Λαϊκές παροιμίες για τις αλεπούδες
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; Η αλεπού στον ύπνο της πετειναράκια ‘θώρει. [= έβλεπε]. Από γίγαντα δανείσου κι από αλεπού αλαργήσου. Η αλεπού όσα δεν έφτανε κρεμαστάρια τ’ άφηνε. Η αλεπού εκρύβετο και η ουρά της εφαίνετο. Της αλεπούς το τομάρι στο παζάρι κρέμεται. Ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού προδεύει. Κλαίει η αλεπού που πήρε ο αετός την κλώσσα.
Ούτε κότες έχω, ούτε την αλούπω φοβάμαι. Είδε κι η αλούπω τον κώλο της κι έπεσε του πεθαμού. Όποιος έχει ορνίθια, με την αλεπού μαλώνει. Εις το δόκανο δεν μπαίνει δυο φορές η αλούπω. Η αλεπού, βλέποντας να καλιγώνουν τ΄ άλογο, σήκωσε κι αυτή το ποδάρι της. Μια αλεπού κοψονούρα, όλες τις θέλει κοψονούρες. Διώξαμε την αλεπού και μπήκε το λιοντάρι. Της αλεπούς τα μάτια και το διάβολο παντρεύουν. Η αλεπού είχ’ εργασιά κι εκείνη ξενοθέριζε.
H πονηρή αλεπού πιάνεται απ’ τα τέσσερα. Η αλουπού η γραία δεν πάει εύκολα στην παγίδα. Η αλεπού εκατό και το αλεπουδάκι εκατόν δέκα. Μια φορά η αλεπού στην παγίδα. Η αλεπού εργάτες έβαζε και ‘κείνη ακριδολόγαγε. Στο δόκανο δεν μπαίνει δυο φορές η αλεπού. Αλωπού τα πέρα θώριε, μα τα πόδια δεν εθώριε. (Κρητ.) Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια. Καρτερώντας η αλεπού να πέσουν τα γλυκάδια (ή τ’ αρχίδια) του κριαριού, εψόφησ’ απ’ την πείνα. Η αλεπού που κοιμάται όρνιθες δεν πιάνει.
Η αλεπού, περιμένοντας να πέσουν του κριαριού τα αυτιά (ή τ’ αρχίδια, τα γλυκάδια) ψόφησ’ απ’ την πείνα της. Η καημένη η αλεπού τα δικά της λέει αλλού. Παλιά αλεπού στην παγίδα δεν πιάνεται. Αλεπού που κοιμάται, κότες (ή όρνιθες) δεν πιάνει. Ρήμαξε τη γειτονιά, μια αλεπού καλογριά. Όταν πεινά η αλεπού, φαίνεται πως κοιμάται. Σαράντα χρονών η αλεπού, πενήντα τ’ αλεπόπουλο. Του έκανε της αλεπούς τον όρκο. [= για κάποιον που τιμώρησε, βασάνισε κάποιον.]
Ποιος είδε ασβό με ταμπουρά και αλεπού με ρόκα; Όταν βγάζει λόγο η αλεπού, πρόσεχε τις κότες. Εβάλανε την αλεπού τις όρνιθες να βλέπει. Η αλεπού στον ύπνο της κοκορόπουλα έβλεπε. Η αλεπού ορνιθόπουλα γυρεύει. Η αλεπού έχει τ’ όνομα κι άλλοι τρων τις κότες. Η αλεπού δεν πιάνεται με ξόβεργα. [= κάθε δουλειά θέλει τον κατάλληλο τρόπο.] Διώξαμε την αλεπού και μπήκε το λιοντάρι. [= από το κακό στο χειρότερο.]
Ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη. Όσο να κοιτάξει η αλεπού τα κιτάπια της, βρέθηκε το τομάρι της στον ταμπάκη. Η αλεπού ώσπου να διαβάσει τα φιρμάνια της πάει το τομάρι της. [= για τους βραδυκίνητους.] Η αλεπού μ’ ακρίδες δε χορταίνει. Η αλεπού ‘ναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός εκείνος που την πιάνει. Όλοι πίναμε και λέγαμε κι η αλεπού πού κουρνιάζουν οι κότες. Η αλεπού και το παιδί της, ένα τομάρι έχουνε. Η γριά αλεπού δεν πιάνεται με ξόβεργες. Η αλεπού εκρύβετο κι η ουρά της ‘φαίνετο. Η αλεπού εκατό χρονών και τ’ αλεπούδια εκατόν δέκα.
Έχεις και την αλεπού γι’ αγρίμι; Πολ. Η αλεπού απανταίχοντας να πέσουν της κατσίκας τα ορχίδια εψόφησε. Πολ. Η αλεπού μη φτάνοντας τ’ απίδια [= αχλάδια] έλεγε πως δε φελούνε. Πολ. Κυρά αλεπού, ποιος σ’ έμαθε να μοιράζεις; Η συφορά του γαιδάρου. Πολ. Όσα δε φθάνει η αλεπού κρεμασταριές τα κάμνει. Πολ.
Η κολοβή αλεπού (1)
Μιας αλεπούς τής κόπηκε η φουντωτή ουρά
σε μια παγίδα στο δρυμό, μεγάλη συμφορά
΄Ενιωθε λύπη και ντροπή για το κατάντημά της,
θά΄θελε κι οι γειτόνισσες, να ζουν το πάθημά της.
Τις φίλες της παρότρυνε, να κόψουν την ουρά τους,
να γίνουν όλες όμορφες, να βρούνε τη χαρά τους.
Όμως αυτές αρνήθηκαν το κέφι να της κάνουν
και την ουρά τους κράτησαν, την ομορφιά δε χάνουν.
Δ.Τ.
Περισσότερες παροιμίες μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ και στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Βιβλιογραφία
Πολ.= Νικόλαος Γ. Πολίτης.
Π. Αραβαντινός. Παροιμιαστήριον ή συλλογή παροιμιών εν χρήσει ουσών παρά τοις Ηπειρώταις. Τυπογραφείον Δωδώνης. Ιωάννινα 1863.
Ι. Βενιζέλου. Παροιμίαι δημώδεις. Εκ του τυπογραφείου της πατρίδος. Εν Ερμουπόλει, 1867.
Κ. Κωστογιάννης. Πριγκηπιανές παροιμίες. NUR BASIMEVI. ISTANBUL. 1960.
Μιλτιάδου Λουλουδόπουλου. (Εξ Αγχιάλου). Ανέκδοτος συλλογή ηθών, εθίμων, δημοτικών ασμάτων, προλήψεων δεισιδαιμονιών, παροιμιών, αινιγμάτων κλπ. Των Καρυών (επαρχίας Καβακλή). Εν Βάρνη, 1903.
Μιχαήλ Γκέκας. Παροιμίαι Ελληνο-Γαλλικαί. Αθήνα 1926.
Ν.Γ. Πολίτου. Μελέται επί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού. Εν Αθήναις. Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου. 1900.