6 Μαρτίου 2020 at 10:15

Η κλασσική θεωρία του πολέμου και η «νέα στρατιωτική επανάσταση».

από

Η κλασσική θεωρία του πολέμου και η «νέα στρατιωτική επανάσταση».

Το επόμενο απόσπασμα είναι από το Βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Θεωρία του πολέμου». Εκδ. Θεμέλιο. Αθήνα 1998.

Η ιδεολογική φόρτιση του Ψυχρού Πολέμου, η σχεδόν αυτόματη σύνδεση της πολιτικής αντιπαράθεσης σε παγκόσμιο επίπεδο με θεωρητικά ζητήματα πανανθρώπινης σημασίας έκανε επίσης περίπου αυτονόητη τη συνύφανση των στρατηγικών συζητήσεων υψηλού επιπέδου με την κλασσική θεωρία του πολέμου. Από τη συνύφανση αυτή απέρρευσε ένα άνευ προηγουμένου ενδιαφέρον για το έργο του Clausewitz, το όποιο, αν παραβλέψουμε μερικές συμβολές κυρίως Γερμανών μελετητών από την εποχή του Μεσοπολέμου, ποτέ δεν μελετήθηκε διεθνώς σε τέτοια έκταση και τέτοιο βάθος όσο στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Μετά την καμπή του 1989 πληθαίνουν, αντίθετα, όσοι αρνούνται να δουν μια προφανή σχέση ανάμεσα στην κλασσική θεωρία του πολέμου και στη διαγραφόμενη νέα του πραγματικότητα, αρνούνται μάλιστα όχι μόνον τη δυνατότητα πειστικής λογικής σύνδεσης της κλασσικής θεωρίας του πολέμου με την αναζητούμενη νέα μεγάλη στρατηγική θεωρία, αλλά και την ίδια τη δυνατότητα υποτύπωσης μιας στρατηγικής θεωρίας υπό τις συνθήκες ενός βαλκανοποιημένου πλανήτη , όπου οι πολεμικές συγκρούσεις ναι μεν θα ήσαν συχνές, αλλά χαμηλής εντάσεως και άμορφου χαρακτήρα, επομένως απρόσιτες σε μιαν αυστηρή στρατηγική εννοιολογία· τέτοιοι πόλεμοι, λέγεται, αχρηστεύουν τις αναλύσεις και τα διδάγματα ενός Clausewitz. Προτού εξηγήσουμε γιατί είναι εσφαλμένη η θέση αυτή, ας δούμε γιατί μπορεί να εμφανίζεται εύλογη, προ παντός σε μιαν εποχή μεταβατική.

«Θεωρία του πολέμου». Εκδ. Θεμέλιο. Αθήνα 1998.
«Θεωρία του πολέμου». Εκδ. Θεμέλιο. Αθήνα 1998.

Το επιβλητικό και λίγο-πολύ ομοιογενές οικοδόμημα της ευρωπαϊκής στρατηγικής σκέψης στήθηκε τον 19ο αι. μέσα σ’ έναν λίγο-πολύ ομοιογενή χώρο, αντλώντας κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο από κοινή πηγή. Η γενικά αποδεκτή πηγή ήταν η ναπολεόντεια πολεμική τέχνη και ο χώρος, όπου αυτή περιβλήθηκε το κύρος της στρατηγικής ορθοδοξίας, ήταν μια Ευρώπη 5 ή 6 μεγάλων Δυνάμεων, οι όποιες βρίσκονταν μεταξύ τους σε σχέσεις τεταμένης ισορροπίας και διεξήγαν τους πολέμους τους με βάση μεγασυστήματα, όπως αεροπλανοφόρα, ενώ κάθε νέα εφεύρεση φτηνών και αποτελεσματικών μέσων εξουδετέρωσης των περίπλοκων επικοινωνιακών συστημάτων ενισχύει τη θέση των φτωχότερων και πιο ανίσχυρων απέναντι στους πλουσιότερους και ισχυρότερους. Προς την ίδια κατεύθυνση επιδρά η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν εξέδρες χαμηλής τεχνολογίας (π.χ. φορτηγά αυτοκίνητα) για την εξαπόλυση πυρών υψηλής τεχνολογίας, όπως επίσης και η σχετικά ολιγοέξοδη μετατροπή παλαιότερων όπλων σε «έξυπνα» όπλα.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις και σκέψεις διόλου δεν σημαίνουν ότι η νεώτατη, η μεταπυρηνική τεχνολογία και η «νέα στρατιωτική επανάσταση» δεν θα επιφέρουν σημαντικές, ενδεχομένως και δραστικές αλλαγές στη διεξαγωγή των μελλοντικών πολέμων. Στο θεωρητικό επίπεδο σημαίνουν ότι οι κεντρικές έννοιες της κλασσικής θεωρίας του πολέμου διατηρούν πλήρως την ισχύ τους και υπό τις νέες συνθήκες, ότι δηλαδή ο πόλεμος θα συνεχίζει να χαρακτηρίζεται ουσιωδώς από το φαινόμενο της «τριβής» και θα παραμείνει «το πεδίο της σύμπτωσης»- και στο επίπεδο της πρακτικής στρατηγικής σημαίνουν ότι, όντας πάντοτε «χαμαιλέων», ο πραγματικός πόλεμος δεν θα ενταχθεί στο καθαρό σχήμα της τεχνολογικής του ουτοπίας, αλλά θα κινείται συνάμα σε περισσότερα επίπεδα και θα περιέχει ποικίλα στοιχεία, «αρχέγονα» και «υπερσύγχρονα». Έτσι, καμμία εξέλιξη δεν είναι αναπόδραστη και καμμία δεν αποκλείεται εκ των προτέρων. Ποτέ δύο εμπόλεμοι δεν είναι οι ίδιοι και ποτέ δύο ιστορικές περιπτώσεις ή καταστάσεις δεν είναι απόλυτα όμοιες. Από την υφή της εκάστοτε συγκεκριμένης κατάστασης και από τις συναφείς, «ορθές» ή «εσφαλμένες» αποφάσεις των δρώντων υποκειμένων θα εξαρτάται σε ποια δοσολογία θα αναμιγνύονται μεταξύ τους τα στοιχεία του πολέμου. Ακόμα και η σχέση ανάμεσα σε υψηλή εκτεχνίκευση και σε μαζικότητα των ενόπλων δυνάμεων διόλου δεν είναι παντού και πάντα μονοσήμαντη ή αναγκαία. In abstracto δημιουργείται η εντύπωση ότι η εκτεχνίκευση συνεπάγεται την κατάργηση των μαζικών στρατών, δηλαδή την αντικατάσταση τους από ολιγάριθμους και επαγγελματικούς, επανδρωμένους με επίλεκτους «ράμπο», που με τον ατομικό τους υπερεξοπλισμό και με τη στήριξη ενός ευρύτατου επικοινωνιακού και λογιστικού δικτύου θα δρουν ακαριαία, αφήνοντας βέβαια πλέον τον πρώτο ρόλο στην αεροπορία. Πράγματι, είναι προφανές ότι όσο αυξάνεται ή παραγωγικότητα, τόσο λιγότερο προσωπικό χρειάζεται – ότι δηλαδή το μαζικό έμψυχο υλικό των στρατών το υποκαθιστά η μεγαλύτερη δύναμη και ακρίβεια του πυρός. Όμως οι επαγγελματικοί στρατοί όχι μόνον δεν κοστίζουν λιγότερο, αλλά και από αριθμητική άποψη δεν είναι δυνατόν να πέσουν κάτω από ορισμένα όρια, τα οποία διόλου δεν είναι πολύ χαμηλά. Θα παραμείνουν με άλλα λόγια ευμεγέθεις στρατοί, στρατοί των περισσότερων ή λιγότερων εκατοντάδων χιλιάδων, αν θέλουν να είναι αξιόμαχοι. Η ανάγκη αυτή δεν γεννάται μόνο από την επέκταση των στρατιωτικών καθηκόντων στους τομείς της λογιστικής, της πληροφορικής κ.τ.λ. Η κλασσική αποστολή των χερσαίων δυνάμεων (και μάλιστα η ειδική αποστολή τους, γιατί τον γενικό σκοπό της εκμηδένισης του εχθρού τον συμμερίζονται με τίς αεροπορικές και τις θαλάσσιες δυνάμεις) ήταν και παραμένει η κατάληψη και κατοχή εδαφών, και αυτή απαιτεί σεβαστή αριθμητική δύναμη πλαισιωμένη με επαρκείς εφεδρείες. Ακόμα και ο απόλυτος έλεγχος του εναερίου χώρου μιας εχθρικής Δύναμης διόλου δεν αποτελεί εγγύηση νίκης, δηλαδή οριστικής κάμψης της βούλησης για αντίσταση, και επιβολής μιας ειρήνης σύμφωνης με τη βούληση τού στρατιωτικά υπέρτερου. Ο βομβαρδισμός του βοσνιακού εδάφους και ο άνετος έλεγχος του εναερίου χώρου δεν ήταν δυνατό να διασφαλίσουν την επιβολή της αμερικανικής ειρήνης πάνω στα εμπόλεμα μέρη δίχως την επιπρόσθετη διαρκή παρουσία χερσαίων δυνάμεων, μηχανοκινήτων και πεζών. Στον πόλεμο του Περσικού Κόλπου, πάλι, η υπερσύγχρονη τεχνολογία της «νέας στρατιωτικής επανάστασης» κάθε άλλο παρά κατέστησε περιττή την ενεργό παρουσία μαζικότατων χερσαίων δυνάμεων, ενώ από τα 3.000 περίπου αεροπλάνα, που βομβάρδισαν το Ιράκ, τα πλείστα ήσαν τεχνολογίας του 1960 ή 1970 και χρησιμοποίησαν σε πολύ μεγάλη έκταση βόμβες τεχνολογίας του 1950. Άλλωστε οι επιχειρήσεις έληξαν κατά τρόπο εξαιρετικά ορθόδοξο από στρατιωτική άποψη: με έναν κυκλωτικό ελιγμό και με την ανηλεή σφαγή των εγκλωβισμένων ιρακινών στρατευμάτων από ξηράς και αέρος.[1]

Από ανθρωπολογική άποψη, σκοπός της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας είναι να διαμορφωθεί η ανθρώπινη σχέση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο εχθρός να κρατηθεί σε μεγάλη απόσταση και να εξουδετερωθεί προτού διανύσει την απόσταση αυτή· γιατί, αν τη διανύσει, τότε το μαχαίρι ίσως αποδειχθεί δραστικότερο.
Από ανθρωπολογική άποψη, σκοπός της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας είναι να διαμορφωθεί η ανθρώπινη σχέση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο εχθρός να κρατηθεί σε μεγάλη απόσταση και να εξουδετερωθεί προτού διανύσει την απόσταση αυτή· γιατί, αν τη διανύσει, τότε το μαχαίρι ίσως αποδειχθεί δραστικότερο.

Τέλος, στην ουτοπία τού αμιγούς τεχνολογικού πολέμου οφείλουμε να αντιτάξουμε μια κοινοτοπία – μια κοινοτοπία τόσο σημαντική, ώστε δεν πρέπει να ορρωδεί κανείς μπροστά στην ανία της επανάληψης. Πίσω από κάθε μηχανή και κάθε τεχνική, όσο εκλεπτυσμένη και προηγμένη κι αν είναι, βρίσκεται πάντα ένας άνθρωπος- ακόμα κι αν ο άνθρωπος αυτός αποτελεί την άκρη μιας μακράς αλυσίδας, πάντως είναι η αποφασιστική άκρη, και μόλις εξουδετερωθεί, η οποιαδήποτε τεχνική παραλύει. Επί πλέον, η λειτουργία της υψηλής τεχνολογίας εξαρτάται από στοιχειώδη και απτά δεδομένα -κτηριακές εγκαταστάσεις, ενεργειακές πηγές, βοηθητικές συσκευές-, που μπορούν να καταστραφούν με απλά μέσα από ανθρώπους αποφασισμένους για όλα. Η θεμελιώδης αυτή αλήθεια λησμονείται ή παραβλέπεται εύκολα, όταν τα πάντα λειτουργούν εύρυθμα, οπότε φαίνονται να υπακούουν στην αυτόνομη λογική της τεχνολογίας- όμως η παραμικρή διαταραχή της εύρυθμης λειτουργίας των μηχανών και των μηχανισμών κάνει προφανές ότι ο πόλεμος -εξίσου όπως η οικονομία και η πολιτική ή η θρησκεία και ή τέχνη- είναι ως εκ της ουσίας του σχέση ανθρώπων και η έκβαση του διαμορφώνεται μέσα από τη διαμόρφωση μιας σχέσης μεταξύ ανθρώπων. Από ανθρωπολογική άποψη, σκοπός της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας είναι να διαμορφωθεί η ανθρώπινη σχέση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο εχθρός να κρατηθεί σε μεγάλη απόσταση και να εξουδετερωθεί προτού διανύσει την απόσταση αυτή· γιατί, αν τη διανύσει, τότε το μαχαίρι ίσως αποδειχθεί δραστικότερο. Και κάτι ακόμα φιλοδοξεί η υψηλή τεχνολογία: να μετατρέψει τον πόλεμο σε τεχνική διαδικασία, βγάζοντας τον από το πεδίο των πολιτικών και ψυχολογικών παραγόντων ή επιρροών. Όμως ούτε αυτό πρόκειται να συμβεί ποτέ. Κάθε μέσο της πολεμικής τεχνολογίας χρησιμοποιείται μέσα σε μια συγκεκριμένη γενικότερη κατάσταση, από την οποία εξαρτάται ο τρόπος και η έκταση της χρήσης του. O συνολικός συσχετισμός των δυνάμεων δεν συμπίπτει με τον συσχετισμό του εκατέρωθεν τεχνικού δυναμικού, αλλά προκύπτει όταν στην πλάστιγγα ριφθούν και μεγέθη ενίοτε ασύλληπτα δια γυμνού οφθαλμού. Είναι τα «ηθικά μεγέθη», για τα οποία μίλησε ο Clausewitz αντικρούοντας τη γεωμετρική αντίληψη περί πολέμου. Τα ίδια επιχειρήματα ισχύουν σήμερα πλήρως εναντίον της ουτοπίας του αμιγούς τεχνολογικού πολέμου.

***

[1] Τα θύματα της σφαγής αυτής ήσαν περισσότερα από 100.000. Βεβαίως, τα κατά άλλα λαλίστατα δυτικά τηλεοπτικά δίκτυα ουσιαστικά την αποσιώπησαν, και αν η ιστορία γραφεί με βάση τα δεδομένα τους, τότε ο πόλεμος του Κόλπου θα περάσει στη μνήμη των επιγιγνομένων ως εκείνος που, χάρη στην υπερσύγχρονη τεχνολογία, δεν στοίχισε παραπάνω από 200 περίπου ανθρώπινες ζωές.

(Εμφανιστηκε 1,808 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.