22 Σεπτεμβρίου 2021 at 15:32

Από τη στερεή στη ρευστή φάση της νεωτερικότητας (ή μια σύντομη ιστορία της ταυτότητας)

από

Από τη στερεή στη ρευστή φάση της νεωτερικότητας (ή μια σύντομη ιστορία της ταυτότητας)

 Γράφει η Ελευθερία Σιώη

    Όσον αφορά το θέμα της ταυτότητας, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι οι ταυτότητες είναι έντονα εξαρτημένες από το ιστορικό γίγνεσθαι. Η παρατήρηση του Friedman (όπως αναφέρεται στο Bendle, 2002), ότι η ιστορία είναι η ιστορία της ταυτότητας, θα μπορούσε να ερμηνευθεί με δύο τρόπους. Από τη μία, θα μπορούσε να εκληφθεί ως άποψη, που τονίζει τη σημασία του να κατέχει ή να οικειοποιείται κάποιος το παρελθόν, προκειμένου να αποκτήσει την ικανότητα να ταυτοποιεί τον εαυτό του και τους άλλους σε ένα δεδομένο χώρο και χρόνο. Από την άλλη, οι αλλαγές και οι μεταμορφώσεις που έχουν προκύψει ανά την ιστορία, αλλάζουν ταυτόχρονα ριζικά τον τρόπο με τον οποίο η ταυτότητα εκλαμβάνεται και αξιοποιείται τόσο από τις κοινωνικές επιστήμες, τις εκάστοτε πολιτικές, όσο και από τα ίδια τα άτομα.

«Η ταυτότητα εξακολουθεί να αποτελεί το πρόβλημα που ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της νεωτερικότητας – αναφέρει ο Kellner – και προσθέτει ότι μακράν του να εξαφανίζεται από τη σύγχρονη κοινωνία, μάλλον ανακατασκευάζεται και επαναπροσδιορίζεται. Ωστόσο λίγες μόλις παραγράφους παρακάτω θέτει υπό αμφισβήτηση το κατά πόσο είναι εφικτή αυτή η ίδια η ανακατασκευή και ο επαναπροσδιορισμός, επισημαίνοντας ότι η ταυτότητα στις μέρες μας γίνεται ένα παιχνίδι που επιλέγεται ελεύθερα, μία θεατρική παρουσίαση του εαυτού, και ότι, όταν αλλάζουμε ριζικά ταυτότητα όποτε το επιθυμούμε, ενδέχεται να χάσουμε τον έλεγχο. Η αμφιθυμία του Kellner αντανακλά την παρούσα αμφιθυμία του ίδιου του ζητήματος. Ακούμε σήμερα για την ταυτότητα και τα προβλήματά της περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε στη νεωτερική εποχή. Εν τούτοις, αναρωτιέται κανείς εάν η τρέχουσα εμμονή δεν είναι μόνον άλλη μία περίπτωση του γενικού κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο τα πράγματα γίνονται αντιληπτά μόνο ex post facto∙ όταν εξαφανίζονται, όταν χρεοκοπούν ή αποδιοργανώνονται.»

    Με την παραπάνω παράγραφο ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν ξεκινάει το κείμενό του Από τον προσκυνητή στον τουρίστα – ή μια σύντομη ιστορία της ταυτότητας, για να προτείνει λίγο παρακάτω ότι: 

«Μολονότι είναι αλήθεια ότι η ταυτότητα εξακολουθεί να είναι το πρόβλημα, δεν είναι το ίδιο πρόβλημα που υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της νεωτερικότητας. Στην πραγματικότητα, εάν το νεωτερικό πρόβλημα της ταυτότητας ήταν πώς να κατασκευάσουμε μία ταυτότητα και να τη διατηρήσουμε συμπαγή και σταθερή, το μετανεωτερικό πρόβλημα της ταυτότητας είναι πρωτίστως πώς να αποφύγουμε την προσήλωση και να διατηρήσουμε ανοικτές επιλογές. Στην περίπτωση της ταυτότητας – όπως και σε άλλες περιπτώσεις – το σύνθημα της νεωτερικότητας ήταν η δημιουργία∙ στη μετανεωτερικότητα το σύνθημα είναι η ανακύκλωση».

Μιχαήλ Άγγελος, Η δημιουργία του Αδάμ (1508-1512). Ενώ στο Μεσαίωνα ο άνθρωπος ήταν υποταγμένος στο Θεό, τη Θρησκεία, τον Πάπα, τον Βασιλιά ή τον εκάστοτε Ηγεμόνα, κατά την Αναγέννηση  άρχισε να αποκτά αξία. Η απεικόνιση της δημιουργίας του ανθρώπου, η στιγμή της εμφύσησης της ζωής μέσα του, τα δάχτυλα που σχεδόν αγγίζουν τον δημιουργό, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Μιχαήλ Άγγελος, Η δημιουργία του Αδάμ (1508-1512). Ενώ στο Μεσαίωνα ο άνθρωπος ήταν υποταγμένος στο Θεό, τη Θρησκεία, τον Πάπα, τον Βασιλιά ή τον εκάστοτε Ηγεμόνα, κατά την Αναγέννηση  άρχισε να αποκτά αξία. Η απεικόνιση της δημιουργίας του ανθρώπου, η στιγμή της εμφύσησης της ζωής μέσα του, τα δάχτυλα που σχεδόν αγγίζουν τον δημιουργό, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι η αμφισβήτηση της εκκλησιαστικής αυθεντίας την εποχή εκείνη άνοιξε το δρόμο για την εξύμνηση της λογικής και της επιστήμης του Διαφωτισμού, θα μπορούσαμε να δεχτούμε και την ερμηνεία ότι τα σχήματα που απεικονίζονται πίσω από τη φιγούρα του Θεού, αποτελούν μία ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου.

      Νεωτερικότητα και εμφάνιση της ταυτότητας   

      Όπως γίνεται αντιληπτό από την κατανόηση της ιστορίας της νεωτερικότητας, η κατάρριψη της φεουδαρχίας και η απομάκρυνση από την αυθεντία της εκκλησίας οδήγησαν τους ανθρώπους στο να γίνουν κυρίαρχα και αυτεξούσια όντα. Ο άνθρωπος από δούλος έγινε άτομο υπεύθυνο, κατοχυρωμένο με ατομικά προστατευμένα δικαιώματα, μέσα σε ένα πλαίσιο κοινοβουλευτικής – αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Τα χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας – κυρίως αυτά που τη διακρίνουν από την προνεωτερική εποχή – όπως η πίστη στην αέναη πρόοδο και η χειραφέτηση της κοινωνίας μέσω της γνώσης, αποτέλεσαν από τη μία τη βάση των «μεγάλων αφηγήσεων» που προσπάθησαν να δώσουν μία συνολική ερμηνεία για τον κόσμο. Από την άλλη, αποτέλεσαν και ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο άρχισε να γεννιέται η έννοια της ταυτότητας, καθώς εδραιώθηκε η αντίληψη πως η ανθρώπινη συμπεριφορά θα μπορούσε να εξηγηθεί μέσα από καθολικές έννοιες ή αρχές (Ασημάκη, Κουστουράκης & Καμαριανός, 2011).

    Σε γενικές γραμμές, η ταυτότητα φαίνεται να είναι ένα ιστορικό και πολιτισμικό τέχνεργο χαρακτηριστικό στη Δυτική νεωτερικότητα. Καθώς η υποκείμενη αξία, με την οποία συναινούσε η εκάστοτε κοινωνία, διασπάστηκε, το άτομο άρχισε να αποκτά όλο και περισσότερο την ευθύνη για την κατασκευή ενός ολοκληρωμένου κόσμου (Bendle, 2002). Με την παραπάνω πρόταση φαίνεται να συμφωνούν και άλλοι θεωρητικοί, όπως ο Baumeister (όπως αναφέρεται στο Bendle, 2002), ο οποίος τονίζει πως η ταυτότητα απέκτησε μεγάλη απήχηση από το 1800 και έπειτα, κάτω από τη σκιά του Διαφωτισμού, των Βιομηχανικών και Δημοκρατικών Επαναστάσεων, την άρνηση της φεουδαρχίας και τη διάβρωση της θρησκείας.         

    Σύμφωνα και με τον Boyd (2001), ο Διαφωτισμός δείχνει να τοποθέτησε πράγματι τα θεμέλια για την προσωπική ταυτότητα. Το παράδειγμα του Διαφωτισμού ενθάρρυνε τους ανθρώπους να αποκτήσουν περισσότερη αυτεπίγνωση και κριτική σκέψη. Τόνισε την πεποίθηση ότι η επίγνωση αυτή ήταν ενδυναμωτική και θα επέτρεπε τους ανθρώπους να εξελιχθούν κοινωνικά και ψυχολογικά. Εξάλειψε απόψεις όπως ότι η μοίρα των ανθρώπων καθορίζεται από τους θεούς, ότι το κράτος έχει έλεγχο επάνω στα άτομα ή ότι τα άτομα χρειάζονται την καθοδήγηση του κράτους για ασφάλεια. Ενώ, με το να εκτιμούν την ηθική αυτονομία και αυτό-αποφασιστικότητα, οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού υποσχέθηκαν ελευθερία προτάσσοντας μία ουτοπική κοινωνία χωρίς ανισότητες και ιεραρχίες. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί πως μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η έννοια της ταυτότητας φαίνεται να μη χρησιμοποιούνταν ποτέ προκειμένου να δηλώσει το ποιος είναι κάποιος.

Jacques – Louis David, Ο θάνατος του Μαρά (1793). Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού ο άνθρωπος έγινε πρωταγωνιστής. Ακόμα και στις τέχνες ήταν το επίκεντρο. Ο Μαρά δεν ήταν κάποιος άγιος, αλλά ένας από τους αρχηγούς της Γαλλικής Επανάστασης που δολοφονήθηκε στο λουτρό του.
Jacques – Louis David, Ο θάνατος του Μαρά (1793). Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού ο άνθρωπος έγινε πρωταγωνιστής. Ακόμα και στις τέχνες ήταν το επίκεντρο. Ο Μαρά δεν ήταν κάποιος άγιος, αλλά ένας από τους αρχηγούς της Γαλλικής Επανάστασης που δολοφονήθηκε στο λουτρό του.

    Όπως παρουσιάζεται στο Hergenhahn (2005/2008), η τάση του Διαφωτισμού να εξαλείψει την αβεβαιότητα μέσα από την εύρεση της μίας και μοναδικής αλήθειας, καθώς και η κυριαρχία της Επιστήμης και της Λογικής κατά την εποχή εκείνη, ωθούσε τους επιστήμονες – συμπεριλαμβανομένων των ψυχολόγων – στο να αναζητούν αντικειμενικούς τρόπους έρευνας. Για παράδειγμα όταν ο Wundt θεμελίωσε τη ψυχολογία ως ανεξάρτητο κλάδο το 1879, είχε ως σκοπό την εξήγηση του ανθρώπινου νου γενικώς, μέσα από την επιστημονική ψυχολογία, και ελάχιστα ενδιαφερόταν για τις ατομικές διαφορές ή την εφαρμοσμένη ψυχολογία (σελ. 719).

     Η νεωτερικότητα όμως αποτέλεσε παράλληλα και το έναυσμα για την ανάπτυξη των θεωριών της προσωπικότητας. Όπως αναφέρεται στο Sloan (1997), έννοιες όπως ανθρώπινη φύση, εαυτός, εμπειρία, χαρακτήρας, ψυχή και ταυτότητα, επικαλύπτουν έναν τουλάχιστον ορισμό της προσωπικότητας. Το πεδίο έκανε την εμφάνιση του στην Κεντρική Ευρώπη με τον Sigmund Freud και τη ψυχανάλυση. Φυσικά, όπως παρατηρεί και πάλι ο ίδιος, οι ανθρώπινες κοινωνίες καλλιεργούσαν ανέκαθεν διάφορες αντιλήψεις για τα ατομικά χαρακτηριστικά και για τους λόγους που τα άτομα είναι όπως είναι. Πριν τον Freud όμως, η σκέψη αναφορικά με την προσωπικότητα είχε κυρίως θεολογικό, εικοτολογικό και φιλοσοφικό χαρακτήρα. Ο Freud είχε τις φιλοσοφικές και εικοτολογικές του στιγμές, αλλά επιχείρησε να τεκμηριώσει τις αντιλήψεις του με συστημικές παρατηρήσεις στο χώρο της ανάλυσης.

    Στην πορεία, το κέντρο βάρους της κατασκευής θεωριών της προσωπικότητας μετατοπίστηκε από την Ευρώπη στις ΗΠΑ εν μέρει λόγω μεταναστεύσεων σημαντικών θεωρητικών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και γιατί η σύγχρονη επιστημονική άποψη για τον κόσμο είχε αποδυναμώσει τις θεολογικές αντιλήψεις για το άτομο στις ΗΠΑ, όπως είχε συμβεί νωρίτερα στην Ευρώπη (Sloan, 1997). Την εποχή εκείνη, όπως αναφέρεται και στο Hergenhahn (2005/2008), η νεωτερικότητα άρχισε να χαρακτηρίζεται από μία ένταση μεταξύ καθαρής επιστημονικής και εφαρμοσμένης ψυχολογίας, η οποία οφείλεται στις κοινωνικές μεταβολές, τις συγκυρίες της εποχής και την ταύτιση του ορθού λόγου με τις επιλογές της εξουσίας. Και όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπου το ποιά φιλοσοφία επικρατεί φαίνεται να καθορίζεται από το πνεύμα της εποχής, έτσι και εδώ η ψυχολογία, ή πιο συγκεκριμένα η APA (American Psychology Association), όταν αναγκάστηκε να υποχωρήσει από τον μέχρι τότε στόχο της, που ήταν «η προώθηση της ψυχολογίας ως επιστήμη», και να τον τροποποιήσει στον παρακάτω: «να προωθεί τη ψυχολογία ως επιστήμη, ως επάγγελμα και ως μέσο για την προαγωγή της ανθρώπινης ευημερίας», ήταν άμεσα επηρεασμένη από το πνεύμα της εποχής ή – καλύτερα – από την ανάγκη για ψυχοθεραπεία των βετεράνων, που επέστρεφαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (σελ. 719-721).

    Όταν όμως οι ψυχολόγοι ξεκίνησαν να ασχολούνται με τη ψυχοθεραπεία, δε διέθεταν μεγάλη πείρα για να αντλήσουν πληροφορίες. Οι περισσότεροι γνώριζαν κάποια πράγματα για τον Freud και συνήθως χρησιμοποιούσαν τις ιδέες του. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960, μία εποχή για τις ΗΠΑ που χαρακτηρίζεται από την εμπλοκή της στον αντιδημοτικό πόλεμο του Βιετνάμ καθώς και από αντιπολεμικά κινήματα, από ρατσιστικές διαδηλώσεις από τη μία και από την εξέγερση ενάντια σε αξίες όπως του έθνους και των γονέων – όπως αυτή που παρατηρείται στο κίνημα του χιπισμού – από την άλλη, ο συμπεριφορισμός και η ψυχανάλυση παρέμεναν ως σημαντικές και ακέραιες μορφές σκέψης (Hergenhahn, 2005/2008, σελ. 634).

     Οι ταραχώδεις αυτές εποχές, όμως, άρχισαν να γεννούν δυσπιστίες. Άρχισε να ασκείται κριτική στον συμπεριφορισμό ότι παρομοίαζε τους ανθρώπους με ρομπότ, κατώτερα ζώα ή υπολογιστές και πως δεν υπήρχε στη θεωρία τους τίποτα μοναδικό σε σχέση με τους ανθρώπους. Όσον αφορά τη ψυχανάλυση, το βασικό επιχείρημα εναντίον της ήταν η επικέντρωσή της σε συναισθηματικά διαταραγμένους ανθρώπους και στην ανάπτυξη τεχνικών για να καταστούν οι μη φυσιολογικοί άνθρωποι φυσιολογικοί. Τα παραπάνω οδήγησαν στη διαπίστωση, πως αυτό που έλλειπε, ήταν πληροφορίες που θα προσέγγιζαν πλήρως το δυναμικό των ατόμων και θα βοηθούσαν υγιή άτομα να γίνουν υγιέστερα. Χρειαζόταν, με άλλα λόγια, ένα μοντέλο ανθρώπων που θα έδινε έμφαση στη μοναδικότητα και στις θετικές τους πλευρές. (Hergenhahn, 2005/2008, σελ. 634-635).

    Παράλληλα, άρχισε να παρατηρείται πως κάποια χαρακτηριστικά της εποχής, όπως η παγκοσμιοποίηση, οι μαζικές μεταναστεύσεις, η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και η εξέλιξη της τεχνολογίας, αποσταθεροποιούσαν παράγοντες που ενίσχυαν μία αίσθηση συνέχειας, όπως η γεωγραφία, η κοινότητα, η εργασία ή η τάξη. Αυτό λοιπόν που στην ουσία απαιτούνταν, ήταν ένα μοντέλο του εαυτού, που να παρείχε μία αίσθηση της συνέχειας του εαυτού μέσα στην πάροδο του χρόνου, την ώρα που αφήνεται χώρος για την προσαρμογή στην ταχεία κοινωνική αλλαγή και διάκριση. Και ήταν μέσα σε αυτή τη συνθήκη που ο Erikson γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα και το ενδιαφέρον για την ταυτότητα έγινε πιο διάχυτο (Bendle, 2002). Σε γενικές γραμμές λοιπόν, πέρα από την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις φιλοσοφίες του Ρομαντισμού και του Υπαρξισμού, η εμφάνιση της έννοιας της ταυτότητας και η «κρίση ταυτότητας» που προτάθηκε από τον Erikson συμπίπτουν επίσης με τη μετάβαση στην εποχή της μετανεωτερικότητας.

Caspar David Friedrich – Περιπλανώμενος πάνω από τη θάλασσα της ομίχλης (1818). Η Φύση των ρομαντικών υπήρξε άγρια, ατίθαση, απρόβλεπτη. Όπως τα κύματα ομίχλης στον πίνακα του Φρήντριχ, που συμβολίζουν το ανεξερεύνητο, το αχανές, το ταραχώδες παρελθόν και το άγνωστο μέλλον. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις φιλοσοφίες του Ρομαντισμού της Μετανεωτερικότητας επιδίωξε το θάνατο του Ορθού Λόγου. 
Caspar David Friedrich – Περιπλανώμενος πάνω από τη θάλασσα της ομίχλης (1818). Η Φύση των ρομαντικών υπήρξε άγρια, ατίθαση, απρόβλεπτη. Όπως τα κύματα ομίχλης στον πίνακα του Φρήντριχ, που συμβολίζουν το ανεξερεύνητο, το αχανές, το ταραχώδες παρελθόν και το άγνωστο μέλλον. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις φιλοσοφίες του Ρομαντισμού της Μετανεωτερικότητας επιδίωξε το θάνατο του Ορθού Λόγου.                  

Μετανεωτερικότητα και «κρίση ταυτότητας»   

    Η έννοια της ταυτότητας έγινε κεντρική κατά την περίοδο της μετανεωτερικότητας. Σύμφωνα με τον Baumeister (όπως αναφέρεται στο Bendle, 2002), αυτή η διάχυτη ανησυχία για την ταυτότητα αντανακλά: «μία έντονη κοινωνική τάση στην οποία ο ατομικός εαυτός έχει γίνει ένα συναρπαστικό πρόβλημα». Η μετανεωτερικότητα πυροδότησε σημαντικές κοινωνικές αλλαγές κυρίως όσον αφορά την προσωπική ζωή (Boyd, 2001). Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ορισμένοι, όπως η Dien (2000), βλέπουν τη συγκρότηση ταυτότητας σαν μία συνεχή διαδικασία με συγκεκριμένο αριθμό περιστασιακών μεταβολών εξαιτίας των μεταβαλλόμενων κοινωνικό-πολιτισμικών και ιστορικών περιεχόμενων. Ενώ άλλοι, όπως ο Cushman (1990), βλέπουν την ταυτότητα ως μία αναγκαιότητα του μοντέρνου κράτους να αναπτύξει αιτιολογήσεις και τεχνικές για τον έλεγχο ενός μοντέρνου πληθυσμού. Σε κάθε περίπτωση το εννοιολογικό φορτίο γύρω από την ταυτότητα είναι μεγάλο. Η κρίση ταυτότητας, μία έννοια που αρχικά πρότεινε ο Erikson, έφτασε να εκφράζει τον εαυτό της μέσα από μία κρίση τόσο της κοινωνίας, όσο και της θεωρίας (Bendle, 2002).

    Πράγματι, τα χαρακτηριστικά της μετανεωτερικότητας, όπως η παγκοσμιοποίηση, η απομάκρυνση της εξουσίας από τον έλεγχο του κράτους, η απόρριψη του παραδείγματος του Διαφωτισμού, η μετατροπή των κοινωνιών εστιασμένες στην παραγωγή σε κοινωνίες κατανάλωσης, η εξατομίκευση και η συγχώνευση πληθυσμών και πολιτισμών στις μητροπόλεις, η αναστοχαστικότητα της εποχής, καθώς και η συνεχόμενη αλλαγή εσωτερικών και εξωτερικών ερεθισμάτων, άρχισαν να εγείρουν περαιτέρω ερωτήματα σχετικά με το «ποιος/α είμαι» και να μεταβάλλουν συνεχώς την έννοια της ταυτότητας. Όπως αναφέρεται στο Bendle (2002), όμως, η κρίση στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες ξεκίνησε καθώς μετανεωτερικές θεωρίες άρχισαν να δίνουν όλο και περισσότερο έμφαση στον εποικοδομητισμό από ότι στην ουσιοκρατία. Στην μετανεωτερικότητα ουσιοκρατικές προσεγγίσεις, όπως αυτές του Freud, θεωρούνταν πως ενισχύουν την καταπίεση. Παράλληλα άρχισε να γίνεται διάχυτη η άποψη πως ο εποικοδομητισμός οδηγεί σε προοδευτικά αποτελέσματα. Όπως θα δούμε όμως και στη συνέχεια, η άποψη αυτή του εποικοδομητισμού διευκολύνει ταυτόχρονα και μία άποψη για την ανθρωπότητα ως συνεχώς ευπροσάρμοστη και εύπλαστη.

   Όταν ο Erikson στην αρχή της μετανεωτερικότητας, γύρω στο 1960, έκανε δημοφιλή την ιδέα της «κρίσης ταυτότητας» τονίζοντας την αναπτυξιακή κρίση του «Εγώ», την οποία το άτομο πρέπει να επιλύσει σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο, η προσέγγισή του έβλεπε την ταυτότητα ως μία ενεργητική διαδικασία αυτοαναζήτησης και αυτοανακάλυψης. Μία διαδικασία που εντοπίζεται στον πυρήνα του ατόμου και ταυτόχρονα στον πυρήνα της δημόσιας κουλτούρας του ( Παπάζογλου, 2014). Σύμφωνα με τον Bendle (2002), η σπουδαιότητα της θεωρίας του Erikson έγκειται στο γεγονός ότι αναγνώριζε την επιτακτική ανάγκη για μια υποκειμενική αίσθηση υπαρξιακής συνέχειας και συνεκτικής μνήμης, χωρίς τα οποία ο εαυτός αποδυναμώνεται ολοκληρωτικά και απειλείται εύκολα. Όπως τόνιζε και ο ίδιος: «Στην κοινωνική ζούγκλα της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν υπάρχει καμία αίσθηση ότι είσαι ζωντανός, χωρίς την αίσθηση της ταυτότητας» . Η παράδοση που αναπτύχθηκε στην Αμερική κάτω από την επίδραση του Erikson, της Anna Freud και του Heinz Hartmann, τροποποίησε το ψυχαναλυτικό μοντέλο, με το να ισχυρίζεται πως το Εγώ θα μπορούσε να γίνει αυτόνομο και ισοδύναμο με το Εκείνο στην αποφασιστικότητα της Συμπεριφοράς. Ή με άλλα λόγια, η Ψυχολογία του Εγώ αξίωσε την ικανότητα του Εγώ να προσαρμοστεί ελεύθερα σε εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις.

     Παρά λοιπόν την αναγνώριση της σημασίας της αίσθησης υπαρξιακής συνέχειας από τον Erikson, τα χαρακτηριστικά της μετανεωτερικότητας και κυρίως της παγκοσμιοποίησης καθώς και οι μεταβολές που αυτά έφεραν, άρχισαν να γεννούν δυσπιστίες για τη θεωρία του. Φυσικά, η θεωρία του Erikson δεν παρέβλεψε τη σημασία του κοινωνικοπολιτισμικού πλαισίου. Άρχισε όμως να παρατηρείται πως οι κοινωνίες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τους αποδεκτούς στόχους, που το άτομο καλείται να πραγματώσει κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης της ψυχολογικής του ταυτότητας, και έτσι θεωρίες ηλικιακών σταδίων, όπως αυτή του Erikson, άρχισε να θεωρείται πως αντικατόπτριζαν προσαρμογές σε αυτό που ξεπρόβαλλε ως μία συμβατική άποψη της ανθρώπινης ανάπτυξης και εξέλιξης (Phillipson & Biggs, 1998). Κριτικές προέκυψαν από διάφορες περιοχές. Τόσο Ψυχαναλυτές από άλλες σχολές, όπως ο Lacan, όσο και Μαρξιστές, επιτέθηκαν στην απλοποιημένη πολιτική κατανόηση της Ψυχολογίας του Εγώ, στα θεωρητικά της θεμέλια και στο γεγονός ότι η προσαρμογή στην κοινωνία ήταν ένας στόχος που άξιζε να επιτευχθεί (Bendle, 2002).

   Από το 1990 και έπειτα, όπου οι συνέπειες της μετανεωτερικότητας και της παγκοσμιοποίησης γίνονταν όλο και πιο εμφανείς και οι μεταβολές στην κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική ζωή όλο και πιο ραγδαίες, η έννοια της ταυτότητας έγινε τόσο ποικιλόμορφη που έμεινε παράλυτη από μία εννοιολογική αυστηρότητα. Σύμφωνα με τον Bendle (2002), το ενδιαφέρον αυξήθηκε για να συμπεριλάβει όχι μόνο ατομικές αλλά και συλλογικές μορφές ταυτοτήτων. Επιπλέον, η έννοια της ταυτότητας άρχισε να επικαλείται σημαντικά σε συζητήσεις και μελέτες για το ρόλο των αφηγήσεων στην κοινωνία, της μετανεωτερικότητας, της παγκοσμιοποίησης, της διανοητικότητας, του πατριωτισμού και της εθνικότητας, της πολιτισμικής ποικιλότητας, του σώματος, της εγγύτητας, των κοινωνικών κινητοποιήσεων και των κοινωνικών ανισοτήτων. Ενώ άρχισε να δημιουργείται και μία νοοτροπία για την ταυτότητα, που περιλαμβάνει πολλαπλές διασταυρώσεις από φυλή, τάξη, φύλο, νεοαποικιοκρατία, εθνικισμό και εθνικότητα. Μέσα σε μία τέτοια κοινωνική αλληλουχία αλλαγών, η ταυτότητα συζητιέται με όρους υβριδικότητας. Τέλος, σημαντική επιρροή άσκησαν και οι απόψεις του Giddens.

    Για τον Giddens (2001/2014), η καθημερινή ζωή των ατόμων σε συνθήκες μετανεωτερικότητας δομείται και αναδιαμορφώνεται συνεχώς σε συνδυασμό με ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές. Η κατασκευή του εαυτού, με άλλα λόγια, αποτελεί ένα «αναστοχαστικό πρόταγμα». Η προσωπική ταυτότητα συγκροτείται από το άτομο μέσω της προσωπικής επιλογής. Ταυτόχρονα όμως η προσωπική ταυτότητα δε σημαίνει διατήρηση του εαυτού με την πάροδο του χρόνου, δεν είναι εντοπισμένη στην συμπεριφορά του ατόμου, ούτε και στις αντιδράσεις των άλλων και δεν μπορεί να είναι δοτή από πλαίσια όπως της οικογένειας ή του πολιτισμού. Η ταυτότητα εντοπίζεται στην ικανότητα κάποιου να διατηρεί μία συγκεκριμένη αφήγηση, η οποία όμως πρέπει να δομείται τακτικά μέσα σε ένα πλαίσιο αναστοχαστικών δραστηριοτήτων. Συνεπώς, με αυτόν τον τρόπο, οι συνθήκες μετανεωτερικότητας δημιουργούν μία διττή επίδραση στην ταυτότητα. Από τη μία η οικειότητα, η ασφάλεια, η σταθερότητα και η συγκεκριμένη, σίγουρη ταυτότητα εξαφανίζονται και οι άνθρωποι δε συμπεριλαμβάνονται πλέον σε μία μεγαλύτερη ενότητα. Από την άλλη, το γεγονός ότι η προσωπική επιλογή δεν είναι τόσο περιορισμένη όσο στο παρελθόν, επιτρέπει στα άτομα να οδηγηθούν στη δημιουργία ενός εαυτού που δεν ήταν ποτέ άλλοτε δυνατός (σελ.170-175).

    Με βάση όλα τα παραπάνω θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με τον Arnett ( 2002), όταν τονίζει πως κεντρική ψυχολογική συνέπεια της μετανεωτερικότητας και της παγκοσμιοποίησης είναι ότι επιδρούν σε μεταμορφώσεις στην ταυτότητα και κατ’ επέκταση στον τρόπο με τον οποίο τα άτομα σκέφτονται για τους εαυτούς τους σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον. Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας και η παγκοσμιοποίηση άρχισαν να γίνονται πράγματι οι δύο πόλοι της διαλεκτικής του τοπικού με το παγκόσμιο σε συνθήκες μετανεωτερικότητας, ενώ το διάχυτο ενδιαφέρον για την ταυτότητα και η νέα απήχησή της ως επεξηγηματική συσκευή ίσως να είναι και αποτέλεσμα των εξαιρετικών σημασιών που ο όρος μπορεί να αξιοποιήσει ( Bendle, 2002).

    Ιστορικά λοιπόν, η κρίση ταυτότητας μπορεί να συσχετιστεί με τις μεταβολές που η μετανεωτερικότητα έχει φέρει στις κοινωνίες και κατ’ επέκταση στον τρόπο αντίληψης του εαυτού. Όπως αναφέρει ο Bendle (2002), ενώ στη νεωτερικότητα ο εαυτός ήταν σχετικά διάφανος, με την είσοδο στη μετανεωτερικότητα άρχισε να θεωρείται μία «αχανής εσωτερική ήπειρος» ικανή να ερευνηθεί με τη βοήθεια ειδικών. Η απόρριψη θεμελίων και προβλεπόμενων κοινωνικών διαρθρώσεων οδήγησε την ταυτότητα να βασίζεται σε μεταβαλλόμενα, μη απόλυτα θεμέλια. Ενώ η ανύψωση της ατομικότητας και οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές έδωσαν πρόσβαση σε νέες ταυτότητες να εξεταστούν και να κυνηγηθούν. Οι ταυτότητες μπορούν πλέον να ιδωθούν με ψυχαναλυτικούς όρους, με όρους ομοιότητας και διαφοράς, με όρους και κατηγορίες αναφορικά με την κουλτούρα, με όρους κοινωνικής παράστασης του εαυτού ή με όρους «αφήγησης του εαυτού», που κατανοούνται ως ιστορίες που κάποια λέει σχετικά με το ποια είναι. Ταυτόχρονα, οι ποικίλες προσεγγίσεις για την ταυτότητα διαφέρουν ανάλογα με το πώς προσεγγίζουν τον πυρήνα της προσωπικότητας. Αυτός ο πυρήνας μπορεί να ιδωθεί ως κάτι βαθιά ενσωματωμένο, θεμελιώδες και προσδιοριστικό χαρακτηριστικό ή ως κάτι περισσότερο επιφανειακό, εύπλαστο και μεταχειρίσιμο.

    Δυστυχώς όμως, ενώ κυλάει η μετανεωτερικότητα, θεωρίες που προσεγγίζουν περισσότερο επιφανειακά την προσωπικότητα τείνουν να κυριαρχούν. Ο εποικοδομητισμός και θεωρίες ταυτότητας της μετανεωτερικότητας διακατέχονται από ένα ισχυρό στοιχείο ρομαντισμού και παρέχουν στους ανθρώπους προσαρμογή και ελπίδα για το μέλλον. Ωστόσο η τάση του εποικοδομητισμού να απαλλάσσει την ταυτότητα από κάθε υπόνοια ουσιοκρατίας και να την κάνει ρευστή και πολλαπλή, μας αφήνει χωρίς λογική να μιλάμε για ταυτότητες (Bendle, 2002). Βασικό πρόβλημα είναι, ότι οι θεωρίες αυτές επιλέγουν να αγνοούν συστηματικές αντιφάσεις ή παραποιήσεις στην κατανόηση του εαυτού, οι οποίες αντανακλούν το είδος των απωθήσεων και των εκλογικεύσεων που εντοπίζονται στις αναλύσεις φροϋδικών και μαρξιστών. Η κατανόηση του εαυτού με όρους προσωπικής αφήγησης για παράδειγμα, δε σημαίνει ότι δε θα οδηγήσει σε μία διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Ίσως δηλαδή κάποιος από το φόβο του μη χάσει το εισόδημα ή την κοινωνική του θέση, να αγνοεί τα προβλήματα του και την έλλειψη δικαιοσύνης (Richardson & Flowers, 1997). Όπως τονίζει και ο Elliot (όπως αναφέρεται στο Bendle, 2002), θεωρίες όπως του Giddens, δίνουν πολύ μικρή προσοχή στους τρόπους με τους οποίους τα κοινωνικά συστήματα της μετανεωτερικότητας παραμορφώνουν και στρεβλώνουν την υποσυνείδητη σύσταση του εαυτού.

     Συνεπώς, η ταυτότητα στο μοντέρνο κόσμο δεν είναι καθόλου μη προβληματική, όπως επιμένουν ορισμένα επιχειρήματα. Βιαιότητες, σφοδρότητες, αντιφάσεις και διάχυτα άγχη ανά τον κόσμο τονίζουν ακριβώς το αντίθετο. Αντί να βλέπει την ταυτότητα σαν ένα μη προβληματικό εγχείρημα προσαρμογής στις κοινωνικές αλλαγές, η παραδοσιακή ψυχαναλυτική θεωρία προειδοποιούσε για το τραύμα της αλλαγής (Bendle, 2002). Φυσικά οι μετανεωτερικές θεωρίες είναι πιο συμβατές με το πνεύμα της εποχής. Οι απόψεις μας όμως για την προσωπικότητα, δεν διαμορφώνουν μόνο τις σκέψεις που μπορούμε να κάνουμε σχετικά με τα φαινόμενα της ανθρώπινης ύπαρξης. Επηρεάζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει ζωή και πως πρέπει να είναι οργανωμένη η κοινωνία (Sloan, 1997).

«Ρευστή νεωτερικότητα» και η κρίση της ταυτότητας 

     Παραπάνω παρουσιάστηκαν κάποιες «μετανεωτερικές» θεωρίες για την ταυτότητα. Αξίζει πάντως να σημειωθεί, πως παρόλο που τα επιχειρήματα για την εύπλαστη, προσαρμοστική, μη προβληματική φύση της ταυτότητας καταλαμβάνουν κεντρική θέση στο σύγχρονο, μοντέρνο κόσμο μας, υπάρχουν και αυτά που αναγνωρίζουν την-  εξ αρχής – προβληματική φύση της.

    Χαρακτηριστικό παράδειγμα του παραπάνω αποτελεί ένα κείμενο του Anthias (1999), στο οποίο υπογραμμίζεται, ότι μερικές από τις απόψεις που εμπεριέχονται στις συζητήσεις για την ταυτότητα, όπως η διαφορετικότητα, η πολυπολιτισμικότητα, ο πλουραλισμός και η υβριδικότητα, αποτελούν μάλλον «πιασάρικες ατάκες» της εποχής μας, καθώς μας υπενθυμίζουν ότι ο κόσμος μας έχει δει τόσο την ταχεία εξάπλωση της διαφορετικότητας, όσο και τον αυξανόμενο εορτασμό της. Ωστόσο, ούτε η διασπορά, ούτε και η υβριδικότητα παρέχουν ένα ικανοποιητικό πλαίσιο για την κατανόηση των κοινωνικών διακρίσεων και αποκλεισμών που βρίσκονται στην καρδιά της μοντέρνας κοινωνικής τάξης πραγμάτων.

     Σύμφωνα με τον ίδιο, η κοινωνική κατηγοριοποίηση αποτελεί βασικό μέρος των ταξινομημένων ηθικών αρχών και αξιών που βρίσκονται στις ανθρώπινες κοινωνίες. Μόλις τα άτομα τοποθετηθούν σε κατηγορίες, συγκροτούνται οι σχετικοί όροι της διαφορετικότητας και της ομοιότητας. Επιπλέον, έννοιες του εαυτού και του άλλου, της ταυτότητας, της ταυτοποίησης και της διάκρισης μπαίνουν στο παιχνίδι. Τέτοιες συγκροτήσεις, όμως, είναι σπανίως ουδέτερες ή απαλλαγμένες από αξίες. Οργανώνουν κτητικές ιδιότητες και αποδόσεις των ατόμων, κατανέμουν διαφορικές αξίες και παράγουν ιεραρχίες. Μέσα σε αυτές εντοπίζονται επίσης σχέσεις αποφυγής και ακύρωσης, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του στιγματισμού μίας από αυτές τις κατηγοριοποιήσεις. Μπορεί ακόμα να εφαρμοστεί και η λογική του αφανισμού, εκεί όπου η απειλή του «άλλου» εκτιμάται ως πολύ μεγάλη ή/και εκεί όπου η ολοκληρωτική στέρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ομάδας λαμβάνει χώρα (όπως για παράδειγμα στο Ολοκαύτωμα, ή πιο πρόσφατα στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης). Ενώ ο τρόπος, με τον οποίο τοποθετούνται τα άτομα μέσα στις κοινωνικές διακρίσεις, δημιουργεί ένα βασικό πρόβλημα όσον αφορά την εκτίμηση και αξιολόγηση της ανισότητας. Όσο περισσότερες οι ταυτότητες και οι κατηγοριοποιήσεις, τόσο περισσότερο προβληματισμένος είναι ο εαυτός να παλεύει τις δικές του μάχες και υποταγές, αδυνατώντας να δει ότι οι μάχες των άλλων μπορεί να είναι το ίδιο ουσιαστικά έγκυρες. Γεγονός που αποτελεί μία πολύ καλή πολιτική στρατηγική, καθώς οι ομάδες οργανώνονται γύρω από παρόμοια είδη αγώνων, παρά από παρόμοια είδη ταυτοτήτων. Τα παραπάνω είπε ο Anthias και έχουμε υποψίες πως ο Bauman θα συμφωνούσε σε αρκετά σημεία μαζί του.

Στον μοντέρνο, ρευστό κόσμο μας, ο ρόλος του καταναλωτή (όπως και οι σύγχρονες θεωρίες για την ταυτότητα) σχετίζονται άμεσα με την προσδοκία να παράσχουν στα άτομα διαφυγή από την αβεβαιότητα και ένα αίσθημα ελεύθερης επιλογής. Να βρεθεί, με άλλα λόγια, ένα νέο είδος τάξης που να προσαρμόζεται στη διάχυτη αβεβαιότητα της σύγχρονης εποχής.
Στον μοντέρνο, ρευστό κόσμο μας, ο ρόλος του καταναλωτή (όπως και οι σύγχρονες θεωρίες για την ταυτότητα) σχετίζονται άμεσα με την προσδοκία να παράσχουν στα άτομα διαφυγή από την αβεβαιότητα και ένα αίσθημα ελεύθερης επιλογής. Να βρεθεί, με άλλα λόγια, ένα νέο είδος τάξης που να προσαρμόζεται στη διάχυτη αβεβαιότητα της σύγχρονης εποχής.     

    Ο Zygmunt Bauman, ο οποίος εισήγαγε τον όρο «ρευστή νεωτερικότητα» προκειμένου να προσδιορίσει τον μοντέρνο κόσμο μας, αναγνωρίζει σε μεγάλο βαθμό στο έργο του τις συνέπειες αυτής της ρευστότητας στη συγκρότηση ταυτότητας του ατόμου και κατ’ επέκταση σε πολλούς τομείς της ζωής του. Μέσα από μία ανάλυση της ιστορίας της νεωτερικότητας καθώς και των χαρακτηριστικών της ρευστότητας, καταλήγει στο συμπέρασμα, πως μέσα σε αυτή την ρευστή νεωτερικότητα ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε μία διαρκή αλλά και μάταιη αναζήτηση ταυτότητας, ενώ κάθε προσπάθεια συγκρότησης ταυτότητας γίνεται απέναντι σε παγκόσμιες δυνάμεις, που αντιστρατεύονται αυτή την προσπάθεια.

    Ο συλλογισμός του Bauman ξεκινάει από την διαπίστωση, πως ο πόλεμος εναντίον της αμφισημίας της νεωτερικότητας έμελλε να αποτελέσει αναπόφευκτη αιτία της αβεβαιότητας που βιώνουμε στις μέρες μας. Καθώς βασική επιδίωξη της νεωτερικής περιόδου ήταν ο εντοπισμός του «χάους» και η επιβολή της «τάξης» μέσω του ορθού λόγου, της επιστήμης και της γνώσης, η νεωτερικότητα έβαλε τα θεμέλια του αναστοχασμού πάνω σε πρακτικές τακτοποίησης. Ένας αναστοχασμός που αποτέλεσε ευθύνη τόσο της πολιτικής των εκάστοτε κρατών, όσο και των υπεύθυνων αυτόνομων ατόμων (Bauman, 1990).

    Η τάξη, όμως, δεν αποτελεί το αντίθετο του χάους. Στην πραγματικότητα, η κάθε προσπάθεια επιβολής της τάξης απέναντι στο χάος και στην αβεβαιότητα μπορεί να βασιστεί μόνο στον προσδιορισμό και την ταξινόμηση. Η ταξινομία κυριαρχείται από την άποψη ότι ο κόσμος μπορεί να διαχωριστεί σε διακριτές οντότητες, για κάθε μία από τις οποίες υπάρχει ένα σύνολο όμοιων ή παρόμοιων οντοτήτων. Ταξινομία όμως σημαίνει διαχωρισμός, καθώς η λειτουργία της αποτελείται όχι μόνο από τη συμπερίληψη, αλλά και από τον αποκλεισμό. Συνεπώς, η διαιώνιση ενός τέτοιου μοτίβου για τον πόλεμο ενάντια στην αμφισημία δεν οδηγεί στην τάξη, αλλά στο χάος. Η αμφισημία αποτελεί προϊόν του έργου της ταξινομίας, ενώ η ύπαρξή της οδηγεί σε περαιτέρω ταξινομία (Bauman, 1990).

    Με παρόμοιο τρόπο λοιπόν, και η ταυτότητα αποτέλεσε εξ’ αρχής έναν πόλεμο ενάντια στην αμφισημία. Η πίστη στον Ορθό Λόγο και την Επιστήμη οδήγησε τα άτομα στην αναζήτηση μίας αλήθειας, που βρισκόταν όμως πάντα «κάπου αλλού». Οι «κατασκευαστές ταυτότητας», όπου και αν βρίσκονταν, δεν ήταν εκεί που έπρεπε να είναι, ούτε και εκεί που ονειρεύονταν να είναι. Από τη στιγμή που η Λογική και η Επιστήμη ποτέ εν τέλει δεν χειραφετήθηκαν από την εξουσία και όσο το νόημα του κόσμου δεν μπορούσε να συλληφθεί, οι «κατασκευαστές ταυτότητας» ήταν καταδικασμένοι να αποκτούν τα νοήματά τους μαζί με τον κόσμο και ο καθένας μέσω του άλλου. Οι κατασκευαστές ταυτοτήτων έχασαν τη μάχη κερδίζοντάς την. Προσπάθησαν να κάνουν τον κόσμο στέρεο, κάνοντας τον εύπλαστο, αφήνοντας χώρο στην ταυτότητα να χτίζεται συστηματικά και κατά βούληση (Bauman, 1996).

    Για τον Bauman λοιπόν (όπως αναφέρεται στο Cosmovici, 2016), η ταυτότητα γεννήθηκε ως πρόβλημα και μόνο ως πρόβλημα μπορεί να υπάρξει. Σύμφωνα με τον ίδιο, στο σύγχρονο κόσμο μας, αυτόν της εξέχουσας ατομικότητας, οι ταυτότητες είναι «ευχή και κατάρα». Έχουν τοποθετηθεί αποφασιστικά στο επίκεντρο της κοινωνίας και στην προσοχή των ατόμων και κουρνιάζουν στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης της ζωής τους ενσαρκώνοντας το διάχυτο αίσθημα αβεβαιότητας της εποχής μας (Bauman, 2016).

    Σε γενικές γραμμές, η ταυτότητα φαίνεται πράγματι να σχετίζεται με την αβεβαιότητα, αν αναλογιστούμε ότι η αίσθηση του ανήκειν και η συγκρότηση ταυτότητας προσφέρουν μία διαφυγή από την αβεβαιότητα του κόσμου. Ενώ ο χαρακτηρισμός της ταυτότητας ως πρόβλημα, έγκειται στο γεγονός ότι απασχολεί τους ανθρώπους, καθώς αποτελεί μία συνεχή διαδικασία, ένα αδιάκοπο εγχείρημα (Bauman, 1996). Ωστόσο το όραμα που τέθηκε ήδη από την νεωτερικότητα, ότι μία τέτοια ενασχόληση με τον εαυτό και η επίτευξη αυτογνωσίας θα έκανε τους ανθρώπους υπεύθυνους της μοίρας τους, φαίνεται να μην έχει επιτευχθεί. Από τη νεωτερικότητα μέχρι και τη ρευστή εποχή που διανύουμε, έχουν προκύψει ποικίλα ερωτήματα γύρω από τον εαυτό και την ταυτότητα τόσο από τις κοινωνικές επιστήμες, όσο και από τα ίδια τα άτομα. Όπως αναφέρεται όμως στην εισαγωγή του Bauman και Raud (2015), όλα αυτά τα διλήμματα, όπως το αν η συγκρότηση ακολουθεί τα ίδια μοτίβα σε όλους τους ανθρώπους, τις ηλικίες και τις κουλτούρες, αν η ταυτότητα είναι κοινωνικό-πολιτισμική συγκρότηση ή αν θα έπρεπε να ιδωθεί στο ιστορικό της περιεχόμενο, όπως και το αν ο εαυτός έχει αλλάξει στον τωρινό μας κόσμο, θα μπορούσαν να χαραχθούν σε έναν άξονα, το ένα άκρο του οποίου καθορίζεται από τη «μοίρα» και το άλλο από την «επιλογή» και την «ελευθερία».

    Στη ρευστή κοινωνία μοίρα μας είναι η αβεβαιότητα. Σύμφωνα με τον Bauman (20011/2012), όπως η μοίρα παίρνει τη μορφή τύχης που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο συγκεκριμένο αίτιο, αλλά καθιστά το εκάστοτε γεγονός μία αναγκαιότητα και κάτι το «αναπόφευκτο και αναπόδραστο», έτσι και η αβεβαιότητα δε βασίζεται στην ικανότητά μας να αντιληφθούμε μία κατάσταση, να δράσουμε με αυτοπεποίθηση και να επιτύχουμε τους σκοπούς που θέτουμε. Στην πραγματικότητα, νιώθουμε αβέβαιοι όταν έχουμε άγνοια, όταν άλλο αναμένουμε και άλλο συμβαίνει, όταν δε γνωρίζουμε τα αίτια και τους παράγοντες που κάνουν μία κατάσταση αυτό που είναι. Οι Διαφωτιστές προσπάθησαν σκληρά να εξαλείψουν την άγνοια δίνοντας έμφαση στον ορθό λόγο και την επιστήμη, μέσω των οποίων οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον τροχό της τύχης και να αλλάξουν τη μοίρα τους εάν και όποτε το επιθυμούσαν (σελ.148-151).

    Στην ουσία, αυτό που οι Διαφωτιστές προσπάθησαν να κάνουν, ήταν να υποτάξουν τη Φύση, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης φύσης, στην κυριαρχία του Λόγου, τονίζοντας πως η ευτυχία, για παράδειγμα, αντί να είναι ένα «ανεξήγητο δώρο της μοίρας», θα μπορούσε να είναι ένα «σταθερό προϊόν προγραμματισμού βασισμένου στη γνώση και τις εφαρμογές της». Οι συνθήκες όμως της ρευστής κοινωνίας μας, όπως η παγκοσμιοποίηση, οι ταχείες αλλαγές και η αποσύνδεση χώρου και χρόνου, δείχνουν πως η αβεβαιότητα συνεχίζει να επικρατεί. Φυσικά το γεγονός αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της έλλειψης γνώσης, αλλά της υπερβολικής πολυπλοκότητας του σύμπαντος. Σήμερα, συνεχίζει να κυριαρχεί τόσο η αίσθηση της αβεβαιότητας, όσο και της αδυναμίας. Υπάρχει όμως μια μικρή διαφορά. Το να νιώθει κανείς  ανίσχυρος και αδύναμος, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι έχει στη διάθεσή του ένα πλήθος παραγόντων, προκειμένου να εξηγήσει μία κατάσταση, καθώς και πλήθος εργαλείων και δεξιοτήτων για υποτιθέμενο έλεγχο, την ώρα, που κανείς και τίποτα δεν μπορεί να του εγγυηθεί επιτυχία απέναντι σε συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και παγκόσμιες δυνάμεις. Από τη μία η γνώση, αντί να προσφέρει ενδυνάμωση, αποκαλύπτει πολλές φορές στα άτομα πόσο ανεπαρκείς είναι. Από την άλλη, καθώς η αβεβαιότητα είναι συνάμα μία ενοχλητική και ταπεινωτική κατάσταση, η πίστη στον ορθό λόγο και την επιστήμη για να γίνει η άγνοια γνώση δεν έχει εξαλειφθεί. Ενώ αναμένεται από την τεχνολογία, να αντικαταστήσει την αδυναμία, με τη «δύναμη της αποτελεσματικής δράσης» (Bauman, 2011/2012, σελ. 149-151).

    Όσα αναφέραμε παραπάνω, συμβάλλουν στο να χαρακτηρίζεται η σημερινή εποχή όχι τόσο από μία έλλειψη ή κριτική στάση απέναντι στον «ορθό λόγο», αλλά από ένα είδος «ορθολογικής προσαρμογής» στις νέες συνθήκες ζωής. Η πρώτη συνέπεια του ορθολογισμού ήταν ο διχασμός ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Ένας διχασμός που τόνιζε τη σημασία των ανθρώπων να μάθουν να υπολογίζουν, αντί να ακολουθούν τα συναισθήματά τους, ενώ παράλληλα αξίωνε το γεγονός ότι ένας ηθικός κόσμος μπορεί να είναι μονάχα ένας «τακτικός κόσμος». Ένας κόσμος όπου τα άτομα είναι ηθικά, καθώς δεν παρασύρονται από παρορμήσεις, αλλά ακολουθούν με συνέπεια τους κανόνες, τα πρότυπα και τις αρχές της αποδεκτής συμπεριφοράς. Η δεύτερη συνέπεια ήταν η αντικατάσταση παραγόντων που θεσμοθετούσαν μία κοινή μοίρα, από θεσμούς που προωθούν τη διαφορετικότητα της μοίρας του καθενός. Ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών έμελλε να επηρεάσει τον τρόπο ζωής των σύγχρονων ανδρών και γυναικών (Bauman, 2016, σελ. 17-39).

    Στην πραγματικότητα, ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών που αναφέρθηκαν, οδηγεί σε συνθήκες ρευστότητας σε μία ολοένα αυξανόμενη ιδιωτικοποίηση της ζωής και σε μία ριζική μεταβολή, ενδεχομένως και οριστική υπονόμευση, της έννοιας της ηθικής. Τα κοινά συμφέροντα αντικαθίστανται από αυτά της ατομικής επιβίωσης, την ώρα, που ατομικές λύσεις αναζητούνται για κοινωνικώς παραγόμενα προβλήματα (Bauman, 2009/2017, σελ. 35).

    Φυσικά μία ιδιωτικοποιημένη ζωή μπορεί να έχει πολλές θετικές πλευρές, όπως την ελευθερία επιλογής, τη δυνατότητα δοκιμής ποικίλων τρόπων ζωής και τη δυνατότητα διαμόρφωσης του εαυτού σύμφωνα με τα ατομικά ιδεώδη (Bauman, 2016, σελ. 44). Σε συνθήκες αβεβαιότητας, όμως, όπου παίρνονται ρίσκα και απαριθμούνται συνεχώς διακινδυνεύσεις, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως έκανε τη σωστή επιλογή. Η μοντέρνα εποχή κυριαρχείται από αβεβαιότητες και υπαρξιακά άγχη, τα οποία τα άτομα, ως κοινωνικά ενσωματωμένες οντότητες, οφείλουν – ή  καλύτερα αναγκάζονται –  να αναλογίζονται συνεχώς (Cosmovici, 2016).

    Παρ’ όλα αυτά η μοντέρνα εποχή προσφέρει και μοντέρνες λύσεις. Καθώς οι καιροί προχωρούν και ρέουν, συνοδευόμενοι από μία έντονη ανησυχία ότι θα «μείνουμε πίσω», και καθώς η πρόοδος και η εξέλιξη γίνονται κατανοητές ως μία «απελπισμένη προσπάθεια να παραμείνεις στον αγώνα» (Bauman, 2009/2017, σελ. 170), οι κινήσεις των πολιτών προωθούνται και ορίζονται σε σχέση με αυτές των καταναλωτών (Bauman, 2016, σελ. 42). Όπως αναφέρει και ο Bauman (2009/2017): «Ο χρόνος κυλάει και το κόλπο είναι να συντονιστείς με τα κύματα. Εάν δε θέλεις να βυθιστείς, πρέπει να συνεχίσεις να σερφάρεις, και αυτό σημαίνει να αλλάξεις την γκαρνταρόμπα σου, τα έπιπλα, τις ταπετσαρίες, την εμφάνιση, τις συνήθειές σου – εν συντομία τον εαυτό σου – όσο συχνότερα μπορείς» (σελ.171).

    Κεντρικό σημείο λοιπόν αυτής της μοντέρνας λύσης δεν είναι η κατασκευή ταυτότητας, αλλά η αποφυγή σταθεροποίησής της. Καθώς το παιχνίδι είναι γρήγορο, δεν υπάρχει χρόνος για περίτεχνα σχέδια. Όπως η καταναλωτική κουλτούρα σχετίζεται με τη «λήθη» και όχι με τη «μάθηση», έτσι και οι μοντέρνοι κάτοικοι του σύγχρονου, ρευστού κόσμου φορούν τις ταυτότητές τους σαν «έναν μανδύα, έτοιμο να γλιστρήσει οποιαδήποτε στιγμή». Αυτό που μετράει είναι ο «πρόσκαιρος χαρακτήρας» και η «εγγενής παροδικότητα» κάθε μορφής δέσμευσης και συγκρότησης (Bauman, 2004, σελ.116-117).

    Φυσικά, η παραπάνω άποψη παρουσιάζει με μία πρώτη ματιά αρκετά κοινά στοιχεία με τις θεωρίες περί εύπλαστων μορφών ταυτοτήτων, όπως αυτή που προτάθηκε από τον Giddens. Ωστόσο, η άποψη του Bauman τονίζει την αδυναμία υπεκφυγής από τη μοίρα της αβεβαιότητας μέσω ατομικών λύσεων που προσφέρονται από τον μοντέρνο τρόπο σκέψης, ενώ παράλληλα, εμμέσως, υποδεικνύει μία φαινομενική μόνο ικανότητα επιλογής από τη μεριά των ατόμων, καθώς στην πραγματικότητα είναι καταδικασμένα να κάνουν συνεχώς επιλογές σκεφτόμενοι όλο και περισσότερο τις συνέπειες ή την ορθότητα των επιλογών τους. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί, πως η άποψη αυτή αφορά μόνο τους προνομιούχους. Όπως το θέτει και ο ίδιος ο Bauman (2004): «Ενώ όλοι είμαστε καταδικασμένοι σε μία ζωή επιλογών, δεν έχουμε όλοι τα μέσα να κάνουμε επιλογές» (σελ.122). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιθωριοποιημένες ομάδες ή οι απόβλητοι της νεωτερικότητας, οι κοινωνικά άστεγοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται όχι μόνο από αδυναμία επιλογής, αλλά και από μία απώλεια αυτοεκτίμησης καθώς και νοήματος στη ζωή (Bauman, 2005, σελ.29). 

Αντί επιλόγου

      Όλα όσα μέσες άκρες περιγράψαμε παραπάνω, πυροδοτούν μία αίσθηση πως κεντρικό μέλημα των θεωρητικών, που ασχολήθηκαν με την προβληματική φύση της ταυτότητας, δεν είναι τόσο να τονίσουν την αδυναμία των ίδιων των ανθρώπων για συγκρότηση ταυτότητας, αλλά να αναδείξουν το γεγονός ότι η ταυτότητα του σημερινού ανθρώπου είναι καθαρά εγκατεστημένη σε ένα πλαίσιο ασφυκτικά ατομικιστικό, καταναλωτικό και ευδαιμονιστικό, με πολιτικές και κομματικές προεκτάσεις. Γεγονός, που οδηγεί αναπόφευκτα σε μία αδυναμία συγκρότησης ταυτότητας από την πλευρά των ατόμων και επιβεβαιώνει την άποψη του Cushman, ότι οι μορφές που έχουν πάρει οι ταυτότητες αποτελούν μία αναγκαιότητα του  κράτους για τον έλεγχο ενός μοντέρνου πληθυσμού.

    Επιπλέον, θεωρίες όπως αυτές του Bauman είναι ιδιαιτέρως σημαντικές, καθώς δημιουργούν πλήθος ερωτημάτων. Πραγματικά, πώς γίνεται η μετανεωτερικότητα να γιορτάζει την εξάπλωση της διαφορετικότητας; Όταν οι διαχωρισμοί ταυτότητας – όπως και οι εδαφικοί διαχωρισμοί ή οι κυριαρχίες – που προωθούνται, δεν αντανακλούν κάποια διαφοροποίηση ισότιμων εταίρων. Όταν σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης η οικονομική άνοδος μιας χώρας σημαίνει την οικονομική εξαθλίωση μιας άλλης, με τον ίδιο τρόπο που αυτό που αποτελεί ελεύθερη επιλογή για κάποιους βαραίνει σαν σκληρή μοίρα κάποιους άλλους. Και ακόμη, κατά πόσο μπορούμε να πούμε ότι οι απόψεις περί ευέλικτων μορφών ταυτοτήτων δεν έχουν κάποιες εξέχουσες συνέπειες; Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση όπου από τη στιγμή που ο εαυτός έχει γίνει ένα εγχείρημα, ανοιχτό σε νέα σχέδια, η ολοκλήρωση δεν τελειώνει ποτέ. Όταν λοιπόν τα άτομα αναπόφευκτα  πλησιάζουν προς το θάνατο, τα εγχειρήματά τους θα παραμείνουν ανολοκλήρωτα και οι εύθραυστες απόπειρές τους για προσωπικό νόημα θρυμματισμένες (Mellor & Shilling, 1993). Ή όπως στην περίπτωση της εργασίας, όπου τα άτομα  υπό την επήρεια της δύναμης της Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού (ΔΑΔ) απαιτούνται να εγκαταλείψουν χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους και να υιοθετήσουν αυτά της εταιρείας. Όπου η παθητικότητα του εργαζόμενου γίνεται υποχρέωση και η προσφερόμενη θυσία του εαυτού εξασφαλίζει την επιβίωση του ατόμου στην επιχείρηση (Roberts, 2013).

     Εν τέλει, τι είναι η ταυτότητα; Είναι κάτι φυλετικό, χρωματικό, DNA; Είναι ένα αστυνομικό δελτίο; Είναι μία έννοια μονοδιάστατη; Κάτι που μπορεί να μεταβάλλεται συνεχώς χωρίς να αφήνει συνέπειες; Ή είναι μία υπερπολύτιμη πλευρά του ανθρώπου, καθώς λειτουργεί ως αίσθηση αναγνώρισης της αξιοπρέπειας τόσο του εαυτού, όσο και του άλλου – όποιος και αν είναι αυτός –, αποτελώντας παράλληλα ένα πολύτιμο εργαλείο για την αξιοπρέπεια της δημοκρατίας; Είναι τελικά μία μάχη την οποία πρέπει να δίνουμε μόνες μας ή μία από τις πιο σημαντικές μάχες της εποχής μας εξαιτίας του πλήθους καταπιεσμένων ταυτοτήτων; Μήπως, εν κατακλείδι, η γενικευμένη απόρριψη της ταυτότητας είναι μία αντιδραστική θέση όσο φιλευλεύθερη και αν θέλει να εμφανίζεται;

     Ένα είναι σίγουρο. Το ερώτημα που τέθηκε ήδη από την νεωτερικότητα συνεχίζει να παραμένει. Πώς μπορούμε να διατυπώσουμε μία θεωρία για την ταυτότητα και να την προσεγγίσουμε με τέτοιο τρόπο, που θα συνεισφέρει στην κατασκευή μιας ανθρώπινης και δίκαιης κοινωνίας;

     Ίσως τελικά αυτό που προσπάθησε να κάνει και ο Bauman, ήταν να δώσει μία λύση δημιουργώντας ερωτήματα, όταν έκλεισε το κείμενό του Από τον προσκυνητή στον τουρίστα – ή μια σύντομη ιστορία της ταυτότητας με τον εξής τρόπο: 

Ο Stuart Hall έχει εύγλωττα συνοψίσει την απορρέουσα κατάσταση και τις προοπτικές που μπορεί ή δεν μπορεί να έχει: «Δεν έχουμε εναλλακτικά μέσα από τα οποία οι ενήλικες μπορούν να ωφεληθούν από τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι έχουν απελευθερωθεί από τα δεσμά των συντηρητικών μορφών ζωής και σκέψης, και που ακόμη ασκούν τις ευθύνες τους για τους άλλους με ελεύθερο και ανοικτό τρόπο. Δεν έχουμε καμία έννοια της δημοκρατικής πολιτειότητας υπό αυτή την έννοια». Ή ίσως έχουμε – φανταστείτε – μια τέτοια έννοια· αυτό που αδυνατούμε να φανταστούμε, μη έχοντας καθόλου χρόνο για να εξασκήσουμε τη φαντασία, είναι ένα δίκτυο σχέσεων που θα φιλοξενούσε και θα υποστήριζε μια τέτοια έννοια. Είναι, στην τελική, η παλιά αλήθεια που επαναλαμβάνεται: κάθε κοινωνία θέτει όρια στις στρατηγικές της ζωής που μπορούν να επινοηθούν και οπωσδήποτε σ’ εκείνες που μπορούν να εφαρμοστούν. Αλλά το είδος τη κοινωνίας στο οποίο ζούμε περιορίζει μια τέτοια στρατηγική (ή στρατηγικές) καθώς μπορεί να αμφισβητεί κριτικά και επιθετικά τις αρχές της κι επομένως να ανοίγει το δρόμο σε νέες στρατηγικές, προς το παρόν αποκλεισμένες λόγω της μη-βιωσιμότητάς τους.

 

Βιβλιογραφία

Anthias, F. (1999). Institutional racism, power and accountability. Sociological Research Online, 4(1), 143-151.

Arnett, J. J. (2002). The psychology of globalization. American psychologist, 57(10), 774.

Ασημάκη, Ά., Κουστουράκης, Γ., & Καμαριανός, Ι. (2013). Οι έννοιες της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας και η σχέση τους με τη γνώση: Μια κοινωνιολογική προσέγγιση. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, 15(60).

Bauman, Z. (1990). Modernity and ambivalence. Theory, Culture & Society, 7(2-3), 143-169.

Bauman, Z. (1996). From pilgrim to tourist–or a short history of identity. Questions of cultural    identity, 1, 18-36.

(μπορείτε να βρείτε τη μετάφραση του Δημήτρη Καψάλη εδώ :https://www.respublica.gr/2016/04/post/bauman3/)

Bauman, Z. (2004). Παγκοσμιοποίηση: οι συνέπειες για τον άνθρωπο. Αθήνα: Πολύτροπον .

Bauman, Z. (2005). Σπαταλημένες ζωές: Οι απόβλητοι της Νεωτερικότητας. Αθήνα: Κατάρτι.

Bauman, Z. (2009/2017). Ρευστοί Καιροί: Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Bauman, Z. (2011/2012). Παράπλευρες Απώλειες: Κοινωνικές ανισότητες την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Αιώνα.

Bauman, Z. (2016). Και πάλι μόνοι: Η ηθική μετά την αβεβαιότητα. Αθήνα: Έρασμος .

Bauman, Z. & Raud, R. (2015). Practices of selfhood. John Wiley & Sons.

Bendle, M. F. (2002). The crisis of ‘identity’in high modernity. The British journal of sociology, 53(1),  1-18.

Boyd, D. (2001). Reflection on the Impact of Modernity in Evolving a Multi-faceted Individyal Identity. Ανακτήθηκε 30 Ιανουαρίου 2021, από ιστοσελίδα http://www.danah.org/classes/modernity/

    ModernityFinalPaperSubmission.pdf.

Cosmovici, I. (2016). The” Embedding Metaphor”. The Emotional and Sensitive Dimensions of  Zygmunt Bauman’s Scientifical Metaphors. Journal of Experiential Psychotherapy/Revista de PSIHOterapie Experientiala, 19(3).

Cushman, P. (1990). Why the self is empty: Toward a historically situated psychology. American psychologist, 45(5), 599.

Dien, D. S. F. (2000). The evolving nature of self-identity across four levels of history. Human  Development, 43(1), 1-18.

Giddens, A. (2001/2004). Οι συνέπειες της Νεωτερικότητας. Αθήνα: Κριτική.

Hergenhahn, B. J. (2005/2008). Εισαγωγή στην Ιστορία της Ψυχολογίας. Αθήνα: Λιβάνη.

Mellor, P. A., & Shilling, C. (1993). Modernity, self-identity and the sequestration of death. Sociology,  27(3), 411-431.

Παπάζογλου, A. (2014). Ο ρόλος της οικογένειας και των συνομήλικων στη διαμόρφωση της ταυτότητας των εφήβων. Έρευνα, Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών – Επιστημονικών Θεμάτων, Τεύχος 3ο, 177-193.

Phillipson, C., & Biggs, S. (1998). Modernity and identity: Themes and perspectives in the study of   older adults. Journal of Aging and Identity, 3(1), 11-23.

Richardson, C. F., & Flowers, J. B., (1997). Κριτική θεωρία, μεταμοντερνισμός και ερμηνευτική: θεωρήσεις της κριτικής ψυχολογίας. Στο D. Fox & I. Prilleltensky (Eds.), Κριτική Ψυχολογία: Εισαγωγή (σελ. 494-529). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Roberts, R. H. (2013). Contemplation and the ‘Performative Absolute’: submission and identity in managerial modernity. Journal of Beliefs & Values, 34(3), 318-337.

Sloan, T. (1997). Θεωρίες Προσωπικότητας: Ιδεολογίες πέρα από αυτήν. Στο D. Fox & I. Prilleltensky

    (Eds.), Κριτική Ψυχολογία: Εισαγωγή (σελ. 494-529). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Εικόνα 1η: Αναρτήθηκε από https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%91%CE%B4%CE%AC%CE%BC

Εικόνα 2η: Αναρτήθηκε από  https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F_%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AC_(%CE%96%CE%B1%CE%BA%CE%9B%CE%BF%CF%85%CE%AF_%CE%9D%CF%84%CE%B1%CE%B2%CE%AF%CE%BD%CF%84)

Εικόνα 3η: Αναρτήθηκε από http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=743

Εικόνα 4η : Αναρτήθηκε από https://apuntesfilosoficos.cl/sociedad-de-consumo-zygmunt-bauman/

Η Ελευθερία Σιώη είναι ψυχολόγος.

(Εμφανιστηκε 726 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.