Η επιστολή του Μεγαλέξανδρου στον Αριστοτέλη (Ψευδοκαλλισθένης)
Η περιπέτεια του Αλέξανδρου αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μία πληθώρα αφηγήσεων, όπου το ιστορικό πρόσωπο μετατρέπεται σε μυθικό, και οι φαινομενικά υπεράνθρωπες κατακτήσεις του γίνονται κυριολεκτικά τέτοιες, με τον Μακεδόνα βασιλιά να εμφανίζεται ακόμα και σε ιερά κείμενα όπως το Κοράνι όπου φυλακίζει τους Γκωγ και Μαγκώγκ, ή το Ταλμούδ όπου ίπταται στους αιθέρες, συναντάει τις Αμαζόνες, παρουσιάζεται στις πύλες του παραδείσου κλπ.
Στην εκστρατεία του Αλέξανδρου ακολουθούσε κι ο Καλλισθένης μεταξύ καλλιτεχνών κι επιστημόνων, στον οποίο είχε ανατεθεί η καταγραφή των γεγονότων. Τα παλιότερα σωζόμενα χειρόγραφα του βιβλίου του Αλεξάνδρου Βίος ανάγονται στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ., όπου όμως έχει γίνει ήδη η νόθευση της ιστορίας και η ανάμειξή της με το μύθο (εξάλλου ο Καλλισθένης είχε πεθάνει πριν τον Αλέξανδρο). Ψευδο-Καλλισθένης, λοιπόν, ο συγγραφέας του κειμένου που έχει αντέξει στο χρόνο, και είναι σε αυτό το βιβλίο όπου περιέχεται και ένα γράμμα από τον Αλέξανδρο προς τον δάσκαλό του τον Αριστοτέλη, όπου κυρίως του περιγράφει παράξενα ζώα και φυτά που είδε στα ταξίδια του, κάτι που σίγουρα θα ενδιέφερε τον πραγματικό, φυσιοδίφη, Αριστοτέλη.
Ακολουθεί παρακάτω, σε μετάφραση Αλέξανδρου Ασωνίτη, από τις εκδόσεις Βήμα (σελ.239-249). Όπου υπάρχει αστερίσκος (*) υπάρχει κενό στο πρωτότυπο.
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος στον Αριστοτέλη, χαίρε. Είναι ανάγκη να σου διηγηθώ τα όσα παράδοξα μας συνέβησαν στην Ινδία. Μόλις φθάσαμε στην πόλη Πρασιακή, η οποία φαινόταν να είναι η πρωτεύουσα της Ινδίας, καταλάβαμε * γιατί την * ένα ακρωτήρι που το χτυπούσε πολύ η θάλασσα. Κι όταν εξόρμησα μαζί με λίγους στρατιώτες προς το προαποφασισμένο σημείο, κοιτάξαμε προσεκτικά κι είδαμε να ζουν εκεί κάτι θηλύμορφοι, ιχθυοφάγοι άνθρωποι. Κι όταν προσκάλεσα μερικούς απ’ αυτούς, ανακάλυψα ότι μιλούσαν βαρβαρικά, κι όταν θέλησα να μάθω από πού προέρχονται, μου έδειξαν ένα νησί, που το βλέπαμε όλοι στη μέση του πελάγου κι όπως μας είπαν, ήταν ο τάφος ενός αρχαίου βασιλιά, μέσα στον οποίο υπάρχουν πολλά χρυσά αναθήματα. Στο μεταξύ οι βάρβαροι είχαν εξαφανισθεί, εγκαταλείποντας τα πλοιάριά τους, δώδεκα τον αριθμό. Ο Φίλων, ο αγαπητότατος μου φίλος, ο Ηφαιστίων κι ο Κρατερός κι οι άλλοι φίλοι μου δεν με άφηναν να πάω εκεί, ο δε Φίλων μου ’λεγε: “Άσε με να πάω εγώ πριν από σένα , ώστε αν τυχόν υπάρχει κάτι επικίνδυνο, να κινδυνεύσω εγώ κι όχι εσύ. Αν δεν υπάρχει τίποτα, θα σου στείλω το πλοίο να σε μεταφέρει . Γιατί αν χαθεί ο Φίλων, εσύ θα βρεις άλλους φίλους. Ενώ αν χαθείς εσύ, θα δυστυχήσει όλη η οικουμένη, Αλέξανδρε”.
Πείσθηκα απ’ τα λόγια του και τον άφησα να αποπλεύσει πρώτος. Κι ενώ είχε ήδη αποβιβασθεί σ’ αυτό που θεωρούσαμε νησί κι είχε περάσει ώρα αρκετή, ξαφνικά ένα θηρίο εμφανίστηκε και καταδύθηκε αμέσως στο βυθό! Τρέξαμε αμέσως προς βοήθεια του Φίλωνα, ενώ το θηρίο είχε γίνει άφαντο, και πολλοί από μας χάθηκαν μαζί με τον αγαπητότατό μου φίλο! Και στενοχωρηθήκαμε πάρα πολύ. Ούτε και τους βαρβάρους που έψαχνα, βρήκα. Μείναμε οκτώ μέρες στο ακρωτήρι κι είδαμε το θηρίο που ονομάζεται εβδομαδάριο να ’χει πάνω του ελέφαντες! Μετά προχωρήσαμε επί πολλές μέρες και κατευθυνθήκαμε στην Πρασιακή. Αντικρίζοντας πλείστα όσα παράδοξα, θα σου αναφέρω τα πιο χαρακτηριστικά. Είδα πολλά ζώα και πολλούς όμορφους τόπους και πολλά είδη ερπετών. Το πιο εκπληκτικό απ’ όλα όμως ήταν η έκλειψη του ήλιου και της σελήνης κι ο σκληρός χειμώνας.
Όταν νικήσαμε το Δαρείο και το στρατό του κι υποτάξαμε όλη τη χώρα, πήγαμε να δούμε τους θησαυρούς του. Είχε πολύ χρυσό και αμφορείς διακοσμημένους με λίθους, ώστε ο ένας κρατήρας να χωρά ενάμιση κι ο άλλος οκτώ * και πολλά άλλα αξιοθέατα. Ξεκινήσαμε πάλι την πορεία μας, αρχίζοντας απ’ τις Κασπιακές πύλες. Όταν η ώρα πήγαινε δέκα, σάλπιζαν για δείπνο και μετά κοιμόμασταν επί τόπου. Το πρωί η σάλπιγγα σήμαινε στις τέσσερις. Οι στρατιώτες είχαν τόσα πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουν, ώστε κάλυπταν τα σώματά τους με θώρακες και με δερμάτινα υποδήματα, κνημίδες και περιμήρια. Γιατί οι ντόπιοι τούς είχαν πει πόσο διαφορετικά ήταν τα ερπετά στα μέρη τους και τους συνέστησαν να μην είναι κανείς χωρίς αυτή την προστασία. Προχωρήσαμε άλλες δώδεκα μέρες και φτάσαμε σε μια πόλη, που βρίσκονταν στο μέσο ενός ποταμού. Στην πόλη αυτή υπήρχαν καλάμια πάχους τεσσάρων πήχεων, με τα οποία σκέπαζαν τα οικήματα. Και δεν ήταν θεμελιωμένη στο έδαφος αλλά πάνω στα καλάμια! Διέταξα να σταματήσουν εκεί. Φθάνοντας σ’ εκείνο τον τόπο την τρίτη ώρα της ημέρας και πλησιάζοντας τον ποταμό, ανακαλύψαμε ότι τα νερά του ήταν χειρότερα κι απ’ τη λάσπη ενός έλους. Προσπαθώντας μετά να κολυμπήσουμε μέχρι την πόλη, εμφανίσθηκαν ιπποπόταμοι που άρπαζαν τους άνδρες μου! Έπρεπε να φύγουμε από κει με κάθε τρόπο. Σαλπίζαμε από τις έξι η ώρα μέχρι τις έντεκα, αλλά τα νερά εμπόδιζαν τη φυγή μας επί τόσες πολλές ώρες, ώστε έβλεπα τους στρατιώτες μου να πίνουν τα ίδια τους τα ούρα!
Κατά τύχη ήλθαμε σ’ έναν τόπο με μια λίμνη, η οποία είχε πολύ πλούσια βλάστηση. Πλησιάσαμε κι ήπιαμε νερό γλυκό σαν μέλι. Κι ενώ ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι απ’ αυτό το μέρος, είδαμε στο ακρωτήρι μια λίθινη στήλη που έγραφε: “Εγώ ο Σεσόγχοσις, ο κοσμοκράτορας, έφτιαξα αυτή την πηγή για όλους όσοι περιπλέουν την Ερυθρά θάλασσα”. Διέταξα να στρατοπεδεύσουμε, να ετοιμάσουν τα καταλύματα και να ανάψουν φωτιές. Κατά την τρίτη ώρα της νύχτας, κι ενώ η σελήνη έλαμπε στον ουρανό, μαζεύτηκαν στη λίμνη όλα τα θηρία του δάσους για να πιουν νερό. Υπήρχαν σκορπιοί πηχυαίοι που χώνονται στην άμμο, άλλοι λευκοί κι άλλοι κόκκινοι. Δώσαμε έναν καθόλου εύκολο αγώνα. Κι όταν ήδη είχαμε χάσει μερικούς, ενώ άλλοι φώναζαν και κραύγαζαν γοερά, άρχιζαν να μαζεύονται στη λίμνη τετράποδα θηρία, μεταξύ των οποίων ήσαν ρινόκεροι και λιοντάρια μεγαλύτερα απ’ τους δικούς μας τους ταύρους. Έβγαιναν απ’ τις πυκνές καλαμιές αγριόχοιροι μεγαλύτεροι από λιοντάρια (που τα δόντια τους ήταν ίσα μ’ έναν πήχη!) λύγκες και λεοπαρδάλεις και τίγρεις και σκορπίουροι και ελέφαντες και βούκριοι και ταυρελέφαντες κι άνδρες με έξι χέρια και πολύποδα και κυνοπέρδικες κι άλλα θηριόμορφα ζώα! Ο αγώνας μας δεν σταματούσε λεπτό. Αμυνόμαστε σαν ήρωες σ’ όλ’ αυτά τα θηρία. Μεσ’ απ’ την άμμο ξεπηδούσαν νυκταλώπηκες, που άλλοι είχαν δέκα πήχες μήκος κι άλλοι οκτώ, ενώ κροκόδειλοι βγήκαν μεσ’ απ’ τη λάσπη κι έφαγαν όλα τα σκευηφόρα ζώα! Είδαμε και νυχτερίδες μεγαλύτερες από περιστέρια, με δόντια! Πιάσαμε κάτι νυκτοκοράκια που κάθονταν κοντά στη λίμνη και τα φάγαμε. Αφού αντεπεξήλθαμε σ’ αυτά, ακολουθήσαμε μια φυσική δίοδο που έβγαζε στην Πρασιακή. Κι ενώ ήμασταν έτοιμοι να αναχωρήσουμε, γύρω στις έξι η ώρα σηκώθηκε ισχυρότατος αέρας για τρίτη φορά σ’ ένα μήνα. Ξαφνικά λοιπόν άρχισε να φυσάει τόσο, που παρέσυρε τις σκηνές μας κι έριξε κι εμάς τους ίδιους κάτω στο έδαφος! Τέσσερις μέρες μετά, κι ενώ η δίοδος γινόταν όλο και πιο δύσβατη, ανακαλύψαμε ** και μετά πέντε μέρες κυριεύσαμε την Πρασιακή πόλη ** μαζί με τον Πώρο κι όλους εκείνους που πολεμούσαν μαζί του * . Είχε πάρα πολλούς θησαυρούς, για τους οποίους έχω ήδη γράψει. Όταν έφθασα * και τακτοποίησα τα πάντα σύμφωνα με τη φυσική τους θέση, ήλθαν πρόθυμα οι Ινδοί και μου είπαν: “Βασιλιά Αλέξανδρε, θα καταλάβεις πόλεις, βασίλεια, έθνη και όρη, στα οποία δεν έχει πάει κανείς απ’ τους ζώντες βασιλείς”. Άλλοι πάλι ήλθαν απ’ τις πολυάνθρωπες πόλεις τους και μου είπαν: “Βασιλιά, έχουμε να σου δείξουμε κάτι αντάξιό σου. Θα σου δείξουμε φυτά που μιλάνε ανθρώπινα!”
Και μας οδήγησαν σ’ έναν καταπληκτικό κήπο, στη μέση του οποίου βρίσκονταν ο ήλιος κι η σελήνη! Και υπήρχε φρουρά των ιερών του ήλιου και της σελήνης. Ήλιος και σελήνη ήταν δυο δένδρα σαν κυπαρίσσια. Γύρω τους ήσαν δένδρα που έμοιαζαν με τις Αιγυπτιακές μυροβαλάνους, το ίδιο κι ο καρπός τους. Θεωρούσαν πως τα δυο δένδρα στο κέντρο του κήπου ήταν το μεν ένα αρσενικό, με αρσενική σκέψη, το δε άλλο θηλυκό, με γυναικεία. Το όνομα του αρσενικού δέντρου ήταν ήλιος και του θηλυκού σελήνη, που μιλούσαν μάλιστα με την ίδια φωνή.
Ήταν περιβεβλημένα με δέρματα θηρίων κάθε είδους, το αρσενικό δέντρο είχε δέρματα αρσενικών ζώων, το θηλυκό θηλυκών ζώων. Οι άνθρωποι εκεί δεν είχαν ούτε σίδερο ούτε χαλκό ούτε κασσίτερο ούτε καν πηλό για να πλάσουν κάτι! Κι όταν τους ρώτησα ποιων ζώων δέρματα είναι, μου είπαν λιονταριών και λεοπαρδάλεων. Στον τόπο αυτό κανείς δεν μπορεί να ’χει τάφο, πλην του ήλιου και της σελήνης * Για ρούχα χρησιμοποιούσαν τις προβιές των ζώων. Ζήτησα να μάθω για τα δένδρα. Και μου είπαν πως το πρωί, όταν βγαίνει ο ήλιος, ακούγεται απ’ το δένδρο μια φωνή, που ακούγεται πάλι όταν μεσουρανεί ο ήλιος κι όταν δύει. Το ίδιο γίνεται και με τη σελήνη. Κι αυτοί που φαίνονταν να ’ναι ιερείς, ήλθαν και μου ’παν: “Μπες μέσα καθαρός και προσκύνησε, και θα λάβεις ένα χρησμό”. Πήρα μαζί μου τους φίλους μου Παρμενίωνα, Κράτερο, Ιόλλα, Μαχητή, Θρασυλέοντα, Θεοδέκτη, Διίφιλο, Νεοκλή κι άλλους έντεκα άνδρες. Ένας ιερέας μου είπε: “Βασιλιά, τα σπαθιά δεν αρμόζουν στο ιερό”. Διατάζω τους φίλους μου ν’ αφήσουν τα ξίφη τους έξω. Μαζί μου μπήκαν συνολικά τριακόσιοι άνδρες, τους οποίους πρόσταξα να κατοπτεύσουν το γύρω χώρο. Κάλεσα μερικούς απ’ τους Ινδούς, που με ακολουθούσαν, να μου μεταφράσουν το χρησμό. Ορκίζομαι λοιπόν στον Ολύμπιο Δία, στον Άμμωνα, στην Αθηνά, στους νικηφόρους θεούς όλους ότι, αν τυχόν δύσει ο ήλιος και δεν έχει ακουσθεί ακόμα η φωνή του χρησμού, τότε θα τους κάψω ζωντανούς. Ταυτόχρονα με τη δύση του ήλιου όμως, ακούσθηκε απ’ το δένδρο μια φωνή που μιλούσε Ινδικά!
Ζήτησα απ’ τους Ινδούς, που βρίσκονταν μαζί μας, να μεταφράσουν τι είχε πει η φωνή. Αυτοί όμως ήταν φοβισμένοι και δεν ήθελαν. Κατάλαβα ότι κάτι συνέβαινε και τους κάλεσα ιδιαιτέρως. Κι οι Ινδοί μου είπαν: “Θα πεθάνεις γρήγορα, και μάλιστα από δικούς σου ανθρώπους!” Κι ενώ τόσο εγώ ο ίδιος όσο κι οι συνοδοί μου είχαμε μείνει εμβρόντητοι, θέλησα να λάβω νέο χρησμό μόλις φανεί η σελήνη. Έχοντας ακούσει το μέλλον μου, μπήκα μέσα στο ιερό και ζήτησα να μάθω αν πρόκειται να φιλήσω τη μητέρα μου την Ολυμπιάδα και τους πιο καλούς μου φίλους. Ενώ λοιπόν παρευρίσκονταν πάλι οι φίλοι μου, το δένδρο μίλησε ξανά όταν φάνηκε η σελήνη, αλλ’ αυτή τη φορά στα Ελληνικά. “Βασιλιά Αλέξανδρε” είπε “θα πεθάνεις στη Βαβυλώνα. Θα σε σκοτώσουν οι ίδιοι σου οι άνθρωποι και δεν πρόκειται να μετακομισθείς στη Μακεδονία για να σε δει η Ολυμπιάδα, η μητέρα σου!”
Εγώ κι οι φίλοι μου μείναμε κατάπληκτοι, σκέφτηκα ωστόσο να αφιερώσω τους κάλλιστους στέφανους στους θεούς. Ο ιερέας όμως μου είπε: “Δεν είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο. Αλλά αν επιμένεις, κάνε ό,τι θέλεις. Για τους βασιλείς δεν ισχύει κανένας νόμος”. Κι ενώ ήμουν περίλυπος και καταστεναχωρημένος, ο Παρμενίων κι ο Φίλιππος με παρεκάλεσαν να πάμε να κοιμηθούμε. Αρνήθηκα κι έμεινα ξύπνιος μέχρι το πρωί. Λίγο πριν την ανατολή, μαζί με δέκα φίλους, τον ιερέα και τους Ινδούς, ξεκίνησα για το ιερό, αλλά ζήτησα να χωριστούμε και μπήκα στο ιερό μόνος με τον ιερέα. Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο δένδρο και είπα: “Αν έχουν συμπληρωθεί τα χρόνια της ζωής μου, ένα θέλω μόνο να μάθω από σας, αν θα μετακομισθώ στη Μακεδονία κι αν θα ασπασθώ τη μητέρα μου Ολυμπιάδα και τη γυναίκα μου, και τότε ας πεθάνω. Μόλις λοιπόν ξημέρωσε κι ο ήλιος φάνηκε πάνω απ’ την κορυφή του δένδρου, ακούστηκε μια φωνή που έλεγε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο: “Έχουν συμπληρωθεί τα χρόνια της ζωής σου και δεν πρόκειται να ανακομισθείς στην Ολυμπιάδα. Θα πεθάνεις στη Βαβυλώνα. Μετά από λίγο και η μητέρα και γυναίκα σου θα βρουν απ’ τους ίδιους ανθρώπους τραγικό τέλος, όπως κι οι αδελφές σου. Μη ζητήσεις να μάθεις τίποτα για όλ’ αυτά. Γιατί δεν πρόκειται ν’ ακούσεις τίποτε περισσότερο Έφυγα από κει γύρω στη μία η ώρα, κι απ’ την Πρασιακή έφθασα στην Περσία. Βιαζόμουν να πάω στα ανάκτορα της Σεμιράμεως. Αυτά θεώρησα αναγκαίο να σου γράψω. Να ’σαι καλά”.
Ο Αλέξανδρος έγραψε αυτή την επιστολή στον Αριστοτέλη και πήγε με το στρατό του στα ανάκτορα της Σεμιράμεως, τα οποία επιθυμούσε διακαώς να επισκεφθεί και τα οποία ήσαν πολύ φημισμένα τόσο στην Περσία όσο και στην Ελλάδα…