Ιστορία της Αγγλίας – Οι Κέλτες
Κείμενο: Νίκος Τσιφόρος*
ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα είναι πιο ισχυρά από τα αισθήματα που δένουν ή χωρίζουν δυο λαούς. Μπορεί ο λαός ενός κράτους να αγαπά, να τιμά και να σέβεται το λαό ενός άλλου. Αυτό ωστόσο δεν είναι αρκετό για να δημιουργήσει τους «επίσημους» φιλικούς δεσμούς. Και είναι πασίγνωστο ότι και οι πόλεμοι ακόμα δεν αποτελούν, σε τελευταία ανάλυση, τίποτ’ άλλο παρά μια απελπισμένη απόπειρα για την κατοχύρωση αιπών των συμφερόντων.
Και αυτό το βλέπουμε κάθε τόσο στις σχέσεις μας με την Αγγλία. Ο δικός μας λαός θαυμάζει και αγαπά τον αγγλικό. Και θα ήταν το λιγότερο ανακρίβεια ν αρνηθούμε ότι και οι Άγγλοι -ο λαός τουλάχιστον- δεν τρέφουν τα ίδια αισθήματα για μας.
Αλλά, είπαμε, άλλο αίσθημα και άλλο συμφέρον. Και το συμφέρον του αγγλικού κράτους είναι να είμαστε πάντοτε αδύνατοι, του χεριού του. Και για να το πετύχει αυτό, δημιουργεί συνεχώς εμπόδια ανάμεσα σ’ εμάς και στους γειτονικούς λαούς, έτσι ώστε να δημιουργούνται προστριβές και ν’ αποκτά από τις διαμάχες αυτές πολιτικά οφέλη. Αυτή η «τακτική» χρονολογείται από την εποχή που γίναμε ελεύθερο κράτος. Τότε, επειδή εμείς ήμαστε ορθόδοξοι και οι εχθροί της. οι μεγάλοι, ήτανε κι εκείνοι ορθόδοξοι, φοβήθηκε μια «θρησκευτική προσέγγιση», που θα γινόταν και συμμαχία. Και μια Ελλάδα δυνατή στην Ανατολική Μεσόγειο και όχι φίλη της, δεν τη συνέφερε. Σήμερα, βέβαια, δεν υπάρχει τέτοιος λόγος, αλλά, επειδή οι γείτονες μας είναι αριθμητικά ισχυρότεροι, εξακολουθεί την ίδια πολιτική.
Συμφέροντα λοιπόν είναι όλα. Με τη διαφορά ότι ανάμεσα στο συμφέρον και στην ειλικρίνεια δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση. Εμείς ξέρουμε καλά ποια είναι τα αίτια της αγγλικής συμπεριφοράς απέναντι μας. Όμως, όταν αυτά τα αίτια μπαίνουν να διαστρέψουν τα γεγονότα, να κάνουνε κίβδηλη την ιστορία του τόπου μας, να εκμηδενίσουνε την πίστη μας, τα ιδανικά μας, τα είδωλα μας. τότε έχουμε την υποχρέωση να αμυνθούμε.
Η ιστορία που γράφω είναι «απόλυτα αληθινή», άσχετο αν γράφεται με τρόπο λίγο σατιρικό και λίγο ειρωνικό. Δε θα έχει όμως τίποτα το ψεύτικο και τίποτα το σκαρωμένο. Τη γράφω σαν ένα είδος… αντεπιθέσεως στον άδικο πόλεμο που μας έχει κηρύξει, και που έφτασε ως το σημείο να συκοφαντεί και τους ήρωες του ’21. Και το όπλο μου που χρησιμοποιώ είναι το πιο ισχυρό της Γης: η πένα.

Η… ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗ
Μια φορά κι έναν καιρό, ο Τάμεσης χυνότανε μέσα στο Ρήνο. Ήτανε η καλή εκείνη εποχή που η Γη δεν είχε πάρει ακόμα την τελειωτική της Γεωγραφία. Έβραζε από σεισμούς, από ηφαίστεια, από εκρήξεις. Η Αγγλία ήτανε κολλημένη με την άλλη Ευρώπη, τα ζώα κατεβαίνανε από το Βορρά προς το Νότο και ανάποδα, και το Βέλγιο, η Ολλανδία κι η Γαλλία αποτελούσανε μια ξηρά με το σημερινό νησί. Ύστερα η Γη κοίταξε προς το Βοριά και σκέφτηκε: -Μωρέ, με πάγωσε αυτό το κατεψυγμένο τμήμα. Δεν κάνω μιαν αποτοξίνωση;
Κι έκανε έναν μεγάλο σεισμό και έβαλε ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Αγγλία τη σκούρα θάλασσα της Μάγχης.
Τότε κατάλαβε ότι τούτο όλο το μεγάλο νησί θα πέθαινε από γρίπη και θα πάθαινε κρυοπαγήματα, το δέρνανε όλοι οι παλιόκαιροι των παγωμένων πόλων. Και σκέφτηκε να του στείλει ένα καλοριφέρ.
Όπως όλα τα καλοριφέρ, έτσι και τούτο ξεκίνησε από την καρδιά του μεξικανικού κόλπου και χύθηκε προς βορράν. Είναι ένα τεράστιο ρεύμα ζεστού νερού που φεύγει από κει, περνάει όλον τον Ατλαντικό ωκεανό και ξεσπάει πάνω στη Βόρεια Ευρώπη. Το περίφημο ρεύμα του κόλπου, το Γκολφ Στρημ.

Έτσι και δεν υπήρχε όλο τούτο το ρεύμα, μήτε η Αγγλία μήτε η Νορβηγία θα μπορούσανε να κατοικηθούνε και να καλλιεργηθούνε. Θα ήτανε ψυγεία. Και ερευνάνε οι επιστήμονες να βρούνε πώς γίνεται τούτο το μυστήριο, πώς παράγεται και πώς πορεύεται το ζεστό ρεύμα, αλλά δε βρίσκουνε και ως συνήθως λένε θεωρίες.
Χωρίστηκε, λοιπόν, το νησί, ησύχασε η περίοδος των σεισμών και των μεταβολών στη Γη, και αρχίσανε οι άνθρωποι να περνάνε τη στενή λουρίδα της Μάγχης και να εγκαθίστανται απάνω εκεί. Τα ταξίδια, όμως, με σχεδίες ή με πρωτόγονα καραβάκια ήτανε δύσκολα, ακόμα και σε τόσο κοντινές αποστάσεις. Και οι Σκανδιναβοί κι οι Γερμανοί, δηλαδή εκείνοι που βρισκόντουσαν ανατολικά της και κοντύτερα, άμα φτάνανε, αντικρίζανε αγριοβούνια, γιατί εκεί είναι άγριο το μέρος και δεν τους άρεσε. Την αφήσανε, λοιπόν, να πα να κουρεύεται και δεν της δώσανε σημασία.
Αντίθετα, οι άνθρωποι που βρισκόντουσαν Νότια, δηλαδή από τη μεριά της Γαλλίας, φτάνανε με τη βοήθεια της πλημμύρας στο καλό μέρος, στις πεδιάδες. Κει δα το κλίμα είναι γλυκό, γιατί το βοηθάνε οι χλιαρές ομίχλες του ωκεανού. Βρίσκανε, λοιπόν, χλόη, δάση, νερά και μπορούσανε να ζήσουνε αυτοί και τα κοπάδια τους. Και μπαίνανε και δημιουργήσανε τους πρώτους κατοίκους της Αγγλίας.
Οι έρευνες σήμερα φανερώνουνε ότι οι πιο παλιοί κάτοικοι της Αγγλίας χρονολογούνται από το 2000 περίπου προ Χριστού. Και κατά πώς φαίνεται, δυο ράτσες μπήκανε μέσα στη ζωή της. Μια με κρανίο μακρουλό και μια με κρανίο πλατύ.
Ένα σωρό προϊστορικά μνημεία βρεθήκανε και βρίσκονται στο μέρος του Γουιλτσάιρ και στο Αβέμπερυ. Ένα είδος ναού από μεγάλες πέτρες, δρόμοι, ταφόλοφοι από χοντρά τούβλα, οι τάφοι των αρχηγών έχουνε σχήμα αυγού και ήτανε μέσα κούφιοι σαν τους ελληνικούς – αλλά όχι σε τέτοια εξέλιξη- και γεμάτοι κοσμήματα, σκελετούς και αγγεία. Κι αυτός ο πολιτισμός δεν είναι ντόπιος, αλλά τον φέρανε μαζί τους οι Ευρωπαίοι μετανάστες, που κοντά στον πολιτισμό κουβαλήσανε και ζώα, όπως ο χοίρος, το βόδι. η κατσίκα και το σκυλί.
Λένε ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Αγγλίας ήτανε Ίβηρες, δηλαδή Ισπανοί. Μπορεί και ναι μπορεί και όχι. Όλοι οι κάτοικοι της Δυτικής Ευρώπης είχανε τον ίδιο πολιτισμό· αυτόν τον πολιτισμό, λοιπόν, κουβαλήσανε μαζί τους και μέσα στους αιώνες οι καινούργιοι που ερχόντουσαν φέρανε τη γεωργία, το χύσιμο του χαλκού και την τέχνη να φτιάνουνε πρωτόγονα καράβια.

ΟΙ ΚΕΛΤΕΣ
Περάσανε, λοιπόν, έτσι πέντ’ έξι αιώνες και γύρω στο 1600 π.Χ., μια καινούργια φυλή άρχισε να καταφτάνει στην Αγγλία. Οι Κέλτες.
Κέλτες είναι οι κάτοικοι της Γερμανίας, προς το μέρος του Δούναβη, αλλά βόρεια από τις Άλπεις, και οι βορειοανατολικοί Γάλλοι. Τούτη δω ήτανε μια φυλή πολεμική και ποιμενική. Ζούσανε σε κείνα τα μέρη, αλλά είτε γιατί λιγόστευε η βοσκή για τα κοπάδια τους είτε γιατί στριμωχνόντουσαν από άλλους λαούς, φεύγανε να βρούνε καινούργια μέρη πιο πλούσια να ζήσουνε. Περνάγανε, λοιπόν, τη θάλασσα και ερχόντουσαν στην Αγγλία.
Οι Κέλτες δεν ερχόντουσαν όλοι μαζί ένα μπουλούκι. Όχι. Έβγαινε ας πούμε ένας αριθμός, πεντακόσιοι χίλιοι πολεμιστές με τα γυναικόπαιδα τους και τα ζώα τους και βρίσκανε μέρος να εγκατασταθούνε κάπου κοντά στη θάλασσα. Ύστερα από λίγο, ένα άλλο μπουλούκι ερχότανε κι έσπρωχνε πιο μέσα τους πρώτους. Κι επειδή το δεύτερο μπουλούκι ήτανε πιο γερό από το πρώτο, οι πρώτοι τα παρατάγανε και πηγαίνανε πιο βαθιά να βρούνε άλλον τόπο. Διώχνανε, λοιπόν, τους ντόπιους -φυσικά με πόλεμο- και τους παίρνανε τη γη. Μετά, ερχότανε άλλο μπουλούκι που ‘διωχνε τα πρώτα κι έτσι όλο και προχωρούσανε πιο μέσα.
Τούτοι δω οι Κέλτες ήτανε γερή ράτσα, ψηλοί, αδύνατοι, κατά πλειονότητα ξανθοί, πολεμιστές άγριοι, τρώγανε χοιρινό, βρασμένο κριθάρι αντί για ψωμί και πίνανε πάλι ένα ποτό από κριθάρι που έμοιαζε με μπύρα. Μαλώνανε μεταξύ τους, είχανε κάρα πρωτόγονα, ζωγραφίζανε το σώμα τους και για τούτο οι Ρωμαίοι τους λέγανε Πίκτι. δηλαδή ζωγραφισμένους.

Αιώνες κράτησε το μπάσιμο των Κελτών που πολεμάγανε μεταξύ τους και ερχόντουσαν σ επιμειξία με τους ντόπιους και γι’ αυτό υπάρχουνε δυο ειδών κρανία. Από τις πιο γερές εισβολές, δυο μείνανε γνωστές. Η εισβολή των Γκάελς, που διαδώσανε και τη γλώσσα τους στην Ιρλανδία και στα ψηλά μέρη της Σκοτίας και η εισβολή των Πράιτονς, των Βρετόνων της Γαλλίας, που δώσανε τ’ όνομα τους «Βρετανία» σ’ όλο το άλλο νησί. Πράιτον ή Πρύτον θα πει πάλι ζωγραφισμένο σώμα κι όταν αργότερα το 325 π.Χ., ένας Έλληνας της Μασσαλίας, ο Πηθεύς, έφτασε εκεί επάνω, τα ονόμασε τα νησιά αυτά Πρετανικά. Που θα πει ότι και τ’ όνομα τους οι Βρετανοί το χρωστάνε σε μας τους Έλληνες.
Όταν οι μετακινήσεις ησυχάσανε κι ο λαός έγινε ένας, με την ανάμειξη αρχίσανε να έρχονται σ’ επικοινωνία με τους λαούς της Ευρώπης. Μάθανε, λοιπόν, το στάρι, τα μέταλλα, ένα σωρό ευρωπαϊκά πράματα και κόψανε κι αυτοί νομίσματα. Τούτα τα πρώτα νομίσματα είχανε χαραγμένο απάνω το κεφάλι του Απόλλωνα, του ελληνικού θεού. Που θα πει ότι και τα πρώτα λεφτά τους οι Άγγλοι πάλι από τους Έλληνες, μέσω των μεσογειακών λαών, τα κληρονομήσανε. Άλλο τώρα αν κάνουνε κουμάντο σ’ όλον τον κόσμο με τη χρυσή λίρα τους.
Όλη τούτη η κλίκα δεν ήτανε κράτος. Ήτανε χωρισμένοι σε μικρά μέρη, σε χωριά ας πούμε ή πόλεις, και κάθε πόλη είχε δυο φατρίες, ας πούμε δυο κόμματα που οι αρχηγοί τους προστατεύανε τα μέλη της. Η οικογένεια ήτανε η βάση κάθε κοινωνίας. Αλλά όλη η οικογένεια με όλα τα μέλη της, μπαρμπάδες, ξαδέρφια, συγγενείς κ.λπ. Κάθε οικογένεια είχε δικά της χρώματα, δικά της σημάδια, δική της γειτονιά, από καλύβες αχυρένιες φυσικά, όλοι μαζί φεύγανε να πάνε πάρα πέρα να βρούνε καλύτερο τόπο να ζήσουνε και όλοι μαζί πολεμάγανε τις άλλες οικογένειες. Ένα είδος Μανιάτικο.

Τους ιερείς τους τους λέγανε Δρυίδες, γιατί οι ναοί τους στηνόντουσαν κάτω από μια δρυ, στην αρχή άχτιστοι, μετά τους χτίζανε. Νηστεύανε, κάνανε θυσίες, λειτουργούσανε και όλοι μαζευόντουσαν πολλές φορές σ’ ένα είδος Σύνοδο, στο νησί Μόνα. Πιστεύανε στη μέλλουσα ζωή και στη μετεμψύχωση. Όλ’ αυτά αποδείχνουνε ότι ούτε η θρησκεία δεν ήτανε δική τους. ήτανε κατάλοιπα από ινδικές θεωρίες, που σιγά σιγά απλωθήκανε από την Ανατολή.
Τίποτα, λοιπόν, δικό τους δεν είχανε τούτοι οι μισοάγριοι. Και φυσικά ούτε και σκέψη. Ζούσανε σαν τα ζωντανά. Να φάνε, να πιούνε, να περάσουνε καλά, να πολεμήσουνε και τίποτα παραπάνω. Άμα ερχότανε κάτι καινούργιο από την Ευρώπη, το υιοθετούσανε, καμιά φορά βοηθούσανε στρατιωτικά και τους Κέλτες του Βελγίου και της Γερμανίας, και έτσι αρχίσανε να μαθαίνουνε και το άλογο. Ήτανε, όμως. έξυπνοι στη μίμηση, όπως οι πίθηκοι, κι από τη Γαλατία περνούσανε Γαλάτες που τους μάθαιναν συνέχεια καινούργια πράματα. Την αγγειοπλαστική, τα στολίδια, τα όπλα… Και κάναν ό,τι βλέπανε.
*Από το βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου «Ιστορία της Αγγλίας», εκδ. Ερμής, ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Τα νέα», Αθήνα 2000. Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://el.wikipedia.org/wiki/