Μια αφήγηση του Τσέρνομπιλ
Γράφει η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς
Απόσπασμα από το Τσέρνομπιλ, Ένα χρονικό του μέλλοντος (εκδ. Πατάκη)
«Έχω να δω χαρούμενες έγκυες γυναίκες εδώ και πολύ καιρό… Ευτυχισμένες μητέρες…
Μόλις γεννάει μια γυναίκα, το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να καλέσει τον γιατρό: “Γιατρέ, δείξτε μου το μωρό!”. Αγγίζει το κεφάλι του, το μέτωπό του, το σώμα του. Μετράει τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του… Θέλει να βεβαιωθεί: “Γιατρέ, το μωρό μου είναι κανονικό; Είναι όλα εντάξει;”. Αργότερα, της το φέρνουν να το ταΐσει. Η γυναίκα φοβάται: “Ζω κοντά στο Τσέρνομπιλ… Είχα πάει να επισκεφτώ τη μητέρα μου. Εκτέθηκα στη ραδιενεργό βροχή”.
Μου διηγούνται τους εφιάλτες τους. Η μία ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα μοσχαράκι με οκτώ πόδια, η άλλη ένα κουτάβι με κεφάλι αγριόχοιρου. Παράξενα όνειρα! Παλιότερα, οι γυναίκες δεν έκαναν τέτοια όνειρα. Ποτέ δεν είχα ακούσει τέτοια πράγματα. Και σκεφτείτε ότι είμαι μαία εδώ και τριάντα χρόνια!»
«Διδάσκω ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία στο σχολείο. Τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, ο διευθυντής του σχολείου μάς κάλεσε και μας ανακοίνωσε: “0 καθένας να φέρει αύριο μαζί του ένα φτυάρι”. Έπρεπε να απομακρύνουμε τη μολυσμένη επιφάνεια του εδάφους γύρω από τα σχολικά κτίρια. Έπειτα, θα έρχονταν στρατιώτες να στρώσουν άσφαλτο. Ρωτήσαμε: “Τι προστασία θα μας εξασφαλίσετε; Θα μας δώσετε ειδικές στολές, μάσκες;”. Η απάντηση ήταν αρνητική. “Θα πάρετε από ένα φτυάρι και θα σκάψετε”. Μόνο δύο νεαροί καθηγητές αρνήθηκαν. Όλοι οι άλλοι υπακούσαμε. Μπορεί να νιώσαμε απογοητευμένοι, αλλά έχουμε αυτή την αίσθηση του καθήκοντος που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιδιοσυγκρασίας μας. Να δίνεις το παρών εκεί όπου υπάρχει κίνδυνος – να υπερασπίζεσαι την πατρίδα. Άλλωστε, αυτό δεν ήταν που δίδασκα τόσα χρόνια στους μαθητές μου; Να είναι τολμηροί, να μπαίνουν στη φωτιά, να υπερασπίζονται την πατρίδα τους, ακόμη και να θυσιάζονται γι’ αυτήν… Η λογοτεχνία που δίδασκα δε μιλούσε για τη ζωή – πιο πολύ μιλούσε για τον πόλεμο… Σολόχοφ, Σεραφίμοβιτς, Φουρμάνοφ, Φαντέγιεβ, Μπόρις Πολεβόι. Μόνο δυο νεαροί καθηγητές αρνήθηκαν. Η νέα γενιά… Άνθρωποι διαφορετικοί από μας…
Σκάβαμε απ’ το πρωί ως το βράδυ. Όταν επιστρέψαμε σπίτι, μας φάνηκε περίεργο ότι τα μαγαζιά στην πόλη ήταν ακόμη ανοιχτά, ότι οι γυναίκες αγόραζαν καλσόν και αρώματα. Εμείς νιώθαμε πως ζούσαμε στον πόλεμο. Και περιμέναμε να δούμε ανθρώπους να στέκονται στις ουρές για να προμηθευτούν ψωμί, αλάτι και σπίρτα. Θα μου φαινόταν πολύ φυσιολογικό, αν και έχω γεννηθεί μετά τον πόλεμο. Προσπάθησα να αναλύσω τα συναισθήματα μου κι έμεινα έκπληκτη διαπιστώνοντας πόσο πολύ είχα αφομοιώσει την εμπειρία του πολέμου, αν και δεν τον είχα ζήσει ποτέ. Γνώριζα πώς να εγκαταλείψω το σπίτι μου, πώς να φύγω με τα παιδιά μου, τι θα έπαιρνα μαζί μου, τι θα έγραφα στη μητέρα μου. Κι όλα αυτά σε μια εποχή όπου η ζωή κυλούσε ομαλά και η τηλεόραση έδειχνε κωμωδίες. Ζήσαμε όμως για πολύ καιρό μέσα στον τρόμο και γνωρίζουμε πολύ καλά πώς είναι να ζεις μέσα στον τρόμο. Είναι, σαν να λέμε, το φυσικό μας περιβάλλον. Κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να μας ξεπεράσει σ’ αυτό».
«Έφτασαν φαντάροι στα χωριά και έπαιρναν τον κόσμο. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι στρατιωτικά οχήματα – θωρακισμένα φορτηγά, καμιόνια, ακόμη και ελαφριά τανκς. Ο κόσμος εγκατέλειπε τα σπίτια του υπό την πίεση των στρατιωτών. Αυτό ήταν πολύ καταθλιπτικό, ειδικά γι’ αυτούς που είχαν ζήσει τον πόλεμο.
Ακόμη καταφεύγουμε στις συγκρίσεις με τον πόλεμο. Αυτό όμως ήταν κάτι που υπερβαίνει τον πόλεμο. Τον πόλεμο μπορείς να τον κατανοήσεις… Αλλά αυτό;»
«Σαν να μην έφυγα ποτέ… Κάθε μέρα βρίσκομαι στους ίδιους δρόμους, περνώ μπροστά από τα ίδια σπίτια… Πόσο όμορφη και ειρηνική ήταν η μικρή μου πόλη! Τώρα πια έχουν μείνει μόνον οι μνήμες…
Ήταν Κυριακή κι εγώ έκανα ηλιοθεραπεία. Η μητέρα μου έτρεξε κοντά μου: “Γλυκιά μου, εξερράγη το Τσέρνομπιλ. Όλοι κρύβονται στα σπίτια τους κι εσύ κάνεις ηλιοθεραπεία!”. Γέλασα. Σαράντα χιλιόμετρα χώριζαν το Τσέρνομπιλ από τη Ναρόβλια.
Εκείνο το απόγευμα, ένα Ζιγκούλι πάρκαρε κοντά στο σπίτι μας. Ήταν μια φίλη μου με τον άντρα της. Αυτή φο ρούσε μια ρόμπα κι αυτός ένα αθλητικό φούτερ και παλιές παντόφλες. Είχαν φύγει από το Πριπιάτ μέσα από τους δασικούς δρόμους. Η αστυνομία και ο στρατός είχαν στήσει μπλόκα στους δρόμους και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να φύγει. Το πρώτο πράγμα που μου είπαν ήταν: “Πρέπει να βρούμε γάλα και βότκα. Γρήγορα!”. Η φίλη μου έλεγε συνέχεια: “Και είχαμε μόλις αγοράσει καινούρια έπιπλα – ένα ολοκαίνουριο ψυγείο. Είχα ράψει κι ένα γούνινο παλτό. Τα αφήσαμε όλα πίσω. Ίσα που προλάβαμε να σκεπάσουμε τα έπιπλα με νάιλον… Δεν κλείσαμε μάτι όλη νύχτα… Τι θα γίνει;”. Ο άντρας της προσπαθούσε να την καθησυχάσει. Περνούσαμε όλη τη μέρα μπροστά στην τηλεόραση, περιμένοντας τον Γκορμπατσόφ να κάνει δηλώσεις. Οι επίσημες αρχές τηρούσαν σιγή ιχθύος. Μόνο μετά τη γιορτή της Νίκης, αποφάσισε να μιλήσει ο Γκορμπατσόφ: “Μην ανησυχείτε, σύντροφοι. Η κατάσταση έχει τεθεί υπό έλεγχο. Δεν υπάρχει λόγος να αγωνιάτε… Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν και εργάζονται εκεί”».
«Όλα τα ζώα από τα εκκενωμένα χωριά οδηγήθηκαν στα ειδικά σημεία υποδοχής, στο περιφερειακό μας κέντρο. Οι αγελάδες, τα πρόβατα και τα γουρουνάκια έτρεχαν αλαφιασμένα, πάνω κάτω στους δρόμους. Μπορούσες να τα πιάσεις με τα χέρια. Φορτηγά μετέφεραν το κρέας από τα σφαγεία στον σιδηροδρομικό σταθμό του Καλινοβίτσι, απ’ όπου τα φόρτωναν για τη Μόσχα. Στη Μόσχα όμως κανείς δε δεχόταν αυτό το κρέας κι έτσι τα βαγόνια γύριζαν πίσω, σ’ εμάς. Κι εμείς τα θάβαμε σε τάφρους. Η μυρωδιά από το σαπισμένο κρέας μάς καταδίωκε… “Έτσι μυρίζει ο πυρηνικός πόλεμος;” αναρωτιόμουν. Ο πόλεμος που θυμόμουν μύριζε μάλλον καπνό…
Τις πρώτες ημέρες εκκένωναν τα παιδιά τη νύχτα, για να μη γίνει αντιληπτό. Ήθελαν να αποκρύψουν την καταστροφή. Ο κόσμος όμως καταλάβαινε ούτως ή άλλως. Έβγαιναν στον δρόμο και παραφύλαγαν τα λεωφορεία για να δώσουν στα παιδιά γάλα και ψωμί. Όπως στον πόλεμο… Με τι άλλο να το συγκρίνει κανείς;»
«Ήμασταν σε μια συνάντηση στην τοπική επιτροπή του Κόμματος. Είχαν κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Όλοι περιμέναμε από τον υπεύθυνο οργάνωσης της πολιτοφυλακής να μας πει κάτι, γιατί κανείς μας δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι είναι η ραδιενέργεια, εκτός βέβαια από όσα μπορούσαμε να θυμηθούμε από τα μαθήματα φυσικής στο σχολείο. Ήρθε και άρχισε να μας διαβάζει τα εγχειρίδια περί πυρηνικού πολέμου, για το πώς ένας στρατιώτης που εκτίθεται σε 50 ρέντγκεν πρέπει να εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης, για το πώς να χτίσουμε κατακόμβες, πώς να χρησιμοποιούμε τις αντιασφυξιογόνες μάσκες.
Πετάξαμε πάνω από την απαγορευμένη ζώνη με ελικόπτερο, εφοδιασμένοι με όσα προέβλεπαν οι οδηγίες, χωρίς εσώρουχα, μ’ ένα βαμβακερό ρούχο που έμοιαζε με τη στολή των μαγείρων, καλυμμένο από πάνω ως κάτω με προστατευτική μεμβράνη, γάντια και μάσκα αερίου. Είχαμε μαζί μας όλα τα όργανα μέτρησης. Προσγειωθήκαμε κοντά σ’ ένα χωριό. Τα παιδιά έπαιζαν στην άμμο σαν τα σπουργίτια… Έβαζαν στο στόμα τους το χώμα. Έπαιζαν γυμνά. Οι εντολές ήταν σαφείς – να μην έρθουμε σε επαφή με τους ντόπιους, να μην προκληθεί πανικός…
Τώρα, πρέπει να ζήσω μ’ αυτή την εικόνα…
«Στην τηλεόραση βλέπαμε όλο και περισσότερες εκπομπές σχετικά με το Τσέρνομπιλ… Μια γυναίκα άρμεγε την αγελάδα της. Ο δημοσιογράφος πλησιάζει το γάλα, κρατώντας έναν μετρητή Γκάιγκερ. Η φωνή του, βαθιά και σοβαρή, βεβαιώνει πως όλα είναι εντελώς φυσιολογικά, δέκα μόλις χιλιόμετρα από τον αντιδραστήρα. Έδειχναν και τον ποταμό Πριπιάτ, όπου ο κόσμος έκανε μπάνιο και λιαζόταν ανέμελος στις όχθες. Στο βάθος, ο αντιδραστήρας με σύννεφα καπνού… Η ίδια φωνή βεβαίωνε πως τα δυτικά μέσα ενημέρωσης σπέρνουν τον πανικό σχετικά με το ατύχημα. Ξανά σε πρώτο πλάνο ο μετρητής Γκάιγκερ – αυτή τη φορά πάνω από ένα πιάτο βραστό ψάρι, ή λουκουμάδες από μια καντίνα. Όλα ήταν ψέματα. Οι μετρητές αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν τη ραδιενέργεια στα είδη διατροφής. Το μόνο που μπορούσαν να δείξουν ήταν τα επίπεδα ραδιενέργειας στον χώρο.
Ποτέ άλλοτε δεν ειπώθηκαν τόσα ψέματα… Ίσως μόνον κατά τη διάρκεια του πολέμου…»