Ο Γεώργιος Οστρογκόρσκι (Гео́ргий Алекса́ндрович Острого́рский, Αγία Πετρούπολη, 19 Ιανουαρίου 1902 – Βελιγράδι, 24 Οκτωβρίου 1976) ήταν Ρώσος βυζαντινολόγος. Θεωρείται ως ένας από τους γνωστότερους βυζαντινολόγους τους 20ου αιώνα. θεωρείται ως ο τελευταίος εκπρόσωπος της σειράς των Ρώσων Βυζαντινολόγων του 19ου-20ου αιώνα.
Ο Ρωμανός Λακαπηνός
Κείμενο: Georg Ostrogorsky
Ο Ρωμανός Λακαπηνός κατώρθωσε να σταθεροποιήσει τη θέση του στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, γεγονός που εξηγεί τη μεγάλη αυτοπεποίθηση με την οποία χειρίσθηκε τις εξωτερικές υποθέσεις. Η θέση του «συμβασιλέως» στο πλευρό του γαμπρού του δε μπορούσε να τον ικανοποιήσει για μακρό χρόνο. Γρήγορα αντιστράφηκε και η επίσημη τάξη πρωτοκαθεδρίας: Ο Ρωμανός Α’ έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας και ο νεαρός Κωνσταντίνος Ζ’ συναυτοκράτορας του πεθερού του. Συναυτοκράτορες αναγορεύθηκαν και οι γιοι του Ρωμανού Λακαπηνού, ο Χριστόφορος στις 20 Μαΐου 921, ο Στέφανος και ο Κωνσταντίνος στις 25 Δεκεμβρίου 924. Ο Χριστόφορος μάλιστα προτάχθηκε στην ιεραρχία πριν από το νόμιμο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’. Ο Χριστόφορος έλαβε τη θέση του δεύτερου αυτοκράτορα μετά τον πατέρα του καθώς και του επίδοξου διαδόχου, ενώ ο εκπρόσωπος της μακεδονικής δυναστείας περιορίσθηκε στο διακοσμητικό ρόλο του τρίτου αυτοκράτορα. Με τον τρόπο αυτό ο Ρωμανός Α’ ίδρυσε, παράλληλα με τη νόμιμη μακεδονική δυναστεία, μια δική του δυναστεία, στην οποία μάλιστα εξασφάλισε την πρωτοκαθεδρία. Τρεις από τους γιους του στέφθηκαν βασιλείς ενώ ο τέταρτος, ο Θεοφύλακτος, προορίσθηκε για την εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Διορίσθηκε σε παιδική ηλικία σύγκελλος του Νικολάου Μυστικού, με τελικό προορισμό το αξίωμα του πατριάρχη. Το σύστημα διακυβερνήσεως του Ρωμανού Α’ θυμίζει πολύ την τάξη που καθιέρωσε ο Βασίλειος Α’. Σε αντίθεση όμως με το Βασίλειο Α’, ο Ρωμανός δεν παραμέρισε βίαια τον εκπρόσωπο της νόμιμης δυναστείας, αλλά προτίμησε να τον προσδέσει στην οικογένειά του με δεσμούς συγγενείας και μετά να τον παραγκωνίσει βαθμιαία και χωρίς σχεδόν να το καταλάβει.

Ο Ρωμανός Α’ ήταν ταλαντούχος πολιτικός και διπλωμάτης και ενσάρκωνε τη σύνεση και τη μετριοπάθεια. Ήταν δραστήριος και σταθερός στο χαρακτήρα, αλλά αποστρεφόταν κάθε μορφή ακρότητας· επιδίωκε την εφαρμογή των σχεδίων του με ψυχρή επιμονή, χωρίς άσκοπη βιασύνη, αλλά και χωρίς να αποκλίνει από τον τελικό στόχο του. Εκτός τούτου διέθετε μια από τις πιο σπουδαίες αρετές του ηγεμόνα, δηλ. την ικανότητα να εκλέγει σωστά τους συνεργάτες του. Στο πρόσωπο του Θεοφάνη, που ήταν «πρωτοβεστιάριος» και αργότερα «παρακοιμώμενος», βρήκε έναν έξοχο υπουργό και στο πρόσωπο του Ιωάννη Κουρκούα, τον οποίο το 923 διώρισε «δομέστικο των σχολών», ένα θαυμάσιο στρατηγό. Βέβαια η ταπεινή καταγωγή του προκαλούσε αντιπάθεια στη βυζαντινή αριστοκρατία. Ωστόσο δημιούργησε συγγενικές σχέσεις με τις επιφανέστερες οικογένειες των ευγενών, όταν πάντρεψε τις νεώτερες κόρες του, δηλαδή τις αδελφές της συζύγου του πορφυρογέννητου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’, με γόνους ισχυρών οικογενειών, όπως ήταν οι Αργυροί και οι Μωσηλέ.
Η Εκκλησία έμεινε πιστή στον αυτοκράτορα, που συνδέθηκε με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό με φιλία και κοινά ενδιαφέροντα. Οι λιγοστοί οπαδοί του Ευθύμιου, που στο μεταξύ είχε πεθάνει (917), ήταν μια αμελητέα ποσότητα· η ρωμαϊκή Εκκλησία, που περνούσε τότε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας της, βρισκόταν πάντοτε στη διάθεση του πανίσχυρου αυτοκράτορα. Πριν ακόμη ο Ρωμανός αναλάβει επίσημα την εξουσία, συνήλθε τον Ιούλιο του 920 μια σύνοδος, στην οποία έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι του πάπα και η οποία έλαβε αποφάσεις για το ζήτημα των τεσσάρων γάμων του Λέοντα του ΣΤ’ σύμφωνα με τις απόψεις του Νικολάου Μυστικού. Απαγόρευσε τελείως τον τέταρτο γάμο και επέτρεψε τον τρίτο, μόνον με ορισμένες σαφείς προϋποθέσεις. Η απόφαση αυτή πρόσφερε στον πατριάρχη μεγάλη ηθική ικανοποίηση, στο Ρωμανό όμως διπλό πλεονέκτημα, γιατί από τη μια μεριά μείωσε το γόητρο της μακεδονικής δυναστείας και από την άλλη περιέβαλε τον ίδιο με το φωτοστέφανο του ειρηνοποιού της Εκκλησίας. Η βυζαντινή Εκκλησία, μετά από μακροχρόνιες και ανώφελες έριδες, βρέθηκε τελικά ενωμένη και ο Νικόλαος Μυστικός διακήρυξε την επιτυχία του στον λεγόμενο «τόμο ενώσεως». Ακολούθησαν πολλά χρόνια αρμονικής συνεργασίας μεταξύ της κοσμικής και της πνευματικής εξουσίας, η οποία θυμίζει το ιδανικό πρότυπο, που περιγράφει η Επαναγωγή. Όπως ο αρχηγός του κράτους βοήθησε τον πατριάρχη στην αποκατάσταση των δικαιωμάτων του, το ίδιο και ο δεύτερος συμπαραστάθηκε στον αυτοκράτορα ως πιστός βοηθός και σύμβουλος στον αγώνα εναντίον του Συμεών.
Πάντως τη βυζαντινή Εκκλησία χαρακτήριζε εσωτερική αστάθεια, κυρίως γιατί η θέση της επηρεαζόταν σε μεγάλο βαθμό από την προσωπικότητα του αρχηγού της, ενώ για την πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου αποφάσιζε στην πραγματικότητα ο αυτοκράτορας. Μετά το θάνατο του Νικολάου Μυστικού (925) οι σχέσεις Εκκλησίας και κράτους άλλαξαν τελείως με αποτέλεσμα να χάσει η βυζαντινή Εκκλησία το μεγάλο κύρος που διέθετε ως τότε. Μετά από δύο ασήμαντες πατριαρχείες ο Ρωμανός άφησε για μακρό χρόνο το θρόνο να χηρεύει, για να ανεβάσει τελικά σ’ αυτόν τον δεκαεξαετή γιο του Θεοφύλακτο. Η χειροτονία του νεανία έγινε στις 2 Φεβρουαρίου 933 από παπικούς απεσταλμένους, τους οποίους προσκάλεσε ο αυτοκράτορας ειδικά για το σκοπό αυτό στην Κωνσταντινούπολη. Ο νεαρός πατριάρχης εκτελούσε τυφλά τις επιθυμίες του πατέρα του. Κατά τα άλλα περνούσε το χρόνο του περισσότερο στο σταύλο παρά στην εκκλησία, και η αναξιοπρεπής αυτή κατάσταση κράτησε ως το θάνατό του το 956, χωρίς να γίνει στο μεταξύ καμιά απολύτως αλλαγή στα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις του πατριάρχη.
Το μεγαλεπήβολο πολιτικό πνεύμα του Ρωμανού Λακαπηνού φάνηκε καθαρά με τη νομοθεσία του για την προστασία της μικρογαιοκτησίας. Το βυζαντινό κράτος βρισκόταν μπροστά σε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Με αυξανόμενο ρυθμό «οι δυνατοί» αγόραζαν τις γαιοκτησίες των «πτωχών» ή «πενήτων» και έτσι τους μετέβαλλαν σε «παροίκους» τους. Το φαινόμενο αυτό, που ήταν επακόλουθο της ισχυροποιήσεως της βυζαντινής αριστοκρατίας, αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για το βυζαντινό κράτος, γιατί η οικονομική και στρατιωτική του δύναμη στηριζόταν από την εποχή του Ηρακλείου στη μικρογαιοκτησία των γεωργών και των στρατιωτών. Πρώτος ο Ρωμανός Λακαπηνός αναγνώρισε τον κίνδυνο, μπροστά στον οποίο οι προκάτοχοί του είχαν μείνει εντελώς τυφλοί. «Η γαρ των πολλών κατοίκησις πολλήν δείκνυσι της χρείας την ωφέλειαν, την των δημοσίων συνεισφοράν, την των στρατιωτικών λειτουργημάτων συντέλειαν· α πάντως απολείψει του πλήθους εκλελοιπότος». Τα λόγια αυτά του αυτοκράτορα Ρωμανού φανερώνουν πόσο καθαρά είδε την ουσία και την σοβαρότητα του ζητήματος. Εάν έπρεπε να διατηρηθεί το σύστημα, που δοκιμάσθηκε μέσα σε μακροχρόνιους αγώνες και μαζί με αυτό η οικονομική και στρατιωτική δύναμη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, τότε ήταν ανάγκη η κρατική εξουσία να εμποδίσει την απορρόφηση της μικρογαιοκτησίας από τους «δυνατούς». Έτσι άρχισε σκληρή διαμάχη μεταξύ της κεντρικής εξουσίας και της αριστοκρατίας των μεγαλοκτημόνων, η οποία και καθώρισε όλη την κατοπινή εξέλιξη του βυζαντινού κράτους.
Ως πρώτο μέτρο ο Ρωμανός Λακαπηνός εξέδωσε – μάλλον τον Απρίλιο του 922 – μια Νεαρά, η οποία αποκαθιστούσε το δικαίωμα των γειτόνων να προηγούνται στην αγορά των κτημάτων, πράγμα που είχε περιορίσει ο Λέων ΣΤ’, δίνοντας έτσι νέα και σαφέστερη έκφραση στο σύστημα της «προτιμήσεως». Σε περίπτωση εκποιήσεως αγροτικής γης με αγορά ή μίσθωση πέντε κατηγορίες με καθορισμένη σειρά αποκτούσαν το προνόμιο να «προτιμώνται»: 1) οι συνιδιοκτήτες συγγενείς, 2) οι λοιποί συνιδιοκτήτες, 3) οι ιδιοκτήτες των κτημάτων εκείνων που βρίσκονταν σε συνάρτηση με το εκποιούμενο ακίνητο, 4) οι ιδιοκτήτες γειτονικών κτημάτων, οι οποίοι υπάγονταν σε κοινή φορολογική ενότητα και 5) οι λοιποί όμοροι γείτονες. Το κτήμα μπορούσε να εκποιηθεί σε ξένους μόνο σε περίπτωση που και οι πέντε αυτές κατηγορίες θα αρνούνταν να το αγοράσουν. Το σύστημα αυτό, που ήταν προσεκτικά μελετημένο και προέβλεπε όλες τις λεπτομέρειες, αποσκοπούσε τελικά να προφυλάξει τη μικρογαιοκτησία από το να αγορασθεί από τους «δυνατούς» και να υποβληθεί σε υπερβολικό καταμερισμό. Οι «δυνατοί» δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να αγοράζουν ή να μισθώνουν αγροτικά κτήματα (με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση που κατείχαν γαιοκτησίες στα αντίστοιχα χωριά, οπότε εντάσσονταν σε μια από τις πέντε κατηγορίες), ούτε ακόμη και να αποδέχονται δωρεές ή κληρονομιές από τους «πτωχούς», παρά μόνο αν ήταν συγγενείς τους. Σε περίπτωση παραβιάσεως των διατάξεων αυτών ο παραβάτης έπρεπε, εφόσον δεν τον προστάτευε η δεκαετής παραγραφή, να επιστρέψει το αποκτημένο αγροτεμάχιο χωρίς καμιά απολύτως αποζημίωση και να καταβάλει χρηματικό πρόστιμο στο κρατικό ταμείο. Σχετικά με τα αγροκτήματα των στρατιωτών το δικαίωμα της αναποζημίωτης επιστροφής επεκτάθηκε και στα κτήματα εκείνα, που είχαν εκποιηθεί μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια, όταν και εφόσον βέβαια εξ αιτίας των εκποιήσεων η αξία του στρατιωτικού αγροκτήματος είχε μειωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην επαρκεί για τον απαιτούμενο εξοπλισμό του στρατιώτη.

Ωστόσο οι διατάξεις αυτές δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Εξαιτίας ενός ασυνήθιστα παρατεταμένου και δυνατού χειμώνα το 927/28 η αυτοκρατορία δοκιμάσθηκε από μια πολύ πτωχή εσοδεία, με συνέπεια να ξεσπάσουν φοβερή πείνα καθώς και θανατηφόρα επιδημία. Την ανάγκη αυτή εκμεταλλεύτηκαν όμως οι «δυνατοί», οι οποίοι εξαγόρασαν από τον λιμοκτονούντα πληθυσμό τα αγροτεμάχια σε εξευτελιστικές τιμές ή τα υπεξαίρεσαν σε ανταλλαγή με είδη διατροφής. Τα γεγονότα αυτά ανάγκασαν το Ρωμανό Α’ να εκδώσει μια δεύτερη Νεαρά. Ο αυτοκράτορας επιτέθηκε με αμείλικτη δριμύτητα κατά της πλεονεξίας των «δυνατών», οι οποίοι αποδείχθηκαν «βιαιότεροι της προκειμένης ανάγκης… γινόμενοι ώσπερ τις λοιμική νοσημάτων επιφορά». Ωστόσο δεν διέταξε γενική αποκατάσταση των εκποιηθέντων αγροκτημάτων στους ιδιοκτήτες τους, όπως θα απαιτούσε η αυστηρή εφαρμογή των προηγηθέντων διαταγμάτων. Βέβαια κήρυξε και πάλι άκυρες όλες τις δωρεές, τις κληροδοσίες και τις άλλες παρόμοιες συμβάσεις. Εκτός τούτου ώρισε να επιστραφούν χωρίς αποζημίωση τα κτήματα εκείνα, για τα οποία είχε καταβληθεί αντίτιμο μικρότερο από το μισό της τιμής που κρίθηκε λογική. Σε περίπτωση όμως που η αγορά είχε γίνει κανονικά, τότε η επιστροφή του κτήματος μπορούσε να γίνει με τον όρο της καταβολής της αγοραστικής αξίας σε χρονικό διάστημα τριών ετών. Πάντως για το μέλλον απαγορεύθηκε οριστικά κάθε απόκτηση αγροτικής γης εκ μέρους των «δυνατών» και εφαρμόσθηκε εκ νέου η διάταξη που προέβλεπε την αναποζημίωτη επιστροφή των αποκτηθέντων κτημάτων στους προηγούμενους ιδιοκτήτες καθώς και η καταβολή χρηματικού προστίμου στο δημόσιο ταμείο. Κατακλείνοντας τη Νεαρά ο αυτοκράτορας εκφράζει την πεποίθηση, ότι με την ισχύ του νόμου θα υπερνικήσει τους εσωτερικούς εχθρούς της αυτοκρατορίας, όπως ακριβώς υπέταξε και τους εξωτερικούς εχθρούς της.
Αν και η γλώσσα του αυτοκράτορα ήταν αυστηρή, εν τούτοις η Νεαρά αυτή αποδεικνύει ότι δεν μπόρεσαν να εφαρμοσθούν τα κυβερνητικά μέτρα με την προβλεπόμενη αυστηρότητα. Είναι οπωσδήποτε βέβαιο, ότι ένα μεγάλο μέρος των αγροκτημάτων που αγοράσθηκαν κατά τη διάρκεια του λιμού, παρέμεινε στα χέρια των «δυνατών». Είναι μάλλον αδιανόητο, ότι ο χωρικός που αναγκάσθηκε να εκποιήσει το αγρόκτημά του, μπόρεσε σε διάστημα τριών ετών να εξοικονομίσει τα αναγκαία ποσά για την καταβολή της αγοραστικής αξίας. Ακόμη και στην περίπτωση της παράνομης αγοράς, που σύμφωνα με το νόμο είχε ως συνέπεια την αναποζημίωτη επιστροφή του εκποιημένου κτήματος, ο χωρικός δε μπορούσε στην πραγματικότητα να ανακτήσει πάντοτε την περιουσία του, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις οι άδικοι αγοραστές, από τους οποίους έπρεπε να τα διεκδικήσει, δεν φαίνεται να ήταν άλλοι από τους κατά τόπους ισχυρούς εκπροσώπους του κράτους, τους συγγενείς ή και τους φίλους τους. Οι μεγαλογαιοκτήμονες και οι κρατικοί λειτουργοί αποτέλεσαν μία ενιαία τάξη. Όπως φυσιολογικός στόχος των εύπορων κρατικών λειτουργών ήταν να αποκτήσουν ένα κτήμα στην επαρχία, το ίδιο και οι πλούσιοι γαιοκτήμονες επιδίωκαν να ανέβουν στην τάξη των κρατικών λειτουργών και έτσι να εξασφαλίσουν το απαραίτητο κοινωνικό κύρος καθώς και τις αναγκαίες διασυνδέσεις στην κρατική γραφειοκρατία είτε με την κατάληψη μιας θέσεως κρατικού εκπροσώπου είτε με την απόκτηση ενός τίτλου κρατικού λειτουργού. Κατά κανόνα ο «δυνατός» ήταν συγχρόνως μεγαλοκτηματίας και κρατικός λειτουργός. Αντιμέτωπη στη θέληση της κεντρικής εξουσίας ήταν η σθεναρή θέληση της οικονομικά ισχυρότερης και κοινωνικά ανώτερης τάξεως. Αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για την εφαρμογή των αυτοκρατορικών διαταγμάτων είχαν κάθε συμφέρον να επιδιώκουν τη ματαίωση της εφαρμογής τους.
Ωστόσο και οι ίδιοι οι μικρογαιοκτήμονες, τους οποίους επιδίωκε να προστατεύσει η κεντρική κυβέρνηση από την αρπακτικότητα των «δυνατών», πολλές φορές αντιστάθηκαν στις προθέσεις της. Τα υπέρμετρα φορολογικά βάρη προκάλεσαν ένα νέο ρεύμα προστατευτισμού. Ο οικονομικά χρεωκοπημένος αγροτικός πληθυσμός προτίμησε να παραιτηθεί από την ελευθερία του, που ήταν τόσο οδυνηρή, και να δεχθεί την προστασία ενός «δυνατού» κυρίου, που του υποσχόταν ανακούφιση από τα πιεστικά βάρη και τις υποχρεώσεις. Έτσι εξηγείται το γεγονός, γιατί οι χωρικοί, όπως γνωρίζουμε από τα ίδια τα αυτοκρατορικά διατάγματα, όχι μόνο πωλούσαν τα αγροκτήματά τους, αλλά και πολλές φορές τα δώριζαν στους «δυνατούς», πράγμα που τελικά σημαίνει ότι γίνονταν εκούσια «πάροικοι» στους γαιοκτήμονες, για να αποφύγουν την αθλιότητα και την ανασφάλεια και να προστατευθούν από τις υπερβολικές φορολογικές απαιτήσεις του κράτους και προ παντός από τον εκβιασμό των εφοριακών υπαλλήλων. Στην πραγματικότητα η κεντρική κυβέρνηση δεν αποσκοπούσε στην προστασία των δικαιωμάτων και της ανεξαρτησίας των μικρογαιοκτημόνων, όπως θέλουν να εμφανίζουν τα πράγματα οι αυτοκρατορικές Νεαρές. Επιδίωκε μάλλον την εξασφάλιση των απαιτήσεών της σε φόρους και παροχές, που έπρεπε να προσφέρουν οι μικρογαιοκτήμονες. και που εποφθαλμιούσε για τον εαυτό της η αριστοκρατική τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων. Η σοβαρότητα της κρίσεως οφείλεται στο γεγονός, ότι με την αύξηση των κτημάτων τους και του αριθμού των «παροίκων» η ισχυρή τάξη των αριστοκρατών επιδίωκε να αποσπάσει από το κράτος τους γεωργούς και τους στρατιώτες του. Η διαμάχη μεταξύ της κεντρικής διοικήσεως και των «δυνατών» δεν αφορούσε μόνο τα κτήματα των χωρικών και των στρατιωτών, αλλά κυρίως και πρωτίστως τους ίδιους τους μικρογαιοκτήμονες, που στην ουσία ενδιαφέρονταν να εκμεταλλευθούν και οι δύο πλευρές.
Πηγή: Georg Ostrogorsky Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους
Τόμοι: Α’+Β’+Γ’ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1978
Τίτλος πρωτοτύπου: GESCHICHTE DES BYZANTINISCHEN STAATES
Μετάφραση: ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Επιστημονική εποπτεία: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Κ. ΧΡΥΣΟΣ
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%89%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82_%CE%91%C2%B4