Ο λέων των Ιωαννίνων
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Ο Αλή Πασάς υπήρξε ίσως η πιο πολυσυζητημένη προσωπικότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στους νεότερους χρόνους. Για κανέναν άλλο αξιωματούχο της αυτοκρατορίας δεν έχουν γραφτεί τόσα πολλά όσο για τον περιβόητο «Λέοντα των Ιωαννίνων», όπως τον χαρακτήρισε ο Άγγλος ιστορικός William Miller. Μια προσωπικότητα που συνδύαζε τα πλέον ευγενή προτερήματα με τα πιο ποταπά ελαττώματα και που αποτέλεσε το πρότυπο, για τη δυτική διανόηση, του ανατολίτικου τύπου δεσπότη. Σκληρός και συμπονετικός, πρωτόγονος αλλά και οξυδερκής, άνθρωπος με «μπέσα» αλλά και ύπουλος κατάφερε να στήσει μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ένα κράτος εν κράτει που άντεξε από το 1788 μέχρι και το θάνατο του το 1822. Μαζί με τους πασάδες Πασβάνογλου Βιδινίου και Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου αντιπροσωπεύει μια καινούργια τάξη Οθωμανών τοπαρχών που σπάει τον ανατολίτικο απομονωτισμό και εγκαινιάζει ουσιαστικές επαφές με τη Δύση. Πλήθος περιηγητών επισκέπτεται την αυλή του, πρόξενοι των Μεγάλων δυνάμεων εγκαθίστανται στην πρωτεύουσα της επικράτειας του, τα Ιωάννινα, ενώ πολλαπλασιάζονται οι εμπορικές επαφές με τα ευρωπαϊκά κέντρα. Στην ελληνική ιστοριογραφία το όνομα του είναι συνδεδεμένο περισσότερο με την καταστροφή των κλεφταρματωλών της Ρούμελης και της Ηπείρου, ενώ πολλοί μεταγενέστεροι ιστοριογράφοι τον παρουσιάζουν σαν αιμοβόρο ανθελληνικό τέρας «γαρνίροντας» τις περιγραφές τους και με πιπεράτες αισθησιακές ιστορίες σχετικές με την ακόρεστη λίμπιντο του… Τέτοιες περιγραφές ξεφεύγουν πλήρως από την πραγματικότητα διαστρέφοντας τις ιστορικές πληροφορίες που υπάρχουν εξυπηρετώντας μάλλον σκοπιμότητες της εθνικής μας ιστοριογραφίας, παρά την ιστορική αλήθεια.
Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του Αλή παραμένει ακόμη άγνωστη. Πιθανότερο είναι ότι γεννήθηκε μεταξύ 1740 και 1750 μέσα στο περιβάλλον μιας αριστοκρατικής μουσουλμανικής αλβανικής οικογένειας στο Τεπελένι. Το σοι του ήταν συνδεδεμένο με τις ανώτερες κοινωνικές βαθμίδες της αλβανικής αριστοκρατίας που στήριζε τα αξιώματα και τον πλούτο της στη βία και στη ληστεία. Ο παππούς του Αλή Μουχτάρ ήταν λήσταρχος διακριθείς στον τουρκοβενετικό πόλεμο το 1716 ενώ ως αρχηγός «φάρας» συντηρούσε το δικό του σώμα ένοπλών ανδρών. Ο πατέρας του Αλή Βελής διετέλεσε ανώτερος διοικητής (mutasarrif) στο σαντζάκι του Δέλβινου αφού προηγουμένως είχε φονεύσει τον εξάδελφο του Ισλάμ μπέη που κατείχε την θέση. Από τα πρώτα του λοιπόν βήματα ο Αλή είχε κατανοήσει πως στην Οθωμανική αυτοκρατορία τα αξιώματα κερδίζονται με το σπαθί στο χέρι και δεν χαρίζονται… Έτσι στα πρώτα του εφηβικά χρόνια τον βρίσκουμε «στο κλαρί» να επιδίδεται σε ληστρικές επιχειρήσεις αναπτύσσοντας παράλληλα διασυνδέσεις, ζωτικής σημασίας για την μετέπειτα πορεία του, με κλέφτες της περιοχής της Ηπείρου. Κατά τον 19ο αιώνα στην οθωμανική αυτοκρατορία η ληστρική δραστηριότητα αποτελούσε τον κυρίαρχο μηχανισμό μέσω του οποίου μπορούσε κάποιος να ενσωματωθεί στην στρατιωτική ιεραρχία της αυτοκρατορίας. Η Πύλη θεωρώντας αντιοικονομικό να εξουδετερώνει συνεχώς τους ληστές επέλεγε τον ισχυρότερο και καθιστούσε αυτόν διώκτη άλλων παρόμοιων συμμοριών εντάσσοντας τον παράλληλα στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας. Κλασικό παράδειγμα οι «αρματολοί» του ελληνικού χώρου, οι οποίοι πριν τους απονεμηθεί ο τίτλος του αρματολού ασχολούνταν με τη ληστεία, ήταν δηλαδή «κλέφτες». Στα πρώτα λοιπόν βήματα της σταδιοδρομίας του ο Αλή καταφέρνει να διοριστεί από την Πύλη αρχηγός ενόπλων που φύλαγαν τις ορεινές διαβάσεις (derbendler basbugu) στο Τεπελένι στα 1787, ενώ στα τέλη του 1788 με πονηρή στρατηγική αρπάζει το πασαλίκι των Ιωαννίνων από τον έως τότε πασά Κουρτ, εξαναγκάζοντας ουσιαστικά την Πύλη να δεχτεί τα τετελεσμένα. Από τούδε και εξής, έχοντας ως βάση του τα Ιωάννινα, θα επεκτείνει την επικράτεια του αποσκοπώντας να θέσει υπό την ηγεμονία του ολόκληρη την Ήπειρο, την Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Έχοντας συσσωρεύσει εμπειρία από την ενασχόληση του με την ληστεία από τα πρώιμα χρόνια της ζωής του, ο Αλή κατανόησε ότι η εσωτερική ασφάλεια των περιοχών που διοικούσε ήταν sine qua non για ένα επιτυχημένο αυτοκρατορικό οικοδόμημα. Όλοι οι περιηγητές και οι ιστορικοί της εποχής του συμφωνούν σε ένα πράγμα. Τα χρόνια της ηγεμονίας του η ληστρική δραστηριότητα στην επικράτεια του είχε μειωθεί στο ελάχιστο. Αυτό συνέβη διότι ο Αλή ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο πάνω στους αρματολούς της επικράτειας του, τους οποίους επέλεγε ο ίδιος και όχι η Πύλη. Σκοπός του ήταν να περιορίσει τη δράση των κλεφτών, αφενός για να τονώσει το εμπόριο στις περιοχές που διοικούσε και αφετέρου για να ευχαριστήσει την Πύλη υποστηρίζοντας την ευνομία της αυτοκρατορίας. Παράλληλα με αποφασιστικότητα θα πατάξει τους παντός είδους μικροηγεμονίσκους της επικράτειας του, αγάδες, μπέηδες, κοτζαμπάσηδες οι οποίοι είχαν κάνει από καιρό αφόρητη την ζωή των απλών χωρικών με τις συνεχείς φορολογικές επιβαρύνσεις που καταχρηστικά επέβαλαν ως επινοικιαστές φόρων στην Πύλη. Ο Περραιβός στην «Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας» σημειώνει: «Ηγεμονεύσας ο Αλή Πασάς, κατήργησε εκ διαλειμμάτων την πολυαρχίαν και την αναρχίαν, καταστρέψας πολλούς τυραννίσκους Οθωμανούς και Έλληνες, μπέηδες, αγάδες και δημάρχους, οι οποίοι ετρέφοντο και εθησαύριζον εκ του ιδρώτος των υπηκόων του. Εκαθάρισε τας οδούς από τους κακούργους, διατάξας τους κατά επαρχίαν γνωρισμένους καπιτάνους να τους καταδιώκωσι και καταστρέφωσι. […] Εις όλας τας επαρχίας της ηγεμονίας του, έμποροι και παντός είδους επαγγέλματος άνθρωποι περιεφέροντο άφοβοι και ανεπηρέαστοι». Και ο Φίνλεϊ συμφωνεί με τον Περραιβό στην «Ιστορία της Ελληνικής επανάστασης» πως «η πολιτική του Αλή Πασά ήταν να συγκεντρώσει όλη την εξουσία στα χέρια του. Ακολούθησε τα σχέδια των προκατόχων του Κουρδ και Σουλεϊμάν στην εξόντωση των αρματολών και εγκαινίασε μια σειρά μέτρων, που αποβλέπανε να εξασθενήσουν την επιρροή των πλούσιων Οθωμανών Τούρκων στα μέρη της Ελλάδας και της Μακεδονίας, που βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του». Στόχος του ήταν να αντικαταστήσει τον φεουδαρχικό κατακερματισμό της επικράτειας που κατείχε με μια συγκεντρωτική εξουσία σε στυλ δυτικής πεφωτισμένης δεσποτείας που θα στηρίζεται παράλληλα σε μια δραστήρια αστική-εμπορική τάξη. Η ικανότητα του να εξασφαλίσει ακριβώς αυτές τις συνθήκες απρόσκοπτης οικονομικής δραστηριότητας εντός της επικράτειας του, συσπείρωσε γύρω του την τότε αναπτυσσόμενη ελληνική αστική τάξη. Ο Μέντελσον- Μπαρτόλδυ τονίζει στην δική του «Ιστορία της Ελληνικής επανάστασης» ότι «Ο Αλή ξέκοψε την κοινωνική πραγματικότητα από τον μεσαίωνα και το φεουδαρχισμό και άνοιξε τον δρόμο στον πολιτισμό με τη μορφή του νεώτερου δεσποτισμού.[…] Ο Αλή πολέμησε τους ληστές κοτζαμπάσηδες, όπως και τους ληστές, με τα ίδια τους όπλα και η αποτελεσματική του αυστηρότητα κατέστρεψε τη μάστιγα αυτή. Οι δρόμοι απόχτησαν ιδεώδη ασφάλεια.[…] Οι ραγιάδες έβρισκαν αμερόληπτη δικαιοσύνη και ισότης επικρατούσε πέρα για πέρα μπροστά στο νόμο». Και το ακόμη πιο εντυπωσιακό ντοκουμέντο της αποδοχής των πράξεων και της πολιτικής του Αλή βρίσκεται σε ένα άρθρο της «Εφημερίδας» της Βιέννης που την έβγαζε ο κύκλος του Ρήγα, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Γραφαί πολλαί από τα μέρη της Ρούμελης κηρύττουν την ευτυχίαν των ραγιάδων υπό την ηγεμονίαν του ηγεμόνος πάσης Ηπείρου πασά Ιωαννίνων Αλή. Η Υψηλότης του, αφού έκανε εις εκείνα τα μέρη να απολαμβάνουν οι χριστιανοί μιαν άκραν ειρήνην και ελευθερίαν, ηθέλησε να τους ελαττώση και από τα δοσίματα και εξωτερικάς αδικίας.[…] Όθεν εις Ιωάννινα ευρίσκεται ο λαός εις μεγάλην χαράν, επειδή τα δοσίματα των είναι ασυγκρίτως ολιγώτερα ήγουν το ένα πέμπτον από ό,τι έπρεπε να δώσουν πρωτύτερα». ( Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Ι. Κορδάτος τομ. Α΄). Ουσιαστικά κατάργησε την επινοικίαση των φόρων από τους διάφορους αγάδες και μπέηδες, που προσαύξαναν τα «δοσίματα» για ίδιον όφελος. Στη θέση τους διόριζε αρματολούς της επιλογής του πλήρως αφοσιωμένους σε αυτόν επιφορτισμένους με τη συλλογή των φόρων. Ο αρματολός πλέον αποκτούσε επιπρόσθετες αρμοδιότητες με σκοπό βαθύτερο να χτυπηθεί η υπερφορολόγηση που παρέλυε κάθε οικονομική δραστηριότητα. Όπώς σημειώνει και ο ίδιος ο Στουρνάρας, αρματολός στο αρματολίκι του Ασπροποτάμου που υπαγόταν στη διοίκηση των Τρικάλων και πασάς του οποίου ήταν ο Βελής, γιος του Αλή, «Κερδίζων παρ’ ημέραν την εύνοιαν του, με επιφόρτισε να συνάξω τα δικαιώματα του. Τούτο ήτο έργον των προεστών, πλην δεν ηδυνάμην να το αποφύγω… Τα δίκαια των προεστών τα κατεπάτησα, κατέχων εκ τούτου πολιτικήν και πολεμικήν θέσιν. Όλοι οι προεστοί συνεφώνησαν κατ’ εμού και ήρχισαν να με διαβάνουν στον Βελή πασά».
Το κράτος του Αλή δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς οικονομικούς πόρους. Ευφυέστατα ο Αλή διείδε τις οικονομικές δυνατότητες που ανοίγονταν με την αξιοποίηση της ανερχόμενης τότε ελληνικής αστικής τάξης. Στη θέση της απαρχαιωμένης φεουδαρχικής τάξης των Οθωμανών σπαχήδων και των Ελλήνων κοτζαμπάσηδων αποφάσισε να τοποθετήσει την δραστήρια και καινοτόμο αστική τάξη των Ιωαννίνων που ως επί το πλείστον αποτελούνταν από Έλληνες. Πράγματι το ελληνικό εμπόριο τονώθηκε ως απόρροια της υπογραφής της συνθήκης του Κιουτσούκ- Καϊναρτζή καθώς και λόγω της Γαλλικής επανάστασης, που είχε ως άμεσο αποτέλεσμα το εμπόριο της Μαύρης θάλασσας και της Αδριατικής να περάσει σε ελληνικά χέρια. Το οικονομικό πλεόνασμα των εμπορικών αυτών δραστηριοτήτων έξυπνα ο Αλή το κατηύθυνε στην επικράτεια του. Η αστική τάξη άρχισε να επενδύει στα Ιωάννινα στην βιοτεχνία, την παιδεία και στο εμπόριο πρώτων υλών. Ο Αλή ανέβασε παράλληλα σε διάφορα κρατικά αξιώματα Έλληνες αστούς όπως τον Κων/νο Δούκα στη θέση του διοικητή και πληρεξούσιου του στο Μπεράτι και στην Αυλώνα και στο ίδιο αξίωμα τον Νικόλαο Κραββαρίτη στον Αλμυρό και τον Χρήστο Κάνο στο Πρεμέτι. Οι κυριότεροι μυστικοσύμβουλοι του ήταν Έλληνες όπως ο Μάνθος Οικονόμου, ο Αλέξης Νούτσος και ο Θανάσης Βάγιας.
Αλλά και η ίδιοι οι Έλληνες αστοί είδαν στο πρόσωπο του Αλή το μέσο για τη συντριβή των παντός είδους ηγεμονίσκων που εμπόδιζαν την ανάπτυξη τους και περιόριζαν τους επενδυτικούς ορίζοντες τους. Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας είχε και μια προσωπική πινελιά του Αλή… Απαγόρευε την μετανάστευση ολόκληρων οικογενειών που ασχολούνταν με το εμπόριο, προκείμένου οι μετανάστες, διατηρώντας επαφή με τους συγγενείς τους στα Ιωάννινα, να ανοίγουν εμπορικούς δεσμούς με την πατρίδα. Ο Henry Holland στο βιβλίο του «Travels in the Ionian isles, Albania, Thessaly, Macedonia etc During the years 1812 and 1813» σημειώνει ότι «αυτή η μέθοδος παρεμπόδισης της μετανάστευσης είχε ως αποτέλεσμα την παραμονή στον τόπο, κλάδων από όλες τις παλαιές οικογένειες των Ιωαννίνων, και ως εκ τούτου τη διατήρηση των εμπορικών δεσμών, οι οποίοι σε άλλη περίπτωση θα μεταφέρονταν αλλού.[…] Σε μια ελληνική οικογένεια, με την οποία συνδεόμουν στενά, και αποτελείτο από τέσσερα αδέρφια, ο ένας ήταν εγκατεστημένος στα Γιάννενα, ο δεύτερος στη Μόσχα, ο τρίτος στην Κωνσταντινούπολη και ο τέταρτος σε κάποιο μέρος της Γερμανίας, διατηρώντας όμως μεταξύ τους δεσμούς για τα κοινά συμφέροντα τους». Τα μέλη λοιπόν τέτοιων οικογενειών συνεισέφεραν στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και στην καλλιέργεια κοσμοπολίτικης ατμόσφαιρας στα Ιωάννινα, αφού πέρα από τις εμπορικές δραστηριότητες επένδυαν και στην παιδεία.
Ο πληθυσμός των εδαφών του Αλή ήταν κατά βάση ελληνικός, με αναλογία Ελλήνων προς Τούρκους γύρω στους δέκα προς ένα. Οι δε Αλβανοί των περιοχών της Ηπείρου μιλούσαν εξ ίσου την ελληνική και την αλβανική, ενώ οι χριστιανοί Αλβανοί σε ελάχιστα διέφεραν από τους αντίστοιχους Έλληνες. Έχοντας αυτό το δεδομένο κατά νου ο Αλή, καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα ως την επίσημη της αυλής του και πλαισίωσε τον κρατικό του μηχανισμό με μορφωμένους Έλληνες αστούς. Παράλληλα φρόντισε να δημιουργήσει μια «γραμμή εφοδιασμού» για το προσωπικό και τους αξιωματούχους της γραφειοκρατίας του επιτρέποντας και ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων και βιβλιοθηκών. Στα χρόνια του Αλή τα Ιωάννινα είχαν καταστεί το κέντρο της πνευματικής αναγέννησης του ελληνικού έθνους. Ο John Cam Hobhouse που ταξίδεψε το 1809 στα εδάφη του Αλή μας πληροφορεί ότι «το σημαντικότερο (σχολείο) διευθυνόταν από τον διακεκριμένο άνθρωπο των γραμμάτων Αθανάσιο Ψαλίδα, και είχε στις τάξεις του 100 υπότροφους. Το άλλο διευθυνόταν από έναν κληρονομικώ δικαίω δάσκαλο που ονομαζόταν Μπαλάνος[…]. Αυτό το σχολείο που είχε ιδρυθεί πριν από 130 χρόνια, φιλοξενούσε στις τάξεις του 300 μαθητές και ελάμβανε χορηγία από τους διάσημους αδελφούς Ζωσιμάδες». Ουσιαστικά τα μέλη του αυλικού κατεστημένου και του εκπαιδευτικού κατεστημένου, λειτουργώντας ως συγκοινωνούντα δοχεία, δημιούργησαν τις βάσεις για την εξάπλωση του ελληνικού και μετέπειτα του αλβανικού εθνικισμού. Επί παραδείγματι οι αδερφοί Frasheri πρωτεργάτες του αλβανικού εθνικισμού, είχαν αποφοιτήσει από το γυμνάσιο των Ζωσιμάδων, ενώ πολλοί λόγιοι και φορείς των ιδεών του διαφωτισμού δίδασκαν τότε στα Ιωάννινα, όπως ο Γεώργιος Σακελλάριος. Στο κράτος του Αλή μπαίνουν σταδιακά οι βάσεις της εθνικής αυτοσυνειδητοποίησης των Ελλήνων, οι οποίοι όμως, όταν λίγο αργότερα θα ξεσπάσει η επανάσταση, θα απομακρυνθούν από τον Αλή, αφού ο τελευταίος δεν θα μπορέσει να κατανοήσει πλήρως του κοινωνικούς και εθνικούς μετασχηματισμούς που λάμβαναν χώρα και θα παραμείνει προσηλωμένος σε ένα κρατικό πρότυπο πεφωτισμένης δεσποτείας διαμετρικά αντίθετο προς το εθνικό κράτος που οραματίζονταν οι Έλληνες. Μόνο προς το τέλος της ζωής του βλέποντας τα σουλτανικά ασκέρια ante portas θα προτείνει στους υπηκόους του ακόμη και σύνταγμα, καταρτισμένο από τον περιβόητο Μέττερνιχ…
Στην επικράτεια του Αλή συνυπήρχαν ουσιαστικά τέσσερις θρησκείες, με πιο διαδεδομένη την ορθόδοξη χριστιανική που την ασπαζόταν και μεγάλο κομμάτι των Αλβανών. Οι Τούρκοι ήταν μουσουλμάνοι σουνίτες, με ένα μεγάλο ποσοστό των Αλβανών μουσουλμάνων να ανήκουν στη σέχτα του τάγματος των μπεχτασί και τέλος υπήρχε και μια μικρή μειονότητα σεφαραδιτών Εβραίων. Όλα τα δόγματα γίνονταν σεβαστά από τον ίδιο, ενώ πολλές πηγές τονίζουν ότι επικαλούνταν εξ ίσου την υποστήριξη του Αλλάχ και του Χριστού. Μην έχοντας σπουδάσει δεν ξέφευγε από τις πατροπαράδοτες δεισιδαιμονικές αντιλήψεις και την απλοϊκή πίστη του οποιουδήποτε χωριάτη και ο ίδιος εμφανίζεται σε διάφορες πηγές ως ακόλουθος του τάγματος των μπεχτασίδων, που έδειχναν μεγάλη ανεκτικότητα στους πιστούς όλων των άλλων θρησκειών. Μάλιστα έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια στον Κοσμά τον Αιτωλό χτίζοντας του ακόμη και εκκλησίες. Στην περίπτωση δε των Καλαρυτινών, όπως μας την μεταφέρει ο συνταγματάρχης Leake, ζήτησε από τους χωριάτες 15.000 πιάστρα για να τους επιτρέψει να αποκτήσουν καμπάνες στην εκκλησία τους… Αγκαλιάζοντας την κοσμική παιδεία ήρθε σε σύγκρουση με τις ιδέες της επίσημης εκκλησίας, θεωρώντας παράλληλα το Πατριαρχείο και τη Σύνοδο όργανα του Σουλτάνου. Πάντως πουθενά δεν παραδίδεται ότι ο Αλή κατεδίωξε τους χριστιανούς. Από τις πηγές διαφαίνεται μάλλον μια προσπάθεια για έλεγχο των θρησκευτικών ταγών παρά για διωγμό τους. Από την άλλη μεριά διαφαίνεται εντονότερη μια τάση της ελληνικής επαναστατικής προπαγάνδας, στα χρόνια του Αλή, να κατακρίνει την εκκλησιαστική ιεραρχία για την συνεργασία της με τους καταπιεστές Τούρκους και Έλληνες μπέηδες. Η «Ελληνική Νομαρχία» που εκδόθηκε στα 1806 καταδεικνύει τους δύο κύριους λόγους της ελληνικής κατάπτωσης στα χρόνια των Οθωμανών, «το αμαθές ιερατείον και την απουσία αρίστων συμπολιτών». Το ιερατείο αν και απολάμβανε προνόμια σε όλη την αυτοκρατορία ουδέποτε τα αξιοποίησε προς όφελος του καταδυναστευόμενου απλού λαού και κατά δεύτερο λόγο ελέγχοντας την πνευματική κίνηση των χριστιανικών πληθυσμών συγκρούστηκε, σε πολλές περιπτώσεις σφοδρότερα από ότι με τον κατακτητή, με τους λόγιους Έλληνες που έρχονταν από τα ευρωπαϊκά κέντρα με σκοπό να μεταλαμπαδεύσουν τις ιδέες του Διαφωτισμού.
Η «καριέρα» του Αλή θα μπορούσε να χωριστεί σε δυο διακριτές περιόδους. Η πρώτη από το 1760 περίπου ως το 1797 σχετίζεται με την προσπάθεια του να αναρριχηθεί στα ανώτερα εξουσιαστικά κλιμάκια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας καθώς και να παγιώσει την εξουσία του. Το τελευταίο το πετυχαίνει αξιοποιώντας τους παραδοσιακούς μηχανισμούς της ληστρικής δραστηριότητας εντός των πλαισίων της Οθωμανικής κυβέρνησης. Η δεύτερη περίοδος χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη, ανεξάρτητων από την Πύλη, διπλωματικών σχέσεων με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ουσιαστικά την περίοδο από το 1797 μέχρι και τον θάνατο του λειτουργεί σχεδόν ως ανεξάρτητος ηγεμόνας, προκαλώντας απανωτά εγκεφαλικά στην σουλτανική κυβέρνηση. Στην περίοδο αυτή θα προσπαθήσει να παρουσιαστεί, εκτός από ανεξάρτητος ηγεμόνας, και ως διπλωμάτης διεθνούς βεληνεκούς. Ο έλεγχος της θάλασσας της Αδριατικής και των Ιωνίων νήσων αποτελούσε υψίστης σημασίας ζήτημα και για τις τέσσερις Μεγάλες δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία και Ρωσία για διαφορετικούς λόγους όμως στην κάθε μια. Η Αγγλία και η Γαλλία ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν ανοιχτές τις εμπορικές ρότες με την Ανατολή και συναγωνίζονταν για την πρωτοκαθεδρία στον έλεγχο του εμπορίου, η Αυστρία μετά και την ενσωμάτωση της Βενετίας στα 1797 στην αυτοκρατορία της εμφανίζεται δυναμικά στην Αδριατική, ενώ η Ρωσία συνεχίζει να υποδαυλίζει τις φιλοδοξίες των Ελλήνων για ανεξαρτησία αποσκοπώντας να προωθηθεί στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Μέσα σε αυτό το πλέγμα διεθνών σχέσεων θα προσπαθήσει να πολιτευτεί, επιδιώκοντας ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από την κεντρική κυβέρνηση, ανοίγοντας απευθείας γραμμές επικοινωνίας με όλες τις ευρωπαϊκές Μεγάλες δυνάμεις και υποδεχόμενος στα Ιωάννινα τους προξένους τους. Στην αρχή του 18ου αιώνα θα ξεκινήσει κάποιες δοκιμαστικές επαφές με τη Γαλλία εγκαινιάζοντας και αλληλογραφία με τον Βοναπάρτη, τον οποίο φαίνεται ότι θαύμαζε βαθύτατα, αλλά μετά και την εισβολή των Γάλλων στην Αίγυπτο το 1798 θα κρατήσει αποστάσεις φοβούμενος τυχόν αντίδραση της Πύλης. Πάντως θα δεχτεί στρατιωτικό υλικό και εκπαιδευτές από τους Γάλλους… Με τους Άγγλους ξεκινάει επαφές υποδεχόμενος στα 1803 τον γραμματέα της αγγλικής πρεσβείας στην Κων/πολη στα Ιωάννινα, William Hamilton και την επόμενη χρονιά εγκαθίσταται ως μόνιμός διπλωματικός απεσταλμένος ο D.R. Morier. Σε αναφορά του ο Hamilton προς τον τότε υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας Hawkesbury σημειώνει: «…με προσκάλεσε σήμερα το πρωί (ο Αλή) για μυστικές διαβουλεύσεις, και επανέλαβε, με την πιο πειστική γλώσσα, τα ειλικρινέστατα αισθήματα του για μια στενότερη φιλία με την κυβέρνηση μας, εκφράζοντας τον διακαή του πόθο να εδραιωθεί με όλα τα μέσα στην εξουσία του και με παρακάλεσε να εκφράσω το ίδιο στους υπουργούς της Αυτού Μεγαλειότητας και όχι, όπως πρόσθεσε, μέσω Κων/πολης». Στο τέλος της επιστολής φαίνεται πως οι δισταγμοί που είχε με τους Γάλλους έχουν εξαφανιστεί πλήρως. Ουσιαστικά κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε με casus belli για τον Σουλτάνο αφού μέχρι το 1809 βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Βρετανούς… Ο λόγος πάλι στον Hamilton που σημειώνει σε επιστολή του στον ίδιο υπουργό εξωτερικών: «Η εξοχότητα σας είναι φυσικά πληροφορημένη για την παρούσα κατάσταση του Αλή Πασά. Πολιτική και προνοητικότητα των ωθούν αποκλειστικά ώστε να συνεχίζει να διακηρύττει, ανοιχτά, την τυφλή υποταγή του προς την Πύλη, ενώ στην πραγματικότητα είναι πλήρως ανεξάρτητος από την Τουρκική κυβέρνηση η οποία έχει περισσότερο την ανάγκη του εναντίον των δηλωμένων επαναστατών, παρά αυτός την εύνοια και την υποστήριξη της». Ιδού λοιπόν ο λόγος που επιτρέπει στον Αλή συμπεριφορές που σε άλλη περίπτωση θα κατέληγαν σε κυριολεκτική καρατόμηση του Πασά που τολμάει να σηκώσει «μπαϊράκι» ενάντια στην σουλτανική βούληση. Ο επαναστατικός αναβρασμός που σταδιακά εξαπλώνεται στην αχανή αυτοκρατορία. Κατά την διετία 1804 και 1805 που ξεκινάει πογκρόμ εναντίον των κλεφτών του Μοριά, ο γιος του Αλή, Βελής, και τα στρατεύματα του αποδεικνύονται ο καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας του εγχειρήματος. Η δύναμη του Αλή την περίοδο αυτή έγκειται στην αντίστοιχη αδυναμία της κεντρικής κυβέρνησης να ελέγξει τις τοπικές διασπαστικές τάσεις που ξεπηδούν από την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη μέχρι τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Πόσο σκληρός ήταν πράγματι ο Αλή στην διακυβέρνηση του; Η απάντηση με όρους του σήμερα θα ήταν «απάνθρωπος». Με όρους της εποχής του θα μπορούσε να πει κανείς ότι δε διέφερε σε τίποτα από τον μέσο όρο των ηγεμόνων πολλών άλλων κρατών. Σε μια στρατιωτική αυτοκρατορία, όπως η Οθωμανική, η σκληρότητα των ηθών ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Οι τιμωρίες, όπως και στην «προοδευμένη» Ευρώπη, χαρακτηρίζονταν από απίστευτη σκληρότητα και είναι τουλάχιστον υποκριτικός ο αποτροπιασμός που εκφράζουν οι δυτικοί απέναντι στις μεθόδους επιβολής του Αλή, πολύ δε περισσότερο όταν οι ευρωπαϊκές αυλές ήταν περιβόητες για την τελειοποίηση των πλέον σαδιστικών βασανιστηρίων. Πολύ σωστά ο J.C.Hobhouse σχολιάζει βλέποντας κρεμασμένους ληστές σε δέντρα πως «δεν πάνε πενήντα χρόνια από τότε που κάποιος θα μπορούσε να δει παρόμοια συμβάντα στην Αγγλία διασχίζοντας το Temple Bar». Τους εχθρούς του Αλή πάντως τους περίμενε θάνατος, πολλές φορές βασανιστικός, κυρίως για παραδειγματισμό και εκφοβισμό του συνόλου. Έβλεπε στην βία ένα μέσο παγίωσης του προσωποκεντρικού καθεστώτος του, έχοντας κατανοήσει την χρησιμότητα και την λειτουργία της από τα νεανικά του χρόνια όταν προσπαθούσε να επιβληθεί στις ανυπότακτες αλβανικές φάρες της Ηπείρου. Ο W. Davenport επισημαίνει: «Ποτέ κατά το παρελθόν, ταξιδεύοντας με τον Αλή Πασά, δεν έτυχε να ακολουθήσω οποιοδήποτε δρόμο δίχως να αντικρίσω κάποιο φρεσκοπαραχωμένο μνήμα ή κάποιους δυστυχείς να κρέμονται πάνω στα δέντρα. […] Όπως ο Τιβέριος, το ρητό του είναι, «άσ’ τους να με μισούν, έτσι θα με φοβούνται». Η μοίρα που επεφύλαξε στους Σουλιώτες και στους Γαρδικιώτες έμεινε ως μνημείο σκληρότητας στην ιστορία. Οι ανυπόταχτοι Αρβανίτες του Σουλίου ασχολούμενοι με την ληστεία αμαύρωναν την φήμη του και εμπόδιζαν την εμπορική κίνηση στην επικράτεια του, ενώ από την άλλη η σφαγή των Τουρκαλβανών Γαρδικιωτών συνδέεται με το έθιμο της αλβανικής «βεντέτας», αφού παλαιότερα είχαν προσβάλλει, μερικοί κάνουν λόγο για βιασμό, την μητέρα του Χάμκω και την αδερφή του Χαϊνίτσα. Ο Hamilton αναφέρει στο Foreign Office: «… η έλλειψη μόρφωσης, αφού έχει περάσει τη ζωή του πολεμώντας, τον καθιστά κατά την άσκηση της διακυβέρνησης του απάνθρωπό και δεσποτικό…». Θρυλική έχει μείνει στην ιστορία και η τύχη που επεφύλαξε ο Αλή στην Φροσύνη, μια από τις πολλές παλλακίδες, καίτοι παντρεμένη με έμπορο των Ιωαννίνων, του ερωτύλου γιου του Μουχτάρ Πασά της Ναυπάκτου. Η νόμιμη γυναίκα του Μουχτάρ, ονόματι Πασού, διαμαρτυρήθηκε στον Αλή για τις πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις του άντρας της, έδωσε και έναν κατάλογο με τις γυναίκες με τις οποίες σχετιζόταν ο Μουχτάρ στον Αλή και αυτός με τη σειρά του, ως ανώτατος δικαστής, τους επέβαλε την ποινή του θανάτου δια πνιγμού στη λίμνη των Ιωαννίνων. Αργότερα η εκκλησία ανακήρυξε την Φροσύνη σε μάρτυρα και η μορφή της υιοθετήθηκε ως σύμβολο του αγώνα για ανεξαρτησία. Πάντως από πουθενά δεν προκύπτει ότι η Φροσύνη θανατώθηκε εξ αιτίας του θρησκευτικού ή εθνικού της φρονήματος, αλλά καταδικάστηκε ως μοιχαλίδα… Το τέλος και του ίδιου ήρθε με «μπαμπέσικο» τρόπο, αλλά χαρακτηριστικό για το πως διευθετούνταν τότε τέτοιες υποθέσεις. Με τα ασκέρια του Χουρσίτ έξω από τα Ιωάννινα προσπάθησε στα 1822 να ξανακερδίσει την εύνοια της Πύλης, αλλά εις μάτην καθότι ο κύβος είχε πλέον ριφθεί από τον Σουλτάνο. Σε μια επίσκεψη του Μεχμέτ Πασά της Πελοποννήσου στο σαράι του για δήθεν διαπραγματεύσεις, την ώρα που αποχαιρετούσε τον γηραιό πλέον Αλή, του έμπηξε στο στήθος ένα μαχαίρι και εν συνεχεία του έκοψε το κεφάλι στέλνοντας το ταριχευμένο «πεσκέσι» στην Πύλη. Το ημερολόγιο έδειχνε 24 Ιανουαρίου 1822. Τον Αλή ακολούθησαν μετά από λίγο όλοι οι γιοι του και ο εγγονός του Πασάς των Τρικάλων τότε.
Όπως προκύπτει από την μελέτη των πηγών ο Αλή απέχει παρασάγκας από την εικόνα που έχει σχηματίσει για το πρόσωπο του η ελληνική ιστοριογραφία. Ο εθνοκεντρικός χαρακτήρας της ελληνικής ιστοριογραφίας, έχει συνδέσει οποιεσδήποτε διώξεις γίνονταν ενάντια σε κλέφτες και αρματολούς την περίοδο του Αλή με το ανθελληνικό μένος που δήθεν τον χαρακτήριζε. Οι αρματολοί, αλλά κυρίως οι κλέφτες μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα, είχαν βαθιές ρίζες στις αγροτικές μάζες που στήριζαν τη δράση τους και έβλεπαν στο πρόσωπο πολλών κλεφτών έναν Έλληνα Ρομπέν των δασών. Μετά όμως το ξέσπασμα της Γαλλικής επανάστασης τα κλέφτικα δίκτυα, τα αρματολίκια και οι ημιαυτόνομες περιοχές όπως το Σούλι, η Μάνη, η Χειμάρρα κ.α. που στηρίζονταν στη ληστεία και στην πειρατεία έγιναν αναχρονιστικοί θεσμοί που εμπόδιζαν τη γοργή οικονομική ανάπτυξη που επιθυμούσε η αναδυόμενη ελληνική αστική τάξη. Πλέον επιθυμία των δραστήριων ελλήνων εμπόρων ήταν η δημιουργία ενός συγκεντρωτικού κράτους που να προστατεύει τα συμφέροντα τους. Με αυτούς τους τοπικούς θεσμούς θα συγκρουστεί από την πρώτη στιγμή και το ίδιο το ελληνικό κράτος με τον Καποδίστρια να πληρώνει με τη ζωή του την προσπάθεια του να συστήσει ένα ευνομούμενο κράτος και μια κεντρική εξουσία. Ο Αλή πέτυχε πατάσσοντας την στρατιωτική και διοικητική πολυαρχία που χαρακτήριζε την επικράτεια του να εγκαθιδρύσει ένα συγκεντρωτικό καθεστώς όπου όλα περιστρέφονταν γύρω από τον ίδιο. Το μέσο επιβολής του ήταν η παραδοσιακή βία που χαρακτήριζε τόσο τις σχέσεις μεταξύ κλεφτών και αρματολών όσο και τις σχέσεις ανάμεσα στις αλβανικές «φάρες». Ο έντονος τοπικισμός αυτών των ομάδων στάθηκε και η αχίλλειος φτέρνα τους. Αδύναμες να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους έναντι του κοινού εχθρού, υποτάχτηκαν σχετικά εύκολα στους αφοσιωμένους Έλληνες και Αλβανούς μισθοφόρους του Αλή. Μάλιστα με τη βοήθεια Γάλλων στρατιωτικών εκπαιδευτών είχε ιδρύσει και στρατιωτική ακαδημία στα Ιωάννινα με σκοπό την δημιουργία «εθνικού» στρατού. Όσον αφορά στην οικονομία και στην κοινωνία, ερχόμενος σε σύγκρουση με τους λογής τοπικούς ηγεμονίσκους διέλυσε τους φεουδαρχικούς θεσμούς, που ουσιαστικά εξαθλίωναν το λαό και στη θέση τους θέλησε να στήσει όχι ένα ευρωπαϊκού στυλ κράτος πολιτών, όσο ένα προσωποπαγές καθεστώς πεφωτισμένης δεσποτείας. Οι Έλληνες αστοί διαβλέποντας τις δυνατότητες που ανοίγονταν για πλουτισμό με την πάταξη της αριστοκρατίας της γης, συνέδραμαν από νωρίς στην προσπάθεια του Αλή, αλλά μόλις οι επαναστατικές φιλοδοξίες τους ήρθαν σε αντίθεση με τα σχέδια του Αλή τον εγκατέλειψαν. Ο Αλή ήταν γέννημα θρέμμα μιας συγκεκριμένης εποχής και ενός συγκεκριμένου τόπου και ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει ουσιαστικά από τις τότε επικρατούσες αντιλήψεις. Ο «Μουσουλμάνος Βοναπάρτης» όπως τον είχε αποκαλέσει ο Μπάιρον προερχόταν από δυο διαφορετικούς κόσμους: τον αλβανικό με τα ήθη και έθιμα της «φάρας» και τον οθωμανικό με τις πολιτικές πρακτικές και την διπλωματία. Έμεινε προσκολλημένος στα μεσαιωνικά πρότυπα και ενώ δεν τάχθηκε ανοιχτά εναντίον του ελληνικού απελευθερωτικού κινήματος, προσπάθησε ωστόσο να το εκμεταλλευτεί για λογαριασμό του και για να εξυπηρετήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Έχοντας περισσότερες ομοιότητες με τον Μεχμέτ Άλυ της Αιγύπτου, δεν κατάφερε εντούτοις να κάνει αυτό που έκανε επιτυχημένο το εγχείρημα του Αιγυπτίου συναδέλφου του, να στήσει δηλαδή ένα απολυταρχικό κράτος σε εθνικά πλαίσια.
Διαβάστε:
Περικλής Ροδάκης, Κλέφτες και Αρματολοί, εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
K.E. Fleming, Αλή Πασάς, εκδ. Οδυσσέας.
2 Σχόλια