Υπέρ ή κατά της τελειότητας; – Σχεδιάζοντας παιδιά με πατρόν
Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που, όταν γίνονται γονείς, έρχονται αντιμέτωποι με κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που περίμεναν. Τα παιδιά τείνουν να εκπλήσσουν τον γονιό είτε με τις ιδιότητες του χαρακτήρα τους είτε με τα φυσικά χαρακτηριστικά τους.
Η απόκτηση, λοιπόν, της ιδιότητας του γονέα κάνει στον άνθρωπο επιτακτική την εμφάνιση εκείνης της διάθεσης που θα τον κάνει δεκτικό στα πράγματα όπως είναι, στο να μην ενδίδει στην επιπολαιότητα τού να αγνοήσει ή και να απορρίψει αυτό που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ή στις προτιμήσεις του. Γιατί, αν μπορούμε να διαλέξουμε τους φίλους μας με βάση κάποια χαρακτηριστικά τους, σίγουρα δεν διαλέγουμε τα παιδιά μας και τις αρετές που κατέχουν. Η πατρότητα, λοιπόν, και η μητρότητα, μας μαθαίνουν να είμαστε ανοιχτοί στο απρόσκλητο· να αποδεχόμαστε τη ζωή ως δώρο και όχι χρησιμοθηρικά, ως μέσο για κάποιο σκοπό.
Από τη στιγμή που η ανθρωπότητα εφηύρε την γενετική ενίσχυση (genetic enhancement), μας έφερε αντιμέτωπους με ένα δίλημμα (η τεχνολογία έχει συχνά έναν τρόπο να κάνει επείγουσα την επίλυση ηθικών φιλοσοφικών ερωτημάτων που πρότινος βρίσκονταν μονάχα στο πεδίο της θεωρητικής αναζήτησης). Είναι άραγε σωστό ή μήπως πρέπει να μην επιτρέπεται να δίνεται η δυνατότητα σε ένα ζευγάρι να παρέμβει στον γενετικό κώδικα του παιδιού που θα αποκτήσει, ώστε αυτό το παιδί να κατέχει κάποια ποθητά χαρίσματα, όπως αυξημένο δείκτη νοημοσύνης; (Δεν έχουμε φτάσει, βέβαια, ακριβώς σε αυτό το σημείο ακόμα, αλλά έχουμε φτάσει στο σημείο όπου πρέπει να γίνει η συζήτηση).
Η ιδέα αυτή ίσως προκαλεί αποτροπιασμό σε κάποιους και μόνο στο άκουσμά της, όμως πρέπει να δούμε γιατί, και αν είναι δικαιολογημένη, μια τέτοια αντίδραση –πόσο μάλλον η απαγόρευση αυτής της πρακτικής.
Ο Michael Sandel στο βιβλίο του Ενάντια στην τελειότητα, αναφέρει την άποψη πως η υγεία δεν είναι εγγενώς πολύτιμη, αλλά αποτελεί μόνο ένα μέσο για να κάνει το άτομο αυτά που θέλει να κάνει. Πως, δηλαδή, η υγεία είναι εργαλειακά πολύτιμη. Αυτό οδηγεί στη διαπίστωση πως οι γονείς δεν έχουν μόνο την υποχρέωση να παρέχουν ιατρική φροντίδα στο παιδί τους όταν είναι άρρωστο, αλλά και να το τροποποιούν γενετικά ώστε να του προσφέρουν την καλύτερη ευκαιρία για την καλύτερη ζωή (εφόσον φυσικά υπάρχει η δυνατότητα στον καθένα).
Ο Sandel δεν αποδέχεται αυτή την άποψη, λέγοντας πως «η καλή υγεία, όπως ο καλός χαρακτήρας, είναι συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ανάπτυξης». Είναι η εργαλειακή θεώρηση, πιστεύει, που οδήγησε στο παρελθόν τους ευγονιστές σε παράδοξες πρακτικές όπως στο να απονέμουν βραβεία στις «καταλληλότερες οικογένειες» σε διαγωνισμούς υγείας.
Δεν είναι σαφές όμως, πώς ακριβώς διαφέρει το να βλέπει κανείς την υγεία εργαλειακά με το να θεωρεί ότι είναι «συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ανάπτυξης». Η εργαλειακή θεώρηση μας λέει πως η έλλειψη υγείας είναι κάτι κακό επειδή περιορίζει την ελευθερία μας –πώς μπορεί να ζήσει κανείς ελεύθερα όταν είναι περιορισμένος στο κρεβάτι του λόγω ασθένειας; Δεν είναι άραγε η καλή υγεία που μας επιτρέπει αυτή την ανθρώπινη ανάπτυξη στην οποία αναφέρεται ο Sandel; Δεν είναι η υγεία το εργαλείο για να επιτευχθεί αυτή η ανάπτυξη;
Και όσον αφορά τους διαγωνισμούς υγείας, δεν υπάρχει κάτι αξιωματικά ανήθικο στο να διαλέγει κανείς σύζυγο με βάση το αν είναι υγιής. Μπορεί αυτή η συμπεριφορά να είναι παράξενη, ακόμα και αντιπαθητική σε πολλούς ή ίσως και γελοία, αλλά δεν είναι ανήθικη. Εξάλλου, κάποιος που θα διάλεγε σύζυγο με μόνο κριτήριο την υγεία της υποψηφίας, είναι αμφίβολο το τι είδους σχέση θα δημιουργούσε ακόμα κι αν δεν έχει αυτήν τη δυνατότητα. Και είναι πιθανόν τόσο σπάνια αυτή η συμπεριφορά που ο Sandel μάλλον ανησυχεί για κάτι που δεν έχει κάποια σημαντική γενική επίπτωση.
Επίσης, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε πως ο όρος «ευγονική» είναι τόσο αρνητικά φορτισμένος, όχι λόγω των προαναφερθέντων διαγωνισμών ομορφιάς, αλλά λόγω των στειρώσεων (αναγκαστικών και μη) εκείνων που οι αρχές θεωρούσαν ότι έπρεπε να μην διαιωνιστεί η ύπαρξή τους, ή και οι φόνοι (ευθανασίες) των πνευματικά ασθενών ώστε να μην παράγουν «προβληματικά» τέκνα. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με την ελεύθερη επιλογή ενός γονέα για το μέλλον του παιδιού του, αλλά έχει να κάνει με τις επιλογές ενός αυταρχικού καθεστώτος με σκοπό την καθαρότητα της φυλής ή το «γενικό καλό» στο όνομα του οποίου θυσιάζει το άτομο.
Ο Sandel προτείνει την ύπαρξη δύο ειδών αγάπης: τη δεκτική και τη μεταπλαστική. «Η δεκτική καταφάσκει στην ύπαρξη του παιδιού, ενώ η μεταπλαστική αγάπη επιδιώκει την ευημερία του». Από τη μία, λοιπόν, ο γονιός οφείλει να δεχτεί το παιδί του με τα ελαττώματά του, και από την άλλη να προάγει τις αρετές του. Οι δύο αυτές πλευρές της γονικής αγάπης παίζουν εξισορροπητικό ρόλο, ώστε να διορθώνουν τις υπερβολές η μία της άλλης –η υπερβολή της δεκτικότητας οδηγεί στην απάθεια, ενώ της μεταπλαστικής στη μη ρεαλιστική απαίτηση για τελειότητα (και, ίσως, στην απόρριψη του παιδιού όταν δεν μπορεί να ανταπεξέλθει). Είναι δόκιμες, φυσικά, αυτές οι ανησυχίες του Sandel, αλλά είναι αμφίβολο, αν όχι απίθανο, πως κάποια γενετική παρέμβαση θα εξαφάνιζε κάθε ελάττωμα από το παιδί, ώστε να κάνει άτοπη την αποδοχή της ζωής ως δώρου. Εξάλλου, αυτοί οι δύο κίνδυνοι της υπερβολής υπάρχουν ήδη στο μεγάλωμα παιδιών και χωρίς τη δυνατότητα γενετικής παρέμβασης. Ούτε είναι σαφές ότι πρέπει να δούμε την γενετική ενίσχυση ενός αγέννητου ως κάτι που εξισώνεται με την έλλειψη ενδιαφέροντος ή αγάπης για ένα παιδί γεννημένο χωρίς ενίσχυση. Δεν ισχύει ακριβώς το αντίθετο; Το να παρέμβει κάποιος ώστε το παιδί του να έχει, π.χ., μεγαλύτερο IQ απ’ ό,τι θα είχε χωρίς την παρέμβαση, δε μαρτυράει πως ο γονιός ενδιαφέρεται για το καλύτερο δυνατό μέλλον του παιδιού του;
Τι θα σήμαινε να έχει κάποιος τη δυνατότητα μιας τέτοιας παρέμβασης και να μην την εκμεταλλευτεί;
Η συζήτηση όμως δεν εξαντλείται εδώ, καθώς με την απόφαση της παροχής τέτοιου είδους παρέμβασης στην τεκνοποίηση, εμφανίζονται περιπλοκές από τον χώρο της πολιτικής και της οικονομίας. Τι θα συνέβαινε πρακτικά με την ύπαρξη μιας τέτοιας δυνατότητας; Θα ήταν προσβάσιμη σε όλους ταυτόχρονα; Θα ήταν τόσο ακριβή που μόνο λίγοι θα μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν ή θα ήταν τόσο φτηνή όσο ένας εμβολιασμός παρεχόμενος από ένα σύστημα υγείας; Το μέλλον που έχουν οραματιστεί σεναριογράφοι όπως ο Andrew Niccol της ταινίας Gattaca είναι πολύ πιθανό –και είναι ζοφερό. Σε αυτή την ταινία, η γενετική ενίσχυση δημιουργεί την ύπαρξη, όχι πλέον κοινωνικών ή οικονομικών τάξεων όπως τις ξέρουμε, αλλά διαφορετικών ουσιαστικά φυλών, με αυτούς που γεννιούνται χωρίς την παρέμβαση να είναι καταδικασμένοι σε εργασίες που δεν αρμόζουν στους προνομιούχους βελτιωμένους απογόνους των πλούσιων. Κάτι τέτοιο θα έκανε την έννοια του ρατσισμού μάλλον αδόκιμη, αφού δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για προκατάληψη εναντίον κάποιου βάσει της «καταγωγής» του, αλλά η διαφορές μεταξύ των δύο «φυλών» θα ήταν πραγματικότητα.
Αν και ο Sandel φαίνεται κάπως υπερβολικά προσκολλημένος στην «αίσθηση της ζωής ως δώρου», όπως την περιγράφει τουλάχιστον, το βιβλίο του είναι μια εξαιρετική επισκόπηση πολλών παρόμοιων ηθικών προβλημάτων, που δυστυχώς ή ευτυχώς έχουν αρχίσει να ξεχειλίζουν από τα φιλμ και τις σελίδες βιβλίων επιστημονικής φαντασίας στην επικείμενη πραγματικότητα. Τα συγκεκριμένα ζητήματα αυτού του άρθρου παρουσιάζονται στο κεφάλαιο Γονείς που πατρονάρουν, παιδιά με πατρόν.