12 Ιουνίου 2019 at 12:37

Κώστας Καρυωτάκης: «Δεν έχομεν ανάγκην νέων πόρων. Έχομεν ανάγκην χρηστής διοικήσεως».

από

Κώστας Καρυωτάκης: «Δεν έχομεν ανάγκην νέων πόρων. Έχομεν ανάγκην χρηστής διοικήσεως».

Το πρώτο κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι απόσπασμα από άρθρο με τον τίτλο «Ανάγκη χρηστότητος». Το δεύτερο, από πεζογράφημα τιτλοφορημένο (τόσο σημαδιακά) «Κάθαρσις». Και τα δυο γράφτηκαν απ’ τον Κ.Γ. Καρυωτάκη. Τον Φεβρουάριο και τον Μάιο του 1928. Ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή, ύστερ’ από δυο απανωτές δικτατορίες – του Παγκάλου (Ιούνιος 1925 – Αύγουστος 1926) και του Κονδύλη (1926), που τις διαδέχθηκαν η Οικουμενική Κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Αλ. Ζαΐμη (και που ψήφισε το Σύνταγμα του 1927) και κυβέρνηση συνεργασίας, μ’ επικεφαλής τον Ζαΐμη πάλι. Το άρθρο «Ανάγκη χρηστότητος» δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ελληνική (8.2.1928), όταν ο Καρυωτάκης, εισηγητής στο Υπουργείο Προνοίας και δραστήριος συνδικαλιστής, ήταν Γεν. Γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών. Εκδόθηκε σε τομίδιο, με εισαγωγή και σχόλια του καθηγητή Γιάννη Παπακώστα (Φιλιππότης, 1988). Η «Κάθαρσις» περιέχεται στα Ευρισκόμενα του Καρυωτάκη, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, 1966, τόμ. Β’,σελ.46-47.

Το κείμενο του Κώστα Καρυωτάκη κλείνει με την -επίκαιρη- φράση: «Δεν έχομεν ανάγκην νέων πόρων. Έχομεν ανάγκην χρηστής διοικήσεως».[1]

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στο κέντρο)
Ο Κώστας Καρυωτάκης (στο κέντρο)

[…]

«…Οι μετέχοντες εις την Κυβέρνησιν διανέμουν μεταξύ των, αναλόγως της πολιτικής των ισχύος, ωσάν να επρόκειτο περί πατρικής των κληρονομίας, όλας τας θέσεις, από των πρεσβευτών και των νομαρχών μέχρι των θέσεων των ιερέων του Α Νεκροταφείου, και τας προσφέρουν εις τους οπαδούς των εις αντάλλαγμα αμφιβόλων υπηρεσιών.

Εις την ατμόσφαιραν αυτήν του κομματισμού και της συναλλαγής, οι χρηστοί υπάλληλοι (σ.σ. και όλοι οι πολίτες) ασφυκτιούν. Από τας υπηρεσιακάς ενεργείας εκλείπει ολονέν περισσότερον η γενική τάσις, ο ανώτερος σκοπός. Τα προγράμματα, αι κατευθυντήριαι γραμμαί, τα εθνικά και ανθρώπινα ιδεώδη, προς τα οποία ητένιζον άλλοτε οι φορείς της κρατικής εξουσίας, είναι σήμερον λέξεις κεναί. Το πνεύμα της εποχής -ύλη και βία- πληροί τους θαλάμους των υπουργείων. Ο εις μετά τον άλλον οι ευσυνείδητοι υπάλληλοι υποχωρούν ή υποκύπτουν εις την διαφθοράν. Επί νέων βάσεων γίνεται η υπηρεσιακή αγωγή. Οι αφελείς, όσοι επίστευσαν ότι θα εργασθούν τιμίως με γνώμονα το κοινόν συμφέρον, σύμφωνα με τον όρκον που έδωσαν, πληροφορούνται ότι άλλος είναι ο προορισμός των. Σπασμωδικαί ενέργειαι, αντιφατικαί αποφάσεις, υπό την πίεσιν σήμερον του ενός και αύριον άλλου ισχυρού, ατελεύτητος σειρά χαριστικών πράξεων, διασπάθισις του δημοσίου χρήματος, ιδού το σύνηθες περιεχόμενον της κρατικής επιταγής».

Η εφημερίδα Εμπρός γράφει για το θάνατο του Καρυωτάκη.
Η εφημερίδα Εμπρός γράφει για το θάνατο του Καρυωτάκη.

[…]

«Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ (κοστούμι του) να ειπώ, “κύριε Άλφα” -παφ, παφ, παφ, παφ-, “έχετε λίγη σκόνη”.

Ύστερα, έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: “Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…”.

Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ, όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: “Δούλος σας, κύριέ μου”.

Αλλά πρώτα πρώτα, έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα μάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: “πεντακόσιες χιλιάδες”. Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: “σύμφωνος”. Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: “Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ.”.

Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.

ΚανάγιεςΙ[2]

Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.»

Δ.Τ.

Παραπομπές

[1] Τα κείμενα του Καρυωτάκη και οι σχετικές πληροφορίες είναι από εδώ: Μάριος Πλωρίτης. ΤΑ «ΜΕΤΑ» ΚΑΙ ΤΑ «ΠΑΝΤΑ». Το Βήμα, 12.4.92

[2] Κανάγιας λέγεται ο παλιάνθρωπος, ο αχρείος. [βενετικό canagia -ς]

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.

Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/

Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ

(Εμφανιστηκε 2,207 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.