24 Μαρτίου 2021 at 21:45

«Καραϊσκάκης» ή «Να ‘τανε το ‘21»;

από

«Καραϊσκάκης» ή «Να ‘τανε το ‘21»;

Γράφει ο Φάνης Καψωμάνης

Αναρωτιόμουν από πολύ παλιότερα ποιο ήταν το τραγούδι που μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το νόημα της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου.

Όντας δάσκαλος, από τη 2η χρονιά μου σε σχολεία, το 1995, όταν επιχειρούσα να οργανώσω τη γιορτή και το μουσικό κομμάτι της (παρέα με τον φίλο, και σημερινό υποδιευθυντή μου, τον Νίκο), ενέταξα (όπως οι περισσότεροι) ως αντιπροσωπευτικότερο το τραγούδι του 1969, σε μουσική Σταύρου Κουγιουμτζή και στίχους Σώτιας Τσώτου, που το εξύψωσε η φωνή (πρωτίστως) του Γιώργου Νταλάρα. Το τραγούδι, χάρη στο θέμα του, δεν αντιμετώπισε θέματα λογοκρισίας από τις επιτροπές της δικτατορίας, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, όμως, ύστερα από τουρκικές διαμαρτυρίες άλλαξε, στη δεύτερη κυκλοφορία του, ο στίχος «και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια τουρκοπούλα αγκαλιά» σε «μια ομορφούλα αγκαλιά». Θέμα όμως λογοκρισίας αντιμετώπισα κι εγώ σ’ εκείνη τη γιορτή, όταν ο διευθυντής μου, ο κύριος Στέργιος, μου είπε: «Φάνη, δεν μπορούμε να το πούμε αυτό σε μικρά παιδιά!», κι έτσι το «μια ομορφούλα αγκαλιά» διασκευάστηκε σε «το καριοφίλι αγκαλιά» (τώρα, αν έχει λόγο ύπαρξης το καριοφίλι στην αγκαλιά τις νύχτες, δεν ξέρω, πάντως τα παιδιά δεν εξέφρασαν ποτέ απορία, καθώς έχει μια λογική: ο πολεμιστής βρίσκεται και τη νύχτα σε επιφυλακή, κρατώντας το όπλο του).

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εφορμά στην Ακρόπολη· έργο του Γεωργίου Μαργαρίτη, 1844.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εφορμά στην Ακρόπολη· έργο του Γεωργίου Μαργαρίτη, 1844.

Το τραγούδι αυτό όμως, ένα υπέροχο στο άκουσμα λαϊκό άσμα, που μπορεί όντως να προκαλέσει ρίγη συγκίνησης σε όποιον απόγονο των πολεμιστών του 1821 το ακούει, έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα – το οποίο δεν το εντοπίζει ο δάσκαλος μέσα μου αλλά ο ιστορικός: στερείται αληθοφάνειας, παρουσιάζοντας μια ειδυλλιακή και εξιδανικευμένη εικόνα της εποχής της Επανάστασης, πολύ μακριά από το παράλογο θάρρος και τον αιματηρό, απάνθρωπα σκληρό και γεμάτο στερήσεις και θάνατο αγώνα των ανθρώπων που ξεσηκώθηκαν, ενάντια σε κάθε πιθανότητα, για να ελευθερωθούν από μια αυτοκρατορία που μισούσαν, ώστε να δημιουργήσουν ένα δικό τους εθνικό και δημοκρατικό κράτος.

Αυτά ακριβώς αποδίδει πολύ καλύτερα ένα τραγούδι του 2011 (που εγώ πρωτοάκουσα πολύ αργότερα, το 2018): ο «Καραϊσκάκης» ή «Όταν γυρίσω», σε μουσική και στίχους του Νίκου Καλογερόπουλου, που ντύνει μουσικά την ταινία του «Οι ιππείς της Πύλου», ένα υβρίδιο δημοτικού τραγουδιού και ροκ, το οποίο απογειώνει η φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Το τραγούδι αποδίδει τέλεια την προσωπικότητα του χαρακτηριστικότερου, νομίζω, ήρωα της Επανάστασης, του Γεώργιου Καραϊσκάκη, εντάσσοντας στους στίχους του την αθυροστομία του στρατηγού, όπως ακριβώς τη διασώζουν οι πηγές της εποχής – αυτός ήταν και ο λόγος που απαγορεύτηκε η μετάδοσή του από το ΕΣΡ το 2013 (κι αυτό επομένως αντιμετώπισε προβλήματα λογοκρισίας), και γι’ αυτό, δυστυχώς, δεν μπορούμε να το ακούσουμε σε μια σχολική γιορτή.

Γιάννενα (1844) Πηγή: Ottoman Imperial Archives.
Γιάννενα (1844) Πηγή: Ottoman Imperial Archives.

Ο λόγος που θεωρώ τον Καραϊσκάκη τη χαρακτηριστικότερη μορφή του Αγώνα του ’21, είναι γιατί κουβαλά όχι μόνο όλη τη γενναιότητα, την τρέλα και την ικανότητα των τότε αγωνιστών, αλλά και τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια και την ροπή στα λάθη. Γεννημένος στα 1782, κλέφτης από τα παιδικά του χρόνια, διετέλεσε αρματολός στην αυλή του Αλή Πασά και μετείχε στην Επανάσταση από την αρχή της, κάνοντας αρχικά τον φίλο στους Τούρκους μέχρι να μπορεί να συγκρουστεί μαζί τους. Στα πρώτα χρόνια ενδιαφερόταν μόνο για την εξασφάλιση της διοίκησης της περιοχής των Αγράφων, ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με τον Μαυροκορδάτο, που προωθούσε κάποιον άλλον για τη θέση, και κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη για προδοσία. Στην περίοδο του δεύτερου εμφυλίου, στα 1824-25, όταν οι επαναστάτες, θεωρώντας πως μετά τις μεγάλες νίκες των 3 πρώτων χρόνων του Αγώνα είχαν εξασφαλίσει τη νίκη και μπορούσαν πλέον να λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές (κυρίως τη διάθεση συνολικά των κοτζαμπάσηδων να διατηρήσουν και στο νέο κράτος την εξουσία και τα προνόμια που είχαν επί τουρκοκρατίας, αλλά και το ποιοι από αυτούς και τους εκ του εξωτερικού νεοφερμένους πολιτικούς θα έλεγχαν την κυβέρνηση), μετείχε της εισβολής των Στερεοελλαδιτών στην Πελοπόννησο. Με τη λήξη αυτής όμως, ξεκίνησε η μεγάλη αντεπίθεση των Τούρκων, με τα τουρκικά στρατεύματα του Κιουταχή από τον Βορρά με αρχικό στόχο την Δυτική Στερεά, και με τα αιγυπτιακά του Ιμπραήμ από τον Νότο στην Πελοπόννησο, που οδήγησε τον ελληνικό αγώνα της ανεξαρτησίας στα πρόθυρα της καταστροφής. Στο σημείο αυτό, ο Καραϊσκάκης, συναισθανόμενος την κρισιμότητα, ανέλαβε την ευθύνη του πολέμου στη Στερεά (όπως ο Κολοκοτρώνης στην Πελοπόννησο) και παραλίγο θα κέρδιζε την Επανάσταση μόνος του. Μεθοδικά, μέσα από συνεχείς συγκρούσεις (με σημαντικότερη στην Αράχοβα), όλες νικηφόρες, ενάντια σ’ έναν ικανό αντίπαλο όπως ο Κιουταχής, κατόρθωσε με τα άτακτα στρατεύματά του (τα οποία μπορούσε να τα ελέγχει απόλυτα και να τα χρησιμοποιεί με πλήρη επιτυχία στη μάχη χάρη σε ένα έμφυτο στρατηγικό και ηγετικό ταλέντο), να διώξει τα τουρκικά στρατεύματα από κεντρική και ανατολική Στερεά και να τα περιορίσει στην Αττική και την Εύβοια.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (Κωνσταντινούπολη, 3 Φεβρουαρίου 1791 - Αίγινα, 6 Αυγούστου 1865). Σχεδιαγράφημα εκ του φυσικού από τον Γάλλο συνταγματάρχη Βουτιέ.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (Κωνσταντινούπολη, 3 Φεβρουαρίου 1791 – Αίγινα, 6 Αυγούστου 1865). Σχεδιαγράφημα εκ του φυσικού από τον Γάλλο συνταγματάρχη Βουτιέ.

Απέμενε μια τελική μάχη στην Αττική, την οποία θα κέρδιζε σχεδόν σίγουρα και θα έλυνε την πολιορκία της Ακρόπολης, αν δεν ανακατεύονταν οι εκτός των απαιτήσεων της εποχής Έλληνες πολιτικοί και οι ίντριγκες των Μεγάλων Δυνάμεων, που οδήγησαν στην ηγεσία του ελληνικού στρατεύματος δυο Άγγλους φιλέλληνες στρατιωτικούς, κάτι που αναγκαστικά αποδέχτηκε ο Καραϊσκάκης, οι οποίοι επέμεναν λανθασμένα να πολεμήσουν κατά των Τούρκων σαν να διοικούσαν τακτικό στράτευμα και όχι ατάκτους που γνώριζαν μόνο τον κλεφτοπόλεμο, με αποτέλεσμα την ήττα στον Ανάλατο και τον άδικο και πρόωρο θάνατο του (άρρωστου από φυματίωση) στρατηγού σε μια απρογραμμάτιστη αψιμαχία πριν την έναρξη της μάχης. Ο θάνατός του απείλησε ξανά με καταστροφή τον ελληνικό Αγώνα, και χρειάστηκε – δυστυχώς – η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και – ευτυχώς – η ευφυής πολιτική και στρατηγική διαχείριση του Καποδίστρια για να φτάσουμε σε ένα αίσιο τέλος, ένα μικρό και ελεγχόμενο κράτος, που πολύ απείχε από αυτό που θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί και ονειρεύονταν οι εξεγερμένοι· αυτό εξέφρασε ο Κολοκοτρώνης, που θλιβόταν με την απόρριψη της πρότασής του για επιχείρηση εκστρατείας στον Βορρά, το 1823, πριν τους εμφυλίους και τη μεγάλη τουρκική αντεπίθεση του 1825.

Ο Φάνης Καψωμάνης είναι δάσκαλος και ιστορικός. Εργάζεται ως διευθυντής στο 100ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.

Η άλωση του φρουρίου της Μονεμβασιάς από τους Έλληνες. Χρωμολιθογραφία του Αλ. Ησαΐα, 1839. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.
(Εμφανιστηκε 824 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.