοι, η κυβέρνηση παρήγγειλε οπλισμό για τις διάφορες ανταρτικές  ομάδες στις αλύτρωτες περιοχές, επιχείρησε να αναδιοργανώσει τον στρατό και, ανέλαβε πρωτοβουλίες για ανάπτυξη διακρατικών σχέσεων, με σκοπό την σύναψη συμμαχιών. Ως «αποδέκτες» των μηνυμάτων θεωρούσαν τη Σερβία και την Ρουμανία και, κυρίως, την Αγγλία και την Ρωσία.

Λίγο μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78, οι Ρώσοι υπογράφουν μαζί με τους Τούρκους την περίφημη «Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου» (3 Μαρτίου 1878).
Λίγο μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78, οι Ρώσοι υπογράφουν μαζί με τους Τούρκους την περίφημη «Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου» (3 Μαρτίου 1878).

    Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης, τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά, που προσδοκούσαν. Η απειλούμενη επέμβαση ούτε τους Ρώσους, ούτε τους Ρουμάνους και Σέρβους εντυπωσίασε. Ο στρατός ήταν ολιγάριθμος και απαράσκευος ενώ, συγχρόνως, δεν υπήρχε ο απαραίτητος εξοπλισμός. Συνεπώς, η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποτελεί αξιόλογο σύμμαχο ή αντίπαλο, διότι ούτε πολύτιμη βοήθεια θα έδινε στους Ρώσους, ούτε ευρίσκετο σε θέση να προκαλέσει σοβαρό αντιπερισπασμό εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[1] Το «ελληνικό ζήτημα», το οποίο επί ματαίω προσπαθούσε να «εξάγει» η οικουμενική κυβέρνηση, ήταν κάτι ήσσονος σημασίας για την ευρωπαϊκή διπλωματία.

    Στην «αυγή» του 1878, ο Κανάρης απεβίωσε και τον διαδέχθηκε ο Κουμουνδούρος, με νέο υπουργό Εξωτερικών τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Ο νέος πρωθυπουργός έθεσε υπό πλήρη έλεγχο τις πατριωτικές «εταιρείες», επειδή θεωρούσε ότι η απελευθερωτική προσπάθεια έπρεπε να κατευθύνεται από την κυβέρνηση. Στις 2 Φεβρουαρίου 1878, η κυβέρνηση διέταξε την εισβολή ελληνικού στρατού στην Θεσσαλία, χωρίς όμως να κηρύξει πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, αναμένοντας την λήξη του πολέμου. Ο πόλεμος, όμως, είχε ήδη τερματιστεί στην Αδριανούπολη, κάτι που οδήγησε την νέα ελληνική κυβέρνηση στο να εκτεθεί για μία ακόμη φορά και, να προβεί σε άμεση ανάκληση των στρατευμάτων από τον Βορρά.[2]

Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878. Βασιβουζούκοι πιασμένοι αιχμάλωτοι από το Βουλγαρικό και το Ρωσικό στρατό.
Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878. Βασιβουζούκοι πιασμένοι αιχμάλωτοι από το Βουλγαρικό και το Ρωσικό στρατό.

Β. Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και οι όροι της:

   Λίγο μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78, οι Ρώσοι υπογράφουν μαζί με τους Τούρκους την περίφημη «Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου» (3 Μαρτίου 1878).[3]  Κύριοι όροι της συνθήκης ήταν: α)Η ανεξαρτησία της Ρουμανίας και της Σερβίας με επέκταση των ορίων τους, β) Ίδρυση της «Μεγάλης Βουλγαρίας», η οποία δεν θα περιλάμβανε μόνο την περιοχή μεταξύ Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου, αλλά και την Ανατολική Ρωμυλία, μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας και την Θράκη, περιοχές με έντονο το ελληνικό «στοιχείο». Ο τρίτος όρος σχετιζόταν με την παραχώρηση προνομίων στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη και την εφαρμογή του «Οργανικού Νόμου» στη νήσο Κρήτη.

   Όμως, ειδική μνεία για τα διάφορα εθνικά ζητήματα της Ελλάδος δεν γινόταν. Η πανσλαβιστική τάση των Ρώσων, αλλά, ιδίως, η ευνοϊκή μεταχείριση της Βουλγαρίας ήταν φύσει αδύνατον να ευνοήσει την Ελλάδα, για οιαδήποτε διεκδίκησή της.. Συνεπώς, η χώρα καταδικαζόταν στην διεθνή απομόνωση.

Γ. Η επανάσταση στα Πιέρια Όρη και στον Όλυμπο:

    Λίγο πριν το τέλος του ρωσο-τουρκικού πολέμου (Φεβρουάριος 1878), στην παραλία του Λιτοχώρου Πιερίας, αποβιβάστηκαν 500 επαναστάτες με επικεφαλής τον αξιωματικό Κοσμά Δουμπιώτη. Παράλληλα, ισχυρές τουρκικές δυνάμεις ξεκινούσαν να καταφθάνουν από την περιοχή των Σκοπίων, σταλμένες με εντολή της Πύλης.

    Την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (3/3/1878), οι εξεγερμένοι κάτοικοι της περιοχής, υπό την ηγεσία των Μ. Τζήμα και Μ. Αποστολίδη, καταλαμβάνουν το κάστρο του Πλαταμώνα. Έπειτα, έστειλαν στους προξένους των Μ. Δυνάμεων στην Θεσσαλονίκη προκήρυξη «προσωρινής κυβερνήσεως Μακεδονίας», η οποία θα είχε ως πρόεδρο τον Ε. Κοροβάγκο. Σύμφωνα με το κείμενο, υπερτονιζόταν η θέληση των Ελλήνων επαναστατών για απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον οθωμανικό ζυγό.

    Παρά την κατάληψη χωριών και κωμοπόλεων στην περιοχή, η «αντίστροφη μέτρηση» είχε ήδη αρχίσει. Συγκεκριμένα, ο Δουμπιώτης έχασε χρόνο στην προσπάθειά του να διαπραγματευτεί με τους εκπροσώπους των κοινοτήτων της Κατερίνης. Το αποτέλεσμα ήταν να αποτύχει ως προς την κατάληψη της πόλης. Επιπλέον, ο Δουμπιώτης διέσπασε τις δυνάμεις του, στέλνοντας τμήμα των στην Ραψάνη, διότι αντιμετώπιζε σοβαρές ελλείψεις σε έμψυχο δυναμικό και πολεμοφόδια. Συν τοις άλλοις, η προσπάθεια κατάληψης της Τόχοβας, με παράλληλη εξουδετέρωση του σώματος των Κιρκασίων μισθοφόρων, δεν ήταν επιτυχής.[4]

Οι Έλληνες επαναστάτες Γιάννης Φαρμάκης, Νικόλαος Αξελός, Χαράλαμπος Λελούδας, Νικόλαος (επίσκοπος) Κίτρους, Ευάγγελος Χαστέβας, Δημήτριος Τετίπης, Παναγιώτης Κολόγυρος και Δημήτριος Εξάρχος. 1878.
Οι Έλληνες επαναστάτες Γιάννης Φαρμάκης, Νικόλαος Αξελός, Χαράλαμπος Λελούδας, Νικόλαος (επίσκοπος) Κίτρους, Ευάγγελος Χαστέβας, Δημήτριος Τετίπης, Παναγιώτης Κολόγυρος και Δημήτριος Εξάρχος. 1878.

    Στις 6 Μαρτίου σημειώνεται μία ακόμη επιτυχία των επαναστατών. Με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Κίτρους Νικολάου και, υπό την ηγεσία των ντόπιων οπλαρχηγών Χοτσέβα και Καλόγηρου, «λαμβάνει χώρα» η απελευθέρωση του Κολινδρού. Την επόμενη, οι Ζαχείλας και Αποστολίδης αντιμετωπίζουν, στους Γόννους Ολύμπου, τουρκικό στρατιωτικό σώμα με επιτυχία.

    Οι Τούρκοι, εναντίον των επαναστατών του Κολινδρού, απέστειλαν 450 αξιωματικούς και 2.400 στρατιώτες, με αρχηγούς των σωμάτων τους Μουσταφά Αγά και Ασάφ πασά. Επίσης, διέθεταν και αρκετά κανόνια. Όμως, οι κάτοικοι του Κολινδρού δεν δέχτηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και, οι επαναστάτες αποχώρησαν, αφού πρώτα προέβησαν στην πυρπόληση του μητροπολιτικού μεγάρου της κωμόπολης. Αν και ο Κολινδρός λεηλατήθηκε αγρίως από Τούρκους και Κιρκασίους, η επαναστατική δραστηριότητα εξακολουθούσε να υπάρχει. Λίγο αργότερα, μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες με στόχο την διάσωση άμαχου πληθυσμού, οι επαναστάτες διέσχισαν τα Πιέρια Όρη και, έφθασαν στα Σέρβια της Κοζάνης.

    Το πιο καίριο πλήγμα στο κίνημα του Ολύμπου δόθηκε με την πυρπόληση του Λιτοχώρου (15 και 16 Μαρτίου 1878)  και, την ταυτόχρονη κατάληψη και καταστροφή της Ραψάνης.  Στο Λιτόχωρο, Τούρκοι στρατιώτες, μαζί με λοιπούς Μουσουλμάνους μισθοφόρους, κατέστρεψαν ολοσχερώς σπίτια και εκκλησίες, αφήνοντας άστεγους πολλούς από τους κατοίκους της περιοχής. Ο Βρετανός πρόξενος της Θεσσαλονίκης, σε έκθεσή του λίγες μέρες μετά, σημείωσε ότι κάτοικοι του Λιτοχώρου διηγούνταν την καταστροφή του στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, στην Ραψάνη (13 Μαρτίου), σημειώθηκε μία πρωτοφανής καταστροφή σπιτιών και εκκλησιών. Με πρωτοβουλίες του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και του Βατικιώτη καταρτίστηκαν επιτροπές για την περίθαλψη και την οικονομική ενίσχυση των προσφύγων από Λιτόχωρο και Ραψάνη.

    Τελικά, τον Απρίλιο του 1878, η δράση του Δουμπιώτη τερματίστηκε με υπογραφή ανακωχής, αφού είχε προηγηθεί μεσολάβηση των Άγγλων προξένων. Οι επαναστάτες υποχώρησαν τότε στο μικρό ελληνικό βασίλειο. Ωστόσο, οι πολεμικές επιχειρήσεις των ντόπιων οπλαρχηγών συνεχίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το κίνημα του Ολύμπου απέτυχε, λόγω έλλειψης συντονισμού και, τήρησης μίας εσφαλμένης στάσης από την επίσημη ελληνική πολιτεία.

    Παρά τις υπάρχουσες αντιξοότητες, η πολεμική τακτική των μακεδονικών «θυλάκων» και, η ένθερμη συμπαράσταση των ντόπιων πληθυσμών, διαιώνισαν το επαναστατικό κίνημα της Μακεδονίας και, έθεσαν τις βάσεις για τον Μακεδονικό αγώνα των αρχών του 20ού αιώνα.

Βιβλιογραφία:

Βακαλόπουλου, Κ. (2003) «Ιστορία της μείζονος Μακεδονίας», εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη.

Εγκυκλοπαίδεια του «Ηλίου», Αθήνα.

«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (συλλογικό), τ. ΙΓ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.

Παπαδόπουλου, Σ. (1970) «Οι επαναστάσεις του 1854 και του 1878 στην Μακεδονία», Θεσσαλονίκη.

Σκοπετέα, Ε. (1988) «Το Πρότυπο βασίλειο και η «Μεγάλη Ιδέα». Όψεις του εθνικού προβλήματος (1830-1880), Αθήνα.

Woodhouse, C. M. (1999) «Ιστορία ενός λαού: Οι Έλληνες από το 324 ως σήμερα»– μτφ. Λ. Στεφάνου, εκδ. Τουρίκη, Γέρακας Αττικής.

Η υπογραφή της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου (Φεβρουάριος/ Μάρτιος 1878)

[1] )Βλ και Βερέμης, Α. & Κολλιόπουλος, Ι.Σ. (2005) «Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια»

[2] )Βλ και Βακαλόπουλου, Α. (1984) «Νέα Ελληνική ιστορία, 1204-1981»

[3] )Σημ: Ο Άγιος Στέφανος είναι προάστιο της Κωνσταντινούπολης ακόμη και σήμερα.

[4] )Βλ και Βακαλόπουλου, Κ. (2004) «Ιστορία της Ελλάδος. Επίτομη- Συνθετική»

(Εμφανιστηκε 633 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.