Η αυγή των Οθωμανών
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Μετά την ήττα των Βυζαντινών στην μάχη του Ματζικέρτ στα 1071 μ.Χ. από τους Σελτζούκους, η Μικρά Ασία ουσιαστικά παραδόθηκε στις ορδές των τουρκομανικών φυλών που γρήγορα δημιούργησαν ένα ισχυρό κράτος, το σουλτανάτο του Ρουμ. Με έδρα το Ικόνιο οι Σελτζούκοι του Ρουμ διαφέντευαν όλη την περιοχή της ανατολικής Μικράς Ασίας από τη λίμνη Βαν μέχρι την Βιθυνία. Πλήθος τουρκομανικών πληθυσμών άρχισε να κατακλύζει σταδιακά την Ανατολία κινούμενο από το Τουρκεστάν, περιοχή πέριξ της λίμνης Βαϊκάλης, που αποτελούσε την κοιτίδα όλων των τουρκομανικών φυλών, προς τα ανατολικά. Οι θρύλοι για τα πλούτη της Ανατολίας θα ωθήσουν τους γαζήδες να κινηθούν με ορμή αποτελειώνοντας τα τελευταία απομεινάρια της Βυζαντινής εξουσίας στην περιοχή. Το σουλτανάτο του Ρουμ μεσουράνησε όσο του επέτρεψαν οι… γνωστοί ταραξίες της ιστορίας, οι Μογγόλοι. Οι απόγονοι του φοβερού και τρομερού Τζένγκις Χαν κατάφεραν να υποτάξουν τους Σελτζουκίδες στα 1243 στην μάχη του Κιοσέ Νταγ, κοντά στην Αττάλεια της σημερινής Τουρκίας.
Η οπισθοχώρηση των Μογγόλων από την περιοχή δημιούργησε μια πανσπερμία αντιμαχόμενων σουλτανάτων. Στα ανατολικά με έδρα το Ικόνιο είχε στηθεί το σουλτανάτο της Καραμανίας, δυτικότερα υπήρχε το σουλτανάτο του Τζερμιγιάν, ενώ στις ακτές της Μικράς Ασίας στο Αιγαίο από το νότο προς το βορρά κυριαρχούσαν κατά σειρά τα σουλτανάτα του Τεκέ, του Μεντεσέ, του Αϊδινίου, του Σαρουχάν και του Καρασί στην περιοχή των Δαρδανελίων. Εκτός από τις συγκρούσεις μεταξύ τους τα σουλτανάτα αυτά πολεμούσαν και τους Βυζαντινούς. Οι τελευταίοι, παραδομένοι από καιρό στις εμφύλιες διαμάχες και έχοντας απολέσει στα 1204 την Βασιλεύουσα, αδυνατούσαν να προτάξουν μια στοιχειώδη αντίσταση στις επιδρομές των γαζήδων. Παράλληλα, η διάλυση των ακριτικών σωμάτων καθώς και οι καταπιέσεις των βυζαντινών φεουδαρχών έκαναν τους χριστιανικούς πληθυσμούς λιγότερο διατεθειμένους να πολεμήσουν. Ουσιαστικά οι Βυζαντινοί ήταν κύριοι μερικών καλά οχυρωμένων πόλεων, αλλά αδυνατούσαν να ελέγξουν την περιφέρεια.
Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο εμφανίζεται ο Ερ-Τογρούλ. Μια μυθική προσωπικότητα, αφού ουσιαστικά τίποτε δεν είναι γνωστό γι’ αυτόν και ό, τι γνωρίζουμε προέρχεται από τον κόσμο των θρύλων. Αναφέρουν οι προφορικές παραδόσεις ότι ο Ερ-Τογρούλ έλαβε ως ανταμοιβή για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που παρέσχε στον σουλτάνο του Ικονίου ένα μπεηλίκι στην περιοχή της Βιθυνίας, όπου και εγκαταστάθηκε με 444 ιππείς συμπολεμιστές του. Εκεί, ζώντας τον παραδοσιακό νομαδικό βίο των Τουρκομάνων, ασχολούνταν με το πλιάτσικο ενάντια στους Βυζαντινούς. Ο Γ. Παχυμέρης αναφέρει για τις επιδρομές αυτές: «Και πρώτον μεν εκδρομάς (επιδρομές) ποιούντες κατέθεον την γην εκείνων και σκυλεύοντες (ου γαρ εθάρουν μένειν) υπέστρεφον». Φαίνεται λοιπόν ότι οι Τούρκοι της περιοχής αυτής ακολουθούσαν τα πολεμικά ειωθότα της Ασίας, τουτέστιν επιδρομές, λεηλασίες, αποκόμιση λαφύρων και επιστροφή στην βάση. Στο άκρο αυτό της Μικράς Ασίας γεννιέται, πιθανόν στα 1258 στην πόλη Σογούτ, ο γιος του Ερ-Τογρούλ, Οσμάν, που έμελλε να αλλάξει για πάντα την πορεία του μικρού αυτού σουλτανάτου.
Ο Οσμάν θεωρείται αυτός που έθεσε τις βάσεις της επέκτασης του σουλτανάτου που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Βασιζόμενος στην συνεχή ροή πολεμιστών από τα ανατολικά καθώς και στην αδυναμία των Βυζαντινών να αντιτάξουν ενιαία άμυνα άφησε κατά μέρος τις ληστρικές επιδρομές και επικεντρώθηκε στην κατάκτηση των βυζαντινών πόλεων της περιοχής, με το Γενισεχίρ (Νεάπολη) να πέφτει στα χέρια του στα 1300. Αν και η θρησκεία αποτελούσε έναν ιδιαίτερα ισχυρό συνεκτικό ιστό για τον στρατό των γαζήδων (πολεμιστές της πίστης), εντούτοις στους κόλπους τους εντάσσονταν και πλήθος εξαθλιωμένων χριστιανών αγροτών που είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους από τους πλούσιους βυζαντινούς γαιοκτήμονες, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που είχαν την δυνατότητα να μετακινηθούν στις τειχισμένες πόλεις του Βυζαντίου. Σε πολλές περιπτώσεις οι γαζήδες αντιμετωπίστηκαν ως απελευθερωτές, ενώ φάνηκαν ιδιαίτερα ανεκτικοί απέναντι στους χριστιανούς κατακτημένους. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Γεωργιάδης-Αρνάκης: «Είναι αναμφισβήτητον ότι οι Τούρκοι της εποχής εκείνης δεν διεπνέοντο από τον καταστρεπτικόν φανατισμόν, ο οποίος αποδίδεται εις αυτούς κατά τους μετέπειτα αιώνας. […] ο Οσμάν και οι οπαδοί του, καίτοι φαίνεται ότι προσφάτως είχον αποκτήσει καθαρώς μωαμεθανικήν συνείδησιν, ήσαν περισσότερον ανεξίθρησκοι από πολλούς χριστιανούς συγχρόνους των». Ο Οσμάν κατανόησε από νωρίς ότι το κλειδί της επιτυχούς δόμησης του κράτους του βρισκόταν στην ανταλλαγή και στην συνεργασία με τους κατακτημένους, στην μίξη των φυλών, των θρησκειών και των παραδόσεων. Η Karen Barkey αναφέρει ότι: «Στις κατακτημένες περιοχές, οι μουσουλμάνοι αρχηγοί άφηναν τη διοίκηση στους χριστιανούς συμμάχους τους, προκειμένου να διασφαλίσουν τη συνέχιση της σταθερότητας, την άμυνα και την κατοίκηση. Τέτοιες σχέσεις ισότιμης συνεργασίας εξαπλώνονταν πέραν των Τουρκομάνων πολεμιστών για να βρουν αντίκρισμα στους χριστιανούς, πολλοί από τους οποίους έγιναν σύντροφοι των μουσουλμάνων πολεμάρχων των συνόρων».
Τέτοια περίπτωση αποτελεί ο Μιχαήλ Κοσές, διοικητής του βυζαντινού φρουρίου της Χιρμεντίας στην περιοχή της Βιθυνίας κοντά στο όρος Όλυμπος. Αφού παρέδωσε το φρούριο στον Οσμάν έγινε εν συνεχεία ένας από τους πιστότερους συμβούλους του, αργότερα αλλαξοπίστησε και μάλιστα οι απόγονοι του, οι Μιχάλογλοι, μεσουράνησαν για πολλούς αιώνες στην οθωμανική διοίκηση. Ο Τρ. Ευαγγελίδης σχολιάζει σωστά: «…οι φρούραρχοι, ενώ εις προγενεστέρους χρόνους επροθυμοποιούντο εις την φυλακήν αυτών (ενν. των φρουρίων) ένεκα των μεγάλων μισθών ους παρείχον αυτοίς οι αυτοκράτορες, και της παραχωρήσεως γαιών και των εκ του πολέμου λαφύρων, ανακτηθείσης της Κων/πόλεως από των Λατίνων, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ου μόνο τον μισθόν των τα μεθόρια φρουρούντων κατήργησεν, αλλά και φόρους αυτοίς έτι επέβαλέν˙ ούτω δε εξέλιπεν ο ζήλος των φρουράρχων και τα φρούρια σχεδόν απροστάτευτα διατελούντα ή ανεξάρτητα κηρυττόμενα από της Κωνσταντινουπόλεως, ευκόλως εκυριεύοντο υπό του γενναίου Οσμάν». Γίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι η αδυναμία του κέντρου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας να προστατέψει τις επαρχίες του αποτελεσματικά οδήγησε σε πρώτη φάση πολλούς αξιωματούχους να επιλέξουν τη συνεργασία με τους Οθωμανούς παρά να αγωνιστούν για έναν χαμένο σκοπό… Ο Κ. Παπαρηγόπουλος σωστά σημειώνει ότι: «Από το πρώτο ξεκίνημα βλέπουμε χριστιανό να ταυτίζει την τύχη του με την οσμανική δυναστεία και τον αρχηγό της δυναστείας αυτής να δέχεται ευχάριστα τον χριστιανό στη θρησκεία και την υπηρεσία του». Ο Οσμάν προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία του πάνω στους πλειοψηφούντες χριστιανούς κατοίκους των περιοχών που εξουσίαζε δεν δίσταζε να σφυρηλατεί σχέσεις αμοιβαίας υποστήριξης με χριστιανούς πολεμιστές, ολόκληρα χωριά καθώς και με πόλεις. Η τακτική αυτή ήταν επικερδής όσο και απαραίτητη για την θεμελίωση του κράτους του Οσμάν. Η νομαδική νοοτροπία έπρεπε γρήγορα να αντικατασταθεί από την αυτοκρατορική, και για τούτο η συνεργασία και η αξιοποίηση των έμπειρων Βυζαντινών αξιωματούχων ήταν sine qua non για την επιτυχία του εγχειρήματος. Οι γαζήδες μπορεί ήταν έμπειροι στον πόλεμο, αλλά δεν είχαν ιδέα για το πώς στήνεται και λειτουργεί μια αυτοκρατορία.
Ο γιός του Οσμάν, Ορχάν, ακολούθησε την ίδια πετυχημένη πατρική συνταγή. Μετά τον θάνατο του πατρός του στα 1326, κατέλαβε την ίδια χρονιά την Προύσα χωρίς μάχη, έπειτα από διαπραγματεύσεις που έφερε εις πέρας ο πιστός σύμβουλος του Οσμάν, Μιχαήλ Κοσές, και η πόλη ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα του σουλτανάτου. Ο Ορχάν συμπεριέλαβε και αυτός πολλούς Βυζαντινούς στην διοίκηση του κράτους του και προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Θέλοντας να σφυρηλατήσει ακόμη στενότερες σχέσεις με τους Βυζαντινούς νυμφεύτηκε την κόρη του Ιωάννη Ζ΄ Καντακουζηνού, Θεοδώρα. Παράλληλα, οργάνωσε το κράτος του σε βάσεις θρησκευτικές, θέτοντας ως θεμέλιο της λειτουργίας του το Κοράνι, και καταγράφοντας τους νόμους στον Κανουναμέ (κανονικό βιβλίο). Εν συνεχεία οργάνωσε την οικονομία κόβοντας νόμισμα αντικαθιστώντας το βυζαντινό που κυκλοφορούσε μέχρι τότε. Η σημαντικότερη όμως αλλαγή αφορούσε τον στρατό. Οργάνωσε ένοπλη πολιτοφυλακή, τους περιβόητους Σπαχήδες, στους οποίους έδωσε διάφορους κλήρους και οι οποίοι έπρεπε σε περίπτωση πολέμου να οργανώσουν ο καθένας τον στρατό του και να συμπαραταχθούν με τον Σουλτάνο. Ένα σύστημα που είχε πολλά κοινά με τους ευρωπαϊκούς φεουδαρχικούς θεσμούς της εποχής. Επίσης αναδιοργάνωσε και το πεζικό με τη δημιουργία του τάγματος των Γενί-Τσερί (νέου στρατού). Επανδρωμένο από παιδιά χριστιανών που είχαν εξισλαμιστεί σε μικρή ηλικία, αποτέλεσε για αιώνες το φόβητρο πολλών ευρωπαϊκών στρατών.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής και στρατιωτικής αναδιοργάνωσης του Ορχάν φάνηκαν αμέσως. Στα 1331 η Νίκαια, στα 1337 η Νικομήδεια και στα 1357 η Καλλίπολη υπέκυψαν στις δυνάμεις των Οθωμανών και ο Ορχάν κατέστη κυρίαρχος ολόκληρης της περιοχής της Βιθυνίας. Ο Μαροκινός εξερευνητής της εποχής Ιμπν Μπατούτα, που επισκέφτηκε το σουλτανάτο του Ορχάν περί το 1333-34, αναφέρει γι’ αυτόν: «Είναι ο ισχυρότερος των τουρκομάνων βασιλέων και ο πλουσιώτερος εις χρήματα, γαίας, και στρατιωτικάς δυνάμεις˙ κατέχει σχεδόν εκατόν οχυρά, τα οποία συνεχώς επιθεωρεί και επισκευάζει». Στην Νίκαια παρατήρησε ότι τα τείχη της πόλης ήταν ανέπαφα, οι γέφυρες στην θέση τους και γενικά τα πάντα έδειχναν ότι η πόλη είχε παραδοθεί χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Παρόλα αυτά η περιοχή είχε εγκαταλειφθεί από τους περισσότερους κατοίκους της. Ο Ορχάν, όπως και ο πατέρας του, αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους έμπειρους και πιο μορφωμένους βυζαντινούς αξιωματούχους. Ο γιατρός του ήταν Έλληνας ονόματι Ταρωνίτης, ενώ και άλλοι φρούραρχοι, όπως ο Εβρενός και ο Μάρκος εντάχθηκαν οικειοθελώς στο στρατόπεδό του. Ο Γ. Γεωργιάδης- Αρνάκης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εκ των ολίγων περιπτώσεων, αίτινες αναφέρονται ονομαστί, συνάγομεν ότι εις το οθωμανικόν στρατόπεδον υπήρχε σταθερώς αυξανόμενος αριθμός Χριστιανών, οι οποίοι είτε περιελθόντες εις απόγνωσιν είτε ένεκα άλλων λόγων, προετίμησαν να ενώσουν τας τύχας των μετά του ανατέλλοντος οσμανικού άστρου. Οι χριστιανοί συνεργάται, κατά τα τέλη του 13ου αιώνος και κατά τας αρχάς του 14ου, είχαν σημαίνουσαν επίδρασιν εις την απορρόφησιν νέων πληθυσμών, διότι επετέλουν χρέη συνδέσμου μεταξύ κατακτητών και κατακτωμένων».
Ο Ορχάν είχε καταφέρει μέχρι τον θάνατό του στα 1362 να διπλασιάσει την έκταση του κράτους του και να καταστεί ρυθμιστικός παράγοντας στις εμφύλιες διενέξεις των Βυζαντινών. Ο γιός του, Μουράτ Α΄, συνέχισε την ίδια πολιτική κάνοντας παράλληλα και το μεγάλο πέρασμα στην Ευρώπη. Στα 1362 κατέστη κύριος της Αδριανούπολης, την οποία και έκανε δεύτερη πρωτεύουσα του κράτους του, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τις φιλοδοξίες του για κυριαρχία και στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι Βυζαντινοί από την μεριά τους το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν απλώς να παρακολουθούν την εξάπλωση του γειτονικού σουλτανάτου. Γράφει σωστά ο Τρ. Ευαγγελίδης για την πτώση της Αδριανούπολης: «Η πτώσις αύτη ήτο μεγάλη και δυσεπανόρθωτος, το δε κράτος των Ηρακλείων και των Βασιλείων ήτο ονόματι μόνον τοιούτον˙ η ισχύς του ήτο ως σκιά και ο Καίσαρ ο επί του θρόνου του μεγάλου Κωνσταντίνου φάσμα ελεεινόν, ηγεμονεύον λαού εκνενευρισμένου ήδη και μεγίστην προς τον μοναχικόν βίον κλίσιν έχοντος». Πράγματι, ο χριστιανικός μοναχισμός αποσπούσε πολύτιμους ανθρώπινους πόρους από τον βυζαντινό στρατό, αναγκάζοντας έτσι τους αυτοκράτορες πολλές φορές να επιλέγουν μισθοφόρους, οι οποίοι, όμως, δεν αποδεικνύονταν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί απέναντι στους γαζήδες.
Ο Μουράτ σε μικρό χρονικό διάστημα κατέκτησε την Μακεδονία και την Θεσσαλία, κυρίευσε την Θήβα και πέρασε στην Πελοπόννησο όπου λεηλάτησε μερικές πόλεις. Οι μόνοι που προσπάθησαν να αντιδράσουν ήταν οι Σέρβοι που προσπάθησαν μάταια να αναχαιτίσουν τους Οθωμανούς στην φημισμένη μάχη του Κοσσυφοπεδίου στα 1389. Το μόνο που κατάφεραν οι ηττημένοι Σέρβοι ήταν να φονεύσουν τον Μουράτ. Ο θρύλος αναφέρει ότι ένας Σέρβος στρατιώτης, ονόματι Μίλος Κοβίλοβιτς, κρυμμένος μέσα στον σωρό των πτωμάτων της μάχης την στιγμή που περνούσε ο Μουράτ πετάχτηκε και τον μαχαίρωσε στην κοιλιά. Ο Μουράτ ήταν τότε 71 ετών. Όλοι οι ηγεμόνες της βαλκανικής, Σέρβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι και Βυζαντινοί ήταν πλέον φόρου υποτελείς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το μοναδικό κομμάτι που έλειπε από το αυτοκρατορικό πάζλ των Οθωμανών ήταν η Βασιλεύουσα.
Ο θάνατος του Μουράτ έφερε στον θρόνο τον γιό του, Βαγιαζήτ, τον επονομασθέντα και Γιλντιρίμ, τουτέστιν κεραυνό, διότι «ως κεραυνός ενέσκηπτε και εκυρίευε διαφόρους χώρας και πόλεις». Πράγματι, σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να τιθασεύσει το μωσαϊκό των τουρκομανικών εμιράτων της Μικράς Ασίας. Ικόνιο, Αττάλεια, Καραμάν, Καισάρεια, Σεβάστεια, Κασταμονή και Σεβάστεια υποτάχτηκαν καθιστώντας του Οθωμανούς κύριους ολόκληρης της Ανατολίας. Στην Ευρώπη μόνη η Ουγγαρία προσπάθησε να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς. Ο βασιλιά της, Σιγισμούνδος, προσπάθησε να οργανώσει σταυροφορία και πολιόρκησε το φρούριο της Νικόπολης στα 1396. Ο σταυροφορικός συρφετός, αψηφώντας τις εντολές του Σιγισμούνδου, που είχε προηγούμενη εμπειρία από μάχες με τους Οθωμανούς, επιτέθηκε κατά μέτωπο στην μάχη που έγινε στην πεδιάδα της περιοχής. Οι ιππότες της χριστιανοσύνης αφανίστηκαν μαζικά από τα έμπειρα στρατεύματα του Βαγιαζήτ, ενώ οι Βλάχοι σύμμαχοι των σταυροφόρων βλέποντας την καταστροφή αποσύρθηκαν διακριτικά από το πεδίο της μάχης…
Και ενώ ο Βαγιαζήτ προέλαυνε σε όλα τα μέτωπα νικηφόρα επεκτείνοντας την αυτοκρατορία του, στο προσκήνιο της ιστορίας επανεμφανίστηκαν οι αεικίνητοι Μογγόλοι. Ο Ταμερλάνος θεωρώντας ότι ο Βαγιαζήτ είχε αποκτήσει υπερβολική δύναμη εισέβαλε στην Ανατολία στα 1402. Ο Βαγιαζήτ, ενθαρρυμένος από τις επιτυχίες του, αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον στρατό του Ταμερλάνου στην Άγκυρα. Εδώ όμως η συνθήκες δεν τον ευνόησαν όπως στη Νικόπολη. Οι στρατιώτες του αποδείχτηκαν απρόθυμοι να πολεμήσουν τον Ταμερλάνο, στο στρατόπεδο του οποίου πολλοί λιποτάκτησαν, και οι μόνοι που πολέμησαν γενναία ήταν οι Σέρβοι σύμμαχοι του. Ο Βαγιαζήτ δεν απέφυγε την ήττα και αιχμαλωτίστηκε καθώς προσπαθούσε να διαφύγει. Το αποτέλεσμα αυτής της μάχης αποδείχτηκε λυτρωτικό για τα υποτελή χριστιανικά βασίλεια της βαλκανικής, αλλά κυρίως για τους Βυζαντινούς, καθώς τους προσέφερε χρόνο να ανασυγκροτηθούν και να σχεδιάσουν καλύτερα την αντεπίθεσή τους. Στην Ανατολία ο Ταμερλάνος αποκατέστησε τα κατακτημένα από τους Οθωμανούς εμιράτα και επανέφερε στην εξουσία τους εκθρονισμένους εμίρηδες καθιστώντας τους φόρου υποτελείς. Η αλαζονεία του Βαγιαζήτ ήταν και η αιτία της καταστροφής του. Ό, τι είχε χτιστεί στην Ανατολία με τόσο κόπο τα τελευταία 150 χρόνια κατέρρευσε με πάταγο…
Η ταχύτατη επικράτηση των Οθωμανών σε μόλις 150 χρόνια στον χώρο της Μικράς Ασίας ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Αρχικά οι πόλεμοι των Βυζαντινών και των Λατίνων και η κατάκτηση της Βασιλεύουσας από τους τελευταίους στα 1204, διέλυσαν και τα τελευταία υπολείμματα βυζαντινής εξουσίας στην περιοχή. Πλέον κύριο μέλημα των βυζαντινών πριγκιπάτων ήταν η ανακατάληψη της Πόλης και όχι η διατήρηση των κεκτημένων στην Μικρά Ασία. Οι «δυνατοί», ήτοι οι μεγάλοι βυζαντινοί γαιοκτήμονες στις περιοχές αυτές, φάνηκαν απρόθυμοι να αποτελέσουν την αυτοκρατορική ασπίδα απέναντι στους εισβολείς. Όταν δεν εγκατέλειπαν τις περιοχές τους προς ασφαλέστερα μέρη στα δυτικά, γρήγορα προσκυνούσαν τον νέο κατακτητή. Έπειτα, οι συνεχείς επιδρομές των Μογγόλων είχαν δημιουργήσει τεράστια αναστάτωση στους πληθυσμούς της Ανατολίας. Οι Οθωμανοί παρουσιάστηκαν ως παράγοντας σταθερότητας απέναντι στις λεηλασίες των Μογγόλων καβαλάρηδων της στέπας. Γράφει σωστά ο Γ. Γεωργιάδης-Αρνάκης: «Οι περισσότεροι αγρόται, κυρίως δε οι μικροί ιδιοκτήται, αντί να τραπούν εις φυγήν, προετίμησαν να παραμείνουν και, ευρεθέντες ανίσχυροι και ανυπεράσπιστοι εντός του ζωτικού χώρου του Οσμάν, υπέκυψαν ταχέως, δεχόμενοι την οσμανικήν προστασίαν ως σανίδα σωτηρίας». Σημαντικός παράγοντας ήταν και η ανοχή που έδειξαν οι Οθωμανοί απέναντι στους χριστιανούς κατοίκους. Μαζί με τους γαζήδες πλήθος περιπλανώμενων δερβίσηδων και ιεραποστόλων του Ισλάμ όργωναν τις περιοχές με σκοπό τον προσηλυτισμό νέων πιστών. Οι περισσότεροι χριστιανοί, απογοητευμένοι από την ανυπαρξία υποστήριξης από το κέντρο, προσχωρούσαν με ανακούφιση στη νέα θρησκεία απολαμβάνοντας και τα αντίστοιχα προνόμια. Πολλοί μάλιστα δερβίσηδες, όπως ο Χατζή Μπεκτάς, δέχονταν ευχάριστα χριστιανούς στους τεκέδες τους. Σε άλλη περίπτωση, οι χριστιανοί κάτοικοι της Προύσας, πριν ακόμη παραδοθεί στους Οθωμανούς, φρόντισαν και φιλοξένησαν τον δερβίση Απτάλ Μουράτ. Στις αυλές δε των Σουλτάνων πολλοί χριστιανοί, όπως ο Γρηγόριος Παλαμάς που είχε συλληφθεί, επιδίδονταν σε θεολογικές συζητήσεις με τους αντίστοιχους θεολόγους του Ισλάμ. Η ανοχή, άλλωστε, προς τους χριστιανούς και τους ιουδαίους, ως λαών της Βίβλου, εμπεριέχεται και στο Κοράνι. Παράλληλα, οι Οθωμανοί θέλοντας να δημιουργήσουν ερείσματα στην περιοχή νυμφεύονταν συχνά χριστιανές πριγκίπισσες. Πέραν του Ορχάν, και ο Μουράτ Α΄ πήρε για γυναίκα του τη Βυζαντινή πριγκίπισσα, Ελένη, κόρη του Ιωάννη Ε΄ καθώς και ο Βαγιαζήτ που νυμφεύτηκε μια Σέρβα χριστιανή.
Οι πρώτοι Οθωμανοί προκειμένου να εδραιωθούν δεν δίσταζαν να συμμαχούν με διάφορα χριστιανικά κράτη ή ηγεμόνες. Ακολουθώντας ρεαλιστική πολιτική ανοχής προς τους χριστιανούς κατάφεραν να εξαλείψουν τις αντιδράσεις που ενδεχομένως να προέκυπταν. Η Caroline Finkel σχολιάζει σχετικά: «Η διάχυτη εντύπωση περί μόνιμης και αδιάλλακτης διαίρεσης μεταξύ του μουσουλμανικού και του χριστιανικού κόσμου εκείνη την εποχή, είναι καθαρή φαντασία». Ας μην λησμονούμε ότι πολλοί χριστιανοί ήταν απογοητευμένοι από την κατάσταση που επικρατούσε στους κόλπους του χριστιανισμού. Ιδιαίτερα μετά το σχίσμα των εκκλησιών στα 1054, η συνειδητοποίηση ότι η κοινή χριστιανική πίστη ορθοδόξων και καθολικών δεν είχε καμία σημασία, ενθάρρυνε πολλούς να αλλαξοπιστήσουν. Παράδειγμα η Γένουα που από το Πέρα είχε επαφές με τους Οθωμανούς στα 1337 για να τους βοηθήσει στην πολιορκία της Βασιλεύουσας ή ο Ιωάννης Καντακουζηνός και πολλοί βυζαντινοί ηγεμόνες που χρησιμοποιούσαν οθωμανικά μισθοφορικά στρατεύματα στους εμφύλιους πολέμους τους. Ενδεικτικό της συνεργασίας με τους κατακτημένους είναι και το γεγονός ότι οι κυριότεροι Οθωμανοί αξιωματούχοι την εποχή αυτή ήταν χριστιανοί. Ο Μιχαήλ Κοσές και ο Εβρενός ήταν Έλληνες χριστιανοί ενώ ο Μαλκότς Όγλου ήταν Σέρβος χριστιανός (Μάλκοβιτς). Οι Οθωμανοί κατάφεραν να δημιουργήσουν τη νέα αυτοκρατορική ελίτ χρησιμοποιώντας τους καλύτερους χριστιανούς πολεμιστές και διοικητές. Όπως σημειώνει και η Karen Barkey: «Ενσωμάτωσαν τους εχθρούς τους˙ αντί να ακολουθήσουν πολιτική αποβυζαντινοποίησης, αναγνώρισαν την αξία των αντιπάλων τους, αποδεχόμενοι τις βυζαντινές και βαλκανικές αριστοκρατίες στη νέα τους διοίκηση».
Διαβάστε:
- Λ. Σταυριανός, «Τα Βαλκάνια», εκδ. Βάνιας.
- Karen Barkey, «Αυτοκρατορίες και διαφορετικότητα», εκδ. Αλεξάνδρεια.
- Γ. Γεωργιάδη-Αρνάκη, «Η περιήγησις του Ιμπν Μπατούτα ανά την Μικράν Ασίαν».
- Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», τομ. 14, εκδ. 21ος αιώνας.
- Τρ. Ευαγγελίδης, «Ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας», εκδ. Αν. Δ. Φέξης.
- Αβρ. Βαπορίδης, «Βιογραφική ιστορία των σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας», εκδ. Σ. Ι. Βουτυρά.
- Caroline Finkel, «Οθωμανική αυτοκρατορία 1300-1923», εκδ. Διόπτρα.
- Ζωρζ Καστελλάν, «Ιστορία των Βαλκανίων», εκδ. Γκοβόστη.
- Jean–Paul Roux, «Ιστορία των Τούρκων», εκδ. Γκοβόστη.
- Paul Wittek, «Η γένεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας», εκδ. Πορεία.
- Douglas A. Howard, «Η ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας», εκδ. Καρδαμίτσα.
- Κων. Παπαρηγόπουλος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τομ. 7, εκδ. Αλέξανδρος.