Ρωμανός Β’ (959-963 μ.). Ο Νικηφόρος Φωκάς ως βασιλεύς
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο τέσσαρα μόνον έτη βασιλεύσας Ρωμανός Β’ ήτο μεν ανήρ αθλητικός το σώμα και το πνεύμα ουχί ασθενής, αλλ’ ουχί των δημοσίων πραγμάτων πάνυ αντιληπτικός και συνετός επιμελητής. Ουχ ήττον η βραχυχρόνιος βασιλεία του Ρωμανού Β’ υπήρξεν ενδοξοτάτη εις το κράτος ένεκα των κατορθωμάτων των μεγάλων στρατιωτικών ανδρών της βασιλείας ταύτης, εν οίς επρώτευσεν ο Νικηφόρος Φωκάς, υιός του εν τοις έμπροσθεν μνημονευθέντος Βάρδα Φωκά. Λαμπρόν και ενδοξότατον έργον του Νικηφόρου Φωκά ήτο η υπ’ αυτού γενομένη τω 960-961 προς ανάκτησιν της Κρήτης στρατεία, η υπό λαμπροτάτης στεφθείσα επιτυχίας. Η νήσος αύτη, προ 138 ετών κυριευθείσα (823) υπό Σαρακηνών Ανδαλουσίων ή Ισπανών πειρατών, διετέλει έκτοτε υπό την πειρατικήν δυναστείαν την ιδρυθείσαν ενταύθα υπό του αρχιπειρατού Αβουχαφίζ φωλεά και ερμητήριον των ανά την Μεσόγειον και το Αιγαίον πειρατικών στόλων και στρατειών των Σαρακηνών. Τω δε 960, ότε ανετέθη τω Νικηφόρω η αρχηγία της εναντίον της εν τη νήσω πειρατικής δυναστείας στρατείας, ήρχε της νήσου ο εκ των απογόνων του Αβουχαφίζ αμίρης Αβδούλ-αζίζ. Η πρωτεύουσα του νησιωτικού Σαρακηνού κράτους Χάνδαξ (το νυν Ηράκλειον, ούτω καλουμένη εκ του περί την πόλιν χάνδακος, ήτοι βαθείας τάφρου) επολιορκήθη υπό του Ελληνικού στρατού και εκυριεύθη μετά 8 μήνας, κατελήφθησαν δε και τα λοιπά μέρη της νήσου. Ο Νικηφόρος Φωκάς επέστρεψεν εν θριάμβω εις την βασιλεύουσαν, φέρων άπειρον λείαν εκ της νήσου, ήν είχον σωρεύσει εν αυτή επί μακρόν χρόνον αι τοσαύται εναντίον των Ελληνικών παραλίων και νήσων πειρατικαί στρατείαι των πειρατών δυναστών της νήσου. Και αυτός δε ο τελευταίος Σαρακηνός δυνάστης της νήσου συλληφθείς αιχμάλωτος ήχθη εις την πρωτεύουσαν μετά του νικηφόρου στρατού και ηκολούθησε τω θριάμβω του Νικηφόρου. Και αυτός μεν έζησεν εν Κωνσταντινουπόλει εν ανέσει και τιμή διατηρών την θρησκείαν αυτού, αλλ’ οι παίδες αυτού ησπάσαντο τον Χριστιανισμόν και απετέλεσαν οικογένειαν λίαν ονομαστήν εν Κωνσταντινουπόλει κατά τους επομένους χρόνους.
Μετά το κατόρθωμα τούτο ο Νικηφόρος εδρέψατο νέας δάφνας νίκης στρατεύσας τω 961 εις την Ασίαν και πολλάς νίκας αράμενος κατά των Αράβων των πέραν του Ευφράτου χωρών και 60 κυριεύσας φρούρια. Ενώ δε μετά τας μεγάλας ταύτας επιτυχίας επέστρεφεν ο Νικηφόρος εις την πρωτεύουσαν (963), έτι όντος αυτού καθ’ οδόν, ετελεύτησεν εν Κωνσταντινουπόλει ο βασιλεύς Ρωμανός, καταλιπών ως διαδόχους της αρχής, δύο ανηλίκους υιούς, Βασίλειον και Κωνσταντίνον, γεννηθέντας εκ της Ελληνίδος γυναικός αυτού Θεοφανούς, ήν είχε νυμφευθή μετά την άτεκνον θανούσαν Βέρθαν. Ο Νικηφόρος ελθών τότε εις Κωνσταντινούπολιν ανέλαβε, συμπράττοντος και του πατριάρχου Πολυεύκτου, ενός των αγιωτάτων, εναρετωτάτων και συνετωτάτων πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, την κηδεμονίαν και επιτροπείαν των δύο παίδων ως θετός πατήρ αυτών ασκών την υπερτάτην αρχήν εν ονόματι αυτών. Νυμφευθείς δε τότε και την χήραν βασίλισσαν και νυν βασιλομήτορα Θεοφανώ ανηγορεύθη και βασιλεύς, ουδαμώς παραβλαπτομένων των δικαιωμάτων των ειρημένων Βασιλείου και Κωνσταντίνου, αμφοτέρων βασιλέων και νυν προσαγορευομένων. Ούτω δε επήλθε κατάστασις πραγμάτων ασυνήθης μεν εν τοις καθ’ ημάς χρόνοις, αλλ’ άριστα συμβιβαζομένη μετά των πολιτικών θεσμών και των πολιτικών ηθών των τότε χρόνων και της καθόλου καταστάσεως των τότε πραγμάτων εν τω Ελληνικώ κράτει και αποβαίνουσα σφόδρα ωφέλιμος τω τε κράτει και τη αρχούση δυναστεία τη βασιλική, ής εσέβετο και εφρούρει τα δίκαια ο Νικηφόρος διά της συμβασιλείας αυτού.
Ο Νικηφόρος Φωκάς ως βασιλεύς
Γενόμενος βασιλεύς ο Νικηφόρος Φωκάς ως Νικηφόρος Β’ νέας επεχείρησε (964) στρατείας νικηφόρους εν Ασία εναντίον των εν Κιλικία, Συρία και Μεσοποταμία μωαμεθανών κατά τόπους Αμηρών, ήτοι ανεξαρτήτων κατ’ ουσίαν διοικητών του Χαλίφου του Βαγδατίου. Εν Κιλικία ανεκτήσατο την περίφημον ιστορικωτάτην πόλιν Ταρσόν, ήτις ήν προπύργιον του Μωαμεθανισμού εναντίον της Μικράς Ασίας· ανεκτήσατο δε κατά την στρατείαν ταύτην διά του στόλου του Ελληνικού την από του 7 ήδη αιώνος κατά μέγα μέρος υπό Σαρακηνών κατεχομένην Κύπρον. Αφού δε μετά νέων δαφνών ενδόξων νικών επέστρεψεν εκ της στρατείας ταύτης εις την βασιλεύουσαν (τω 965), ήλθον ενταύθα πρέσβεις του ηγεμόνος των Βουλγάρων Πέτρου ζητούντες παρά του βασιλέως τας καθυστερουμένας από τινος χρόνου χρηματικάς δωρεάς. Είδομεν ότι οι Βούλγαροι μετά τον θάνατον του Συμεών έπαυσαν τας επιδρομάς αυτών, αρκούμενοι εις τας χρηματικάς δωρεάς, άς έπεμπεν αυτοίς ο βασιλεύς ουχί ως φόρον, αλλ’ ως χορηγίαν ή δώρον διδόμενον παρ’ ισχυρού και πλουσίου βασιλέως προς πένητα και βάρβαρον ηγεμόνα. Αλλ’ ο Νικηφόρος Β’ μετά την εις τον θρόνον άνοδον είχε παύσει τας τοιαύτας δωρεάς. Και νυν ο ηγεμών των Βουλγάρων εξέλεξε στιγμήν ακαταλληλοτάτην ίνα απαιτήση διά πρέσβεων παρά του νικηφόρου και τροπαιούχου εξ Ασίας επιστρέψαντος βασιλέως δωρεάν χρηματικήν και μάλιστα ως φόρον οφειλόμενον. Ο Νικηφόρος δεξάμενος τους Βουλγάρους πρέσβεις, εν τη υπερηφάνω συναισθήσει της δυνάμεως και δόξης αυτού καθύβρισε τον ηγεμόνα αυτών, καλέσας αυτόν «σκυτοτρώκτην και διφθερίαν και τρίδουλον εκ προγόνων», είπε δε ότι μετ’ ολίγον έμελλε να έλθη εις την Βουλγαρίαν ο κράτιστος και μέγιστος βασιλεύς Ρωμαίων, ίνα αποτίση αυτώ μετ’ ακριβείας τον φόρον, εξαγγέλλων απειλήν πολέμου κατά Βουλγάρων, εις όν ήρξατο να παρασκευάζηται.
Αλλ’ ο πόλεμος ούτος, πριν ή έτι άρξηται, έλαβεν απροσδόκητον τροπήν από Ελληνοβουλγαρικού γενόμενος Ελληνορρωσικός. Ο Νικηφόρος Β’ δηλονότι, θέλων να περατώση ταχέως τον κατά των Βουλγάρων πόλεμον, επεζήτησε την συμμαχίαν του τότε ηγεμόνος των Ρώσων Σβετοσλαύου προτρέπων αυτόν να εισβάλη εις Βουλγαρίαν μετά στρατού. Ο Σβετοσλαύος εδέξατο προθύμως την πρότασιν και επήλθε μετά στρατού εναντίον της Βουλγαρίας και εισβαλών εις αυτήν κατέλαβε μέγα μέρος της χώρας. Αλλ’ ο Σβετοσλαύος μετ’ ολίγον μετεβλήθη από συμμάχου εις πολέμιον. Διότι παρασυρθείς και υπό της ιδίας αυτού πλεονεξίας και κενοδοξίας και υπό των προδοτικών ραδιουργιών του προς αυτόν πεμφθέντος Έλληνος πρέσβεως, του πατρικίου Καλοκύρη, ήθελε να προσαρτήση την Βουλγαρίαν εις το Ρωσικόν αυτού κράτος. Αλλ’ η τοιαύτη διαγωγή του Σβετοσλαύου μετέβαλεν εντελώς την πολιτικήν του βασιλέως Νικηφόρου. Διότι ούτος ουδαμώς ανεχόμενος την υπό Ρώσων κατάκτησιν της Βουλγαρίας, ως θεωρών τούτο κινδυνωδέστατον εις το Ελληνικόν κράτος, νυν παρέστη ως προστάτης της υπό Ρώσων υποτασσομένης Βουλγαρίας και προέτεινε συμμαχίαν τω προ μικρού υπ’ αυτού καθυβρισθέντι ηγεμόνι της Βουλγαρίας Πέτρω. Ούτος προθύμως εδέξατο την πρότασιν του Νικηφόρου Β’ και έπεμψε πρεσβείαν εις Κωνσταντινούπολιν (968). Αλλ’ η προσδοκωμένη νυν Ελληνοβουλγαρική εναντίον Ρώσων συμμαχία δεν συνωμολογήθη, διότι ο μεν Πέτρος της Βουλγαρίας απέθανεν αιφνιδίως τω έτει τούτω (968) προ της συνομολογήσεως της συμμαχίας, οι δε δύο υιοί και κληρονόμοι της αρχής αυτού Ρωμανός και Βόρις συνελήφθησαν υπό των Ρώσων. Ούτω τον κατά Ρώσων πόλεμον έμελλον να αναλάβωσι μόνον οι Έλληνες. Ο πόλεμος όμως ούτος δεν εγένετο επί του Νικηφόρου Β’, αλλ’ επί του διαδόχου αυτού Ιωάννου Τσιμισκή, και διά τούτο τα κατ’ αυτόν εκτεθήσονται εν τη ιστορία του βασιλέως τούτου. Ο δε Νικηφόρος έστρεψεν εν τω μεταξύ την προσοχήν αυτού εις άλλα μέρη.
Καθ’ όν χρόνον τω 968 διέτριβον εν Κωνσταντινουπόλει Βούλγαροι πρέσβεις προς συνομολόγησιν Ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας, αφίκετο εις Κωνσταντινούπολιν και άλλος, από Δύσεως ούτος, επίσημος πρεσβευτής, πεμφθείς υπό του Όθωνος Α’ του βασιλέως των Γερμανών και από του 965 αυτοκράτορος του «αγίου Ρωμαϊκού κράτους». Ο πρεσβευτής ούτος ήτο ο επίσκοπος Κρεμώνης Λουιτπράνδος και προ 20 ετών ελθών εις Κωνσταντινούπολιν ως πρεσβευτής του βασιλέως της Άνω Ιταλίας Βερεγγαρίου Β’. Διά της πρεσβείας ταύτης ήθελεν ο Όθων Α’ να αναγνωρισθή παρά της εν Κωνσταντινουπόλει βασιλείας ως Ρωμαίος αυτοκράτωρ της Δύσεως, συγχρόνως δε να προτείνη συνοικέσιον μεταξύ του υιού και διαδόχου αυτού (Όθωνος Β’) και μιας των θυγατέρων του Ρωμανού Β’ (αδελφών των βασιλέων Βασιλείου και Κωνσταντίνου, Θεοφανούς και Άννης). Ο Νικηφόρος απέρριψεν αποτόμως αμφοτέρας τας αιτήσεις, μη θέλων να καλέση τον Όθωνα βασιλέα ή αυτοκράτορα Ρωμαίον, αλλ’ απλώς ως ρήγα των Γερμανών, μη στέργων δε να συνάψη συνοικέσιον προς ηγεμόνα καταπολεμούντα εν Ιταλία τα Ελληνικά συμφέροντα, ορεγόμενον δε και των εν τη Κάτω Ιταλία Ελληνικών κτήσεων ως προικός της εκ Κωνσταντινουπόλεως πεμφθησομένης νύμφης. Και ου μόνον αι προτάσεις απερρίφθησαν, αλλά και αυτός ο πρεσβευτής Λουιτπράνδος έτυχεν υποδοχής ήκιστα ευμενούς και τιμητικής, μάλλον δε περιφρονητικής, ταχθείς εις θέσιν κατωτέραν εν ταις επισήμοις τελεταίς και εν τη βασιλική τραπέζη και αυτής της του Βουλγάρου απεσταλμένου. Προς τούτοις ο Νικηφόρος Β’ εν τη επισήμω ακροάσει τη δοθείση εις τον πρεσβευτήν του Όθωνος εκάλεσε τούτον ασεβή και τον πρεσβευτήν αυτού κατάσκοπον. Ως προς την περί συνοικεσίου δε πρότασιν εδόθη αυτώ απάντησις ότι δεν ήτο δυνατόν πορφυρογεννήτου βασιλέως πορφυρογέννητος θυγάτηρ να δοθή προς γάμον εις αλλόφυλον άρχοντα. Ο Λουιτπράνδος πολλάς υποστάς περιπετείας εν Κωνσταντινουπόλει ανεχώρησεν έμπλεως οργής και πικρίας, και εν τη εκθέσει, ήν μετά την επιστροφήν έγραψε λατινιστί περί της πρεσβείας αυτού προς τον Όθωνα, εξήμεσε μυρίας ύβρεις εναντίον του βασιλέως Νικηφόρου και της αυλής και του λαού της Κωνσταντινουπόλεως και παντός ό,τι ην Ελληνικόν. Είναι δε ο Λουιτπράνδος ούτος (όστις ην εκ των ολίγων τότε εν τη Δύσει λογίων των χρόνων εκείνων) ο πρώτος, μετά τους αρχαίους Λατίνους, μισέλλην της νέας Ευρώπης, ο πρώτος γράψας εν τω Μεσαίωνι κατά των Ελλήνων και γενόμενος πρόδρομος των πολλών και ποικίλων μισελλήνων Ευρωπαίων συγγραφέων των νεωτέρων χρόνων.
Τω αυτώ δ’ έτει, καθ’ ό ήλθεν ο Λουιτπράνδος εις Κωνσταντινούπολιν ως πρεσβευτής του Όθωνος, οι δε Ρώσοι εγένοντο κύριοι της Βουλγαρίας, ο Νικηφόρος Β’ επεχείρησε νέαν εν Ασία εναντίον των Μωαμεθανών στρατείαν στεφθείσαν και ταύτην υπό λαμπροτάτης επιτυχίας και λαμπρυνθείσαν ιδίως διά της ανακτήσεως (969) της μεγάλης και επισημοτάτης πόλεως της Συρίας, της προ 330 περίπου ετών υπό των Αράβων αφαιρεθείσης από του κράτους Αντιοχείας. Ο βασιλεύς, όστις προ της αλώσεως της πόλεως ταύτης, διατάξας καλώς τα κατά την πολιορκίαν και την εκπόρθησιν αυτής, είχεν επιστρέψει, εις Κωνσταντινούπολιν, παρεσκευάζετο εις τον κατά των Ρώσων πόλεμον, ότε στυγερά συνωμοσία έθηκε τέρμα εις την ζωήν αυτού προ της ενάρξεως του πολέμου. Της συνωμοσίας ψυχή ήτο η ασεβής χήρα του Ρωμανού και η νυν βασιλίς και βασιλομήτωρ Θεοφανώ, εις ήν είχεν αποδοθή και ο αιφνίδιος θάνατος του Ρωμανού Β’, μετέσχε δε ταύτης και αυτός ο ανεψιός του Νικηφόρου και εν τη πολεμική σχολή τούτου λαμπρότατος στρατηλάτης αναδειχθείς Ιωάννης ο Τσιμισκής, όστις είχεν ελκύσει εφ’ εαυτόν και τα βλέμματα της ηδυπαθούς Θεοφανούς.
Ο φόνος του Νικηφόρου Β’ ετελέσθη απανθρωπότατα, των συνωμοτών κατασφαξάντων εν μεσονυκτίοις ώραις τον προσευχόμενον την ώραν εκείνην βασιλέα. Μετά την τέλεσιν του φόνου ο Ιωάννης ανεκηρύχθη βασιλεύς υπό των συνωμοτών.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%89%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82_%CE%92%C2%B4