31 Δεκεμβρίου 2019 at 13:56

Θάνος Μικρούτσικος – Με τρομάζουν 80 χιλιάδες άτομα που συνδιασκεδάζουν

από

“Με τρομάζουν 80 χιλιάδες άτομα που συνδιασκεδάζουν”

συνέντευξη με τον Θάνο Μικρούτσικο

«Η επικοινωνία του κόσμου με τη μουσική δεν γίνεται μέσα απ’ ό,τι λέμε λαϊκό, αλλά λαϊκίστικο. Και τα κόμματα, δεν είναι αμέτοχα σ’ όλη αυτή την νοοτροπία, που οδηγεί τελικά σε μια πολιτιστική υποβάθμιση. Κι αυτό, γιατί υιοθετούν αυτού του είδους την ψυχαγωγία για να επικοινωνήσουν με τις μάζες, αφού, όπως αποδεικνύεται, ο άλλος δρόμος — της διεύρυνσης των αναγκών του κοινού — τους είναι δύσκολος».

—           Πως θα χειραγωγήσουν τα κόμματα τη μουσική αισθητική υποβάθμιση του λαού, αν δεχθούμε πως περνάμε μια τέτοια φάση;

«Διευρύνοντας την γνώση κι όχι χαϊδεύοντας τον λαό, κι αφήνοντάς τον να επαναλαμβάνει παλιές φόρμες. Αυτή είναι η ιδεολογία της άρχουσας τάξης, που υιοθετείται μ’ αυτό τον τρόπο».

—           Δηλαδή;

«Διασκεδάστε ελληνικά με τις… κομπανίες».

—           Κι εσύ πως αντιδράς;

«Απαντώ, με το Αραπιά για λίγο πάψε να κτυπάς το σπαθί».

—           Απαντάς σ’ ό,τι χαρακτηρίζεται σαν παράδοση;

«Για την γενιά μου, παράδοση δεν σημαίνει αυτό που σήμαινε πριν 30 χρόνια. Παράδοση για μένα είναι ό,τι αγάπησα. Και ο Μπετόβεν κι ο Μότσαρτ κι οι Μπητλς, όλ’ αυτά που σέρνω μέσα μου και που βγαίνουν, όπως βγαίνει και η βυζαντινή μουσική που άκουγα μικρός στην εκκλησία».

—           Υπάρχει όμως και το αίτημα για μια ελληνικότητα σ’ όλες τις μορφές της τέχνης.

«Προσωπικά πιστεύω σε μια παγκόσμια μουσική γλώσσα, που όμως έχει την ελληνική της ιδιαιτερότητα, αφού γίνεται από Έλληνα συνθέτη και περιέχει τα στοιχεία και την ιδιοσυγκρασία του χώρου μας. Αυτό που δεν δέχομαι είναι πως η μουσική μας αρχίζει από το κλαρίνο και τελειώνει στο ρεμπέτικο.

—       Ίσως είναι μια υπερβολή που στοχεύει στην αντίστασή μας στην εισβολή του ξένου τραγουδιού.

«Η καταπολέμηση του ξένου έργου προσπαθεί να καλύψει την τομή που υπάρχει μεταξύ του προοδευτικού έργου τέχνης και του αντιδραστικού, ανεξάρτητα εθνικότητας».

—           Πες μας για τον δίσκο σου, πάνω στους ποιητές, Καβάφη και Παπαγεωργίου.

«Τον Καβάφη, τον είχα αντιληφθεί σ’ ένα άλλο χώρο, μουσικής αβανγκάρντ, αλλά τελικά, προσανατολίστηκα σε μια άλλη κατεύθυνση μετά από πρόταση του Βέλγου σκηνοθέτη Ανρί Ρονς, για μια παράσταση του Νουβό Τεάτρ των Βρυξελλών, για τον Καβάφη. Μερικοί, λένε πως πρόκειται για ληντ, εγώ, έχω να πω πως τα τραγούδια του Γέρου της Αλεξάνδρειας δεν τραγουδιούνται, αλλά ακούγονται. Το ίδιο νομίζω και η Ιχνογραφία του Κώστα Παπαγεωργίου».

—           Που μελοποιείται, απ’ ό,τι ξέρουμε, για πρώτη φορά.

«Ο Παπαγεωργίου, ανήκει όπως κι εγώ στην τρίτη μεταπολεμική γενιά, εκείνη του ’70. Οι εικόνες της ποίησής του έχουν τέτοια μουσικότητα, που τελικά, εγώ έκανα απλή μετάφραση στη μουσική».

—           Γιατί λες πως δεν τραγουδιέται ο δίσκος αλλά ακούγεται. «Έτσι είναι, ακριβώς όπως το λέω. Γι’ αυτό και δεν θα έχει εμπορική επιτυχία».

—           Πώς το προεξοφλείς;

«Σήμερα, με τους αγχωτικούς ρυθμούς της ζωής, ο κόσμος συμπεριφέρεται αγχωτικά και στην σχέση του με το τραγούδι. Ακούει, κάνοντας συγχρόνως κι άλλες δουλειές».

—           Είναι κακό αυτό;

«Μα όπως στο θέατρο δεν πάμε με το πλεκτό μας, το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε κι όταν ακούμε ένα δίσκο που δεν τραγουδιέται».

—           Ο κόσμος όμως έχει ανάγκη να τραγουδήσει.

«Δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου αυτό το είδος του τραγουδιού, χωρίς να υποτιμώ την ανάγκη του κόσμου να διασκεδάσει. Βέβαια, με τρομάζουν τα 80 χιλιάδες άτομα που συνδιασκεδάζουν».

—           Σου φαίνεται «φτιαχτό» το φαινόμενο της πολυπληθούς συνδιασκέδασης;

«Με εντυπωσιάζει το γεγονός πως, με την πρώτη πενιά, σηκώνονται όλοι να χορέψουν. Να χορέψουν οι άνθρωποι και να τραγουδήσουν, σ’ ένα κλειστό χώρο, αφού φάνε και πιουν, είναι κάτι αυθόρμητο. Έρχεται από μόνο του. Εδώ, φοβάμαι πως υπάρχει ένα καναλιζάρισμα προς αυτή την κατεύθυνση».

—           Είσαι αντίθετος απ’ ό,τι φαίνεται, στο καλοκαιρινό φαινόμενο των συναυλιών.

«Είμαι αντίθετος, όχι γιατί υπάρχουν αυτού του είδους οι εκδηλώσεις, αλλά γιατί μεγεθύνονται σε σημείο που να κάνουν την υπόλοιπη μουσική μας ζωή, από υποβαθμισμένη έως ανύπαρκτη. Να μας κάνουν να ξεχνάμε πως η ΚΟΑ δεν εργάζεται».

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το βιβλίο Ο Τελευταίος Ρομαντικός, εκδ. Τέχνη & Λόγος, 1988.

(Εμφανιστηκε 597 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.