22 Δεκεμβρίου 2013 at 10:01

Ο Ντίκενς, ο Σκρουτζ και τα φαντάσματα των Χριστουγέννων

από

Ο Ντίκενς, ο Σκρουτζ και τα φαντάσματα των Χριστουγέννων

Το πρώτο πνεύμα είναι τα Χριστούγεννα του παρελθόντος. Ο Σκρουτζ παρακολουθεί τους δρόμους των παιδικών του χρόνων. Το πνεύμα τον οδηγεί στο σχολείο.
Το πρώτο πνεύμα είναι τα Χριστούγεννα του παρελθόντος. Ο Σκρουτζ παρακολουθεί τους δρόμους των παιδικών του χρόνων. Το πνεύμα τον οδηγεί στο σχολείο.

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Το χριστουγεννιάτικο παραμύθι του Ντίκενς «Τα Κάλαντα» είναι καταδικασμένο παραμένει στο χρόνο, όχι ως – επετειακού τύπου – εορταστική αναβίωση, αλλά ως αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία. Γιατί στο Ντίκενς τα Χριστούγεννα είναι μόνο η αφορμή ή, ακόμη πιο σωστά, η ατμόσφαιρα, που μπορεί να αποδώσει την ανθρώπινη μεταστροφή, αφού ο Σκρουτζ από παγκόσμιο σύμβολο της τσιγκουνιάς, θα μεταβληθεί, σε ελάχιστο χρόνο, σε αμετανόητο εκφραστή της γενναιοδωρίας. Αυτού του είδους οι ακαριαίες κι ολοκληρωτικές μεταστροφές είναι αδύνατο να αποδοθούν στις γιορτές ή στο πνεύμα των Χριστουγέννων ή σε θρησκευτικές εξάρσεις ή οτιδήποτε τέτοιο. Γιατί οι ακραίοι χαρακτήρες, σαν το Σκρουτζ, δεν γεννιούνται στα ξαφνικά, αλλά διαπλάθονται μέσα στα χρόνια μετατρέποντας τη μισανθρωπία σε προσωπικό βίωμα, δηλαδή σε τρόπο ζωής. Ως εκ τούτου τα Χριστούγεννα λειτουργούν αντίστροφα. Ο Σκρουτζ περισσότερο δύστροπος από ποτέ κάνει υπολογισμούς στο λογιστήριο και συμπεριφέρεται με το χειρότερο τρόπο στον υπάλληλό του, τον Μπομπ Κρέτσιτ, που τουρτουρίζει από το κρύο δίπλα στην ισχνότερη δυνατή φωτιά λόγω οικονομίας. Ειρωνεύεται ανοιχτά τον αφελή ανεψιό του που έρχεται να τον προσκαλέσει στο γιορτινό τραπέζι, όπως εδώ και πολλά χρόνια,  αποκαλώντας τα Χριστούγεννα «σαχλαμάρες». Φυσικά οι κύριοι που ήρθαν για το ταμείο υπέρ των φτωχών έφυγαν άρον – άρον. Όσο για το παιδάκι που ψέλλισε δυο στίχους απ’ κάλαντα: «είδε τον αφέντη ν’ αρπάζει τόσο σβέλτα το χάρακα, ώστε το ‘σκασε τρομαγμένο». Κι όταν επιτέλους η δουλειά τελειώνει ο Σκρουτζ λέει στον υπάλληλό του: «Θα θέλεις δική σου όλη την αυριανή μέρα φαντάζομαι….. Αν εγώ σου κρατούσα μισή κορόνα για την απουσία σου, θα ‘λεγες, πως σε αδίκησα σίγουρα! Όμως εσύ δεν με αδικείς όταν σου πληρώνω το μεροκάματό σου, χωρίς να δουλεύεις. Ωραία δικαιολογία για να τσιμπούμε λεφτά από μια ξένη τσέπη κάθε εικοσιπέντε του Δεκέμβρη».

Charles Dickens in 1842
Charles Dickens in 1842

Τον βλέπουμε να ανεβαίνει τις σκάλες, που οδηγούν στο διαμέρισμά του, στα σκοτεινά, ευχαριστημένος που δεν ξοδεύει για φως, χωρίς να συναντήσει κανένα. Ακόμη και ο θυρωρός λείπει. Κλειδώνεται διπλά. Είναι ολομόναχος. Το μικρό μίζερο διαμέρισμα είναι παγωμένο: «Έκατσε μπροστά στο τζάκι για να πιεί το χυλό του. Πολύ μικρή, μα την αλήθεια, η φωτιά του, τιποτένια για μια τέτοια νύχτα. Καθόταν πολύ κοντά της, έγερνε απάνω της και μόλις κατάφερε να νιώθει κάποια ζεστασιά από τη φούχτα τα κάρβουνα, που καιγόταν». Παρακολουθούμε τη φιλαργυρία που – σχεδόν αναγκαστικά -παίρνει τη μορφή της πιο βαθειάς θλίψης. Το χρήμα, καταδικασμένο στο αναξιοποίητο, μετατρέπεται σε προσωπική δυστυχία, αφού λειτουργεί ως μόνιμη πηγή στέρησης. Γιατί εδώ δε μιλάμε ούτε για ανασφάλειες που θέλουν αποθηκευμένο χρήμα μπροστά στην μελλοντική αβεβαιότητα, ούτε για την πλαστή ευτυχία της κατανάλωσης. Εδώ μιλάμε για τη φιλαργυρία που λειτουργεί ατόφια, ως απαρέγκλιτος αυτοσκοπός που απαιτεί θυσίες για την εκπλήρωσή του. Από αυτή την άποψη ο Σκρουτζ ματαιώνει κάθε έννοια εγωισμού, αφού θυσιάζεται πρώτα ο ίδιος. Βρισκόμαστε μπροστά στην πιο πρωτόγονη έκφανση της μισανθρωπίας που αποκόβοντας όλους τους δεσμούς στρέφεται ενάντια στον ίδιο τον εκφραστή, που την μετατρέπει σε παντιέρα της ύπαρξης. Το χρήμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κενότητα της ύπαρξης που πρέπει με κάθε τρόπο να αποσιωπηθεί. Κι αυτός είναι ο δρόμος της εκλογίκευσης. Δεν είναι ο Σκρουτζ ο τρελός. Είναι όλοι οι άλλοι που σκορπούν τα λεφτά τους σε εφήμερες ανοησίες και σε ακατανόητες εορταστικές ευαισθησίες. Στο κάτω – κάτω και τα Χριστούγεννα μια ημερομηνία είναι.

Ο Ντίκενς καταδεικνύοντας την τσιγκουνιά στα πιο ακραία όριά της διεισδύει στη βαθύτερη ουσία της. Γιατί η τσιγκουνιά δεν είναι οικονομικό, αλλά συναισθηματικό μέγεθος. Ο Σκρουτζ πρώτα τσιγκουνεύεται τα συναισθήματα και μετά το χρήμα. Ο φόβος της ανθρώπινης συναναστροφής δεν είναι παρά η αδυναμία ένταξης σ’ ένα γίγνεσθαι που εξ’ ορισμού κρύβει κινδύνους. Τους «συναδέλφους» πετυχημένους επιχειρηματίες τους μιλά επιφυλακτικά γιατί φοβάται μη ζημιωθεί από τον ανταγωνισμό τους. Τον ανεψιό του τον περιφρονεί γιατί παντρεύτηκε από αγάπη. Τον υπάλληλό του τον χλευάζει γιατί είναι χαρούμενος παρά τον πενιχρό μισθό που εισπράττει. Όλα είναι παράλογα. Όλα είναι επικίνδυνα. Όλα είναι γελοία. Όμως η απομυθοποίηση των πάντων δεν είναι παρά η απομυθοποίηση της ζωής. Γι’ αυτό είναι σχεδόν νομοτελειακό, η μισανθρωπία να βασανίζει πρωτίστως τον μισάνθρωπο. Γιατί, σε τελική ανάλυση, ο μισάνθρωπος σιχαίνεται πρώτα τον εαυτό του. Η αδυναμία της προσφοράς δεν είναι παρά ο φόβος που ακυρώνει τη συμμετοχή και η εκλογίκευση ο μηχανισμός που συγκαλύπτει τις υποψίες. Κι αυτή ακριβώς είναι η έσχατη ταπείνωση. Είναι η ψυχική ασθένεια του Σκρουτζ που μόνο ένα θαύμα μπορεί να γιατρέψει. Κι αυτό το θαύμα καλείται να διαπραγματευτεί ο Ντίκενς.

Το χριστουγεννιάτικο παραμύθι του Ντίκενς «Τα Κάλαντα» είναι καταδικασμένο παραμένει στο χρόνο, όχι ως - επετειακού τύπου - εορταστική αναβίωση, αλλά ως αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία.
Το χριστουγεννιάτικο παραμύθι του Ντίκενς «Τα Κάλαντα» είναι καταδικασμένο παραμένει στο χρόνο, όχι ως – επετειακού τύπου – εορταστική αναβίωση, αλλά ως αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία.

Με χοντρές αλυσίδες, μέσα σε κρότους εκκωφαντικούς, εμφανίζεται το φάντασμα του Μάρλυ, του πεθαμένου από χρόνια συνέταιρου του Σκρουτζ, που επίσης ταύτισε τη ζωή με το χρήμα. Όμως ο Μάρλυ φαίνεται συντετριμμένος: «Φοράω την αλυσίδα που σφυρηλατούσα στη ζωή μου. Εγώ την έσφιξα, κρίκο με κρίκο…….. Το πνεύμα μου δεν προχώρησε ποτέ μακρύτερα από το λογιστήριό μας…….. Τώρα θα σέρνομαι σ’ ατέλειωτα ταξίδια…….». Ο Σκρουτζ παρακολουθεί έντρομος. Ο Μάρλυ του ανακοινώνει ότι πρέπει ν’ αλλάξει ζωή. Ότι θα τον επισκεφτούν τρία πνεύματα. Ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να κάνει ό,τι του λένε.

Το πρώτο πνεύμα είναι τα Χριστούγεννα του παρελθόντος. Ο Σκρουτζ παρακολουθεί τους δρόμους των παιδικών του χρόνων. Το πνεύμα τον οδηγεί στο σχολείο. Ένας ολομόναχος μαθητής δεν πήγε στο σπίτι του για τις γιορτές. Ο Σκρουτζ κοιτάζει με συμπόνια τον παλιό εαυτό του. Το φάντασμα τον μεταφέρει σε άλλα Χριστούγεννα. Το ίδιο παιδί είναι και πάλι ολομόναχο στο σχολείο. Η πόρτα ανοίγει. Ένα μικρό κορίτσι χύνεται στην αγκαλιά του. Τον αποκαλεί αδερφούλη. Του λέει ότι μπορεί να γυρίσει στο σπίτι. Ότι ο πατέρας θα τον δεχτεί. Ο Σκρουτζ παρακολουθεί τη σκηνή με την αδερφή του αποσβολωμένος: «Πέθανε αρκετά χρόνια αργότερα» είπε το πνεύμα. Κι όταν του τόνισε ότι έχει κάνει ένα παιδί, τον ανεψιό του, ο Σκρουτζ απάντησε μονολεκτικά: «Ναι». Αμέσως μετά τον μεταφέρει στην πρώτη του δουλειά, στου γερο – Φέτζιγουϊγκ. Πυρετώδεις εργασίες για τη βραδινή γιορτή. Το πάτωμα γυαλίζει. Το πάρτι ξέφρενο. Για όλους υπάρχει φαγητό και ποτό.  Κι ο γερο – Φέτζιγουϊγκ χορεύει μαζί με τη γυναίκα του. Ο Σκρουτζ βλέποντας αυτές τις εικόνες κάνει σαν τρελός. Το πνεύμα σχολιάζει: «Για το τίποτα γέμισαν με ευγνωμοσύνη αυτά τα χαζά πλάσματα» κι όταν ο Σκρουτζ διαμαρτύρεται το πνεύμα συμπληρώνει: «Άδικο έχω; Ξόδεψε λίγες λίρες από τα γήινα λεφτά σας, τρεις, το πολύ τέσσερις. Είναι τόσο πολλές, ώστε να αξίζουν τόσους επαίνους;» «Πνεύμα, δεν είναι αυτό το ζήτημα. Εκείνος ο γέρος έχει τη δύναμη να μας κάνει ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους, να κάνει τη δουλειά μας αλαφριά ή αβάσταχτα βαρετή, ευχαρίστηση ή μαρτύριο…… Χαρίζει όμως ευτυχία τόσο αληθινά μεγάλη, όσο κι αν κόστιζε μια περιουσία». Όμως το πνεύμα δεν έχει χρόνο για φλυαρίες. Αμέσως μετά ο Σκρουτζ βλέπει τον εαυτό του παλικαράκι να κάθεται με μια όμορφη κοπέλα: «Ένα άλλο είδωλο έχει πάρει τη θέση μου…… Ένα χρυσό είδωλο». Κι ο Σκρουτζ απαντά: «Να, αυτή είναι η τιμιότητα του κόσμου. Τίποτα δεν κακομεταχειρίζεται τόσο σκληρά, όσο τη φτώχεια». Και η κοπέλα: «Τα σκέφτηκα και μπορώ πια να σ’ αφήσω ελεύθερο……. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία στη ζωή που διάλεξες». Ο Σκρουτζ νιώθει καταρρακωμένος: «Πνεύμα μη μου δείξεις άλλα. Πήγαινέ με σπίτι μου». Όμως το πνεύμα δεν χρονοτριβεί καθόλου. Τον μεταφέρει σε μια άλλη σκηνή. Είναι και πάλι η κοπέλα αυτή, ώριμη πια, σ’ ένα δωμάτιο μαζί με την κόρη της και παιδιά που στροβιλίζουν στα πόδια τους. Ένας άντρας μπαίνει στο δωμάτιο και μοιράζει πακέτα. Τα παιδιά ζητωκραυγάζουν. Ο Σκρουτζ ξεσπάει: «Πάρε με από δω». Όταν επιστρέφει στο σπίτι είναι πραγματικό κουρέλι.

Το πρώτο πνεύμα είναι τα Χριστούγεννα του παρελθόντος. Ο Σκρουτζ παρακολουθεί τους δρόμους των παιδικών του χρόνων. Το πνεύμα τον οδηγεί στο σχολείο.
Το πρώτο πνεύμα είναι τα Χριστούγεννα του παρελθόντος. Ο Σκρουτζ παρακολουθεί τους δρόμους των παιδικών του χρόνων. Το πνεύμα τον οδηγεί στο σχολείο.

Το επόμενο πνεύμα είναι τα Χριστούγεννα του παρόντος. Τον περιφέρει άσκοπα μέσα στην πόλη. Ο Σκρουτζ χαζεύει τον κόσμο που συνωστίζεται στα μπακάλικα και τα φουρνάρικα. Που κουβαλά σακούλες. Που είναι χαμογελαστός. Κι αμέσως μετά βρίσκεται στο σπίτι του υπαλλήλου του Κρέτσιτ, όπου ετοιμάζεται η χήνα κι όλοι δείχνουν τεράστιο ενθουσιασμό. Όπου τα παιδιά τρελαίνονται για την πουτίγκα, η οποία είναι πεντανόστιμη, αλλά κανείς δεν ομολογεί ότι είναι λίγη για τόσα άτομα. Όπου ο Κρέτσιτ κουβαλάει στην πλάτη το μικρό του γιο: «Ο καημένος ο Τιμ κρατούσε ένα μικρό δεκανίκι και φορούσε στα πόδια ορθοπεδικά σίδερα». «“Πνεύμα” είπε ο Σκρουτζ, δείχνοντας για πρώτη φορά στη ζωή του παρόμοια έγνοια ”πες μου, θα ζήσει ο Τάινυ Τιμ;”. Το πνεύμα μεταφέρει το Σκρουτζ σε άθλιες παράγκες που ζουν οι ανθρακωρύχοι, σε μοναχικούς φαροφύλακες, σε ναυτικούς που περνούν τις γιορτές στο πλοίο και φυσικά στο σπίτι του ανεψιού, που γλεντάει με τους φίλους. Ο Σκρουτζ γελάει με τα καμώματα του ανεψιού. Θέλει να συμμετέχει στα παιχνίδια. Ο Ντίκενς, ως βαθύτατος ανθρωπιστής, εξετάζει την αισιόδοξη οπτική. Η καθαρά ψυχαναλυτική ψυχρολουσία του παρελθόντος, είναι το ηλεκτροσόκ πάνω στην παραλυσία, ενώ η κατάδειξη του παρόντος είναι η διάθεση συμμετοχής που ξυπνά αυτομάτως μαζί με τα χαμένα συναισθήματα. Γιατί συναισθήματα χωρίς συμμετοχή δεν υφίστανται. Και κάπου εδώ θα βρούμε το χριστουγεννιάτικο δώρο του Ντίκενς. Γιατί η μισανθρωπία δεν είναι παρά η λανθασμένη οπτική της ζωής. Γιατί μέσα σε μια νύχτα ο καθένας μπορεί να την ξεπεράσει. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερος ανθρωπισμός από την αισιοδοξία. Γιατί ο Σκρουτζ θα καταφέρει το μεγαλύτερο άλμα. Και η επιτυχία είναι ολότελα δική του. Τα Χριστούγεννα δεν ήταν παρά η αφορμή. Τα πνεύματα απλές ψευδαισθήσεις.  Και η ανάμνηση του Μάρλυ το έναυσμα για την αφύπνιση της συνείδησης.

Όσο για το τελευταίο πνεύμα των Χριστουγέννων του μέλλοντος δεν είναι παρά μια ομήγυρη επιχειρηματιών που συζητά περιπαιχτικά για το θάνατο κάποιου κι ένας νεκρός που οι υπηρέτριες πλιατσικολογούν το νεκροκρέβατό του. Ο μικρός Τιμ δε φαίνεται να έχει ελπίδες κι ο κλεπταποδόχος είναι πολύ σκληρός στα παζάρια με τις υπηρέτριες. Όταν ο Σκρουτζ ρωτά για την ταυτότητα του νεκρού, ένα αμείλικτο χέρι του υποδεικνύει έναν τάφο. Ο Σκρουτζ έχει ολότελα γιατρευτεί.

(Εμφανιστηκε 7,214 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

  1. Pingback: Η Προέλευση του Άη-Βασίλη και των Χριστουγέννων - Ερανιστής

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.