23 Νοεμβρίου 2014 at 11:31

Νέα τεχνάσματα στον εκπαιδευτικό συνδικαλισμό: αντί της ριζοσπαστικοποίησης «ενιαίο ψηφοδέλτιο»

από

Νέα τεχνάσματα στον εκπαιδευτικό συνδικαλισμό: αντί της ριζοσπαστικοποίησης «ενιαίο ψηφοδέλτιο»

του Ευθύμη Τσιλικίδη

Η πρόταση για ενιαίο ψηφοδέλτιο  (και συνεπώς κατάργηση των κομματικών παρατάξεων) στο χώρο του συνδικαλισμού της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης άρχισε να ακούγεται στις μέρες μας εντονότερα, να διατυπώνεται ως αίτημα σε κάποιους συλλόγους κυρίως από συνδικαλιστές της παλαιάς ΠΑΣΚ, αλλά και να συζητείται από κάποιους της ΔΑΚΕ. Μάλιστα σε ορισμένους νομούς παρατάξεις που επένδυσαν σ’ αυτή την επιχειρηματολογία ανέβασαν σημαντικά τα εκλογικά ποσοστά τους. Τα πιο σοβαρά από τα επιχειρήματα που προτάσσονται για την προώθηση της πρότασης είναι τα εξής:

α) η ενότητα που θεωρητικά διασφαλίζεται με την απουσία κομματικών παρατάξεων από το χώρο και την προσήλωση των συνδικαλιστών στην εξυπηρέτηση κλαδικών και όχι κομματικών συμφερόντων

β) η υπόσχεση για ποιοτικότερη εκπροσώπηση, εφόσον αποτρέπεται η εκλογή προσώπων με μέτριες ικανότητες μέσω των πριμοδοτήσεων των παραταξιακών ψηφοδελτίων, ενώ ταυτόχρονα δίνεται η δυνατότητα να ψηφιστούν συνδυασμοί ατόμων από διαφορετικά ψηφοδέλτια, κάτι που δεν προσφέρεται τώρα.

Το πρώτο πράγμα που μπορεί πολύ εύλογα να αναρωτηθεί κανείς είναι για ποιο λόγο εμφανίζεται η συγκεκριμένη πρόταση τώρα και όχι, π.χ,. πριν από 10 χρόνια, όταν τα ποσοστά των ΔΑΚΕ – ΠΑΣΚ ήταν σαφώς υψηλότερα από τα σημερινά. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι ο χώρος της πρώην ΠΑΣΚ στον οποίο ακούγεται κυρίως η πρόταση είναι αυτός που έχει υποστεί και τη μεγαλύτερη εκλογική αποστοίχιση, ενώ η ΔΑΚΕ προς το παρόν δεν φαίνεται να ασχολείται επίσημα.

 Τρεις είναι, κατά τη γνώμη μου, οι άμεσες σκοπιμότητες οι οποίες κατευθύνουν συνδικαλιστές των παραπάνω παρατάξεων σε μια τέτοια πρόταση:

  • να αποδοθούν οι αποτυχίες του συνδικαλιστικού κινήματος όχι στην έλλειψη ριζοσπαστισμού αλλά στην έλλειψη «ενότητας» και να αποκρυφτούν ευθύνες του «πρώην» φιλοκυβερνητικού συνδικαλισμού για την αδυναμία αντιμετώπισης των αντιλαϊκών πολιτικών
  • να προκληθεί και να δυσφημιστεί η αριστερά ως «ανθενωτική» ώστε να περιοριστεί το ρεύμα των ανθρώπων που απομακρύνονται από τις παρατάξεις ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ και ανεβάζουν σταδιακά τα ποσοστά των αριστερών παρατάξεων, σε μια περίοδο που γίνονται όλο και περισσότερο εμφανή τα αδιέξοδα και οι σκοπιμότητες των πολιτικών που εφαρμόζονται
  • μέσα από την αφαίρεση των παραταξιακών ταυτοτήτων να «ξεχαστεί» ακόμη περισσότερο η πολιτική προέλευση συνδικαλιστών που έχουν υπηρετήσει στα κόμματα εξουσίας. Οι τελευταίοι αποφεύγουν να ταυτιστούν με τις πολιτικές βαθιάς λιτότητας των κομμάτων που ανήκαν, και, όπως είναι γνωστό, επιλέγουν τη μετονομασία των παρατάξεών τους και προβαίνουν σε δηλώσεις ανεξαρτητοποίησης. Ωστόσο, όλα αυτά δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι έπαψαν να συνομιλούν με το κόμμα από το οποίο προέρχονται. Είναι βέβαιο ότι τα υψηλόβαθμα στελέχη των κομματικών μηχανισμών αντιλαμβάνονται πολύ καλά ότι δεν μπορούν να ζητήσουν από τους «πρώην» συνδικαλιστικούς τους εκπροσώπους να στηρίξουν τα αντιλαϊκά μέτρα. Εύλογο είναι λοιπόν να αναζητούνται άλλες λύσεις για τη διατήρηση της συντηρητικής επιρροής. Το «ενιαίο», όπως φαίνεται, είναι μία από αυτές. Εντούτοις, ας το δούμε πιο προσεκτικά.

Καταρχάς δύσκολα μπορεί να αποφύγει κανείς παραλληλισμούς του «ενιαίου» με τον τρόπο λειτουργίας των σωματείων και των διοικητικών συμβουλίων της δικτατορικής περιόδου. Ωστόσο, πέρα από τη φασιστική χροιά μιας πρότασης που αποσκοπεί στην κατάργηση συγκροτημένων συλλογικοτήτων, είναι φανερό ότι η διάλυση των παρατάξεων δεν διασφαλίζει σε καμιά περίπτωση την πολυπόθητη «ενότητα», την ποιότητα, ή την αξιοπιστία στην εκπροσώπηση.

Είναι αδιανόητο σοβαρά σκεπτόμενος άνθρωπος να αποδεχτεί ότι με την κατάργηση των παρατάξεων και την διεξαγωγή εκλογών με ενιαίο ψηφοδέλτιο θα αποτραπούν οι συγκρούσεις, οι διαφωνίες, οι πολιτικές αντιπαλότητες. Η πολιτική είναι εξ’ ορισμού σύγκρουση συμφερόντων. Η ύπαρξη των παρατάξεων δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα ταξικών πολιτικών συγκρούσεων που ωριμάζουν με τα χρόνια, μαζικοποιούνται και οδηγούν στη δημιουργία συλλογικοτήτων από μεμονωμένα άτομα, τα οποία συνενώνονται όταν διαπιστώνεται ότι έχουν κοινά συμφέροντα και ιδεολογία. Είναι, συνεπώς, λογικότατο να δημιουργούνται συνεχώς συλλογικότητες. Ακριβώς το ίδιο θα συμβεί, άτυπα ή φανερά, αμέσως μετά την κατάργηση των παρατάξεων, οπότε το όλο εγχείρημα αποδεικνύεται εξαρχής ανόητο και άσκοπο.

Έπειτα ενότητα ενάντια σε τι; Στον νεοφιλελευθερισμό; Στην αξιολόγηση; Στον καπιταλισμό; Πού βρίσκονται τα πολιτικά όρια αυτής της ενότητας; Γνωρίζω αρκετούς υποψηφίους και ψηφοφόρους των συγκεκριμένων παρατάξεων που για τον ένα ή άλλο λόγο και το κόμμα τους ψηφίζουν και αξιολογητές σπεύδουν να γίνουν. Ποιο θα είναι το μακροπρόθεσμο όραμα που θα συνενώσει όλους εμάς τους τόσο διαφορετικούς; Πόσο «ενωμένοι» μπορούμε να παραμένουμε μπροστά σε ενδεχόμενες νέες μεταβολές των πολιτικών συσχετισμών που, όπως και τώρα, βλέπουμε να αλλάζουν τις θέσεις αρκετών συνδικαλιστών; Και, το σημαντικότερο, πόσο ριζοσπαστισμό μπορεί να αντέξει αυτή η «ενότητα»; Είναι εμφανές ότι δεν πρόκειται για καθολικό συνδικαλιστικό αίτημα, αλλά για τη μυθοπλασία ενός κόσμου απατηλής αρμονίας.

Επιπρόσθετα, το ενιαίο ψηφοδέλτιο δεν διασφαλίζει σε καμιά περίπτωση την ποιοτικότερη εκπροσώπηση των συναδέλφων. Ας μην ξεχνάμε τα συνδικαλιστικά προβλήματα στην περίοδο που διανύουμε: συνελεύσεις με μικρές μειοψηφίες, αποπολιτικοποίηση, ανεπαρκής ενημέρωση για τα συνδικαλιστικά και πολιτικά ζητήματα, πελατειακή ψήφος προς γνωστούς μας ανθρώπους με σκοπό την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων. Ποια από αυτά επιλύει η θέσπιση του ενωτικού ψηφοδελτίου; Μάλλον κανένα. Το επίπεδο των εκπροσώπων ανέρχεται όταν η βάση πολιτικοποιείται, ωριμάζει, εκλεπτύνεται και ασκεί ουσιαστικές πιέσεις για ποιοτική εκπροσώπηση μέσα από τις πολιτικές ζυμώσεις. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι το ενιαίο ψηφοδέλτιο θα αφυπνίσει τους συναδέλφους και θα προσδώσει μαζικότητα στις συνελεύσεις. Αυτό επιτυγχάνεται με την συνειδητοποίηση της κρισιμότητας των αποφάσεων και της ανάγκης για συμμετοχή στις διαδικασίες. Το «ενιαίο», μόνο του, δεν πρόκειται να επαναφέρει τον εργαζόμενο από την ιδιωτική σφαίρα –όπου αποσύρθηκε εδώ και χρόνια- στη δημόσια.

Αν το «ενιαίο» δεν καταπολεμά την ιδιώτευση, οι συνέπειες της εφαρμογής του ενδέχεται να είναι ακόμη χειρότερες στο πρόβλημα της πελατειακής – δημοσιοσχετίστικης ψήφου. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι με το ενιαίο και την πιθανότατη υποβάθμιση των ιδεολογικών ζητημάτων, οι προσωπικές διαμεσολαβήσεις θα συνεχιστούν, γιατί οι προτιμήσεις (πάλι) θα συγκεντρωθούν ακριβώς σε όσους διακρίνονται στον συγκεκριμένο τομέα.

Επίσης, κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι θα είναι οι καλύτεροι. Αν το ενιαίο ψηφοδέλτιο καθιερωθεί και δεν υπάρχουν παρατάξεις, στις περιοχές όπου οι υποψήφιοι είναι πολυάριθμοι ή οι γεωγραφικές αποστάσεις από την έδρα του νομού μεγάλες με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η τακτική προσέλευση στις συνελεύσεις, η επαρκής ενημέρωση των εκλογέων για τις θέσεις και τις ικανότητες των υποψηφίων θα είναι δύσκολη. Εκτός από τη σύγχυση που θα επικρατήσει στο κοινό, πολλοί υποψήφιοι μπορεί να επιλέξουν τη διοργάνωση καμπάνιας με καρτούλες και βιογραφικά, που, αν γίνει απαραίτητη προϋπόθεση για τις υποψηφιότητες θα ευνοήσει τους ευπορότερους. Έτσι η προσωποποίηση της πολιτικής θα επικρατήσει της πολιτικοποίησης των προσώπων μέσω της  αμερικανοποίησης (και) του συνδικαλισμού.

Υπάρχουν κι άλλες συνέπειες που προκύπτουν από την ενδεχόμενη κατάργηση των παρατάξεων. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένας μεμονωμένος εκπρόσωπος θα υπηρετεί αξιόπιστα τους συναδέλφους του, χωρίς κρυφές συναλλαγές και συμφωνίες, ειδικά αν το σύστημα του επιτρέπει να λογοδοτεί σπάνια; Εδώ οι παρατάξεις επιτελούν τον σημαντικότατο ρόλο του άμεσου ελεγκτή και σε μεγάλο βαθμό εγγυητή της κοσμοαντίληψης και της δράσης του εκπροσώπου. Ο τελευταίος δεν μπορεί να αποκλίνει από τις προγραμματικές δηλώσεις του ακριβώς γιατί είναι υποχρεωμένος να ενεργεί εντός του ιδεολογικού πλαισίου της παράταξής του. Έτσι αποφεύγονται σε μεγάλο βαθμό φαινόμενα αριβισμού και αναξιοπιστίας.

Το αίτημα για ενιαίο ψηφοδέλτιο υπονοεί, τέλος, ότι τα συνδικαλιστικά αιτήματα των εκπαιδευτικών ως συνόλου δεν διαφοροποιούνται λόγω των παιδαγωγικών και  πολιτικών τους οραμάτων, επειδή υπάρχει η κοινή επαγγελματική ιδιότητα. Υπό αυτόν τον όρο μπορούμε να υποβαθμίσουμε την ιδεολογία και να επιλέγουμε τους πιο δραστήριους και ζωηρούς, αυτούς που «πραγματικά επιθυμούν να προσφέρουν». Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι αυτή η άποψη, πέραν του ότι δομείται σε μια κατά βάση ιδιοτελή συντεχνιακή αντίληψη χωρίς ευρύτερο κοινωνικό όραμα, δεν ισχύει ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά. Όσο κι αν κάποιοι θέλουν να μας υπνωτίζουν, υπάρχουν σοβαρότατες διαχωριστικές γραμμές στα πεδία της επιστήμης και της πολιτικής, διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά οράματα που εκφράζονται με αντίστοιχες συνδικαλιστικές παρατάξεις. Στην πραγματικότητα έχουμε πολύ περισσότερα κοινά με τους ομοϊδεάτες μας παρά με εκείνους που μοιραζόμαστε την ίδια επαγγελματική ιδιότητα. Συνεπώς δεν μπορούμε να επιλέγουμε κάποιον αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της καλής φυσικής του κατάστασης. Εξάλλου, πρακτικά, ο ψηφοφόρος έχει πολλές δυνατότητες επιλογής εφόσον η συντριπτική πλειοψηφία των παρατάξεων έχουν μεγάλο αριθμό υποψηφίων.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι το ενιαίο ψηφοδέλτιο δεν είναι μια σοβαρή πολιτική πρόταση. Ίσως, μάλιστα, αυτό το γνωρίζουν και οι ίδιοι οι υποστηρικτές του. Πρόκειται μάλλον για ένα πυροτέχνημα που υιοθετείται χωρίς σοβαρές φιλοδοξίες υλοποίησης, αφού για να περάσει χρειάζεται ισχυρές πλειοψηφίες στις Γενικές Συνελεύσεις. Άρα μας δίνεται το δικαίωμα να σκεφτούμε ότι αυτός που το προτείνει δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την υλοποίησή του, αλλά το χρησιμοποιεί για να σαγηνεύσει, να εκμεταλλευτεί την απόγνωση και να αποκομίσει βραχυπρόσθεσμα πολιτικά οφέλη, κερδίζοντας χρόνο πολιτικής επιβίωσης.

Στην πραγματικότητα, δυο πρέπει να είναι τα κεντρικά συνδικαλιστικά προτάγματα, ειδικά στην τραγική περίοδο που διανύουμε: α) η εντονότερη πολιτικοποίηση, η άριστη γνώση της συνδικαλιστικής πολιτικής ατζέντας, η εμπεριστατωμένη ανάλυση του ρόλου που διαδραματίζουν οι παρατάξεις, η συνεχής και ενεργητική συμμετοχή στις συνελεύσεις και στις υπόλοιπες δράσεις των σωματείων – ομοσπονδιών και β) η ριζοσπαστικοποίηση των αιτημάτων των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε όλες τις βαθμίδες, κάτι που επιχειρείται με διάφορους τρόπους να αποτραπεί. Η φωνή των συναδέλφων ενδυναμώνεται με τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με πίεση της βάσης, με εντατικοποίηση των διαδικασιών «από τα κάτω». Η πρόταση για ενιαίο ψηφοδέλτιο, αντίθετα, δεν εστιάζει στην αναγκαία αφύπνιση-ανάδυση των «από κάτω», αλλά μεταθέτει το πρόβλημα στο ζήτημα της εκπροσώπησης, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της «ενότητας» για να ωθήσει και να απομονώσει τις συγκρούσεις (και τα επίδικα πολιτικά ζητήματα) στην κορυφή, σε κλειδωμένες πόρτες, αφήνοντας τη βάση να εφησυχάζει στην απολιτική της καθημερινότητα. Ως  εκ τούτου και με βάση τα προηγούμενα, είναι μια απατηλή και βαθιά αντιφατική πρόταση που διαστρεβλώνει και συστέλλει το κυρίαρχο αίτημα της εποχής που δεν μπορεί να είναι άλλο από τη ριζοσπαστικοποίηση, ενισχύοντας τη λογική της ανάθεσης και της αποπολιτικοποίησης, στάσεις που αποτέλεσαν διαχρονικά αιτίες εξασθένησης του συνδικαλιστικού κινήματος.

(Εμφανιστηκε 448 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

2 Σχόλια

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.