Νεοφιλελευθερισμός, εκπαίδευση και η κατασκευή του συμβατού πολιτικού υποκειμένου*
Γράφει ο Ευθύμης Τσιλικίδης
Οι επερχόμενες αλλαγές στη δημόσια εκπαίδευση σαφώς και δεν γίνονται με αποκλειστική υπαιτιότητα των κυβερνώντων, όπως αρέσκονται να παρουσιάζουν οι φιλοκαπιταλιστικές αφηγήσεις. Υπάρχει μια βαθύτερη, δομική πολιτική εξήγηση.
Εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια ζούμε παγκόσμια το φαινόμενο που χαρακτηρίζεται ως «εξέγερση των ελίτ», την αντεπίθεση των οικονομικών, πολιτικών, διανοητικών ελίτ του κράτους και του κεφαλαίου ενάντια στις λαϊκές διεκδικήσεις για ισοελευθερία και χειραφέτηση, στα κεκτημένα δικαιώματα πολυετών αγώνων. Αυτή η αντεπίθεση συνοδεύεται και ωραιοποιείται από εύηχα συνθήματα που ο μέσος πολίτης δυσκολεύεται να αμφισβητήσει: απελευθέρωση των αγορών και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, ανάπτυξη, αποτελεσματικότητα, αξιοκρατία. Πολύ σημαντική ανάμεσα στις αλλαγές που επιφέρει η νεοφιλελεύθερη αντίληψη είναι ότι πλέον ως πρότυπο, προστατευόμενος και δομική μονάδα της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης δεν προωθείται πλέον το κοινωνικό σύνολο ούτε καν το άτομο, όπως μας είχε συνηθίσει τόσα χρόνια ο κλασικός φιλελευθερισμός αλλά η ιδιωτική εταιρεία. Αυτός είναι και ο λόγος που όροι όπως εθνική κυριαρχία ή δικαιώματα υποχωρούν ολοένα και περισσότερο στο πολιτικό λεξιλόγιο, αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικές αποφάσεις συνοψίζονται στο σύνθημα «αποκρατικοποιήστε, ιδιωτικοποιήστε, τελειώσατε», με βάση το οποίο δημόσιες υπηρεσίες και ΟΤΑ αναδομούνται σταδιακά.
Ασφαλώς η εταιρική οργάνωση απαιτεί και την ανάλογη στελέχωση. Ως εκ τούτου όσοι δεν έχουν την τύχη να είναι αφεντικά ή υψηλόβαθμα στελέχη θα πρέπει να συμβιβαστούν με τις αξίες και τις πρακτικές αυτού του τρόπου οργάνωσης, να ταξινομηθούν ιεραρχικά με βάση διαφορετικά επίπεδα γνώσης, να αποδεχτούν την κατώτερη θέση τους στον καταμερισμό εργασίας και να συμβιβαστούν με μια μη χειραφετητική προοπτική ζωής όπου θα αγωνίζονται για την επιβίωση ως υπάλληλοι, δηλαδή ως άνθρωποι που υπόκεινται σε άλλους σε συνθήκες συρρίκνωσης των δικαιωμάτων, ανεργίας, επισφάλειας, ελαστικότητας, περιορισμένου ελεύθερου χρόνου και ποιότητας ζωής. Αυτή είναι η κατάλληλη μαζική νοοτροπία πολίτη για τον νεοφιλελευθερισμό, αυτό το πολιτικό υποκείμενο επιθυμεί να διαμορφώσει: τον ελαστικοποιημένο, συναινετικό, υπάκουο υπάλληλο.
Πώς όμως θα καμφθούν οι πολιτικές αντιστάσεις; Πώς θα περάσουμε από το κράτος πρόνοιας στις ανάγκες ενός ακόμη σκληρότερου καταμερισμού εργασίας; Πώς θα διαμορφωθεί αυτό το συναινετικό πολιτικό υποκείμενο; Αρχικά με τη βίαιη καταστολή των μαζικών κινητοποιήσεων και αντιδράσεων. Παρακολουθούμε τι γίνεται στις μέρες μας σ’ ένα από τα πιο ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας με παράδοση στους κοινωνικούς αγώνες που πρέπει κι αυτό να υποστεί την αναπροσαρμογή του, τη Γαλλία. Η δεύτερη, ηπιότερη μέθοδος είναι η ιδεολογική ταύτιση ή τουλάχιστον η κατασκευή πολιτικής συναίνεσης στην τρέχουσα αναπροσαρμογή: με απλά λόγια, να πιστέψουμε όλοι εμείς πως ό,τι συμβαίνει είτε είναι ορθό και δίκαιο είτε αναγκαίο για το καλό μιας «πλειοψηφίας» είτε, τέλος, να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Στην προσπάθειά τους αυτή οι ελίτ έχουν ισχυρούς συμμάχους: πολιτικούς, τεχνοκράτες και κάθε λογής οργανικούς διανοούμενους με αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο σε όλες τις κυβερνήσεις, τα συστημικά ΜΜΕ της σκόπιμης μαζικής παραπληροφόρησης και του περιορισμού της πολιτικής ατζέντας σε ό,τι συμφέρει τις αγορές, τις πολιτικά κατασκευασμένες κρίσεις που καθυποτάσσουν τα κράτη στα χρέη και επιβάλλουν στα άτομα τη δουλική νοοτροπία του χρεωμένου ανθρώπου και, φυσικά, το πεδίο της εκπαίδευσης. Ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκεται η συναίνεση του πολιτικού υποκειμένου στη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή μέσω της εκπαίδευσης.
Πρωτίστως με τη αναμόρφωση της λειτουργίας του σχολείου στο βαθμό του δυνατού σε ιδιωτική εταιρεία. Στο νέο σχολείο που προωθεί η ΕΕ οι αναλογίες είναι πολλές, καταρχάς στο ζήτημα της χρηματοδότησης. Π.χ., στα κείμενα της επιτροπής εθνικού διαλόγου για την παιδεία η έννοια της «αυτονομίας του σχολείου» αναφέρεται στην αυτονόμηση από την κρατική χρηματοδότηση και την αναζήτηση χορηγών στην ελεύθερη αγορά. Γνωρίζουμε καλά ότι αυτό ήδη συμβαίνει σε πολλές χώρες της ΕΕ μπολιάζοντας τη λειτουργία του σχολείου με την αναγκαία αγοραία-εμπορευματική νοοτροπία.
Δεύτερον, η επερχόμενη αξιολόγηση, η οποία στα επίσημα κείμενα της ΕΕ αποτελεί κομβικό άξονα και βαρυσήμαντη υποχρέωση για μαθητές, εκπαιδευτικούς και τα ίδια τα σχολεία ως οργανισμούς. Προτείνεται μάλιστα η εξάπλωση της εφαρμογής της ακόμη και σε διδακτικά αντικείμενα που η ποσοτικοποίηση φαντάζει αδιανόητη, όπως π.χ. η πολιτική εκπαίδευση. Και αν τα κεντρικά επιχείρηματα για τη διαρκή αξιολόγηση είναι η αποτελεσματικότητα και η αξιοκρατία, στην πραγματικότητα αυτό που καταλήγει να συμβαίνει στα σχολεία των δυτικών χωρών είναι η επικράτηση της αρχής “what gets tested, gets taught”. Το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί, προκειμένου να αυτοσυντηρηθούν σ’ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον καταλήγουν να διδάσκουν περιορισμένα αντικείμενα (αυτά που αξιολογούνται από τη στοχοθεσία ως σημαντικά και η τάση είναι να θεωρούνται σημαντικά τα «βασικά», όπως μας δείχνει η εξάπλωση της αμερικανικής λογικής του “back to basics”) και να προσανατολίζουν τη διδακτική πράξη στην ενδυνάμωση κυρίως του ποσοστού των μαθητών που θα αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα για την προσέλκυση χρηματοδότησης.
Τρίτον, η έμφαση που δίνεται στην τήρηση της ιεραρχίας σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της γνώσης και των αξιωμάτων, με την ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνει ο δ/ντης-headmaster. Με αυτή τη δομή διοικητικής οργάνωσης εξασφαλίζεται ευκολότερα η λογοδοσία για την τήρηση μιας κατά κανόνα θεσπισμένης είτε συγκεντρωτικά είτε με αγοραία κριτήρια στοχοθεσίας συμμορφωμένης με την κυρίαρχη ιδεολογία, η εφαρμογή των ανάλογων προγραμμάτων και η πειθάρχηση των υπαλλήλων, στοιχεία που καθορίζουν το επίσημο αλλά και το κρυφό διδακτικό αναλυτικό πρόγραμμα.
Και τέταρτον, το «άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία», σύνθημα επίσης εύηχο γιατί έχει μια επίφαση πλατιάς δημοκρατίας σε συνδυασμό με την επικράτηση μιας «συμμετοχικής» σχολικής κουλούρας,. Με τον όρο «άνοιγμα» εννοείται η αλληλεπίδραση του σχολείου με γονείς, μορφωτικά ιδρύματα, επαγγελματίες, ΟΤΑ, αλλά βεβαίως και ιδιωτικούς φορείς όπως εταιρείες, ομίλους κλπ., ενώ η «συμμετοχή» είναι μια οργανωμένη εκπαιδευτική προσπάθεια εμπλοκής του μαθητή σε μαθησιακές, διοικητικές, κοινοτικές, πολιτικές δραστηριότητες χωρίς, ωστόσο κριτικό αμφισβητησιακό προσανατολισμό, αλλά με στόχο την εξοικείωση-ενσωμάτωση του μαθητή με τη «δημοκρατία» και τις θεσμικές διαδικασίες με την ισχύουσα παγιωμένη μορφή.
Εύκολα μπορεί κανείς να διερωτηθεί: πόσο συμβάλλει στον εκδημοκρατισμό και στην χειραφετητική αποστολή του σχολείου το άνοιγμα σε μια ατομικιστική κοινωνία όπου κυριαρχούν πολιτικά αξίες, πρακτικές της αγοράς και θεσμοί που τις εξυπηρετούν; Ξεχνάμε ότι το συλλογικό πολιτικό υποκείμενο που μας οδήγησε στην κρίση είναι ακριβώς αυτή η κοινωνία; Επιπλέον, ποιες είναι οι συνθήκες εντός των οποίων θα λάβει χώρα το άνοιγμα; Η άθλια πραγματικότητα που δημιουργείται με τις πολιτικές της ύφεσης και του φόβου; Κι ύστερα απ’ όλα αυτά, πώς προκύπτει ότι η «συμμετοχική» σχολική κουλτούρα θα βοηθήσει στην εμβάθυνση της δημοκρατίας; Πολλές σχετικές έρευνες πιστοποιούν το αντίθετο: εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς δεν δείχνουν ικανοί να οδηγηθούν σ’ αυτή την εμβάθυνση. Και πώς μπορεί να είναι αυτό δυνατό αν δεν υπάρχει ως κεντρικός εκπαιδευτικός προσανατολισμός η κριτική σκέψη και αμφισβήτηση, αν δεν υπάρχει ως δυνατότητα η κοινωνική αναμόρφωση; Ως εκπαιδευτική διαδικασία το άνοιγμα του σχολείου στην ταξική κοινωνία και η εμπέδωση μιας συμμετοχικής σχολικής κουλτούρας όπου η μετασχηματιστική προοπτική έχει αφαιρεθεί από τα διδακτικά περιεχόμενα και τις δράσεις φέρουν τους άβουλους, αδύναμους κριτικά νεαρούς μαθητές σε αλληλεπίδραση με τις ισχυρές δομές, επιχειρούν να κάμψουν τις αντιστάσεις, να φυσικοποιήσουν και να αναπαραγάγουν τελικά με τον ένα ή άλλον τρόπο τις υπάρχουσες οικονομικές και ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας των ανισοτήτων, της εκμετάλλευσης και των κοινωνικών αποκλεισμών, καταδεικνύοντάς τες ως τον «μοναδικό ρεαλιστικό δρόμο».
Και τι προτείνουμε; Δικαίως θα αναρωτηθεί κάποιος. Να περιφράξουμε το σχολείο απέναντι στην κοινωνία; Όχι βέβαια. Αλλά η αποδοχή της άποψης ότι σχολείο και κοινωνία πρέπει να αλληλεπιδρούν δεν σημαίνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε κάθε είδους σχέση του σχολείου με την κοινωνία, ειδικά όταν η κοινωνία λειτουργεί αναπαραγωγικά, χωρίς θεσμούς που να ενισχύουν την ατομική και συλλογική αυτονομία, την κριτική σκέψη και αμφισβήτηση. Σαφώς και επιθυμούμε ένα άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία αλλά στο άνοιγμα αυτό εκπαιδευτικοί και μαθητές θα πρέπει να εργάζονται με στόχευση την κριτική και ριζοσπαστική αναμόρφωση αυτής της κοινωνίας, την ελευθερία, την ισότητα, την αλληλεγγύη για όλους. Και για να γίνει αυτό δυνατό θα πρέπει να ισχύουν κι άλλες προϋποθέσεις: η ίδια η κοινωνία και οι θεσμοί της να είναι δεκτικοί σ’ αυτόν τον κριτικό ριζοσπαστικό ακτιβισμό του σχολείου, να επιθυμεί η ίδια η κοινωνία την κριτική αμφισβήτηση και τη συλλογική χειραφέτησή της, αφού πρωταρχικά έχει αναγνωρίσει την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση ως πρόβλημα προς επίλυση και έχει αναβαθμίσει στην αντίληψη και τις εφαρμοζόμενες πρακτικές της τον μετασχηματιστικό ρόλο του σχολείου και της παιδείας.
Κάθε άλλο άνοιγμα σαν κι αυτό που γίνεται στην ΕΕ και ετοιμάζεται για την Ελλάδα θα είναι απλά μια άσκηση πιέσεων για εκσυγχρονιστικές αλλαγές από την υπό ανέγερση νεοφιλελεύθερη κοινωνία προς το παλαιό σχολείο που δομήθηκε (επιτυχημένα ή όχι αυτό είναι μια άλλη συζήτηση) με τις αρχές ενός υποτυπώδους κράτους πρόνοιας. Μια αποθέωση του νεοφιλελεύθερου εταιρικού μοντέλου οργάνωσης ταυτόχρονα με μια μαζική υποκειμενοποίηση των μαθητών στον ρόλο του ατομοποιημένου συναινετικού υπαλλήλου. Είναι δυνατόν –απ’ όπου κι αν προέρχεται- να αποδεχτούμε μια εκπαιδευτική πολιτική με αυτές τις στοχεύσεις;
*Το κείμενο αποτέλεσε τη βάση τοποθέτησης που πραγματοποιήθηκε στη Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Σερρών, στις 31/5/2016.
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bourdieu Pierre & Passeron Jean-Claude (2014). Η αναπαραγωγή. Μτφρ. Γιώργος
Καράμπελας. Αθήνα:Αλεξάνδρεια.
Εθνική επιτροπή διαλόγου για την Παιδεία, Πορίσματα, 27/05/2016.
Eurydice 2012, Citizenship Education in Europe. Brussels: European Commision.
https://webgate.ec.europa.eu/fpfis/mwikis/eurydice/index.php/Publications:Citizenshi
p_Education_in_Europe.
Hedtke, Reinhold & Zimenkova, Tatjana (2013). Education for civic and political
participation, a critical approach. London: Routledge.
Κακός Μιχάλης, (2008). Η αλληλεπίδραση μαθητών διδασκόντων στα πλαίσια της Αγωγής του Πολίτη. Στο Μπαλιάς, Στάθης, επιμ. (2008). Ενεργός πολίτης και εκπαίδευση. Αθήνα: Παπαζήση, σ. 201-233.
Κράουτς Κόλιν, (2014). Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού, μτφ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Αθήνα: Εκκρεμές.
Λας Κρίστοφερ (2004), “Η εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας”. Μτφρ Βασίλης Τομανάς. Θεσσαλονίκη:Νησίδες.
Westheimer, Joel (2011). Practicing democracy. Στο Veugelers, Wiel (ed.) (2011) Education and Humanism: Linking Autonomy and Humanity. Sense publishers: Rotterdam, σ. 95-103.
Pingback: Νεοφιλελευθερισμός, εκπαίδευση και η κατασκευή του συμβατού πολιτικού υποκειμένου… « απέραντο γαλάζιο