Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος (1341-1391) και Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός (1341-1354).
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο Ανδρόνικος κατέλιπεν αποθνήσκων διάδοχον ανήλικον, καταστήσας επίτροπον αυτού διά διαθήκης τον φίλον αυτού Ιωάννην Καντακουζηνόν. Αλλά την επιτροπείαν ταύτην ήθελε να έχη και η φίλαρχος βασιλομήτωρ χήρα του Ανδρονίκου Γ’ Άννα η Σαβοϊκή (εκ του δουκικού οίκου της Σαβοΐας καταγομένη), περί αυτήν δε συνήχθησαν πάντες οι αντιπολιτευόμενοι τω Καντακουζηνώ. Εντεύθεν προέκυψαν νέαι έριδες εσωτερικαί, επενεγκούσαι διαίρεσιν ομοίαν και χείρονα της επί Ανδρονίκου Β’ και Ανδρονίκου Γ’. Ο Καντακουζηνός υποστηριζόμενος υπό του Κράλη της Σερβίας, όστις ην τότε ο μέγιστος και ονομαστότατος των Σέρβων βασιλέων Στέφανος Δουσσάν (1331-1355), εκήρυξεν εαυτόν αυτοκράτορα εν Διδυμοτείχω και ίδρυσεν ιδίαν κυβέρνησιν. Ούτω δε δύο αυτοκράτορες και δύο αυτοκρατορικαί αυλαί και κυβερνήσεις εκυβέρνων από Κωνσταντινουπόλεως (ένθα εκυβέρνων εν ονόματι του Ιωάννου του Παλαιολόγου οι περί την Άνναν την Σαβοϊκήν) και εν Διδυμοτείχω (ένθα εκυβέρνα ως αυτοκράτωρ ο Ιωάννης Καντακουζηνός) τα ελεεινά λείψανα του υπό Τούρκων, Φράγκων, Βουλγάρων και Σέρβων κατακερματιζομένου και υπό των περί τον Δανούβιον βαρβάρων (Κουμάνων, Πατσινάκων, Ούζων, Μογγόλων) δηουμένου Ελληνικού κράτους. Το δε χείριστον, αι δύο αύται κυβερνήσεις επολέμουν προς αλλήλας συμμαχούσαι μετά Σέρβων, Βουλγάρων και Τούρκων, προς όφελος πραγματικόν ουχί εαυτών, αλλά των συμμάχων αυτών.
Κατά τους χρόνους ακριβώς τούτους της διπλής κυβερνήσεως, ενώ οι Βούλγαροι κατείχον έτι το βόρειον μέρος της Θράκης, ο των Σέρβων Κράλης Στέφανος Δουσσάν επωφελούμενος τους εμφυλίους εν τω ελληνικώ κράτει πολέμους κατέλαβε πάσαν την Μακεδονίαν πλην της Θεσσαλονίκης, την Θεσσαλίαν, Αλβανίαν και την Ήπειρον και εστέφθη εν Σκοπίοις ως Τσάρος Σέρβων ομού και Ελλήνων. Αλλά και οι Οθωμανοί Τούρκοι της Μικράς Ασίας, αφού υπό τον ηγεμόνα αυτών Ουρχάν κατέλαβον πάσας τας εν Ασία Ελληνικάς κτήσεις (πλην της Σμύρνης και Φιλαδελφείας, αίτινες εχωρίζοντο από του Οθωμανικού κράτους της Βιθυνίας διά κτήσεων άλλων τουρκικών δυναστειών), ετράπησαν επί την κατάκτησιν και των ευρωπαϊκών ελληνικών χωρών, προσκαλούμενοι ούτως ειπείν υπ’ αυτών των Ελλήνων ηγεμόνων. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Κατακουζηνός πολεμών τω 1342 προς τους περί την Άνναν την Σαβοϊκήν εκάλεσεν εις βοήθειαν αυτού τον Τούρκον ηγεμόνα του Αϊδινίου Αμούρβεγ τον άρχοντα των αρχαίων χωρών Ιωνίας, (Λυδίας και Καρίας), πέμψαντα αυτώ μεγάλην ναυτικήν και στρατιωτικήν δύναμιν. Αλλά τότε η Άννα εκάλεσεν εις βοήθειαν αυτής αυτόν τον ηγεμόνα των Οσμάνων ή Οθωμανών Ουρχάν, σπεύσαντα και τούτον εις βοήθειαν των εν Κωνσταντινουπόλει μετά δυνάμεως πολλής. Μετ’ ολίγον (1346) ο Ιωάννης, όπως εξουδετερώση πάσαν εκ μέρους του Ουρχάν προς την πολεμίαν αυτώ κυβέρνησιν βοήθειαν και συνδέση τον Οθωμανόν άρχοντα προς εαυτόν ως σύμμαχον, έπεμψεν εις τον γυναικωνίτην του γηραιού (το 58 της ηλικίας άγοντος έτος) σουλτάνου την δεκατριετή αυτού θυγατέρα Θεοδώραν.
Και εγένετο μεν κατά τον χρόνον τούτον συμβιβασμός τις μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων εν Κωνσταντινουπόλει, όν επεκύρωσεν, ούτως ειπείν, ο τότε επισκεψάμενος την Κωνσταντινούπολιν και εκ του σύνεγγυς ιδών και νοήσας τα κατά την αθλίαν κατάστασιν του Ελληνικού κράτους Ουρχάν· αλλά μετ’ ολίγον νέαι έριδες νέον επήνεγκον εμφύλιον πόλεμον (1350-1354), καθ’ όν ο μεν Ιωάννης Παλαιολόγος εκάλεσεν εις βοήθειαν αυτού τους Βενετούς, Σέρβους και Βουλγάρους, ο δε Καντακουζηνός την του λεγομένου γαμβρού αυτού Οθωμανού άρχοντος Ουρχάν. Ο Ουρχάν έπεμψεν ασμένως τον υιόν αυτού Σουλεϊμάν μετά δυνάμεως στρατιωτικής εις Θράκην. Ο Σουλεϊμάν διαπεραιωθείς εις τον Ελλήσποντον (1353) κατέλαβεν οχυράν θέσιν κατά την Θρακικήν τούτου όχθην εγγύς της Καλλιπόλεως (ή Καλλιουπόλεως), μετ’ ολίγον δε και αυτήν την Καλλίπολιν (1354), ουχί ίνα δω ταύτην τω Καντακουζηνώ, αλλ’ ίνα καταστήση αυτήν βάσιν και ορμητήριον του εν Ευρώπη Οθωμανικού κράτους. Ούτω τω έτει 1353-1354 οι Οθωμανοί Τούρκοι έθετον πόδα στερρόν εις την Ευρώπην. Και ο μεν Καντακουζηνός αθυμήσας επί τοις γενομένοις απεχώρησεν εις μοναστήριον (1355), ένθα ετελεύτησε μετά μικρόν (1359), ο δε Ιωάννης Παλαιολόγος μετά τινας προς τον υιόν του Καντακουζηνού Ματθαίον έριδας έμεινε μόνος κύριος του Ελληνικού κράτους άρξας μέχρι του 1391.
Κατά την δευτέραν ταύτην περίοδον της αρχής ή μάλλον της μοναρχίας του Ιωάννου Παλαιολόγου μεγίστη σύγχυσις και χάος πολιτικόν επεκράτει ου μόνον εν τω ελληνικώ κράτει, αλλά και εν πάση τη ελληνική χερσονήσω. Έλληνες άρχοντες εν Κωνσταντινουπόλει και τη νοτίω Θράκη και μέρει τινί της Μακεδονίας, σποραδικώς δε και εν άλλαις τισί γωνίαις της χερσονήσου, Βούλγαροι άρχοντες εν τη βορείω Θράκη, Σέρβοι κατέχοντες μέγα μέρος της Μακεδονίας, την θεσσαλίαν, Αλβανίαν και Ήπειρον, Φράγκοι εν τη δυτική Ελλάδι (εν μέρει δε και εν Ηπείρω και εν Αλβανία) και εν τη Πελοποννήσω, Βενετοί εν τω Αιγαίω και οι νεήλυδες [184] Οθωμανοί της Θράκης, απετέλουν το περίεργον εθνογραφικόν και πολιτικόν μωσαϊκόν της κατά τους χρόνους τούτους ιστορίας της χερσονήσου ταύτης. Ουδέν των εν αυτή χριστιανικών κρατών εφαίνετο έχον την δύναμιν να ιδρύση μόνιμόν τι και στερρόν. Των Ελλήνων η δύναμις ήτο ότι κατείχον την Κωνσταντινούπολιν και την Θεσσαλονίκην, ήρξαντο δε θέτοντες αύθις πόδα στερρόν εις την Πελοπόννησον· και απετέλουν μεν ούτοι το πνευματικώς υπερέχον και αριθμητικώς ισχυρότερον στοιχείον, το στηρίζον τας αξιώσεις αυτού επί εθνικών και ιστορικών δικαίων, αλλά στρατιωτικώς ήσαν ασθενείς και πολιτικώς ασύντακτοι. Οι Σέρβοι εφάνησαν επί μίαν στιγμήν επί του Δουσσάν ως μέλλοντες να αντικαταστήσωσι το Ελληνικόν κράτος διά του Σερβικού, καταλαμβάνοντες την Κωνσταντινούπολιν, αλλά τα όνειρα ταύτα διελύθησαν ταχέως μετά τον θάνατον του Δουσσάν (1355) και διά του θανάτου αυτού. Οι Βούλγαροι ήσαν οι πάντοτε απλώς βάρβαροι επιδρομείς, κατέχοντες μεν βία χώρας τινάς ελληνικάς εντεύθεν του Αίμου, αλλ’ ουδέν δυνάμενοι να ιδρύσωσι πολιτικώς, μόνιμον και διαρκές. Οι Βενετοί απετέλουν απλώς κράτος αποικιακόν εμπορικόν, οι δε λοιποί Φράγκοι μικρά φεουδαλικά κράτη διεσπαρμένα άνευ εσωτερικής συνοχής και ενότητος. Το μόνον στρατιωτικώς και πολιτικώς ζωτικόν στοιχείον το δυνάμενον διά της υλικής βίας να ιδρύση τι μόνιμον ήτο το έναγχος τον πόδα εις την Ευρώπην θέσαν Τουρκικόν άμα δε και μωαμεθανικόν κράτος, το κράτος των Οσμανιδών ή Οθωμανών. Και περί τούτου ενταύθα ανάγκη να είπωμέν τινα εν συντόμω.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.»
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: