6 Απριλίου 2020 at 13:36

Ομήρου Οδύσσεια. Ραψωδία ρ’

από

Ομήρου Οδύσσεια. Ραψωδία ρ’

Η Ελένη αναγνωρίζει τον Τηλέμαχο. Jean-Jacques Lagrenée (18 September 1739 in Paris – 13 February 1821 in Paris)
Η Ελένη αναγνωρίζει τον Τηλέμαχο. Jean-Jacques Lagrenée (18 September 1739 in Paris – 13 February 1821 in Paris)

Τηλεμάχου επάνοδος προς Ιθάκην.

Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
Έφεξ’ η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
κι ο πολυαγαπημένος γιός του θεϊκού Οδυσσέα
τα θεόμορφά του σάνταλα στα πόδια του αποδένει,
και στην παλάμη παίρνοντας το δυνατό κοντάρι
5 στη χώρα για να κατεβή, λέει του χοιροβοσκού του·
     «Στή χώρα πάω, κυρούλη μου, για να με δη η μανούλα,
τι δε θα πάψη να θρηνή και να μοιρολογιέται
ά δε με δη τον ίδιο μου· και, να τι σου προστάζω·
10 τον ξένο αυτό τον άμοιρο φέρ’ τον να διακονεύη
στη χώρα· κι όποιος θέλει εκεί καρβέλι και κανάτα
του δίνει· εγώ δε δύνεμαι, μέσα στα πάθια εδαύτα
που έχει η ψυχή μου, πόρεψη του καθενός να δίνω.
Κι ο ξένος πάλε αν πειραχτή χειρότερο θα τού ‘βγη.
15 Αλήθειες ξάστερες εγώ πάντα να λέω μ’ αρέσει.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απάντησέ του κι είπε·
«Φίλε μου, εδώ δεν ήθελα κι εγώ να με κρατήσουν.
Κάλλιο στη χώρα η διακονιά, παρά μες στα χωράφια·
πάντα θα δώση εκεί μικρή βοήθεια όποιος θελήση.
20 Δεν είναι πια τα χρόνια μου στις μάντρες για να μνήσκω,
και προσταγές του αφέντη μου σε καθετίς ν’ ακούγω.
Μόν’ άμε εσύ, κι ο άνθρωπος που πρόσταξες με φέρνει,
σα ζεσταθώ με τη φωτιά, και σφίξη το λιοπύρι.
Κουρέλια ‘ναι τα ρούχα μου, και της αυγής η πάχνη
25 θα με παγώση· κι είπατε πως είναι αλάργα η χώρα.»
     Και τράβηξε ο Τηλέμαχος ολόγοργ’ απ’ τη στάνη,
για τους μνηστήρες χαλασμό στο νου του μελετώντας.
Και κάτου στο λαμπρόχτιστο σαν έφτασε παλάτι,
στο μακρύ στύλο ακούμπησε το σουβλερό κοντάρι,
30 και μπήκε, το κατώφλι του το πέτρινο περνώντας.
     Τον είδε πρώτη και καλή η Ευρύκλεια η παραμάνα,
καθώς απίθωνε προβιές πάς στα θρονιά του πύργου,
και δακρυσμένη ζύγωσε· ολόγυρά του κι οι άλλες
οι δούλες μαζωχτήκανε του αδάμαστου Οδυσσέα,
35 και τον γλυκοφιλούσανε στην κεφαλή, στους ώμους.
     Κι η φρόνιμη απ’ το θάλαμο προβάλλει η Πηνελόπη,
σαν Άρτεμη πανόμορφη, και σα χρυσή Αφροδίτη·
με δάκρυα το μονάκριβο παιδί της αγκαλιάζει,
φιλώντας το κεφάλι του και τα λαμπρά του μάτια,
40 και με κλαψιάρικη φωνή του μίλησε και του είπε·
     «Τηλέμαχε, γλυκό μου φως, ήρθες, κι εγώ δε θάρρουν
πως θα σε δω σαν πρύμισες κρυφά μου κι άθελά μου
στην Πύλο, του πατέρα σου μαντάτα για ν’ ακούσης.
Ως τόσο τώρα όσ’ άκουσες κι όσα είδες, έλα πες μου.»
45      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ της κι είπε
«Μήφέρνης πόνου βούρκωμα μες στη καρδιά μου, ώ μάνα,
τώρα που μόλις ξέφυγα κακό και μαύρο τέλος·
μόνε σα λούσης το κορμί, και καθαρά το ντύσης,
ανέβαινε στ’ ανώγι σου με τις καλές σου βάγιες,
50 και σ’ όλους εκατοβοδιές τους αθανάτους τάξε,
ίσως κι ο Δίας γδίκιωση για χάρη μας τελέση.
Εγώ θα πάω στην αγορά, τον ξένο να καλέσω,
που ήρθε απ’ την Πύλο αντάμα μου, για εδώ σαν ξεκινούσα,
και που με τους ομοιόθεους τον έστειλα συντρόφους
55 στον Πείραιο, παραγγέλνοντας περίσσια να του δείξη
τιμή μέσα στο σπίτι του κι αγάπη ώσπου να φτάσω.»
     Αυτά είπε· κι έμεινε άφτερος στα χείλη της ο λόγος·
και το κορμί σαν έλουσε και ντύθηκα καθάρια,
πήγε, έταξε εκατοβοδιές στους αθανάτους όλους,
60 ίσως κι ο Δίας γδίκιωση για χάρη της τελέση.
     Βγήκε ύστερα ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι,
και δυό γοργόποδα σκυλιά κατόπι ακολουθούσαν.
Με χάρη τότε η Αθηνά θεϊκή τον περεχούσε,
κι όλος ο κόσμος θάμαζε θωρώντας του τα κάλλη.
65 Τριγύρω του οι θεότολμοι μαζεύτηκαν μνηστήρες,
με όμορφα λόγια, και κακούς σκοπούς στο λογισμό τους.
Όμως αυτός απόφυγε το πλήθος τους, και πήγε
κάθισ’ εκεί που ο Μέντορας, ο Άντιφος κι ο Αλιθέρσης·
παλιοί του φίλοι πατρικοί καθόντουσαν κι εκείνοι
70 τόνε ρωτούσαν καθετίς. Κι ο Πείραιος, ο μεγάλος
κι ο ξακουστός κονταριστής, τον ξένο φέρνοντάς του,
από τη χώρα πέρασε, στην αγορά κατέβη,
και ζύγωσε. Δε στάθηκε ο Τηλέμαχος μακριά τους,
μόνε τον ξένο σίμωσε. Κι ο Πείραιος τότες πρώτος
75 του μίλησε· «Τηλέμαχε, στείλε μου ευτύς γυναίκες
τα δώρα που ο Μενέλαος σού ‘δωσε για να πάρουν.»
     Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ του κι είπε·
«Ώ Πείραιε, δε γνωρίζουμε πως όλ’ αυτά θα βγούνε.
Αν οι μνηστήρες μυστικά στον πύργο με σκοτώσουν,
80 κι όλα κατόπι μοιραστούν τα πατρικά μου πλούτια,
κάλλιο έχε τα τα δώρα εσύ, παρ’ απ’ αυτούς κανένας·
αν πάλε εγώ ξολοθρεμό και θάνατο τους δώσω,
τότες τα φέρνεις χαίροντας, και χαίροντας τα παίρνω.»
     Είπε, και τον πολύπαθο ξένο έφερε στο σπίτι.
85 Και μέσα στο λαμπρόχτιστο σαν έφτασαν παλάτι,
απάνω σ’ έδρες και θρονιά τις χλαίνες αποθέσαν,
και μες σε γούρνες σκαλιστές καθίσαν και λουστήκαν.
Κι οι δούλες σαν τους έλουσαν κι αλείψαν τους με λάδι,
και τους φορέσανε κρουστές χλαμύδες και χιτώνες,
90 απ’ τα λουτρά τους βγήκανε και στα θρανιά καθίσαν.
Και μπρίκι για το νίψιμο τους φέρνει τότε η βάγια,
ώριο, χρυσό, και χύνει τους στην αργυρή λεγένη
για να πλυθούν, και στρώνει τους γυαλιστερό τραπέζι.
Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει,
95 κι από τα καλοφάγια της τους έβαλε περίσσια.
Κι αντίκρυ η μάνα του, σιμά στου παλατιού το στύλο,
αναγερμένη σε θρονί ψιλόκλωθε με ρόκα.
Κι αυτοί άπλωναν τα χέρια τους στα καλοφάγια ομπρός τους.
Κι από πιοτό κι από φαΐ σα φράνθηκε η καρδιά τους,
100 η Πηνελόπη η γνωστικιά το λόγο πρώτη αρχίζει·
     «Τηλέμαχε, στ’ ανώγι εγώ θ’ ανέβω να πλαγιάσω
στην κλίνη που με στεναγμούς και δάκρυα τη ραντίζω,
αφότου στο Ίλιο κίνησε ο Δυσσέας με τους Ατρείδες·
κι όμως εσύ δε θες να ‘ρθής και να μου πής καθάρια,
105 μέσα στον πύργο πρί να μπουν οι θεότολμοι μνηστήρες,
για του γονιού σου αν έμαθες το γυρισμό στα ξένα.»
     Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ της κι είπε·
«Το καθετίς, μητέρα μου, θα δηγηθώ με αλήθεια,
Στην Πύλο και στο Νέστορα σα φτάσαμε το ρήγα,
110 μες στ’ αψηλά παλάτια του με δέχτηκε με αγάπη
και πόνο, σαν που δέχεται γονιός ακριβοπαίδι,
σαν έρχετ’ από ξενιτειές, που εκεί πλανιόταν χρόνια·
όμοια με δέχτηκε κι αυτός κι οι ξακουσμένοι γιοί του,
κι έλεγε πως από άνθρωπο δεν άκουσε στον κόσμο
115 ά ζούσε για αν απέθανε ο αντρόψυχος Δυσσέας.
Όμως στον πόλεμόχαρο Μενέλαο του Ατρέα
με αλόγατα και με άρματα λαμπρά προβόδωσέ με,
κι εκεί είδα την Αργίτισσα Ελένη, που για κείνη
κι οι Αργίτες έπαθαν πολλά δεινά, κι οι Τρωαδίτες,
120 κατά το θέλημα των θεών. Και τότες ο Μενέλαος
με ρώτησε ο βροντόφωνος ποιά ανάγκη με είχε φέρει
στην ώρια Λακεδαίμονα· και τού ‘πα την αλήθεια.
Κι αυτός απολογήθηκε, κι αυτά τα λόγια μου είπε·
«Ωχού, σε τι παλληκαρά κλινάρι να πλαγιάσουν
125 τους ήρθεν όρεξη αυτονούς τους άναντρους, αλήθεια.
Καθώς μες σ’ άγριου λιονταριού ρουμάνι η αλαφίνα,
κοιμίζει βυζαστάρικα νιογέννητα λαφούλια,
και παίρνει τις βουνοπλαγιές και τα χλωρά λαγκάδια,
και βόσκει, μα άξαφνα γυρνάει μες στη μονιά του εκείνος,
130 και φέρνει τέλος φοβερό σε μάνα και λαφούλια,
έτσι κι ο Οδυσσέας φριχτά θα τους τελειώση εκείνους.
Κι, ώ Δία Θεέ μου, κι Αθηνά, κι Απόλλωνα, αν εκείνος
τους πέση σαν που φάνηκε στην όμορφη τη Λέσβο,
που πρόβαλε και πάλεψε με το Φιλομηλείδη,
135 και μονομιάς τον έρριξε, κι οι Αχαιοί χαρήκαν,
αν τέτοιος ο Οδυσσέας ερθή και πέση στους μνηστήρες,
γλήγορο θά ‘ν’ το τέλος τους, κι ο γάμος τους φαρμάκι,
Κι αυτά που τώρα με ρωτάς και που παρακαλείς με,
δε θα τα πω τριγυριστά και δε θα σε γελάσω,
140 παρά όσα μού ‘πε ο άλαθος της θάλασσας ο γέρος,
ένα προς ένα θά ‘χης τα και λόγο δε θα κρύψω.
Τον είδε, μού ‘πε, σε νησί δάκρυα πολλά να χύνη,
στης θέαινας της Καλυψώς, που δίχως θέλησή του
κρατάει τον, και δε δύνεται να δη γλυκειά πατρίδα·
145 τι μήτε πλοία με τα κουπιά, μήτε συντρόφους έχει,
που να τον πάρουν απ’ εκεί στης θάλασσας τα πλάτια.»
     Αυτά ‘πε ο πολεμόχαρος Μενέλαος του Ατρέα.
Και τότες πίσω γύρισα, και πρύμο μου χαρίσαν
οι αθάνατοι, και μ’ έφερναν στην ποθητή πατρίδα.»
150      Αυτά είπε, και της τάραξε στα στήθια την καρδιά της.
Και τότες ο θεόμοιαστος Θεοκλύμενος τους είπε·
     «Γυναίκα πολυσέβαστη του δοξαστού Οδυσσέα,
δεν τα γνωρίζει αυτός σωστά, και κάλλιο εμένανε άκου,
που σου μαντεύω αλάθευτα, και τίποτις δεν κρύβω.
155 Ο Δίας νά ‘ναι μάρτυρας, το ξενικό τραπέζι,
κι ετούτη η στιά του θεόλαμπρου Οδυσσέα που με δέχτη,
εδώ ‘ναι στην πατρίδα του ο Δυσσέας, κι ή γυρίζει
ή κάθεται, και τις κακές αυτές δουλειές μαθαίνει,
και σ’ όλους φοβερά δεινά σκαρώνει τους μνηστήρες·
160 είδα πουλί προφητικό στο πλοίο σαν καθόμουν,
και τότες του Τηλέμαχου τα λάλησα και τα είπα.»
     Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά μ’ αυτά του απολογιέται·
«Μακάρι, ώ ξένε, ο λόγος σου να βγή καθώς τον είπες·
μαζί με την αγάπη μου θα σού ‘δινα και δώρα
165 τόσο πολλά, π’ όσοι έβλεπαν θένα σε μακαρίζαν.»
     Τέτοια λαλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσό τους·
και στου Οδυσσέα κατάμπροστα οι μνηστήρες τα παλάτια
δισκοβολώντας γλέντιζαν και ρίχνοντας κοντάρια
σε γης στρωτή, που αδιάντροπα εκεί πάντα μαζευόνταν.
170 Μα προς το γιόμα, που έφταναν ολούθε απ’ τα χωράφια
τα πρόβατα κι οι πιστικοί τα φέρνανε σαν πάντα,
τους είπε τότε ο Μέδοντας, ο κήρυκας που απ’ όλους
τους άρεσε να κάθεται μαζί τους στο τραπέζι·
     «Τώρα, παιδιά, που φράνθηκε με τον αγώνα ο νους σας
175 να τοιμαστήτε για φαγί μες στο παλάτι ελάτε,
τ’ είναι καλό στην ώρα του να γίνη το τραπέζι.»
     Είπε, κι αυτοί τον άκουσαν, και σηκωθήκαν, πήγαν.
Και μέσα στα λαμπρόχτιστα σαν μπήκανε παλάτια,
απάνω σ’ έδρες και θρονιά τις χλαίνες απιθώσαν,
180 κι έσφαξαν πρόβατα τρανά, καλοθρεμμένα γίδια,
θρεφτάρια χοίρους, και παχύ δαμάλι για να φάνε.
Ως τόσο από την εξοχή στη χώρα ο Οδυσσέας
με τον καλόκαρδο Εύμαιο να σύρη τοιμαζόταν.
Κι ο πρώτος τώ χοιροβοσκών μίλησε τότε κι είπε·
185      «Ξένε, που τώρα λαχταράς στη χώρα να κατέβης,
καθώς ο αφέντης πρόσταξε, κι εγώ ‘θελα να μείνης
εδώ στη στάνη φύλακας· μα σέβας τού ‘χω μέγα
και φόβο, μήπως ύστερα μανιάση· και του αφέντη
φοβάμαι τα μαλώματα. Μα ας πάμε τώρα, η μέρα
190 πάει να μεσιάση κι η δροσιά θά ‘ναι κακή το βράδυ.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απάντησέ του κι είπε·
«Ξέρω, και νιώθω· τό ‘χα εγώ στο νου μου αυτό που μού ‘πες.
Μα ας πάμε, κι εσύ δείχνε μου το δρόμο πέρα ως πέρα,
και δώσ’ μου, αν έχης πουθενά, κουτσόραβδο κομμένο,
195 για ν’ ακουμπώ, τι δύσκολος είναι μου λέτε, ο δρόμος.»
     Είπε, και κρέμασε παλιό τορβά κουρελιασμένο
στον ώμο με χοντρό σκοινί, και τού ‘δωκε συνάμα
ραβδί ο καλός χοιροβοσκός, καθώς το πεθυμούσε.
Ξεκίνησαν, μα οι πιστικοί με τα σκυλιά στη στάνη
200 μείναν και φύλαγαν κι αυτός οδήγαε τον αφέντη,
που σα ζητιάνος φαίνονταν ελεεινός και γέρος,
και στο ραβδί του ακούμπαγε παλιόρουχα ντυμένος.
     Πήραν το πετρωτό στρατί και ζύγωσαν τη χώρα,
και σάνε φτάσανε σιμά στην κρουσταλλένια βρύση,
205 που ο κόσμος έπαιρνε νερό, κι ο Νήριτος την είχε,
κι ο Ίθακος κι ο Πολύχτορας, χτισμένη, κι ήταν λεύκες
δάσος εκεί νερόθρεφτες που ολούθε την κυκλώναν,
και κατρακύλα κρυό νερό ψηλάθε από το βράχο,
κι ήταν βωμός απάνωθε χτισμένος, που θυσιάζαν
210 στις Νύφες όσοι διάβαιναν· κει πέρα ο Μελανθέας
τους βλέπει του Δολίου ο γιός, με δυό βοσκούς κατόπι,
που φέρναν τα πιο διαλεχτά των κοπαδιώνε γίδια
για τώ μνηστήρων το φαγί· κι άμα τους είδε εκείνος
πειραχτικά τους μίλησε και με μεγάλη κάκια,
215 και το Δυσσέα πληγώνανε τ’ αδιάντροπά του λόγια·
«Ένας αχρείος τον άλλονε μα την αλήθεια σέρνει
κι έτσι παντοτινά ο θεός όμοιο στον όμοιον φέρνει.
Πού τάχα, ω βρώμικε βοσκέ, τον πάς αυτόν τον χάφτη
τον παλιοζήτουλα, μωρέ, των τραπεζιών τη λώβα;
220 Σε πόσες πόρτες θα σταθή τη ράχη του να τρίβη,
όχι λεβέτια και σπαθιά, παρά βουκιές ζητώντας.
Δώσ’ τον εμένα, φύλακα της στάνης να τον έχω,
να μου σαρώνη το μαντρί, χλωρόκλαδα να φέρνη
στα γίδια, και να πίνη ορό, παχιά μεριά να κάνη.
225 Τώρα όμως που κακόμαθε, δε θέ’ δουλειά να πιάση
μόνε του αρέσει σε χωριά να σέρνεται και χώρες,
να θρέφη με τη διακονιά τη λαίμαργη κοιλιά του.
Μα έχω δυό λόγια να σου πω, κι ό,τι σου λέω θα γίνη·
230 αν τύχη κι έρθη στου θεϊκού του Οδυσσέα τους πύργους.
τριγύρω στην κεφάλα του πολλά σκαμνιά ριγμένα
από τα χέρια των αντρών θα σπάσουν τα πλευρά του.»
     Και καθώς πέρναε, τού ‘δωσε κλωτσιά ο χαζός στο γόφο·
μα εκείνος δεν ξεστράτισε, παρά έμεινε στο δρόμο·
235 Τότες στο νου του μέσα ο γιός ανάδευε του Λαέρτη,
να ορμήση, και με μιά ραβδιά να τόνε ξεπαστρέψη,
ή αρπάζοντάς τον απ’ τ’ αυτιά, να του βροντήξη χάμου
την κούτρα· μα το απόμεινε, και βάσταξε η καρδιά του.
Κι αγριομιλώντας ο βοσκός στον άλλον αντικρύ του,
έβγαλ’ ευκή αψηλόφωνη με χέρια σηκωμένα·
240      «Νύφες της βρύσης, και του Διός ω κόρες, αν ποτές του
μεριά ο Δυσσέας σάς έκαψε σε πάχος τυλιγμένα
γιδιών κι αρνιώνε, τούτη μου τελέστε τη λαχτάρα·
ας έρθη εκείνος πια, και θεός ας τόνε φέρη κάποιος.
Αυτός θα σου τα σκόρπιζε στ’ αλήθεια τα καμάρια
245 που τώρ’ αγέρωχα κρατάς στη χώρα τριγυρνώντας,
ενώ αφανίζουνε κακοί βοσκοί τα πρόβατά σου.»
     Κι ο Μελανθέας απάντησε και τού ‘πε· «Ωχού, τι κρένει,
ο σκύλος ο παμπόνηρος, που εγώ θα τον περάσω
μακριά απ’ το Θιάκι κάποτες με μελανό καράβι
250 κέρδος να βγάλω περισσό. Όμως μακάρι τώρα
του Φοίβoυ του αργυρότοξου οι σαΐτες να σκοτώσουν
στον πύργο τον Τηλέμαχο, για κονταριές μνηστήρων,
σαν που ο γονιός του χάθηκε στα μακρινά και ξένα.»
     Αυτά είπε, και τους άφησε σιγά να περπατάνε,
255 μα εκείνος γλήγορα έφτασε στου ρήγα τα παλάτια,
και μπήκε ευτύς και κάθισε μαζί με τους μνηστήρες,
αντίκρυ στον Ευρύμαχο, που τον παραγαπούσε.
Τού βάλαν απ’ τα κρέατα το μερτικό του οι δούλοι,
κι η σεβαστή κελάρισσα ψωμί παράθεσέ του
260 να φάη· κι ήρθαν ο πάγκαλος βοσκός με το Δυσσέα,
και στάθηκαν κοντά· ως αυτούς της βαθουλής ερχόταν
της φόρμιγγας το παίξιμο, τι τότες αρχινούσε
κι ο Φήμιος το τραγούδι του. Και τού ‘σφιξε ο Δυσσέας
το χέρι του χοιροβοσκού, και μίλησέ του κι είπε·
     «Εύμαιε αυτά ‘ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα·
265 κι ανάμεσα σε πάμπολλα μπορείς να τα ξανοίξης.
Απ’ τό ‘να στο άλλο μέσα πάς, κι έχουν αυλή κλεισμένη
με τείχισμα στεφανωτό και στεριωμένες πόρτες
δικάνατες και ποιός μπορεί να τα καταφρονέση;
Βλέπω και μέσα περισσοί πίνουν και τρώνε ανθρώποι·
270 καπνού προβάλλει μυρουδιά, κι ακούγουνται της λύρας
οι κόρδες που οι αθάνατοι για τα τραπέζια ορίσαν.»
     Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Κι αυτό μεμιάς το απείκασες, σαν που όλα εσύ τα νιώθεις.
Μα τώρα πως θα κάμουμε καιρός να στοχαστούμε.
275 Για πρώτος στα παλάτια εσύ τα ωριοχτισμένα μπαίνεις,
και στους μνηστήρες προχωρείς, και πίσω εγώ προσμένω,
για αν θέλης κοντοστάσου εσύ, κι ομπρός εγώ πηγαίνω.
Μα μην αργής να μη σε δουν απόξω, κι ή σε διώξουν,
ή σε βαρέσουν άξαφνα· στοχάσου αυτό που σού ‘πα.»
280      Κι απάντησε ο πολύπαθος κι ο μέγας Οδυσσέας·
«Ξέρω, και νιώθω· τό ‘χω εγώ στο νου μου αυτό που μού ‘πες.
Μόν’ εσύ τράβηξε ομπροστά, κι εγώ θα μείνω πίσω·
σε χτυπησιές και σε ριξιές ανήξερος δεν είμαι·
βαστάει η καρδιά μου, τι πολλά μού ‘ρθαν εμένα πάθια
285 σε αμάχες και σε κύματα· κι αυτό μ’ εκείνα ας έρθη.
Όμως τη λύσσα της κοιλιάς δε δύνεσαι να κρύψης,
που η έρμη αρίθμητα δεινά στον κόσμο πάντα φέρνει.
Για κείνην αρματώνουνται καλόζυγα καράβια,
που σκίζουνε τα πέλαγα και τους οχτρούς χτυπάνε.»
290      Αυτά καθώς λαλούσανε κι ανάμεσό τους λέγαν,
σκυλί που κοίτουνταν, τ’ αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ’ είχε φύγει εκείνος
στη Τροία τότες την ιερή· σ’ άλλους καιρούς οι νέοι
295 τον παίρνανε, να κυνηγούν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π’ ο αφέντης έλειπε, τον άφηναν πεσμένο
στην σωριασμένη την κοπριά βοδιών και μουλαριώνε,
που ομπρός στη θύρα απλώνονταν, κι οι παραγιοί αποκείθε
την σήκωναν και κόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.
300 Απάνω αυτού κοιτότανε τσιμπουριασμένος ο Άργος.
Και τώρα, άμα μυρίστηκε σιμά τον Οδυσσέα,
γοργοσαλεύει την ουρά, τ’ αυτιά του κατεβάζει,
μα πιο κοντά του αφέντη του δεν μπόρειε να ζυγώση.
Γύρισ’ αυτός την όψη του και σφούγγισ’ ένα δάκρυο
305 κρυφό με τρόπο, κι ύστερα τον πιστικό ρωτούσε·
     «Μεγάλο θάμα, στην κοπριά να μνήσκη τέτοιος σκύλος·
όμορφος σκύλος, μα άραγες νά ‘ναι και γοργοπόδης
κοντά στην τόση του ομορφιά, για νά ‘ναι δα από κείνους
που στα τραπέζια στολισμό τους έχουν οι αφεντάδες;»
310      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Είν’ εκεινού που απέθανε στα ξένα αυτός ο σκύλος.
Αν ήταν έτσι στο κορμί, και στα έργα του σαν τότες
που ο Οδυσσέας τον άφησε κινώντας για την Τροία,
τότες θα κοίτας δύναμη και γληγοράδα, αλήθεια.
315 Αγρίμι δεν του ξέφευγε μες στα βαθιά του λόγγου,
κάθε κυνήγι, που έβγαζε στ’ αχνάρια μαθημένος.
Μα παθιασμένος τώρ’ αυτός, ο αφέντης του στα ξένα
χαμένος, και δε νοιάζονται γι’ αυτόν εδώ οι γυναίκες.
Κι οι δούλοι, σα δε βρίσκεται ποπάνω τους αφέντης,
320 δουλειά να κάμουνε σωστή δε θέλουνε πια τότες·
τι παίρνει τη μισή αρετή του ανθρώπου ο βροντορίχτης
ο Δίας, άμα της σκλαβιάς η μαύρη τού ‘ρθη μέρα.»
     Αυτά σαν είπε, στα λαμπρά παλάτια μέσα μπήκε,
και πήγε τους καμαρωτούς μνηστήρες ν’ ανταμώση.
325 Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.
     Κι ο θεόμοιαστος Τηλέμαχος πρώτος απ’ όλους είδε
μες στα παλάτια το βοσκό να μπαίνη και του γνέφει
να πάη σιμά του· γύρω του τηράει αυτός, και παίρνει
330 σκαμνί που τό ‘χε ο μοιραστής που μοίραζε το κρέας
στους ήρωες που τρωγόπιναν μες στα λαμπρά παλάτια.
Αγνάντια στου Τηλέμαχου ζυγώνει το τραπέζι,
κι εκεί καθίζει· ο κήρυκας του παραθέτει τότες
μερίδα ομπρός του, και ψωμί του δίνει απ’ το πανέρι.
335
     Ευτύς κατόπι του έφτασε στους πύργους κι ο Οδυσσέας,
όμοιος με κακορίζικο και γέρο ψωμοζήτη,
ακουμπισμένος σε ραβδί, και κουρελοντυμένος.
Και καθώς μπήκε, κάθισε στο φράξινο κατώφλι,
340 σε παραστάτη γέρνοντας απ’ ώριο κυπαρίσσι,
που τό ‘χε σιάξει τεχνικά με στάφνη ο μάστορής του.
Προσκάλεσε ο Τηλέμαχος τον πιστικό σιμά του,
και παίρνοντας αλάκερο ,ψωμί από το πανέρι,
και κρέας όσο οι φούχτες του μαζί χωρούσαν, του είπε·
345      «Πάρ’ τα, του ξένου δώσ’ τα αυτά, και πες του δίνοντάς τα,
κι απ’ τους μνηστήρες ολονούς να πάη και να γυρέψη.
Σαν έχη ανάγκη ο άνθρωπος, να ντρέπεται δεν πρέπει.»
     Αυτά ειπε, κι ο χοιροβοσκός σαν τ’ άκουσε, πηγαίνει
σιμά του, και του προσμιλεί με φτερωμένα λόγια·
350 «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίνει, και μηνά σου
κι απ’ τους μνηστήρες ολονούς να πάς και να γυρέψης,
τι λέει πως είναι αταίριαστη η ντροπή σε διακονιάρη.»
     Και τότε ο πολυστόχαστος Δυσσέας απάντησέ του·
«Ο Δίας του Τηλέμαχου καλοτυχιά να δίνη,
355 κι όλ’ ας του γίνουνε καθώς αποθυμεί η καρδιά του.»
Αυτά ειπε, και τα δέχτηκε στις φούχτες του και χάμου
στα πόδια του τ’ ακούμπησε στο φτωχικό σακί του.
Κι όσο ο καλός τραγουδιστής τραγούδαε στα παλάτια,
έτρωγε αυτός· σαν έπαψε να τραγουδάη εκείνος,
360 κι απόφαγε ο Δυσσέας, βοή σηκώσαν οι μνηστήρες·
και στάθη ομπρός του η Αθηνά και τον παρακινούσε
γύρω να πάη μαζεύοντας καρβέλια απ’ τους μνηστήρες,
ποιός είναι δίκιος και καλός, ποιός άδικος, να μάθη·
μα κι έτσι η θεά δεν έμελλε κανένα να γλυτώση.
365 Άρχισ’ αυτός από δεξά και καθενός ζητούσε
το χέρι απλώνοντας, παλιός σα νά ‘τανε ζητιάνος.
Κι αυτοί πονώντας τού ‘διναν, όμως πολύ απορούσαν,
κι ένας τον άλλον ρώταγε ποιός ήταν κι αποπούθε.
Και τότες ο γιδοβοσκός ο Μελανθέας τους είπε·
370      «Ακούστε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
γι’ αυτόν τον ξένο· εγώ και πριν τον είχα δη, και βέβαια
ο Εύμαιος θα τον έφερνε σ’ αυτόν τον πύργο τότες.
Ποιός όμως είν’ αυτός και ποιά η γενιά του, δεν κατέχω.»
     Κι ο Αντίνος το χοιροβοσκό μάλωσε τότες κι είπε·
375 «Τί μας τον έφερες, κι εσύ χοιροβοσκέ, στη χώρα;
Λες τάχα δε μας έφταναν τόσοι άλλοι γυρολόγοι
παλιοζητιάνοι βαρετοί, των τραπεζιώνε λώβες;
Ή λίγοι εδώ μαζώχτηκαν και τρων το βιός του αφέντη,
και πήγες και προσκάλεσες κι ετούτον εδώ τώρα;»
380      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Σωστά, ω Αντίνε, δε λαλείς, όσο ευγενής κι αν είσαι.
Και ποιός ποτές του γύρεψε να προσκαλέση ξένον
αλλούθε, εξόν αν ήτανε χρειαζούμενος τεχνίτης,
κανένας μάντης, ή γιατρός, ή ξυλουργός, ή θείος
385 τραγουδιστής, που με γλυκά τραγούδια μας γλεντίζει;
αυτοί δα, που ως τα πέρατα γυρεύουνται του κόσμου·
όμως κανένας δεν καλεί καταλυτή ζητιάνο.
Μα εσύ ‘σουν ο πιο δύστροπος απ’ όλους τους μνηστήρες
για όλους κι εμένα χωριστά τους δούλους του Οδυσσέα.
390 Ως τόσο εγώ δε σε ψηφώ· σώνει να ζη στους πύργους
η Πηνελόπη η φρόνιμη κι ο θεόμοιαστος ο γιός της.»
     Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κρένει·
«Σώπα, με δαύτονε πολλά μιλήματα μην έχης·
πάντα με λόγια συνηθάει πικρά να μας χολώνη,
395 μα και τους άλλους προσκαλεί παρόμοια να μας λένε.»
     Είπε, κι εκείνου μίλησε με λόγια φτερωμένα·
«Πολύ όμορφα, και σα γονιός, ω Αντίνε, μας κοιτάζεις,
που απ’ το παλάτι ζήτησες ευτύς να φύγη ο ξένος
με προσταγή τόσο βαρειά· ο θεός να μην το δώση.
400 Μοίραζε, δε λυπάμαι εγώ· πρώτος εγώ το θέλω.
Μη νοιάζεσαι τη μάνα μου μήτ’ άλλον απ’ τους δούλους,
που βρίσκουνται μες στου θεϊκού Δυσσέα τα παλάτια.
Μα τέτοιους στοχασμούς εσύ στα φρένα σου δεν έχεις,
τι προτιμάς να καλοτρώς, παρ’ αλλονού να δίνης.»
405      Κι ο Αντίνος τότες γύρισε κι αυτά του απολογήθη·
«Τηλέμαχε περήφανε κι ακράτητε, τι μού ‘πες;
Αν όλοι τόση πόρεψη του δίναν οι μνηστήρες,
σωστούς τρεις μήνες θά ‘κανε στο σπίτι να ζυγώση.»
     Κι απ’ το τραπέζι κάτωθε σκαμνί τραβάει και δείχνει,
410 που τα λαμπρά του ακούμπαγε τα πόδια σα δειπνούσε.
     Ως τόσο οι άλλοι τού ‘διναν, και με ψωμί και κρέας
το σάκο του γεμίσανε· και κάνοντας να σύρη
προς το κατώφλι, να γευτή των Αχαιών τα δώρα,
σιμά του Αντίνου στάθηκε, και μίλησέ του κι είπε·
415 «Δώσε μου, φίλε· ο πιο αχαμνός εδώ θαρρώ δεν είσαι,
μόν’ πρώτος απ’ τους Αχαιούς, τι βασιλιάς μου μοιάζεις.
Γι’ αυτό και πιότερο ψωμί να δώσης εσύ πρέπει,
και τότες ως τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω.
Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος
420 κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ’ εκείνους που γυρνούσαν
και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ’ ό,τι είχαν ανάγκη·
και δούλους είχα αρίθμητους, κι άλλα καλά περίσσια,
που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους.
Μα ο Δίας άλλα θέλησε και μου τα ρήμαξε όλα,
425 με πολυπλάνητους ληστές σα μ’ έβγαλε και πήγα
στον Αίγυπτο το μακρινό, να χάσω εκεί τα πάντα.
Στον ποταμό σαν άραξα τα δίπλωρα καράβια,
πρόσταξ’ αμέσως τους καλούς συντρόφους μου να μείνουν
αυτού, πλάϊ στα καράβια τους, για να τα διαφεντεύουν,
430 κι έστειλα βίγλες να τηρούν απ’ τις κορφές τριγύρω·
μα εκείνοι ξεπαρθήκανε κι όπου ήθελαν τραβήξαν·
των Αιγυπτίων κουρσέψανε τα ολόμορφα χωράφια,
και παίρναν γυναικόπαιδα, χαλνούσανε τους άντρες.
Κι ήρθε ως τη χώρα το βουητό, κι ακούν αυτοί και τρέχουν
435 σαν έφεξε· και γέμισε πεζούρα και καβάλλα
όλος ο κάμπος, κι άστραφτε ο χαλκός· κι ο βροντοχάρης
ο Δίας στους συντρόφους μου ρίχνει κακή φευγάλα,
κι ένας δεν κόταε να σταθή κι οχτρό του ν’ αντικρύση,
γιατί παντούθε αφανισμός κακός τους είχε ζώσει.
440 Τότες πολλούς μου σκότωσαν τα κοφτερά σπαθιά τους,
κι άλλους τους πιάσαν ζωντανούς και στη σκλαβιά τους ρίξαν.
Μένα σε φίλο μ’ έδωκαν, που έτυχε εκεί, στου Ιάσου
το γιό το Δμήτορα, τρανό της Κύπρος βασιλέα.
Από κει πέρα τώρα εδώ βασανισμένος ήρθα.»
445      Κι ο Αντίνος τότες φώναξε· «Μα ποιός θεός μας φέρνει
αυτό το μέγα βάσανο, των τραπεζών τη λώβα;
Μακριά από το τραπέζι μου, στη μέση που είσαι, στάσου,
σε πιο πικρή να μη βρεθής άλλη Αίγυπτο και Κύπρο,
αδιάντροπος κι απόκοτος σαν πού ‘σαι διακονιάρης.
450 Με την αράδα σ’ όλους πάς, και ξένοιαστα όλοι δίνουν,
τι κρατημό δεν έχουνε και λύπη, μόνε ρίχτουν
από τα ξένα, αφού πολλά καθένας έχει ομπρός του.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος τραβήχτηκε και τού ‘πε·
«Κρίμας που σαν τα κάλλη σου κι η γνώση σου δεν είναι·
455 μήτ’ άλας απ’ το σπίτι σου δε θά ‘δινες ποτές σου,
αφού σε ξένο κάθεσαι τραπέζι, και να δώσης
βουκιά ψωμί δε βάσταξες, που τά ‘χεις τόσα ομπρός σου.»
     Είπε, κι ο Αντίνος πιο βαριά τότες χολώνει ακόμα,
κι αγριοκοιτώντας τον, μ’ αυτά του μίλησε τα λόγια·
460      «Τώρα δεν έχει πια, γερός απ’ το παλάτι ετούτο
πίσω θαρρώ πως δε γυρνάς, αφού μας βρίζεις κιόλας.»
     Είπε, κι αρπώντας το σκαμνί, του το πετάει στην άκρη
του ώμου του δεξού· μα αυτός, ασάλευτος σα βράχος,
δε λύγισε απ’ το χτύπημα του Αντίνου, μόν’ σωπώντας
465 την κεφαλή του κούνησε, τ’ είχε κακό στο νου του.
Και στο κατώφλι γύρισε, και κάθισε, και χάμου
τ’ ολόγεμό του βάζοντας σακί, στους άλλους είπε·
     «Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
όσα εγώ μέσα μου αγρικώ θα σάς τα φανερώσω.
470 Κανέναν πόνο ο άνθρωπος δεν ξέρει, μήτε λύπη
σα χτυπηθή παλεύοντας να σώση το δικό του,
ας είναι βόδια ή άσπρα αρνιά· μα εμένανε ο Αντίνος
με βάρεσε για την κοιλιά τη σιχαμένη κι έρμη,
και που μ’ αρίθμητα δεινά τον κόσμο βασανίζει.
475 Όμως κι οι ζήτουλοι θεούς αν έχουν κι Ερινύες,
πριν έρθη ο γάμος, θάνατος θα σβήση τον Αντίνο.»
     Κι ο Αντίνος του αποκρίθηκε· «Κάθου και σώπα, ω ξένε,
και τρώγε αυτού, ή φύγε αλλού, τι αλλιώς απ’ τα παλάτια
οι νέοι μ’ αυτά τα λόγια σου τραβώντας σου τα πόδια
480 ή και τα χέρια, αλάκερο θένα σε γδάρουν όξω.»
     Αυτά είπε, κι όλους άξαφνα θυμός πολύς τους πήρε·
κι από τους ξιππασμένους νιούς ένας αυτά λαλούσε·
     «Κακά έκαμες το ζήτουλα, ω Αντίνε, να βαρέσης,
κακόμοιρε, που κάποιος θεός μπορεί επουράνιος νά ‘ναι.
485 Τί μοιάζοντας οι θεοί συχνά μ’ αλλομερίτες ξένους
μορφές αλλάζουν, και γυρνούν στις χώρες των ανθρώπων,
να ιδούν ποιοί φέρνονται άνομα και ποιοί έχουν δίκιους νόμους.»
     Αυτά οι μνηστήρες λέγανε, μα εκείνος τ’ αψηφούσε.
Πικράθηκε ο Τηλέμαχος το βάρεμα τηρώντας,
490 μα δάκρυο από το μάτι του δε χύθη, μόν’ σωπώντας
την κεφαλή του κούνησε, τ’ είχε κακό στο νου του.
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη σαν έμαθε του Αντίνου
το κάμωμα, είπε στις καλές αγνάντια παρακόρες·
«Κι αυτόν ο χρυσοδόξαρος έτσι ας χτυπήση ο Φοίβος.»
495      Και τότες η κελάρισσα της κάνει η Ευρυνόμη·
«Αν πιάσουν οι κατάρες μας, απ’ αυτονούς κανένας
να ζήση ως τη χρυσόθρονη δε σώνει την Αυγούλα.»
     Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και της κρένει·
«Όλ’ είναι οχτροί μας, μάνα μου, τι το κακό μας θένε·
500 μα αυτός ακόμα πιότερο το μαύρο χάρο μοιάζει.
Ξένος βαριόμοιρος γυρνάει στον πύργο, κι απ’ τους άντρες
ψωμοζητάει, γιατί πολλή τον αναγκάζει φτώχεια·
κάθε άλλος τού ‘δωσε θροφή και πόρεψη περίσσια,
κι αυτός σκαμνί του πέταξε πάς στο δεξί τον ώμο.»
505      Αυτά στις παρακόρες της στο θάλαμο καθόταν
η Πηνελόπη κι έλεγε· κι έτρωγε ο θείος Δυσσέας.
Τότες εκείνη φώναξε τον Εύμαιο, και του είπε·
     «Άμε, ω καλέ κυρούλη μου, προσκάλεσε τον ξένο,
να τον καλωσορίσω εγώ, και να τόνε ρωτήξω
510 μήπως του καρτερόψυχου Δυσσέα μαντάτα ξέρη
ή μην τον είδε σαν πολύ ταξιδεμένος μοιάζει.»
     Κι ο άξιος χοιροβοσκός της αποκρίθη κι είπε·
«Ας σώπαιναν οι Αχαιοί, βασίλισσα, ν’ ακούσης
τα όσα συντυχαίνει αυτός, και να χαρή η καρδιά σου.
515 Τρία σωστά μερόνυχτα τον είχα στην καλύβα,
τι εκεί μου πρωτοφάνηκε σαν ξέφυγε απ’ το πλοίο,
όμως δεν πρόφταξε όλα του να δηγηθή τα πάθια.
Καθώς καλός τραγουδιστής, που θεοί τόνε διδάξαν,
βγαίνει και τραγουδάει γλυκά τραγούδια στους ανθρώπους,
520 κι όλοι κοιτώντας τον ακούν μ’ αχόρταγη λαχτάρα,
όμοια κι αυτός με μάγευε σιμά μου καθισμένος.
Και μού ‘πε φίλος πατρικός πως είναι του Οδυσσέα,
και πως στην Κρήτη κατοικεί, του Μίνωα την πατρίδα.
Από τα κείθε τώρα εδώ τον πέταξαν τα πάθια,
525 και λέει και για το θεϊκό πως άκουσε Οδυσσέα,
εδώ σιμά, προς την παχειά των Θεσπρωτώνε χώρα,
πως ζη, και φέρνει θησαυρούς στους πύργους του περίσσους.»
     Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη σ’ εκείνον αποκρίθη·
«Πήγαινε, κάλεσ’ τον εδώ, για να τα πή μπροστά μου,
530 κι εκείνοι ας παίζουν, ή ομπροστά στις θύρες καθισμένοι,
ή μες στους πύργους αυτουδά, μιάς κι είναι αναπαμένοι,
που μνήσκουνε στα σπίτια τους ακέρια τα καλά τους,
σιτάρι και γλυκό κρασί, και μόνε οι δούλοι τρώνε.
Όμως εκείνοι ολοκαιρίς σ’ αυτό το σπίτι ζούνε,
535 και βόδια σφάζοντας κι αρνιά και τα παχιά μας γίδια,
κάθουνται τρώνε, και μαζί κρασί φλογάτο πίνουν,
του κάκου, και τα σπαταλούν· τι δεν είναι κανένας
σαν το Δυσσέα, απ’ την πληγή το σπίτι να γλυτώση.
Μιάς νά ‘ρθη στην αγαπητή πατρίδα του ο Δυσσέας,
540 και με το γιό του γδικιωμό θα βρη της ανομιάς τους.»
     Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος φτερνίστηκε με κρότο,
κι όλος ο πύργος βούηξε· γελάει η Πηνελόπη,
και κρένει του χοιροβοσκού με λόγια φτερωμένα·
     «Πήγαινε, κάλεσε, Εύμαιε, τον ξένο εδώ μπροστά μου.
545 Δε βλέπεις πως φτερνίστηκε μ’ αυτά τα λόγια ο γιός μου;
Θά πή πως βέβαιος θάνατος θα βρη κάθε μνηστήρα·
μήτ’ ένας απ’ τη μαύρη του δε θα γλυτώση μοίρα.
Κι ένα άλλο λόγο θα σου πω, κι εσύ να τον θυμάσαι·
ά δω πως όλα βγαίνουνε σωστά που μας δηγέται,
550 θα τόνε ντύσω με όμορφη χλαμύδα και χιτώνα.»
     Αυτά ο καλός χοιροβοσκός σαν άκουσε, πηγαίνει
σιμά στον ξένο, στέκεται, και του λαλεί· «Πατέρα,
η μάνα του Τηλέμαχου σε κράζει, η Πηνελόπη·
Όσο πολλά κι αν έπαθε, κι όσο αν πονή η καρδιά της,
555 να σε ρωτήξη λαχταρεί για τον καλό της άντρα.
Κι ά δη πως όλα βγαίνουνε σωστά που μας δηγέσαι,
χιτώνα και χλαμύδα αυτή να βάλης θα σου δώκη,
που έχεις ανάγκη· θα μπορής και να ζητάς παντούθε
ψωμί να βόσκης την κοιλιά, και θα σου δίνουν όλοι.»
560      Κι απολογιέται του ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας·
«Εύμαιε, σωστά μεμιάς εγώ θα τα δηγόμουν όλα
στην Πηνελόπη τη σεμνή του Ικάριου θυγατέρα,
τι γνώρισα τα πάθια του μαζί του σαν πλανιόμουν.
Όμως φοβάμαι των κακών μνηστήρων το κοπάδι,
565 που τ’ άχτι τους κι η αδιαντροπιά στα ουράνια απάνω φτάνει.
Γιατί και τώρα που ένας τους, στον πύργο σα γυρνούσα,
με πόνεσε βαρώντας με, χωρίς κακό να πράξω,
βοηθός μήτ’ ο Τηλέμαχος μήτ’ άλλος δε μου στάθη.
Πες της λοιπόν της φρόνιμης κεράς να περιμείνη,
570 βιάση κι αν έχη περισσή, να γείρη πρώτα ο ήλιος,
και τότες για το γυρισμό του αντρός της ας ρωτήξη,
καθίζοντάς με εκεί στη στιά, τι είμαι κακοντυμένος,
καθώς γνωρίζεις κι ίδιος σου, πού ‘ρθα σ’ εσένα πρώτα.»
     Ξεκίνησε ο χοιροβοσκός σαν τού ‘πε αυτά ο Δυσσέας·
575 κι άμ’ απ’ τη θύρα πέρασε, του κρένει η Πηνελόπη·
     «Δέ μου τον έφερες, βοσκέ; ,τι κρένει ο διακονιάρης;
ή κάποιος τόνε τρόμαξε; ή και ντροπή τον πήρε
μέσα στον πύργο; Είναι κακός ο ντροπαλός ζητιάνος.»
     Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, της αποκρίθης κι είπες·
580 «Καλά στοχάζεται, ω κερά, κι έτσι θα κάναν άλλοι,
των έρμων την αποκοτιά μνηστήρω να ξεφύγουν·
και να προσμείνης σου μηνάει ώσπου να γείρη ο ήλιος.
Καλύτερο, ω βασίλισσα, θαρρώ ‘ναι και για σένα,
μονάχη σου να του μιλάς, να τον ακούς μονάχη.»
585      Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και του κρένει·
«Ο ξένος δεν είν’ άμυαλος· σωστά τα βλέπει ο νους του·
τι άλλους δεν έχει εδώ θνητούς ανθρώπους σαν ετούτους,
να συλλογιένται το κακό, και ν’ αδικούν τον κόσμο.»
     Αυτά είπε· κι ο χοιροβοσκός προς των μνηστήρων πήγε
590 το πλήθος, άμα τέλειωσε με την κερά το λόγο.
Και του Τηλέμαχου λαλεί με φτερωμένα λόγια,
σιμώνοντας την κεφαλή, να μην ακούσουν άλλοι·
     «Εγώ πηγαίνω τώρα εκεί τους χοίρους να φυλάξω
και τ’ άλλα, πού ‘ναι το έχει σου, και το δικό μου το έχει·
595 κι εδώ εσύ τούτα φρόντιζε, και πρώτα τον εαυτό σου,
να μη μας πάθης τίποτα, τι έχουν πολλοί απ’ ετούτους
κακό σκοπό για λόγου σου· που ο Δίας να τους λυώση
πρί να μας έρθη το κακό και πρί μας ξολοθρέψουν.»
     Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ του κι είπε·
«Κυρούλη μου, έτσι θα γενή· ξεκίνα εσύ το γέρμα,
600 και γύρισε αύριο την αυγή με τα καλά σφαχτά σου·
τα εδώ θα τα φροντίσω εγώ κι οι αθάνατοι σιμά μου.»
     Και στο καλόφτιαστο θρονί κάθισε πάλε εκείνος·
κι από φαΐ κι από πιοτό σα χόρτασε η καρδιά του,
στη χοιρομάντρα γύρισε, κι αφήκε τα παλάτια,
605 γεμάτα κόσμο, που έτρωγαν και που χαροκοπούσαν
με το τραγούδι, με χορούς, τι κόντευε το βράδυ.
(Εμφανιστηκε 1,277 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.