1 Σεπτεμβρίου 2017 at 19:35

«Η της Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις»

από

«Η της Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις»

Γράφει ο Μανόλης Πλούσος

Η «επανάσταση» της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 αν και απέχει πολύ από το να θεωρηθεί λαϊκό κίνημα, εν τούτοις βρήκε σχετική απήχηση στον ελληνικό λαό. Το κύριο αίτημα των «επαναστατών», που σχετιζόταν με την παραχώρηση συντάγματος από τον βασιλιά, ήταν περισσότερο μια προσπάθεια των εγχώριων πολιτικών και στρατιωτικών ελίτ να διεκδικήσουν κομμάτι της κρατικής εξουσίας, που από την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου είχε συγκεντρωθεί στα χέρια του βασιλιά και της αυλής του, παρά να εφαρμόσουν τις φιλελεύθερες αρχές του διαφωτισμού. Οι μεγάλες Δυνάμεις, κυρίως Αγγλία και Ρωσία, που υπέθαλψαν το κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη για να φέρουν σε δύσκολη θέση τον Όθωνα, η μεν Αγγλία για να τον πιέσει να επανέλθει στην φιλοαγγλική πολιτική του απολυθέντος κόμη Armansperg, η δε Ρωσία για να τον οδηγήσει σε παραίτηση από τον ελληνικό θρόνο και να τον αντικαταστήσει με άλλον ορθόδοξο ηγεμόνα δικής της επιλογής, άρχισαν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο η ελληνική περίπτωση να βρει μιμητές και μέσα στις δικές τους πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Άμεσος, λοιπόν, στόχος των μεγάλων Δυνάμεων ήταν να ελεγχθούν οι διαδικασίες κατάρτισης του ελληνικού συντάγματος, ώστε να μην καταστεί αυτό δημοκρατικό πέραν του δέοντος. Κατ΄ ουσίαν να γίνει όσο πιο συντηρητικό γινόταν.

Λιθογραφία του 1847 με τον πρεσβευτή της Αυστρίας Prokeshc von Osten
Λιθογραφία του 1847 με τον πρεσβευτή της Αυστρίας Prokeshc von Osten

Ο ΥΠ.ΕΞ. της Αγγλίας George Hamilton-Gordon λόρδος του Aberdeen, στις οδηγίες που στέλνει στον πρεσβευτή της Αγγλίας στην Αθήνα, Edmund Lyons, αναφέρει: «Τους Έλληνας εξάλλου να συγκρατήτε από του να παραδίδωνται εις τας πολλάς παραδόξους και ανοήτους θεωρίας προς εξάπλωσιν των δημοκρατικών αρχών. Αι τοιαύται ιδέαι να πολεμώνται πάση δυνάμει, διότι θα ανησύχει και η Τουρκία». Η αγγλική πολιτική αφού έβγαλε το «τζίνι» του συντάγματος από το μπουκάλι έπρεπε τώρα να το τιθασεύσει σύμφωνα με τα δικά της συμφέροντα, και όχι βέβαια με βάση τις ανάγκες και τα δίκαια του ελληνικού λαού. Αντίστοιχα ο Γάλλος ΥΠ.ΕΞ. Francois Guizot καθοδηγούσε τον Γάλλο πρεσβευτή στην Αθήνα, Theobald Piscatory, ώστε δια των επαφών του με το «γαλλικό» κόμμα να προωθηθεί ένα φιλοβασιλικό σύνταγμα, κυρίως με την θεσμοθέτηση μιας Γερουσίας τα μέλη της οποίας θα διορίζονταν αποκλειστικά από τον βασιλιά. Σκοπός ήταν να μείνει «η καθόλου διοίκησις εις τας χείρας της βασιλείας». Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Guizot «ο Κωλέττης προ της εντεύθεν αναχωρήσεως αυτού με είχε παρακάλεσε επιμόνως ουχί μόνο να γράψω αυτώ τας περί του Συντάγματος ιδέας μου, αλλά και να συντάξω αυτό εν άρθροις. Ηρνήθην αυτώ απολύτως τούτο». Οι δυο μεγάλες ναυτικές Δυνάμεις της περιόδου φαίνεται να είχαν έρθει σε συμφωνία σχετικά με την άσκηση κοινής πολιτικής απέναντι στο ζήτημα του ελληνικού συντάγματος. Σκοπός τους ο περιορισμός των ριζοσπαστικών απόψεων κατά την κατάρτιση του. Ο Guizot αναφέρει σαφώς «…ο Λόρδος Aberdeen εζήτει τούτο παρ΄ εμού, του να δώσω περί του μεγάλου τούτου ζητήματος οδηγίας εις Αθήνας, δια την άσκησιν της κοινής (μετά της Αγγλίας) ημών ροπής». Στη Ρωσία ο Τσάρος Νικόλαος Α΄, ο επονομαζόμενος και «δήμιος του ρωσικού λαού», άφησε την οργή του να ξεσπάσει στον πρεσβευτή του Γαβριήλ Κατακάζυ, τον οποίο απειλούσε να τουφεκίσει. Ο Τσάρος στην προσπάθεια του να απομακρύνει από τον θρόνο τον Όθωνα και να τον αντικαταστήσει με άλλον ορθόδοξο της επιλογής του, κατάφερε να υποθάλψει ένα κίνημα που ζητούσε να περιορίσει τα δικαιώματα ενός απόλυτου μονάρχη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εν τέλει έβαλε… αυτογκόλ. Ο Νικόλαος Α΄ ήταν τότε το πρότυπο του ελέω θεού μονάρχη κάτω από το καταπιεστικό καθεστώς του οποίου βαρυγκωμούσαν πλήθος εθνοτήτων για τις οποίες το ελληνικό προηγούμενο θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. Αυτό αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο όλων των εστεμμένων της Ευρώπης που κυβερνούσαν με τυραννικό αυταρχισμό. Αντίστοιχα, ανάστατη ήταν και η Αυστρία, μια από τις πλέον πολυεθνικές και καταπιεστικές αυτοκρατορίες της ηπειρωτικής Ευρώπης και πυρήνας της αντιδραστικής Ιεράς Συμμαχίας. Ο ΥΠ.ΕΞ. της Αυστρίας Klemens von Metternich, λάμβανε συνεχείς αναφορές από τον δραστήριο πρεσβευτή της Αυστρίας στην Αθήνα, Anton Graf Prokesch von Osten. Σε μια από αυτές αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το Σύνταγμα, όπισθεν του οποίου τρέχουσιν οι οπαδοί της γαλλικής και της αγγλικής σχολής, είναι δια τους συνωμότας μια σημαία, αλλά σήμερον ο ελάχιστος κίνδυνος. Ο αληθής και μέγας κίνδυνος είναι η εθνοσυνέλευσις. Διότι εν ταύτη επιζητούσι οι αληθείς συνωμόται τα μέσα προς εκδίωξιν του Βασιλέως». Και σαν κύριους συνωμότες φωτογραφίζει τους Φαναριώτες, που χρησιμοποιώντας την γενική δυσφορία, επιθυμούσαν διαφορετική νομή της κρατικής εξουσίας. Σε άλλη του έκθεση σημειώνει: «Επήλθεν η εξέγερσις και του εξεβίασε (ενν. του βασιλιά Όθωνα) την υπόσχεσιν του Συντάγματος. Λυπούμαι, αλλά δεν διορθούται πλέον. Το καθήκον σήμερον είναι να εισαγάγωμεν σώφρον και πρακτικόν Σύνταγμα, ησύχως και με όσω το δυνατόν μεγαλυτέραν συμμετοχήν του μοναρχικού παράγοντος…». Αλλά και ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος (Ludwig I), συμβούλευε τον υιό του: «Αλλά μετά τα γεγονότα και την ούτω δημιουργηθείσαν κατάστασιν των πραγμάτων, συμφέρον είναι να ενεργήσης ίνα το Σύνταγμα γείνη ως δυνατόν μοναρχικόν, και το όλον ζήτημα λυθή ειρηνικώς. Περί αντεπαναστάσεως οιασδήποτε ουδείς πρέπει να γείνη λόγος».

Νταγκεροτυπία του Φ. Μαργαρίτη με τον γηραιό Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο
Νταγκεροτυπία του Φ. Μαργαρίτη με τον γηραιό Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο

Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που ήταν αναμεμιγμένες στο ελληνικό ζήτημα δεν μπορούσαν, αν και το επιθυμούσαν σφόδρα, να επαναφέρουν τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, οπότε κάθε μια άρχισε να αναδιοργανώνει την πολιτική της, ώστε να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Και οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις στην διάσκεψη των πρέσβεων του Λονδίνου με ομόφωνη απόφαση τους στις 17 Νοεμβρίου 1843 δεσμεύονταν «να συμβάλουν εις την σταθεροποίηση του θρόνου και της δυναστείας της Ελλάδος, της ιδρυθείσης δια της συνθήκης της 7ης Μαΐου 1832». Στην διάσκεψη αυτή ο πατέρας του Όθωνα είχε στείλει ως έκτακτο πρεσβευτή του τον πρίγκιπα του OettingenWallerstein με σκοπό να πεισθούν οι Μεγάλες Δυνάμεις να επέμβουν στην κατάρτιση του ελληνικού συντάγματος, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο μοναρχικό και παράλληλα να βοηθήσουν να στερεωθεί η δυναστεία του Όθωνα. Στο υπόμνημα του ο πρίγκιπας αφού διαπίστωνε ότι η Ελλάδα έπασχε από «βαυαροφοβία», καλούσε τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας να παρέμβει εμμέσως και δια της πλαγίας στα ελληνικά πράγματα. Ο Αν. Γούδας σχολιάζει για το υπόμνημα Wallerstein: «Πολύς λόγος εγένετο τότε περί τινός υπομνήματος, κληθέντος Βαλερστανείου, δι ου εδίδοντο τω Όθωνι συμβουλαί να στέρξη μεν τα επιβληθέντα, αλλά να εφαρμόσει ούτω πως το πολίτευμα, ώστε να καταστεί αυτό επαχθές και να αναγκάση το έθνος να ζητήση οίκοθεν ή την μεταρρύθμισθιν ή την καταστροφήν του». Ουσιαστικά καλούσε τον Όθωνα να καταστρατηγήσει το σύνταγμα δια του συντάγματος. Αργότερα θα δούμε τον Όθωνα να ακολουθεί κατά γράμμα τις συμβουλές του…

Ο Ιωάννης Κωλέττης (1773 ή 1774 - 31 Αυγούστου 1847
Ο Ιωάννης Κωλέττης (1773 ή 1774 – 31 Αυγούστου 1847

Στην Ελλάδα αμέσως μετά την «επανάσταση» της 3ης του Σεπτέμβρη, και συγκεκριμένα στις 7 του ίδιου μήνα, προκηρύχθηκαν εκλογές, που διήρκεσαν περίπου δυο μήνες, για την ανάδειξη πληρεξουσίων για την εθνοσυνέλευση που θα κατάρτιζε το σύνταγμα. Μια μικρή γεύση για τον τρόπο που διεξήχθησαν οι εκλογές μας δίνει ο Γεωργ. Ασπρέας: «Αι εκλογαί των μελών της εθνοσυνελεύσεως εγένοντο όπως και προεβλέποντο. Εις τας περισσοτέρας των επαρχιών ο λαός ή δεν εξέφερε γνώμην ή η γνώμη αυτού παρεποιήθη και αι εκλογαί γενικώς ειπείν από απόψεως ελευθέρας θελήσεως εκακοποιήθησαν. Αλλαχού οι καπεταναίοι, αλλαχού οι χωροφύλακες, αλλαχού αι αρχαί εξέλεξαν όσους αυτοί εβούλοντο και εκείνους τους οποίους είχον συμφέρον να προκρίνωσι». Σε πλήθος περιπτώσεων παρουσιάστηκε και η εμπλοκή ληστών στην εκλογική διαδικασία, κυρίως ως μπράβοι για να μεταπείσουν κάποιους αμετανόητους… Τις υπηρεσίες τους αξιοποίησαν στο έπακρο πολλοί πολιτικάντηδες της περιόδου, με προεξάρχοντα τον Ι. Κωλλέτη. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή του κόσμου στην εκλογική διαδικασία ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι στα 1910 ο αριθμός των ψηφοφόρων δεν υπερέβαινε το 10% του πληθυσμού και στις εκλογές του 1952 το 23%, αντιλαμβάνεται πόσο χαμηλά πρέπει να ήταν τα ποσοστά συμμετοχής τον 19ο αιώνα. Φαίνεται ότι στις εκλογές του 1844 οι εκλογείς δεν υπερέβαιναν τους 2.000 ανά επαρχία. Γινόταν εξ αρχής φανερό ποιοι και πως θα νέμονταν την εξουσία και ποια η θέση του λαού στη νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφωνόταν… Ο εκτελών χρέη πρωθυπουργού Ανδρ. Μεταξάς, εν τω μεταξύ, ζήτησε και πέτυχε την ανάκληση στην Αθήνα του Αλ. Μαυροκορδάτου, που βρισκόταν ως πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη και του Ιω. Κωλέττη, που βρισκόταν και αυτός ως πρεσβευτής στο Παρίσι. Ο σκοπός της ανάκλησης των δυο σημαντικότερων πολιτικών εκείνης της εποχής ήταν να συμβάλλουν στην κατάρτιση του νέου συνταγματικού χάρτη της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, όμως, αποτέλεσαν τα βασικά εργαλεία άσκησης επιρροής στην Ελλάδα, ο μεν Μαυροκορδάτος της Αγγλίας, ο δε Κωλέττης της Γαλλίας. Και ήταν τέτοια η σημασία που απέδιδαν οι δυο Δυνάμεις στους κατ΄ ουσίαν πράκτορές τους, που ο Lyons με γράμμα του πληροφορούσε τον Μαυροκορδάτο ότι: «Καταβάλλω πάσαν προσπάθειαν δια να εκλεχθήτε πρόεδρος εις την Συνέλευσιν. Σκοπεύω να γράψω και εις τον Άγγλον Πρόξενον του Μεσολογγίου (εκλογική περιφέρεια του Μαυροκορδάτου) σχετικώς με το ζήτημα της εκλογής». Όσο για τον Κωλέττη είναι ενδεικτική η περιγραφή του Γάλλου ΥΠ.ΕΞ. Guizot στα απομνημονεύματά του: «Περιεπτυξάμεθα αλλήλους και ανεχώρησεν. Έγραψα δε τω Piscatory αγγέλων αυτώ την αναχώρησιν του ανδρός. Ενήργησα να του δοθή ατμόπλοιον δια να φθάση αξιοπρεπώς εις την Ελλάδα υπό την γαλλικήν σημαίαν…». Βασικός στόχος της επιστροφής τους στα πάτρια από την «χρυσή εξορία» που βρίσκονταν ήταν ο έλεγχος της εθνοσυνέλευσης, ώστε να περιοριστούν τα ριζοσπαστικά στοιχεία. Ο Ελβετός τραπεζίτης, και ένας εκ των ιδρυτών της Εθνικής Τράπεζας, JeanGabriel Eynard σε γράμμα του προς τον Όθωνα γράφει: «Θα ιδήτε δε, Μεγαλειότατε, ότι ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης θα ήναι τα αληθινά στηρίγματα των προνομίων υμών και ότι αμφότεροι θα συνεννοηθώσιν, όπως μετριασθούν αι ιδέαι των μη πεπειραμένων ανθρώπων, των αφρόνως θελόντων σύνταγμα υπερμέτρως ελεύθερον».

Ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Ελλάδα Edmynd Lyons
Ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Ελλάδα Edmynd Lyons

Στην συνέλευση εξελέγησαν 243 πληρεξούσιοι από τα απελευθερωμένα μέρη της Ελλάδας, ενώ αντιπροσωπεύονταν και περιοχές που έμεινα υπόδουλες, αν και είχαν συμμετάσχει στον απελευθερωτικό αγώνα. Δεκτοί έγιναν οι αντιπρόσωποι της Κρήτης, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου στην κατάρτιση του συντάγματος του ελεύθερου κράτους. Οι εργασίες ξεκίνησαν την 8η Νοεμβρίου με την εκφώνηση του βασιλικού λόγου προς τους πληρεξούσιους, ένα γενικόλογο λογύδριο-ευχολόγιο, όπου, σημειωτέον, δεν γινόταν καμιά αναφορά στην 3η Σεπτεμβρίου… Στις 19 Νοεμβρίου εξελέγησαν τα μέλη του προεδρείου. Πρόεδρος εξελέγη ο γηραιός Πανούτσος Νοταράς, ενώ ο Μαυροκορδάτος, ο Μεταξάς, ο Κωλλέτης και ο Λόντος εκλέχτηκαν αντιπρόεδροι. Αμέσως ο Όθωνας, έπειτα από συμβουλές του Prokesch von Osten έβαλε τον μυστικοσύμβουλό του, Φίλιππο Ιωάννου, να συντάξει μια επιστολή προς τον Μαυροκορδάτο όπου ζητούσε, ουσιαστικά, να έχει λόγο ο βασιλιάς στις αποφάσεις της συνέλευσης. Η επιστολή αναφέρει ξεκάθαρα: «Η Α.Μ. με διέταξε προσέτι να σας κοινοποιήσω ότι κρίνει σκόπιμον να ενεργήσετε ώστε η επί της σχεδιάσεως του Συντάγματος Επιτροπή, αδεία της Συνελεύσεως, να υποβάλη εις την Α.Μ. το σχέδιον του Συντάγματος και να ζητήση την γνώμην Αυτού επί των διαφόρων άρθρων». Η πρόταση, βέβαια, του Όθωνα δεν έγινε δεκτή, αλλά την ουσιαστική αντιπροσώπευση του βασιλιά στην εθνοσυνέλευση την ανέλαβαν ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλλέτης και ο Λόντος. Ο Μακρυγιάννης σημειώνει στα απομνημονεύματα του: «Κατεξοχήν Μαυροκορδάτος, Λόντος και Κωλλέτης ήταν παιδιά των ξένων και πολύ κολάκευαν και τον Βασιλέα». Και ο Prokesch von Osten σε αναφορά προς τον Metternich διαπίστωνε: «Ο Βασιλεύς έχει εν τη Εθνοσυνελεύσει πολλούς θερμούς φίλους. […] Οι χρήσιμοι είναι εκείνοι, οίτινες αποβλέπουσι προς τον βασιλέα ως αρχήν (Prinzip). Μεταξύ τούτων υπολογίζω τον Μαυροκορδάτον και τον Κωλλέτην». Μάλιστα και στον απαντητικό λόγο της Συνέλευσης προς τον βασιλιά, με παρέμβαση του Μαυροκορδάτου, η 3η Σεπτεμβρίου δεν μνημονεύτηκε καθόλου και εκλήθη απλώς «ευτυχής μέρα»… Όπως χαρακτηριστικά κατήγγειλε η φιλορωσική εφημερίδα «Αιών» του Ι. Φιλήμονα: «Ο Κωλλέτης και ο Μαυροκορδάτος είδον με όμμα ζηλότυπον και φθονερόν την 3η Σεπτεμβρίου». Ενεργό ρόλο, κυρίως παρασκηνιακά, έπαιζαν και οι πρέσβεις των ναυτικών Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν αποφασίσει να τηρήσουν κοινή, ως επί το πλείστον, στάση κατά την κατάρτιση του συντάγματος. Ο Γ. Ασπρέας παρατηρεί ότι: «Ο Lyons και ο Piscatory εν τοσούτω ήρχισαν παράδοξον εργασίαν πλησίον των αντιπροσώπων. Εκτός του ότι παρεκάθηντο κατά τας συνεδριάσεις μετά διερμηνέων, προσωκειούντο και πληρεξουσίους, παρέθετον εις αυτούς γεύματα προσέφερον δώρα και κατήχουν αυτούς εμμέσως έκαστος κατά την επιρροήν και τα συμφέροντα άτινα εξεπροσώπει. Ουχί δε αδίκως η εν γένει πολιτική αυτών κατά την εποχήν εκείνην εχαρακτηρίσθη υπό των συγχρόνων ως συμπεριφορά κομματαρχών, αποσκοπούντων την σύμπηξιν ιδίου κόμματος». Και ο Μακρυγιάννης περιγράφει την σχέση του με τους πρέσβεις ως εξής: «Εγώ απ’ όταν έγινε η μεταβολή με προσκαλούσαν οι Πρέσβες να φάμεν και να μιλήσωμεν- ούτε ματαπάτησα ως την σήμερον, ούτε θέλω πατήσει μ’ όλον οπού τους είχα φίλους και τους έκαμα τόσες φορές τραπέζια».

Η Αθήνα κατά την τουρκοκρατία. Αγορά κοντά στην βιβλιοθήκη του Αδριανού. Αθήνα. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη
Η Αθήνα κατά την τουρκοκρατία. Αγορά κοντά στην βιβλιοθήκη του Αδριανού. Αθήνα. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη

Το πρώτο ζήτημα που δημιούργησε έντονες συζητήσεις στην Εθνοσυνέλευση σχετιζόταν με την θέση της εκκλησίας στο νεότευκτο βασίλειο. Η εκκλησία ανακηρυσσόταν αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη, με το άρθρο 2 του συνταγματικού χάρτη, χωρίς άδεια από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η πράξη αυτή αποτέλεσε casus belli για τους ναπιστές. Οι τελευταίοι ήδη από το 1833, όταν η αντιβασιλεία είχε ανακηρύξει την πρώτη αυτοκεφαλία, είχαν αντιδράσει σφοδρότατα. Έτσι και στην εθνοσυνέλευση του 1843 συντάχτηκαν πίσω από τον υπουργό εκκλησιαστικών Μ. Σχινά. Ο τελευταίος, «υπέρμαχος τυπολατρικών αντιλήψεων» ουσιαστικά αναλώθηκε σε «καλογερίστικα αναμασήματα»… Στον Μ. Σχινά αντιτάχθηκε ο Σπ. Τρικούπης, ο οποίος ως πρωθυπουργός της αντιβασιλείας είχε προβεί στην πρώτη ανακήρυξη του εκκλησιαστικού αυτοκέφαλου και κατ’ ουσίαν υπερασπίστηκε το έργο του. Στο τέλος υπερίσχυσε η ρητορική δεινότητα του Τρικούπη και αποφασίστηκε ότι η ελλαδική εκκλησία θα ήταν ενωμένη με το Πατριαρχείο μόνο δογματικά. Η αντίδραση του Πατριαρχείου υπήρξε άμεση, αφού διέκοψε την κανονική επικοινωνία με την ελλαδική εκκλησία, χωρίς όμως να την χαρακτηρίσει σχισματική.

Όταν η συζήτηση έφθασε στο δημόσιο δίκαιο και συγκεκριμένα στα προσόντα του Έλληνα πολίτη, παρουσιάστηκαν πολλές αναφορές πολιτών, μια εξ αυτών έφερε περίπου 2.600 υπογραφές, που ζητούσαν «την αποβολή εκ των δημοσίων υπουργημάτων των εις αυτά εισαχθέντων αδίκως νεηλύδων, μη εχόντων τα προς τούτο προσόντα». Ήταν η αφορμή για να ξεσπάσουν θυελλώδεις συζητήσεις σχετικά με το ποιος δικαιούται να ονομάζεται Έλληνας και να απολαμβάνει τα αντίστοιχα πολιτικά προνόμια . Το σώμα της εθνοσυνέλευσης αμέσως χωρίστηκε σε δυο ομάδες. Τους «αυτοχθονιστές» που ζητούσαν την απομάκρυνση όλων των Ελλήνων που είχαν έρθει στην Ελλάδα μετά το 1827 και είχαν καταλάβει δημόσια αξιώματα και τους «ετεροχθονιστές», που αντιπροσώπευαν το πλήθος των Ελλήνων της διασποράς που είχαν έρθει στο ελληνικό βασίλειο και είχαν καταλάβει δημόσιες θέσεις, εκμεταλλευόμενοι κυρίως την ανώτερη παιδεία τους σε σχέση με τους ντόπιους. Το ζήτημα δεν ήταν καινούργιο. Η εφημερίδα «Χρόνος» ήδη από το 1833 έγραφε: «Αφ’ ης ώρας οι κίνδυνοι παρήλθον και η Ελλάδα είδεν ακτίνα τινα σωτηρίας επί του πρώην νεφελώδους ορίζοντός της, εν πλήθος ανθρώπων λεγομένων Ελλήνων, επλημμύρισε την Ελλάδα. Βλέπομεν προστούτοις καθεκάστην ημέραν φθάνοντας εκείνους, όσοι προτιμήσαντες να εντρυφώσι μακράν των αγώνων, και αδιαφορούντες εφρόντιζον ενίοτε να μας εφοδιάζωσιν με τας πατριωτικάς των συμβουλάς, και να μας ενθαρρύνωσιν εις την ανόσιον πάλην, γράφοντες, ως είπαμεν και άλλοτε, «ή να αποθάνητε ή να ελευθερωθώμεν όλοι». Και η «Αθηνά» στα 1836 σημείωνε δηκτικά: «Παράδοξον πράγμα, μα την ιεράν αλήθειαν, οι Έλληνες να υποφέρουν τόσα και τόσα δια να αποκτήσουν την ελευθερίαν των, και μετά την αποκατάστασίν των, να έλθουν άλλοι, με το απλούν όνομα Έλληνες και ουχί μόνον να τους υποσκελίσουν δια των ραδιουργιών των από τας πολιτικάς θέσεις των […] να υποσκελίσουν τους ανθρώπους του αγώνος, να καταλάβουν και τας σημαντικωτέρας πολιτικάς και εκκλησιαστικάς Αρχάς και να επιζητούν επιμόνως όχι μόνον τας ελευθερίας μας να προσβάλουν, αλλά θέλοντας και μη θέλοντας να μας καταστήσουν Τσαράνους (δουλοπάροικους) και τσαγκαλάκια (στρατιωτάκια)». Η διχόνοια που προκλήθηκε στην εθνοσυνέλευση ήταν μια συνέχεια της αντίδρασης των ντόπιων στην βαυαροκρατία και την γενικότερη ξενοκρατία. Οι Βαυαροί είχαν διορίσει σε θέσεις κλειδιά του δημοσίου πολλούς Έλληνες του εξωτερικού, κυρίως λόγω της παιδείας τους. Οι νεοφερμένοι Έλληνες αποτέλεσαν, από της ιδρύσεως του ελληνικού βασιλείου, την καινούργια νομενκλατούρα, καθώς ήταν και οι μόνοι που συγκέντρωναν τα απαραίτητα προσόντα για τον εξευρωπαϊσμό του κράτους. Υπουργοί, δικαστές, νομάρχες και πλήθος δημοσίων υπαλλήλων, ως επί το πλείστον, προέρχονταν από τον εκτός συνόρων ελληνισμό. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση προέκυψε μια αναμενόμενη τοπικιστική αντίδραση, κυρίως των οπλαρχηγών και των κοτζαμπάσηδων. Η κύρια κατηγορία προς τους «ετεροχθονιστές» ήταν ότι μεριμνούσαν περισσότερο για την παγίωση της εξουσίας τους στο ελληνικό κράτος και ως απόδειξη έφερναν την συμμετοχή τους στον βαυαρικό κρατικό μηχανισμό. Ως εκ τούτου, μαζί με το βαυαρικό μίσος γιγαντώθηκε και το μίσος προς τους συνεργάτες τους, κυρίως τους Φαναριώτες, καθώς και ο γενικότερος αντιδυτικισμός. Πρώτος ο πληρεξούσιος Τρίπολης και «αυτοχθονιστής», Ρήγας Παλαμήδης, πρότεινε να μην διορίζονται σε δημόσιες θέσεις όσοι δεν είχαν γεννηθεί στην ελεύθερη Ελλάδα και όσοι δεν πολέμησαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Μαζί του συντάχθηκαν ο Πλαπούτας, ο Μακρυγιάννης, ο Θοδ. Γρίβας και αρκετοί ακόμη. Ο Γ. Ασπρέας αναφέρει για την πρόταση Παλαμήδη: «Οι εγκολπωθέντες την πρότασιν δεν ήσαν μόνο οι εμφορούμενοι υπό της στενότητος των τοπικών αντιλήψεων, και οι μισούντες τους Φαναριώτας αλλά και οι αποστρεφόμενοι τους συρρέοντας από την Ευρώπη Έλληνας, οίτινες εχαρακτηρίζοντο υπό των στερρώς εχομένων προς τα πάτρια ως εισηγηταί έξεων και αντιλήψεων υπονομευτικών των κοινωνικών συνθηκών του ελληνικού λαού. Τους Φαναριώτας εμίσουν ιδίως οι καπεταναίοι, διότι ούτοι ήσαν τραχείς και ευθείς, εκείνοι δε πολιτικώτεροι και εγγράμματοι, ως τοιούτοι δε προετιμώντο εις τας δημοσίας θέσεις, επί βλάβη των εντόπιων. Επίσης οι καπεταναίοι ήσαν πτωχοί και εκείνοι ερχόμενοι ή από την Ευρώπην ή από την Κων\πολιν εύρισκον ταχέως θέσεις και έφερον μεθ’ εαυτών ολίγα μεν αλλά υπεραρκετά δια την εποχήν χρήματα». Με ακόμη μελανότερα χρώματα περιγράφει την συμπεριφορά των ξενοφερμένων Ελλήνων ο Γάλλος Adolphe Faudot: «Αυτοί οι ξενοφερμένοι Έλληνες στηρίζουν ολόκληρο το πολιτικό τους μέλλον στην ταπείνωση και την καταδυνάστευση των αυτοχθόνων, δηλαδή των ντόπιων Ελλήνων.[…] Οι ετερόχθονες φέρνουνται στους αυτόχθονες σχεδόν όπως φέρνονταν άλλοτες οι Τούρκοι στους Έλληνες. Αν κι οι ετερόχθονες βρίσκονται ανάμεσά τους χωρισμένοι, ανάλογα με τα ξενικά συμφέροντα που αντιπροσωπεύουν, παρουσιάζουν πάντα κοινό μέτωπο ενάντια στους ντόπιους». Αντίθετα ο Π. Καρολίδης θεωρεί υπεύθυνους για το ζήτημα μερικούς δήθεν μορφωμένους ξενόφερτους, που εκμεταλλεύονταν την αμάθεια των ντόπιων και νέμονταν τις δημόσιες θέσεις: «Η εξέγερσις και η κατακραυγή απηυθύνετο προς τους νεήλυδας εκείνους, οίτινες δι’ επιδείξεως ολίγης παιδείας επιπολαίου, χρήσεως ευρωπαϊκής τινος γλώσσης, ιδίως της γαλλικής, αντεποιούντο υπεροχήν πνευματικήν και επλήρουν τας δημοσίας θέσεις, ας ηδύναντο επαξίως να κατέχωσι και οι στερούμενοι της επιπολαίου εκείνης παιδεύσεως εγχώριοι». Eκτός από τον Μωριά και τη Ρούμελη, το 1821 είχαν ξεσηκωθεί αντίστοιχα και περιοχές που παρέμεναν εκτός ελληνικού βασιλείου, όπως η Ήπειρος, η Κρήτη και Θεσσαλία. Το ότι οι περιοχές αυτές δεν είχαν συμπεριληφθεί στο απελευθερωμένο βασίλειο, δεν σήμαινε ότι οι Έλληνες κάτοικοι ήταν λιγότερο Έλληνες εν σχέσει με τους απελευθερωθέντες ή ότι δεν είχαν προσφέρει στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Μαζί με τους Έλληνες τα όπλα πήραν και πολλοί χριστιανοί Σλάβοι, Βούλγαροι και Αρβανίτες. Για λογαριασμό τους μίλησε ο Σλάβος Χατζηχρήστος, ο οποίος στην προσπάθεια του να μνημονεύσει τους συμπολεμιστές του που πέθαναν στο αγώνα του 1821 ξέσπασε σε λυγμούς. Πιο δηκτικός ο sir Richard Church, που είχε αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια και αντιπροσώπευε τους κατοίκους του Αιτωλικού στην εθνοσυνέλευση, γυρνώντας προς την μεριά των «αυτοχθονιστών» Γρίβα και Κριεζιώτη εξαπέλυσε το ιστορικό «Γκαϊντούρια»…! Στο τέλος οι πληρεξούσιοι κατάφεραν να βρουν μια συμβιβαστική λύση, όπου ο ορισμός του «αυτόχθονος» να περιλαμβάνει και όσους «ετερόχθονες» πολέμησαν κατά τον Τούρκων και είχαν έλθει στην Ελλάδα πριν από το 1827. Όσο για τους εγκατασταθέντες μετά το 1827 «ετερόχθονες», για να διοριστούν σε δημόσια θέση έπρεπε να περιμένουν 2 με 4 χρόνια.

Τέλος, μεγάλη ένταση επικράτησε για το ζήτημα της Γερουσίας. Η πλειοψηφία της Βουλής και της κοινής γνώμης επιθυμούσε ένα μόνο νομοθετικό σώμα. Αντίθετα το παλάτι επιζητούσε την δημιουργία της Γερουσίας με σκοπό να αποτελέσει όργανο των επιδιώξεων του βασιλιά. Όλοι αντιλαμβάνονταν ότι ένα νομοθετικό σώμα, διορισμένο από τον βασιλιά και όχι εκλεγμένο από τον λαό, θα νόθευε την λαϊκή βούληση και θα ήταν εμπόδιο στην λειτουργία της Βουλής. Υπό την πίεση, για μια ακόμη φορά, των πρέσβεων η συνέλευση αναγκάστηκε να ψηφίσει τον νόμο περί Γερουσίας. Ο Κ.Μ. Γράψας τονίζει: «… η πλειοψηφία της Συνελεύσεως ήτο κατά το μέγιστον μέρος υπέρ του ενός Νομοθετικού Σώματος, δηλαδή της απλής Βουλής. Αλλ’ η πίεσις των Πρέσβεων των Δυνάμεων εχόντων επιρροήν επί των μελών της Συνελεύσεως επέβαλε την παραδοχήν της Γερουσίας προς ενίσχυσιν της Βασιλείας». Η σύμπλευση Μαυροκορδάτου και Κωλλέτη, έπειτα από παρασκηνιακές πιέσεις των πρεσβευτών Αγγλίας, Γαλλίας και Αυστρίας, οδήγησαν στην ψήφιση του θεσμού της Γερουσίας. Οι γερουσιαστές, 27 στον αριθμό, θα διορίζονταν από τον βασιλιά και θα ήταν ισόβιοι.

Εν τέλει διαμορφώθηκε ένα σύνταγμα σχετικά φιλελεύθερο, για τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής. Αποτελούμενο από 107 άρθρα είχε ως πηγή έμπνευσης τα αντίστοιχα συντάγματα της Γαλλίας και του Βελγίου. Καθιέρωνε ως ανώτατη πηγή της κρατικής εξουσίας τον βασιλιά, ο οποίος έλεγχε την εκτελεστική, διορίζοντας και παύοντας υπουργούς κατά το δοκούν, αλλά και την νομοθετική διορίζοντας γερουσιαστές της αρεσκείας του. Η βουλή θα είχε τριετή θητεία, ενώ δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι άνδρες άνω των 25, αν και με αρκετούς περιορισμούς, όπως η κατοχή ιδιοκτησίας ή η εξάσκηση επαγγέλματος στην περιοχή που ψήφιζαν. Με το θεσμό του κολλήγα να διατηρείται σε πολλές περιοχές της απελευθερωμένης Ελλάδας και τους χιλιάδες ακτήμονες αγρότες αντιλαμβάνεται κανείς πόσο περιορισμένο ήταν τελικά το δικαίωμα ψήφου. Ένα από τα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά του Συντάγματος ήταν η προστασία των ατομικών ελευθεριών και ειδικά το άρθρο 9 που καταργούσε τον θεσμό της δουλείας και του δουλεμπορίου. Με άλλες διατάξεις καθιερωνόταν η ισότητα απέναντι στους νόμους, υπήρχε εγγύηση της ατομικής ελευθερίας, της ελευθερίας του Τύπου και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Την 30η Μαρτίου 1844 ο βασιλιάς ορκίστηκε, μάλλον απρόθυμα, πίστη στο Σύνταγμα και η συνέλευση διαλύθηκε για να προκηρυχτούν νέες εκλογές για την πρώτη συνταγματική Βουλή. Ο θεσμός της βασιλείας είχε διασωθεί χωρίς πολλές απώλειες, ενώ και οι ηγέτιδες τάξεις των Ελλήνων, κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγοί, ήταν ικανοποιημένες αφού μετά από 10 χρόνια βαυαροκρατίας έπαιρναν μερίδιο της εξουσίας. Όσο για τον απλό λαό, αυτός έμεινε απλώς θεατής και άθυρμα στα χέρια δήθεν πατριωτών πολιτικών. Ο Νεοκλής Καζάζης σχολιάζει σχετικά: «Ο ελληνικός λαός, μόλις τυχών ελευθερίας, κατόπιν μακράς δουλείας, πένης υπό πάσαν έποψιν, εστερημένος πάσης ευμαρείας, δεν ηδύνατο να έχη την ελαχίστην αντίληψιν πολιτικών καθηκόντων και δικαιωμάτων. Η παίδευσις αυτού ήτο τω καιρώ εκείνω στοιχειωδεστάτη, ηγνόει εξ ολοκλήρου την σημασίαν της ψήφου, εψήφιζε τούτο ή εκείνο το πρόσωπον αμεριμνών περί του αποτελέσματος. Ως επί το πλείστον η ψηφοφορία και εν τοις πλείστοις των μεγάλων κοινωνικών κέντρων διεξήγετο δια της στρατιωτικής βίας, δια της πολιτικής δολιότητος, δια του ψυχολογικού καταναγκασμού, δια της καλπονοθέυσεως». Αντίστοιχα ο Γ. Κρέμος αναφέρει για το Σύνταγμα: «Το σύνταγμα του 1843 πηγήν έχον ουχί τα ήθη και έθιμα παλαιά τε και νέα του ελληνικού έθνους και τον πολιτικόν αυτού βίον είνε απομίμημα των παρ’ αλλοδαποίς ισχυόντων και εν τισιν αντιγραφή. Ξένον άρα του ελληνικού έθνους. Επειδή δέ και ο βασιλεύς Όθων ως ών φύσει αυτάρχης, εξ ανάγκης δε απεδέξατο πολίτευμα επιβληθέν αυτώ άκοντι, φανερώτατον ότι και αυτός ήν ξένος του συνταγματικού πολιτεύματος.[…] Το σύνταγμα εγένετο, αλλά οι Έλληνες έμειναν οι αυτοί.[…] Απαιτήσεις θέσεων και η πλήρωσις παντοίων αναγκών ήσαν ο πολιτικός μοχλός των Ελλήνων.[…] Είρηται ήδη ότι εκ της εθνικής συνελεύσεως ανέμενον πάντες μεταβολήν της τύχης. Οι απλούστεροι εφαντάζοντο ότι το σύνταγμα έμελλε να ή η πανάκεια των δεινών. Βλάχος τις ποιμήν ηρώτησε: «Τι πράγμα είνε αυτός ο σύνταγμας , ο οποίος θα μας κάμει όλους να τρώμε ψωμί χωρίς να δουλεύωμαι;». Ούτω πως ξεκινούσε ο συνταγματικός βίος του ελληνικού κράτους…

Διαβάστε:

  • Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος», εκδ. 20ος Αιώνας.
  • Δημ. Φωτιάδη, «Όθωνας, η Μοναρχία», εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
  • Γ. Ασπρέας, «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος».
  • Γ. Κρέμος, «Νεωτάτη Γενική Ιστορία».
  • Νεοκ. Καζάζης, «Ο κοινοβουλευτισμός εν Ελλάδι».
  • Π. Καρολίδης, «Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής», τ.3.
  • Τρ. Ευαγγελίδης, «Ιστορία του Όθωνος».  
(Εμφανιστηκε 517 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.