2 Ιανουαρίου 2018 at 09:57

Ο Πικάσο για τους συναδέλφους του – από τον Ελ Γκρέκο μέχρι τον Σεζάν

από

Ο Πικάσο για τους συναδέλφους του – από τον Ελ Γκρέκο μέχρι τον Σεζάν

Στο βιβλίο Pablo Picasso – Σκέψεις για την Τέχνη (εκδ. Printa, 2002), συγκεντρώνονται σκέψεις του Πικάσο για διάφορα θέματα, περισυλλεγμένες από συνεντεύξεις και συζητήσεις του ζωγράφου στη διάρκεια πολλών ετών. Εδώ διαλέγουμε τις σκέψεις του για άλλους ζωγράφους, όπως βρίσκονται κυρίως στο κεφάλαιο «Οι συνάδελφοι», αλλά και αλλού.

Βαν Γκογκ

Στην εποχή μας βρισκόμαστε στη δυσάρεστη κατάσταση να μην ισχύει πια καμία τάξη πραγμάτων ούτε να διαθέτουμε καλλιτεχνικό κανόνα που να επιβάλλει ορισμένες αρχές στην καλλιτεχνική παραγωγή. Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Αιγύπτιοι είχαν τις δικές τους αρχές. Από τον καλλιτεχνικό κανόνα που καθόριζαν οι αρχές αυτές δεν μπορούσε να ξεφύγει κανείς, γιατί το λεγόμενο Ωραίο περιεχόταν σ’ αυτές εξ ορισμού. Από τη στιγμή όμως που η τέχνη έχασε την επαφή της με την παράδοση κι εκείνη η χειραφέτηση που έφερε ο Ιμπρεσιονισμός επέτρεψε στον κάθε ζωγράφο να κάνει ό,τι θέλει, απ’ τη στιγμή εκείνη είχε έλθει το τέλος της ζωγραφικής. Από τη στιγμή που έγινε αποδεκτό ότι το συναίσθημα και η συγκίνηση του ζωγράφου είναι το παν και ότι ο καθένας μπορεί να δημιουργεί εκ νέου τη ζωγραφική, έτσι όπως αυτός την κατανοεί, όποια κι αν είναι η αφετηρία του, απ’ τη στιγμή εκείνη έπαψε πια να υπάρχει ζωγραφική. Συνέχισαν να υπάρχουν μόνον άτομα. Η γλυπτική πέθανε κι αυτή με τον ίδιο τρόπο.

Ξεκινώντας από τον Βαν Γκογκ, όλοι μας, όσο μεγάλοι ζωγράφοι κι αν θεωρούμαστε, είμαστε έως ένα βαθμό αυτοδίδακτοι, θα μπορούσε σχεδόν να πει κανείς ότι είμαστε ναίφ ζωγράφοι. Οι ζωγράφοι δεν ζουν πια μέσα στο πλαίσιο μίας παράδοσης κι έτσι ο καθένας μας οφείλει ν’ ανακαλύψει εξαρχής όλα τα εκφραστικά του μέσα. Κάθε μοντέρνος ζωγράφος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να εφεύρει αυτή τη γλώσσα από το Α ως το Ω. Κανένα κριτήριο δεν μπορεί να ισχύσει a priori στην περίπτωσή του, γιατί δεν πιστεύουμε πια σε αυστηρά καθορισμένα μέτρα. Υπό μίαν έννοια αυτό συνιστά απελευθέρωση, ταυτοχρόνως όμως είναι κι ένας απίστευτος περιορισμός, γιατί όταν αρχίζει να εκφράζεται η ατομικότητα του καλλιτέχνη, τότε αυτός χάνει στο επίπεδο της οργάνωσης ό,τι κερδίζει στο επίπεδο της ελευθερίας. Κι όταν δεν είσαι πια σε θέση να υποτάξεις τον εαυτό σου σε κάποια οργάνωση, τότε έχεις κατά βάση ένα σοβαρό μειονέκτημα.

*

Ο Σεζάν και ο Βαν Γκογκ ούτε μία στιγμή δεν είχαν σκοπό να φτιάξουν αυτό που εμείς σήμερα βλέπουμε στο έργο τους. Ήθελαν μόνο να είναι πιστοί σ’ αυτό που έβλεπαν. Κατέβαλαν γι’ αυτό πολύ μεγάλες προσπάθειες και όλα αυτά που ζωγράφισαν τόσο όμορφα, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, τα έκαναν έτσι, μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούσαν να τα κάνουν αλλιώς, κι έτσι έγιναν Σεζάν και Βαν Γκογκ.

*

Δεν μπορούμε να εναντιωθούμε στη φύση. Είναι πιο δυνατή και από τον πιο δυνατό άνθρωπο! Έχουμε κάθε συμφέρον να τα πηγαίνουμε καλά μαζί της. Μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας κάποιες ελευθερίες, μόνο όσον αφορά στις λεπτομέρειες, όμως. Αυτό που ελκύει τόσο πολύ το ενδιαφέρον μας πάνω της, είναι η ανησυχία του Σεζάν: αυτή είναι η διδαχή του Σεζάν! Και τα βάσανα του Βαν Γκογκ – αυτά είναι το αληθινό δράμα του ανθρώπου! Όλα τ’ άλλα είναι ψέματα.

*

Ραφαήλ

Λέγεται για μένα ότι ζωγραφίζω καλύτερα από τον Ραφαήλ, και πιθανώς να ισχύει αυτό. Μπορεί να ζωγραφίζω καλύτερα, αλλά ακόμη κι αν ζωγραφίζω το ίδιο καλά με τον Ραφαήλ, έχω τουλάχιστον το δικαίωμα να επιλέξω το δρόμο μου μόνος μου και θα ’πρεπε να μου αναγνωρίζουν αυτό το δικαίωμα. Κι όμως, μου το αρνούνται…

*

Μιχαήλ Άγγελος

Λατρεύω να χάνομαι απορροφημένος στο έργο του Μιχαήλ Αγγέλου, όπως σε μια πλούσια και τεράστια οροσειρά.

*

Φανταστείτε τον Μιχαήλ Άγγελο να πηγαίνει να φάει σε κάποιους φίλους του και αυτοί να τον υποδέχονται λέγοντάς του: «Μόλις παραγγείλαμε να μας ετοιμάσουν έναν πολύ ωραίο μπουφέ σε στυλ Αναγέννησης, εμπνευσμένο από τον “Μωυσή” σας!». Θα βλέπατε τότε τα μούτρα του Μιχαήλ Αγγέλου!

*

Βελάσκεθ και Ρούμπενς

Ο Βελάσκεθ μάς κληροδότησε την άποψή του για τους ανθρώπους της εποχής του. Σίγουρα ήταν διαφορετικοί απ’ ό,τι τους ζωγράφισε, ωστόσο δεν μπορούμε να φανταστούμε κανέναν άλλο Φίλιππο Δ’, εκτός από εκείνον που ζωγράφισε ο Βελάσκεθ. Ο Ρούμπενς ζωγράφισε και αυτός ένα πορτρέτο του ίδιου βασιλιά, αλλά στο πορτρέτο του Ρούμπενς φαίνεται ν’ απεικονίζεται ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Πιστεύουμε τον Φίλιππο του Βελάσκεθ, γιατί αυτός μας πείθει για το δικαίωμά του στην εξουσία.

*

Γκρέκο

Έχω ήδη δει κάποια από τα έργα του Γκρέκο, τα οποία με συγκλόνισαν βαθύτατα… Τότε ήταν που αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στο Τολέδο, και αυτό μου άφησε μια πολύ έντονη εντύπωση… Αν τα πρόσωπα της Γαλάζιας περιόδου μου έχουν κάποια ιδιαίτερη πλαστικότητα, τότε μάλλον αυτό το οφείλουν στην επιρροή που άσκησε πάνω μου ο Γκρέκο.

*

Αυτό που μου αρέσει πραγματικά στον Γκρέκο, είναι τα πορτρέτα του. Αυτοί οι κύριοι με τα μυτερά γενάκια. Οι θρησκευτικοί του πίνακες – η Παρθένος, η Αγία Τριάδα – είναι πολύ ιταλικοί, καθαρά διακοσμητικοί. Ενώ τα πορτρέτα! Γι’ αυτό άλλωστε προτιμώ τους Γερμανούς ζωγράφους από τους Ιταλούς. Αυτοί, τουλάχιστον, ήταν ρεαλιστές.

*

Ντελακρουά

Πικάσο: Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε, άραγε, ο Ντελακρουά αν έβλεπε αυτούς τους πίνακες (Les Femmes d’ Alger).

Daniel Henry Kahnweiler: Νομίζω ότι θα καταλάβαινε.

Πικάσο: Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ. Θα του έλεγα: «Σκέφτεστε τον Ρούμπενς, και κάνετε Ντελακρουά. Έτσι κι εγώ, σκέφτομαι εσάς και κάνω κάτι διαφορετικό».

*

Σεζάν

Αυτό που έκανε ο Σεζάν με την πραγματικότητα, ήταν πολύ πιο προοδευτικό απ’ ό,τι η ατμομηχανή.

*

Δεν είμαστε αρκετά προσεκτικοί. Ο Σεζάν είναι Σεζάν, γιατί παρατηρεί με ακρίβεια τι έχει μπροστά του, όταν στέκεται μπροστά από ένα δέντρο. Παρατηρεί αδιάκοπα, όπως ο κυνηγός το θήραμά του… Ένας πίνακας συχνά δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυτό… Πρέπει να βάλουμε μέσα ολόκληρη την προσοχή μας…

*

Αν γνωρίζω τον Σεζάν! Είναι ο ένας και μοναδικός μου δάσκαλος! Νομίζετε ότι απλώς έχω δει τους πίνακές του… Έχω περάσει χρόνια και χρόνια μελετώντας τους… Ο Σεζάν! Ήταν σαν πατέρας όλων μας! Αυτός μας προστάτευε…

*

Τιντορέτο και Σεζάν

Υπάρχει το εξής μεγαλειώδες στη σύγχρονη τέχνη. Ένας ζωγράφος σαν τον Τιντορέτο ξεκινά τον πίνακά του, συνεχίζει να δουλεύει πάνω σ’ αυτόν και στο τέλος, όταν καλύψει ολόκληρο το καναβάτσο, ο πίνακας είναι έτοιμος.

Ας πάρουμε, απεναντίας, έναν πίνακα του Σεζάν (αυτό φαίνεται ακόμη καλύτερα στις ακουαρέλες του): μόλις βάλει μια πινελιά, υπάρχει ήδη πίνακας.

Λεζέ και Ματίς

Ο Λεζέ βάζει τα χρώματά του στην απαραίτητη ποσότητα κι έτσι όλα εκπέμπουν την ίδια ακτινοβολία. Μπορεί να μην υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο σ’ αυτό, αλλά ενδέχεται να στεκόμαστε μία ολόκληρη ώρα μπροστά σε έναν πίνακά του και να μη συμβεί τίποτε, μετά το σοκ που νιώσαμε τις πρώτες στιγμές. Στο έργο του Ματίς αντίθετα, οι δονήσεις τις οποίες προκαλεί ο συνδυασμός ενός ορισμένου βιολετί με ένα ορισμένο πράσινο, φτιάχνουν ένα τρίτο χρώμα. Αυτό είναι ζωγραφική. Όταν ο Ματίς σχεδιάζει μία γραμμή πάνω σ’ ένα κομμάτι λευκό χαρτί, αυτή δεν μένει μια απλή γραμμή, γίνεται κάτι περισσότερο. Είναι κάτι σαν μεταμόρφωση κάθε επιμέρους στοιχείου, η οποία δημιουργεί το Όλον. Όταν ο Λεζέ σχεδιάζει μία γραμμή, αυτή μένει για πάντα αυτό και μόνο: μία γραμμή πάνω σ’ ένα λευκό κομμάτι χαρτί.

*

Ματίς

Ο Ματίς έχει γερά πνευμόνια. Και μ’ αυτό εννοώ τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί το χρώμα. Αν βρούμε στο έργο του Ματίς τρεις τόνους που είναι κοντά ο ένας στον άλλο (ας πούμε πράσινο, βιολετί και τυρκουάζ), θα διαπιστώσουμε ότι ο συνδυασμός τους προκαλεί ένα άλλο χρώμα, το οποίο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το χρώμα. Είναι η γλώσσα των χρωμάτων, όπως λέμε. Ο Ματίς έλεγε: «Πρέπει να αφήνουμε σε κάθε χρώμα ένα περιθώριο επέκτασης». Στο σημείο αυτό συμφωνώ απόλυτα μαζί του. Το χρώμα, δηλαδή, είναι κάτι που εκτείνεται πέρα απ’ τα όριά του. Αν περιορίσεις, ας πούμε, το χρώμα στο εσωτερικό μιας τεθλασμένης μαύρης γραμμής, το καταστρέφεις, τουλάχιστον από τη σκοπιά της γλώσσας των χρωμάτων, γιατί του αφαιρείς τις δυνατότητες επέκτασης. Δεν είναι απαραίτητο να εμφανίζεται ένα χρώμα μέσα στο περίγραμμα μιας συγκεκριμένης μορφής. Δεν είναι καν επιθυμητό κάτι τέτοιο. Αντίθετα, εκείνο που είναι σημαντικό, είναι η δυνατότητά του να επεκτείνεται. Μόλις φτάσει σ’ ένα σημείο, που είναι έστω και λίγο πιο πέρα από τα όριά του, δρα αμέσως αυτή η δύναμη επέκτασης και προκύπτει αυτόματα ένα είδος ουδέτερης ζώνης, στην οποία θα εισχωρήσει και το γειτονικό χρώμα, όταν κι αυτό φτάσει στα όρια της δικής του επέκτασης. Τη στιγμή εκείνη μπορούμε να πούμε ότι το χρώμα αναπνέει. Έτσι ζωγραφίζει ο Ματίς και γι’ αυτό είπα: «Ο Ματίς έχει γερά πνευμόνια».

*

Ο Ματίς ζωγραφίζει κάτι, μετά το αντιγράφει… Το αντιγράφει πέντε, δέκα φορές, αφαιρώντας κάθε φορά τις περιττές γραμμές… Είναι πεπεισμένος ότι το τελευταίο σχέδιο, το πιο απλοποιημένο, θα είναι και το καλύτερο, το πιο καθαρό, το πιο καθοριστικό. Συνήθως όμως, το καλύτερο σχέδιο ήταν το πρώτο… Όσον αφορά στο σχέδιο, τίποτα δεν είναι καλύτερο από την πρώτη απόπειρα.

*

Δεν τον βλέπω συχνά τον Ματίς. Έχω ακούσει ότι είναι άρρωστος, φοβάμαι μήπως τον ενοχλήσω, δουλεύει πάντοτε σκληρά. Ο Ματίς όμως ξέρει ότι δεν μπορώ να μην τον σκέφτομαι. Ανάμεσά μας υπάρχει το κοινό μας έργο για τη ζωγραφική: ό,τι και να κάνουμε, αυτό το έργο μάς ενώνει.

*

Μπονάρ και Ματίς

Όταν ο Μπονάρ ζωγραφίζει έναν ουρανό, τον ζωγραφίζει αρχικά με μπλε, όπως περίπου φαίνεται ο ουρανός. Στη συνέχεια τον παρατηρεί κάπως περισσότερο και ανακαλύπτει και λίγο βιολετί μέσα του, προσθέτει λοιπόν μια ή δύο πινελιές βιολετί, έτσι για σιγουριά. Έπειτα βλέπει ότι ο ουρανός έχει μάλλον και λίγο ροζ. Γιατί να μη βάλει λοιπόν και λίγο ροζ; Το αποτέλεσμα είναι ένα ποτ πουρί αναποφασιστικότητας.

Αν κοιτάξει για αρκετή ώρα, θα φτάσει στο σημείο να προσθέσει και λίγο κίτρινο, αντί ν’ αποφασίσει επιτέλους πώς πρέπει να δείχνει ο ουρανός. Έτσι όμως δεν μπορούμε να ζωγραφίζουμε. Η ζωγραφική δεν είναι ζήτημα ευαισθησίας. Το ζήτημα εδώ είναι να σφετεριστούμε την εξουσία της φύσης, να της πάρουμε τη δύναμη και όχι να περιμένουμε απ’ αυτήν να μας δώσει πληροφορίες και καλές συμβουλές. Γι’ αυτό μ’ αρέσει ο Ματίς. Ο Ματίς έχει πάντα την ικανότητα να σκέφτεται καλά πριν καταλήξει στην επιλογή των χρωμάτων του. Ανεξάρτητα από το αν παραμένει κοντά στη φύση ή αν απομακρύνεται απ’ αυτή, έχει πάντοτε την ικανότητα να γεμίζει πλήρως μία επιφάνεια με ένα και μοναδικό χρώμα, απλώς και μόνο γιατί αυτό ταιριάζει με τα υπόλοιπα χρώματα του πίνακα και όχι επειδή ο ίδιος διαθέτει κάποια ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη αίσθηση της πραγματικότητας. Όταν ο Ματίς πιστεύει ότι ο ουρανός πρέπει να είναι κόκκινος, βάζει ένα αυθεντικό κόκκινο και τίποτε άλλο, πράγμα που είναι απολύτως σωστό, γιατί και το ανοίκειο των υπολοίπων χρωμάτων του πίνακα θα το εναρμονίσει με αυτό το κόκκινο. Θα μεταγράψει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του πίνακα σε μια αρκούντως ισχυρή χρωματική κλίμακα και, στο τέλος, η συμφωνία όλων των χρωμάτων θα καταστήσει περισσότερο αισθητή την ένταση του κόκκινου. Έτσι, λοιπόν, η συνολική χρωματική κλίμακα της σύνθεσης είναι αυτή που επιτρέπει την εκκεντρικότητα. Ο Βαν Γκογκ υπήρξε ο πρώτος που μας αποκάλυψε αυτό το πεδίο εντάσεων. «Στήνω ένα κίτρινο» έλεγε.

Βλέπουμε, για παράδειγμα, ένα χωράφι με στάχυα. Στην πραγματικότητα δεν μπορείς να πεις ότι είναι καθαρό κίτρινο. Από τη στιγμή που ένας ζωγράφος βάλει στο μυαλό του να καθορίζει μόνος του, αυθαίρετα, τα χρώματά του, και χρησιμοποιήσει ένα χρώμα το οποίο δεν βρίσκεται μέσα στην παλέτα της φύσης αλλά έξω απ’ αυτήν, τότε θα χρησιμοποιήσει και για τα υπόλοιπα τμήματα του πίνακα χρώματα και συνδυασμούς που έχουν απαλλαγεί από τον ζουρλομανδύα της φύσης. Και αυτό ακριβώς κάνει έναν ζωγράφο ενδιαφέροντα. Και μ’ ενοχλεί το γεγονός ότι ο Μπονάρ δεν είναι ενδιαφέρων. Δεν θα ’θελα να με αγγίζει συναισθηματικά ο Μπονάρ.

Ο Μπονάρ στην πραγματικότητα δεν είναι καν σύγχρονος ζωγράφος: υποτάσσεται στη φύση, δεν την υπερβαίνει ποτέ. Στο έργο του Ματίς το γεγονός της υπέρβασης της φύσης είναι απόλυτα εμφανές. Ο Μπονάρ δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας Νεο-ιμπρεσσιονιστής ανάμεσα σε άλλους Νεο-ιμπρεσσιονιστές. Είναι ένας decadent[1]. Βρίσκεται στο τέρμα μίας εξέλιξης, όχι στο ξεκίνημα μίας νέας. Το γεγονός ότι, ενδεχομένως, διαθέτει κάπως μεγαλύτερη ευαισθησία απ’ ό,τι μερικοί άλλοι ζωγράφοι, το βλέπω ως ένα επιπλέον ελάττωμά του. Αυτή η υπερβολική δόση ευαισθησίας τον κάνει να γοητεύεται από πράγματα τα οποία απλώς δεν θα έπρεπε να γοητεύουν.

Κάτι ακόμη με κάνει να είμαι εναντίον του Μπονάρ: ο τρόπος με τον οποίο γεμίζει την επιφάνεια του πίνακα, σαν να πρόκειται για ενιαίο χρωματικό πεδίο, μ’ ένα είδος τρέμουλου μόλις και μετά βίας αντιληπτού, πινελιά προς πινελιά, εκατοστό προς εκατοστό, χωρίς, όμως, οποιαδήποτε αντίθεση. Ποτέ δεν τοποθετεί μαύρο απέναντι σε άσπρο, τετράγωνο απέναντι σε κύκλο, γωνία απέναντι σε καμπύλη. Είναι μια επιφάνεια πλήρως ενορχηστρωμένη, δομημένη κατά τρόπο ώστε να λειτουργεί ως οργανικό σύνολο, χωρίς όμως ούτε μία στιγμή να μας ξαφνιάζει η παραφωνία μιας έντονης αντίθεσης.

Σαγκάλ

Όταν πεθάνει ο Ματίς, ο Σαγκάλ θα είναι ο μόνος εναπομείνας ζωγράφος ο οποίος θα εξακολουθεί να γνωρίζει τι σημαίνει χρώμα. Δεν τρελαίνομαι ακριβώς για τους κόκορες και τα γαϊδουράκια του, για τα ιπτάμενα βιολιά και ολόκληρο το φολκλόρ, τους πίνακές του ωστόσο τους ζωγραφίζει πραγματικά, δεν τους μουντζουρώνει απλώς. Μερικοί από τους τελευταίους πίνακές του, αυτοί που ζωγράφισε στη Vence[2], μ’ έπεισαν για το ότι, μετά από τον Ρενουάρ, δεν υπήρξε κανένας άλλος με τέτοια αίσθηση του φωτός, όπως ο Σαγκάλ.

[1] decadent: παρακμιακός ή παρηκμασμένος.

[2] Vence: Μικρή πόλη της Νότιας Γαλλίας κοντά στη Νίκαια.

 

(Εμφανιστηκε 663 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.