Το ημέρωμα της Μάνης…
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Η Μάνη σε όλη την διάρκεια της οθωμανικής κατοχής του ελλαδικού χώρου, παρέμεινε ουσιαστικά ανεξάρτητη. Το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής αποδείχτηκε απροσπέλαστο εμπόδιο για τους Οθωμανούς γαζήδες, συντελώντας στην δημιουργία ενός «κράτους εν κράτει» για πάνω από 300 χρόνια. Όσες προσπάθειες και αν έγιναν για την υποταγή των Μανιατών κατέληξαν σε αποτυχία. Η βραχώδης πατρίδα των ανυπότακτων αυτών Πελοποννήσιων αποδείχτηκε απρόσβλητη και οι Οθωμανοί, ρεαλιστικά σκεπτόμενοι, παραχώρησαν αυτονομία στην περιοχή επιβάλλοντας και έναν φόρο υποτέλειας, που ζήτημα είναι αν τον εισέπρατταν κιόλας… Η αυτονομία των Μανιατών είχε, βέβαια, ευεργετικά αποτελέσματα, όσον αφορά στη διατήρηση της εθνικής τους ιδιαιτερότητας, αλλά όσον αφορά στην κοινωνική εξέλιξη τους, μάλλον τους απομόνωσε από τις γενικότερες εθνικές εξελίξεις της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Ο Νικ. Μοσχοβάκης σημειώνει για τους Μανιάτες πως : «Κεχωρισμένοι οι κάτοικοι αυτής (ενν. της Μάνης) ως ήσαν από του λοιπού κόσμου δια των αβάτων βράχων, διετήρησαν μεν την ελευθερίαν, αλλά συγχρόνως και τα μεσαιωνικά αυτών ήθη επιρρεαζόμενοι αυτοί ολιγώτερον πάντων των Ελλήνων εκ της αλλαχού τελουμένης προόδου». Στη χώρα των Μανιατών διατηρούνταν, στα αμέσως μετά την επανάσταση του 1821 χρόνια, μια μεσαιωνικού τύπου κοινωνική δομή. Στην κορυφή βρίσκονταν οι οικογένειες των ευγενών ή νικλιανών (ετυμολογικά, μάλλον, από την πόλη Νύκλι, που είχε ιδρύσει ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος στην Αρκαδία), από όπου προέρχονταν όλοι οι καπεταναίοι και στην βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονταν οι οικογένειες των φαμέγιων (εκ του λατινικού famiglia), που υπόκειντο στην εξουσία των ευγενών. Οι ευγενείς κατοικούσαν σε πύργους, ενώ ο υπόλοιπος λαός σε παράγκες και σπήλαια της περιοχής. Όσοι ανήκαν στο κατώτερο στρώμα των φαμέγιων προσκολλούνταν σε έναν από τους ευγενείς στους οποίους ορκίζονταν υποταγή. Οι μόνες ασχολίες αυτών των ορεσίβιων πολεμιστών ήταν η ληστεία και η πειρατεία. Ασχολίες που συνέχισαν να ασκούν ακόμη και μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Η χώρα τους όπως την περιγράφει ο Βαυαρός αξιωματικός Χρ. Νέζερ στα απομνημονεύματά του, ήταν «κρανίου τόπος»: «Ούτε θάμνον, ούτε δένδρον βλέπει τις, πανταχού δε ψιλοί και γυμνοί βράχοι, ων εν μέσω φύεται σπάνιος και λεπτός χόρτος. Πολλά υπάρχουν εν ταις πέτραις σπήλαια, εν οις βιούσι οι πενέστεροι των Μανιατών».
Αυτοί οι ορεσίβιοι πολεμιστές έπρεπε, στα πλαίσια της δημιουργίας του ενιαίου εθνικού κράτους, να ενσωματωθούν στη νεοελληνική εθνική κουλτούρα. Εμπόδιο στεκόταν ο μεσαιωνικός τρόπος ζωής τους καθώς και η τοπικιστική τους νοοτροπία. Επιθυμία τους φαίνεται πως ήταν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τη ζωή και τα προνόμια που είχαν επί τουρκοκρατίας. Αυτές τις ιδιαιτερότητες των Μανιατών προσπάθησε να εξαλείψει η αντιβασιλεία το καλοκαίρι του 1834. Ο Χρ. Νέζερ τονίζει πως: «Φανέντος επί του γεωγραφικού πίνακος του ελληνικού βασιλείου, εις πάσαν αυτού επαρχίαν εισήχθησαν και εγνώσθησαν οι νέοι νόμοι και οι άλλοι θεσμοί. Μόνοι οι Μανιάτες αντέστησαν. Οι Μανιάται απήτουν τα ίδια αυτών δίκαια, ων απήλαυον και επί Τούρκων, φόρον μόνον αυτοίς εκτίνοντες και κατ΄ όνομα μόνον όντες υποταγμένοι». Το νέο ελληνικό κράτος, όπως σημειώνει και ο Κων. Παπαρηγόπουλος έπρεπε να «αφομοιώσει την ιδιόρρυθμη διοίκηση αυτής της περιοχής με το σύστημα της διοίκησης του υπόλοιπου κράτους. Το ίδιο πράγμα είχε επιχειρήσει παλιότερα και ο κυβερνήτης (ενν. ο Καποδίστριας, που το πλήρωσε με την ζωή του…).» Αντίστοιχα ο Μέντελσον- Μπαρτόλντυ στην «Ιστορία της Ελλάδος» παρατηρεί ότι: «Οι Μανιάται έβλεπον απειλουμένας δια των εκπολιτιστικών μέτρων των Βαυαρών τας προσφιλεστάτας αυτών κλίσεις». Μια από τις «προσφιλέστατες» κλίσεις των Μανιατών ήταν και η αυτοδικία. Αυτή έπρεπε να καταργηθεί μαζί και με τους πύργους των ευγενών Μανιατών, που έπρεπε να μετατραπούν σε απλές κατοικίες. Για τον λόγο αυτό αρχές του 1834 κατεβαίνει στην Μάνη ο λοχαγός Φέντερ με στρατό και χρήματα. Ακολουθώντας έξυπνη και διπλωματική τακτική έπεισε πολλούς από τους πυργοδεσπότες να μετατρέψουν τους πύργους τους σε απλά σπίτια. Μάλιστα οι Μανιάτες αστειευόμενοι έλεγαν πως «τα τάλιρα του Φέντερ κάμνουν δουλειά»… Ο Γ. Κρέμος στην «Νεωτάτη γενική ιστορία» περιγράφει την κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει ο Φέντερ: «Οι Μανιάται αφορμήν επεζήτουν ίνα να επαναστατήσωσι, διότι παρ΄ αυτοίς ισχύοντος του δικαίου του ισχυροτέρου οι νόμοι ελάχιστον ίσχυον. Εκ των 800 περίπου ιδιοκτήτων πύργων συχνάκις εμάχοντο οι Μανιάται κατ΄ αλλήλων, εδίκαζον και καταδίκαζον, ελήστευον αλλήλους, εποιούντο επιδρομάς εις Μεσσηνίαν προ πάντων, ηρνούντο φόρους, ηπείλουν την αντιβασιλείαν, μέχρις ου αύτη έπεμψε τον λοχαγόν Φέδερ, όστις μάλλον δια χρημάτων ή δια των όπλων επέτυχε να ειρηνέυση τους Μανιάτας».
Και ενώ ο Φέντερ είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των Μανιατών, η καταδίκη του Κολοκοτρώνη από την Αντιβασιλεία, τον Μάιο του 1834, έρχεται να αναζωπυρώσει το επαναστατικό φρόνημα της Μάνης. Υπό την επίδραση και αντιπολιτευόμενων κύκλων, προερχόμενων κατά κύριο λόγο από το συντηρητικό και ρωσόφιλο κόμμα των Ναπαίων, οπαδός του οποίου ήταν ο Κολοκοτρώνης, ξεκινά νέος γύρος επαναστατικού αναβρασμού. Στη Μάνη, μάλιστα, ο Γέρος του Μωριά λατρευόταν σαν ημίθεος… Οι Ναπαίοι είχαν συσπειρώσει γύρω τους όλα τα θρησκόληπτα και συντηρητικά στοιχεία του νεοπαγούς κράτους, κύριος φόβος των οποίων ήταν η αλλοίωση της ορθόδοξης πίστης από τον καθολικό, και ως εκ τούτου αιρετικό, βασιλιά Όθωνα. Μάλιστα, η προσπάθεια του νομικού των αντιβασιλέων Γεωργίου-Λούντβιχ Μάουρερ να μεταρρυθμίσει τα εκκλησιαστικά πράγματα, με την κατάργηση πολλών μοναστηριών, είχε δημιουργήσει έντονη δυσαρέσκεια στους θρησκόληπτους Μανιάτες. Ο Μέντελσον-Μπαρτόλντυ περιγράφει τις ραγδαίες εξελίξεις ως εξής: «Αλλ΄ η πρόοδος της δίκης του Κολοκοτρώνη ανερρίπησε πάλιν την δυσπιστίαν και την οργή των Μανιατών. Έλεγον ούτοι, ότι η θρησκεία και η ελευθερία εκινδύνευον, ότι η κυβέρνησις ήθελε να βαπτίζονται τα παιδία μετά το δωδέκατον ή και μετά το εικοστόν πέμπτον της ηλικίας των έτος, ότι σκοπόν είχε να αφοπλίση τους Μανιάτας και να υποβάλη αυτούς εις το αποτρόπαιον χαράτζι, ως επί τουρκοκρατίας. Τότε δε κατεφάνησαν πρόδηλοι αι συνέπειαι των «ιστορικών» μέτρων του Μάουρερ. Εκκλησιαστικά και πολιτικά στοιχεία ηνώθησαν. Ορθοδοξία και χειροδικία (ενν. την αυτοδικία) έτειναν προς αλλήλας την χείρα. Μοναχοί δε, μη θέλοντες να καταλίπωσι τα μοναστήρια των, παρίστων τον Όθωνα ως αντίχριστον εις τους ευσεβείς κατοίκους του Ταϋγέτου και επηγγέλοντο ρωσικήν βοήθειαν». Έτσι για μια ακόμη φορά νέο εκστρατευτικό σώμα, απαρτιζόμενο από δυο λόχους, κατευθύνθηκε προς την Μάνη, τον Μάιο του 1834 «ίνα ειρηνικώς τεθή τάξις εις τα των πεπλανημένων Μανιατών». Και ενώ αρχικά οι Μανιάτες καλωσόρισαν τους Βαυαρούς και τους παραχώρησαν και μερικούς πύργους να καταλύσουν, το βράδυ τους επιτέθηκαν. Έπειτα από πολιορκία δυο ημερών οι περισσότεροι Βαυαροί εξαντλημένοι υποχώρησαν. 36 όμως από αυτούς έπεσαν στα χέρια των Μανιατών. Από τις ταλαιπωρίες στις οποίες τους υπέβαλαν οι Μανιάτες οι 13 δεν επιβίωσαν…
Η ντροπή της πρώτης απόπειρας πείσμωσε ακόμη περισσότερο την Αντιβασιλεία. Νέο εκστρατευτικό σώμα οργανώθηκε, τον Ιούνιο του 1834, αποτελούμενο αυτή την φορά από 6.000 άνδρες, ένα σώμα έφιππης χωροφυλακής, από δυο ορεινές πυροβολαρχίες καθώς και από 500 άνδρες του Μανιάτη καπετάνιου Κατσάκου, τον οποίο οι Βαυαροί είχαν πάρει με το μέρος τους. Η καλοκουρδισμένη βαυαρική πολεμική τακτική θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον παραδοσιακό ανταρτοπόλεμο των Μανιατών. Ο Χρ. Νέζερ, που συμμετείχε και κατέγραψε την εκστρατεία, σημειώνει για την πολεμική τακτική των Μανιατών: «Ο Μανιάτης είναι ανδρείος μόνο όπισθεν των βράχων, ένθα αντέχει μεν εις πείναν και δίψαν, αλλά δεν αγαπά τον στήθος προς στήθος πόλεμον, ως ο της Στερεάς Έλλην. Όταν προσβάλληται δια των λογχών, υποτάσσεται, εάν μη δύνηται να αποφύγη». Ο βαυαρικός στρατός πήρε μια καλή γεύση των πολεμικών ικανοτήτων των Μανιατών, αφού δυο απόπειρες των Βαυαρών να εισχωρήσουν στην Μάνη στέφθηκαν με παταγώδη αποτυχία. Η τακτική των Βαυαρών, μάχη κατά παράταξη, ήταν αποδοτική στις αχανείς πεδιάδες της βόρειας Ευρώπης, αλλά στα απόκρημνα βουνά της Μάνης, οι Βαυαροί στρατιώτες ήταν πανεύκολος στόχος για τους δεινούς σκοπευτές των Μανιατών. Η τακτική των Μανιατών ουσιαστικά συμπυκνωνόταν στο «χτύπα και τρέχα». Μια αργή και βασανιστική αποψίλωση των γραμμών του εχθρού, μέσα από συνεχείς ενέδρες, που διέλυε κυριολεκτικά το ηθικό του αντιπάλου, καθιστώντας τον ανίκανο για μάχη. Ο Μέντελσον-Μπαρτόλντυ αναφέρει σχετικά: «Τάγμα τι, όπερ είχε τολμήσει υπό τον συνταγματάρχη Σάουτινερ να εισχωρήσει εις τα Κακοκβούνια, προσεβλήθη αίφνης εντός στενοπορίας υπό εχθρών αοράτων, εις ων τους πυροβολισμούς και τα λιθοβολήματα ουδέ να απαντήσει καν ηδύνατο. Ο συνταγματάρχης εσυνθηκολόγησε, και τότε μόνον προς οδυνηράν αυτού έκπληξιν παρετήρησεν, ότι είχε παραδοθή εις πολύ ασθενέστερον στίφος Μανιατών». Πολλοί από τους Βαυαρούς που αιχμαλωτίστηκαν αφού βασανίστηκαν, θανατώθηκαν από τους Μανιάτες. Ο κόμης Λούζης, πρεσβευτής της Πρωσίας στο Ναύπλιο, αναφέρει χαρακτηριστικά: « Το κατ΄ αρχάς εφόνευον τους αιχμαλώτους οι Μανιάται μετά ποικίλης και μυριοτρόπου ωμότητος». Τα ίδια αναφέρει για την τύχη των αιχμαλώτων και ο Γ. Κρέμος: «Τα δεινά των Βαυαρών εν Μάνη ήσαν μεγάλα. Οι συλλαμβανόμενοι αιχμάλωτοι υφίσταντο μαρτύρια, διότι οι Μανιάται εθεώρουν αυτούς ως εχθρούς της πίστεως και του εαυτών εθνισμού». Αντίστοιχα ο Αν. Γούδας μας πληροφορεί πως: «Όσους δε νεοσυλλέκτους Βαυαρούς ηχμαλώτιζον οι Μανιάται, μη δυνάμενοι να διατρέφωσι, επώλουν επί δημοπρασίας αντί ευτελεστάτου τιμήματος». Και ο Μέντελσον-Μπαρτόλντυ συμπληρώνει: «Οι πρώτοι δυστυχείς, οίτινες έπεσον εις χείρας των Μανιατών, υπέστησαν πάσας τας ωμότητας αγρίων και ασπόνδων εχθρών. Εθανάτωσαν αυτούς οι Μανιάται βραδέως δια μακρού και τετεχνημένου μαρτυρίου, απέκοψαν αυτών τας ρίνας και τα ώτα, και τους ηκρωτηρίασαν. Πλην δε τούτου ενέκλεισαν αυτούς εντός σάκκων ομού μετά γαλών, καθ΄ ων δεν ηδύναντο οι άθλιοι να υπερασπισθώσι, και έχαιρον επί τη απελπιστική αγωνία των θνησκόντων».
Μετά από αυτά τα εξευτελιστικά χτυπήματα, η Αντιβασιλεία κατανόησε ότι για να υποτάξει του Μανιάτες έπρεπε να κινηθεί διπλωματικά. Ο πανούργος πολιτικός Ι. Κωλέττης συμβούλευσε την Αντιβασιλεία να κινηθεί στα χνάρια του Φέντερ. Εκτός από τα μολυβένια βόλια, στα οποία αποδείχτηκαν μάλλον άστοχοι οι Βαυαροί, χρειάζονταν και τα… «χρυσά βόλια». Ό,τι δεν μπορεί κανείς να το κατακτήσει, μπορεί κάλλιστα να το εξαγοράσει. Έτσι εκτός από τον Κατσάκο, που εξ αρχής εξαγοράστηκε, και οι οικογένεια των Τζανετάκηδων θαμπώθηκε από τα «χρυσά βαυαρικά βόλια»… Παράλληλα η Αντιβασιλεία αναγνώρισε, ότι στο είδος του πολέμου των Μανιατών μόνο Έλληνες μπορούσαν να αντισταθούν. Έτσι αποφυλακίστηκαν πολλοί οπλαρχηγοί που είχαν συλληφθεί μαζί με τον Θ. Κολοκοτρώνη, μεταξύ των οποίων ο Θεοδ. Γρίβας, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μαμούρης, ο Τσάμης Καρατάσος και άλλοι, στους οποίους αποδόθηκαν και στρατιωτικοί βαθμοί. Ο Γρίβας με τον Φέντερ εστάλησαν αμέσως στην Μάνη για να προσπαθήσουν να επαναφέρουν τους Μανιάτες στην τάξη. Και πράγματι τα «τάλιρα του Φέντερ», για μια ακόμη φορά, αποδείχτηκαν αξιόπιστα. Ο Μέντελσον-Μπαρτόλντυ μας πληροφορεί: «Ελθών εις διαπραγματεύσεις, συνεβιβάσθη μετά των αρχηγών των Μανιατών οίτινες ευρέθησαν διατεθειμένοι να υποχωρήσωσιν αντί χρημάτων, και επί τη υποσχέσει ότι η Μάνη δεν ήθελε πλέον ενοχληθή υπό των αναμορφωτικών της αντιβασιλείας μέτρων». Ακόμη ίδρυσε και δυο ευζωνικά τάγματα στα οποία εντάχθηκαν Μανιάτες και μοίρασε αφειδώς στρατιωτικούς βαθμούς. Παράλληλα η κυβέρνηση θα δεχθεί μερική διατήρηση των εξοπλισμένων πύργων καθώς και την ακύρωση του διατάγματος για κατάργηση των μοναστηριών στην περιοχή της Μάνης. Ο Χρ. Νέζερ αναφέρει για τα αποτελέσματα της διπλωματίας του Φέντερ: «Μετά εν και ήμισυ έτος η Μάνη κατέστη ως αι λοιπαί επαρχίαι, κατέβαλε δασμούς και οι άνδρες των πενεστέρων αυτής τάξεων ηναγκάσθησαν να ζητήσωσιν έργον αλλαχού της Ελλάδος, ως τέκτονες, αρτοποιοί και χειρωνάκται. Βεβαίως ηκούοντο ενίοτε ακόμη επιδρομαί Μανιατών εις το πεδίον των Καλαμών, ων ένεκα εγίνοντο και αιτιάσεις. Αλλ΄ αι επίσημοι ληστείαι είχον όλως εκλίπει». Όσο για τον Φέντερ, οι Μανιάτες τον λάτρεψαν. Μανιάτες αξιωματικοί τον ακολουθούσαν παντού και προσπάθησαν, μάλιστα, να τον παντρέψουν και με Μανιάτισσα από αρχοντική οικογένεια. Ο ίδιος αρνήθηκε διπλωματικά, μη θέλοντας να δημιουργήσει εντυπώσεις. Ήταν τόσος ο σεβασμός των Μανιατών προς το πρόσωπο του Φέντερ, που όταν λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα ως πρεσβευτής της Βαυαρίας, ολόκληρο τάγμα Μανιατών έφτασε στην πρωτεύουσα και τον ακολουθούσε, όπου και αν πήγαινε.
Ο αγώνας των Μανιατών ενάντια στους Βαυαρούς διήρκησε μέχρι και τον Αύγουστο του 1834. Σε αυτούς του λίγους μήνες του καλοκαιριού η Αντιβασιλεία γελοιοποιήθηκε στρατιωτικά και εν τέλει υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει τις απόψεις της περί των ατάκτων αγωνιστών. Ο στόχος των Βαυαρών, όταν πρωτοήρθαν στην Ελλάδα, ήταν η δημιουργία ενός εθνικού στρατού, προς αντικατάσταση των άτακτων ομάδων που ουσιαστικά είχαν σηκώσει το μεγαλύτερο μέρος της επανάστασης του 1821. Αντί, όμως, να απαρτιστεί ο νέος ελληνικός στρατός από τα παλικάρια της επανάστασης, οι Βαυαροί θεώρησαν φρονιμότερο να φέρουν μισθοφόρους από την Βαυαρία. Ειδικά για την περιοχή της Μάνης αυτό σήμαινε κυριολεκτική καταδίκη των ανθρώπων της σε θάνατο. Η μόνη ασχολία στην οποία είχαν παραδοσιακά καλές επιδόσεις, ήταν ο πόλεμος και το πλιάτσικο. Μόνο ο λοχαγός Φέντερ αντιλήφθηκε από νωρίς ότι η μόνη λύση στο πρόβλημα των Μανιατών ήταν η στρατολόγηση τους στον εθνικό στρατό. Οι περισσότεροι των Βαυαρών θεωρούσαν, υπεροπτικά, ότι θα μπορούσαν να τιθασεύσουν τους Μανιάτες με μόλις… ένα λόχο. Οι Μανιάτες, έχοντας τελειοποιήσει την τέχνη του ανταρτοπόλεμου δια μέσου των αιώνων, αποδείχτηκαν σκληρά καρύδια, ακόμη και για έναν στρατό ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Από την άλλη μεριά, η πολιτισμική καθυστέρηση των Μανιατών τους εμπόδιζε να ενταχθούν λειτουργικά στο νέο, κοσμικών προδιαγραφών, ελληνικό κράτος. Η κοινωνία τους ήταν ένα μεσαιωνικό απομεινάρι που κυριαρχούταν από την αμάθεια και την θρησκοληψία, χαρακτηριστικά τα οποία πολλάκις τα εκμεταλλεύτηκαν οι αντιπολιτευόμενοι τις οθωνικές κυβερνήσεις… Ό,τι, όμως, δεν κατάφεραν να κάνουν τα μολυβένια βόλια το κατάφεραν τα χρυσά. Ο Τρ. Ευαγγελίδης στην «Ιστορία του Όθωνος» σχολιάζει για τα γεγονότα της Μάνης: «Ευτυχώς η αντιβασιλεία ηνόησεν, ότι πολύ συντελεστικωτέρα ήθελεν αποβή η ήπια διαγωγή ή η αυστηρότης, εφ ω και ήλλαξε πολιτικήν. Πράγματι δ΄ ό,τι δεν κατώρθωσεν ο Σάουτινερ επέτυχεν ο Γρίβας, αποφυλακισθείς, μετά του Φέδερ, οίτινες απεστάλησαν προς καθησύχασιν των Μανιατών. Το αυτό ήπιον σύστημα επέτυχε και εν Αρκαδία και τη 13η Αυγούστου 1834 εδόθη πλήρης αμνηστεία προς πάντας τους στασιαστάς». Η παγκόσμια και διαχρονική αξία του χρυσού, οδήγησε τους Μανιάτες από πολέμιους των Βαυαρών να γίνουν, σταδιακά, πραιτοριανοί τους…
Διαβάστε:
- Δημήτρη Φωτιάδη, «Κολοκοτρώνης», εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
- Χρ. Νέζερ, «Απομνημονεύματα των πρώτων ετών της ιδρύσεως του ελληνικού βασιλείου».
- Γεωργίου Κρέμου, «Νεωτάτη γενική ιστορία».
- Τρ. Ευαγγελίδης, «Ιστορία του Όθωνος».
- Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας», τομ. Α΄, εκδ. Πατάκη.
- Κάρολος Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, «Ιστορία της Ελλάδος», τομ. Β΄.