Η χειροτεχνία στην Ελλάδα πριν το 1821
Κείμενο: Τάκης Σταματόπουλος*
Όπως είναι γνωστό, οι Τούρκοι σεβάστηκαν την κοινοτική αυτοδιοίκηση, που βρήκαν να υπάρχει από τη Φραγκοκρατία στην Ελλάδα και παλαιότερα. Πολλές ορεινές μάλιστα κοινότητες, είτε με τα όπλα, είτε με συμβάσεις, είχαν αποχτήσει αυτοτέλεια. Άλλες αποτελούσαν αυτόνομες ομοσπονδίες, όπως τα δώδεκα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, πριν από τη μεγάλη μας επανάσταση. Στη Χαλκιδική λειτουργούσαν 500-600 καμίνια, είναι όμως άγνωστο πόσο μετάλλευμα έβγαζαν. Οπωσδήποτε η ποσότητα φαίνεται ήταν σημαντική, γιατί έδιναν κάθε χρόνο στο Σουλτανικό Ταμείο 220 οκάδες καθαρόν άργυρο.
Παρόμοιες ομοσπονδίες, με σοβαρήν ανάπτυξη βιοτεχνίας, υπήρχαν και στην Ήπειρο. Βορεινά στα Γιάννινα, τα Ζαγόρια με σαράντα χωριά και πρωτεύουσα το Καπέσοβο κι ανατολικά στα Γιάννινα και δυτικά της Πίνδου, τα Βλαχοχώρια, που ήσαν ανάμιχτα με Έλληνες και Βλάχους, που μιλούσαν Ελληνικά. Τα Βλαχοχώρια, ήσαν χωρισμένα σε δυο ομοσπονδίες, η μία με κέντρο τις Καλαρρύτες και η άλλη το Συράκο (με 42 χωριά), που είχαν περσότερην αυτοτέλεια κι από τα Ζαγοροχώρια.
Σ’ αυτές τις ομοσπονδίες, η μικροτεχνία και η χρυσοχοΐα, είχαν μεγάλην ανάπτυξη, ενώ ιδιαίτερα οι Βλάχοι της Πίνδου, είχαν επίδοση στην κλωστουργία και την υφαντουργία. Οι ομοσπονδίες έκαναν εξαγωγικό εμπόριο οικοτεχνίας και βιοτεχνίας καθώς και με ναυτικές κάπες. Πολλοί τους ήσαν εγκαταστημένοι σ’ όλες τις παράλιες πόλεις της Ευρώπης μέχρι το Γιβραλτάρ και όταν ξαναγύριζαν έφερναν στην πατρίδα τους χρυσάφι κι άλλ’ αγαθά πολιτιστικά και προπάντων βιβλιοθήκες πολύτιμες.
Στο Πήλιο, τα 24 μεγάλα και πλούσια χωριά του, σημείωσαν μεγάλη πρόοδο. Είχαν καθηγητή της Χημείας και Πειραματικής Φυσικής κι όργανα για πειράματα γαλβανισμού, καθώς και ηλεκτρικές μηχανές (φυσικά πρωτόγονα). Έκαναν μεγάλο εμπόριο με την Ανατολή και την προμήθευαν μάλλινα σκεπάσματα και μετάξι.
Η Αγυιά και τα γύρω χωριό της Ρέτσανη, Σελίτσανη, Μεγαλόβρυση κλπ., είχαν πλούσια παράγωγη σε μετάξι, καθώς και πολύ ανθηρά μεταξουργεία, υφαντήρια και βαφεία για φημισμένα μεταξωτά υφάσματα (φυτίλια), βαμβακομέταξα (αλατζάδες) και βαμβακερές πετσέτες. Γενικά και τα 24 χωρία στο Πήλιο, με τη μεγάλη παράγωγη σε μετάξι, έκτος από τα υφάσματα, έκαναν και μεταξωτά μαντήλια, κουμπιά, ζωνάρια, κλωστές ραφής (μπρίσφια), σειρήτια (γαϊτάνια), καθώς και χοντρά υφάσματα και τάπητες από μαλλί (γιδότριχες) και άλλες μικρότερες χειροτεχνίες. Ο Τύρναβος στη Θεσσαλία, βαμβακομέταξους αλατζάδες και βορειότερα η Βέρροια τα ωραία της πεστιμάλια (λουτρικά είδη, κλπ.).
Αλλά και πολλοί κληρικοί (στο Άγιον Όρος), είχαν επίδοση στη βιοτεχνία και κάθε εβδομάδα στην αγορά των Καρυών, πουλούσαν στους μονάχους των μοναστηριών, τα προϊόντα της βιοτεχνίας τους, δηλ. υφάσματα, κάλτσες, αιθέρια έλαια, εικόνες αγίων, μαχαιροπίρουνα κλπ. Και ο περιηγητής Τουρνεφόρ, είδε τον επίσκοπο Κέας (καθώς και άλλους νησιώτες), να κάθεται στην άκρη της ταράτσας του να κλώθει μετάξι, ν’ αφήνει τ’ αδράχτι να πέφτει στο κενό και να το ξανασέρνει στρίβοντας την κλωστή.
Στη Θεσσαλία, τα περίφημ’ Αμπελάκια, έφταναν από το 1795 σε μεγάλην ακμή. Όλοι τους οι κάτοικοι (4.000), εργάζονταν σα τις μέλισσες με τη βαφική. Οι άντρες, έβαφαν το βαμπάκι και οι γυναίκες, γέροι, παιδιά το έκλωθαν. Υπήρχαν 24 εργοστάσια βαφικής, που ετοίμαζαν κάθε χρόνο 2.500 μπάλες βαμπάκι, από εκατό οκάδες την καθεμία κι έσερναν 3.000 δέματα με νήματα ερυθροβαμμένα με καραβάνια στη Γερμανία, Δρέσδη, Αμβούργο, Λειψία, στην Αγγλία, Τεργέστη, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη Σμύρνη. Είχαν ανταποκριτές ή και υποκαταστήματα σ’ όλες τις πόλεις, που συνενώθηκαν σ’ ετερόρρυθμη εταιρία («Συντροφία»). Στ’ Αμπελάκια, υπήρχαν πολλοί, που με τα συχνά και πολύκαιρα ταξίδια τους στη Γερμανία, είχαν μάθει τα Γερμανικά, όπως αναφέρει ο Σουηδός περιηγητής BJORNSTAEHE (που τα επισκέφτηκε το 1779). Το ίδιο βεβαιώνει και ο Γερμανός περιηγητής Βαρθόλδυ (που πήγε το 1803), ότι υπήρχαν πολλοί γερμανομαθείς κι άλλοι νέοι και οι εξάδελφοι Δρόσοι, που είχαν σπουδάσει φιλοσοφία στη Λειψία και την Ιένα. Οι Αμπελακιώτες, με τα ταξίδια τους στη Γερμανία, είχαν εξευρωπαϊσθεί κι έφτιαχναν σπίτια ωραία κι εφρόντιζαν και δαπανούσαν άφθονα για τον καλλωπισμό της πατρίδας τους. Έδιναν και θεατρικές παραστάσεις μ’ έργα του σύγχρονου Γερμανού κωμωδιογράφου Κοτζέμπου. Υπήρχαν κι Ελεύθεροι Τέκτονες, που είχαν τη Στοά τους στα Τέμπη.
Άλλη σημαντική πόλη για τη βιομηχανία της ήταν και ο Τύρναβος. Έκαν’ εξαγωγή από ερυθροβαμμένα νήματα στη Γερμανία τριάντα χιλιάδες κομμάτια π’ άξιζαν δύο σχεδόν εκατομμύρια γρόσια. Ήταν φημισμένος για τα βαμβακομέταξα και λεπτά υφάσματα, τους αλατζάδες. Στον Τύρναβο, είχε «παλάτι» και ο γιος του Αλή, ο Βελη-πασάς, κτισμένο με ωραία ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, όπου γίνονταν συχνά από Ευρωπαίους, θεατρικές παραστάσεις με κωμωδίες.
Γενικά, το βαμπάκι, τα μαλλιά και το μετάξι, ήσαν τα σπουδαιότερα μέσα για την ανάπτυξη της χειροτεχνίας. Βαμπάκι καλλιεργούσαν σε πολλά μέρη ακόμα και στην Πελοπόννησο, καθώς και στην Αργολίδα, Ηλεία, Κυπαρισσία, όπου μάλιστα οι Σουλιμιώτες έκλωθαν το λινάρι και το βαμπάκι με τόση τελειότητα, ώστε το πουλούσαν 80- 100 γρόσια την οκά. Οι Τούρκοι Αγάδες της περιοχής, το προαγόραζαν για να το κάμουν δώρο στο χαρέμι του Σουλτάνου και τους επίσημους Πασάδες στην Κωνσταντινούπολη.
Μεγάλη όμως ήταν η παράγωγη του βαμβακιού στη Μακεδονία και ιδιαίτερα στην κοιλάδα των Σερρών με τα 300 χωριά της, που έβγαζαν 70.000 μπάλες των 100 οκάδων η καθεμία μ’ αξία 7 εκατομμύρια γρόσια τα επτά εκατομμύρια της παράγωγης. Από τα 70.000 δέματα, 50 χιλιάδες έκαναν εξαγωγή (30 χιλιάδες στη Γερμανία, 12 χιλιάδες στη Γαλλία και τα λοιπά Ιταλία, Λονδίνο, Άμστερνταμ). Τα υπόλοιπα είκοσι χιλιάδες τα χρησιμοποιούσαν για τη Μακεδόνικη και Θεσσαλική κλωστοϋφαντουργία. Συνολικά η εξαγωγή έφτανε τις 900 χιλιάδες οκάδες με 15-25 παράδες την οκά, δηλ. κάπου 450 χιλιάδες γρόσια. Έκαναν νήματα κι έβαφαν 10.000 οκάδες. Η Σαντορίνη, Σύρα, Κεφαλλονιά, έκαναν βαμβακερά χωρικά υφάσματα (δίμητα). Η Ζάκυνθο, λεπτά βαμβακερά νήματα, προϊόντα οικιακής βιοτεχνίας.
Των μαλλιών η παράγωγη στη Θεσσαλία ήταν σημαντική. Και η σπουδαιότερη αγορά-τους η Θεσσαλονίκη, όπου συγκεντρώνονταν από την Αλβανία και τη Θεσσαλία 400 – 500 χιλιάδες οκάδες από τα καλύτερα μαλλιά και από αυτές οι 200 χιλιάδες καταναλώνονταν για την πάλη και τα περίχωρά της, που έφτιαχναν αμπάδες (χοντρά μάλλινα υφάσματα) και τις υπόλοιπες τις έστελναν στη Βιέννη. Αλλά και από τις πεδιάδες ανατολικά του Στρυμόνα, έστελναν μαλλιά στην Καβάλα, την Αδριανούπολη και τη Φιλιππούπολη, που αυτή αγόραζε 50.000 οκάδες για την κατασκευή αμπάδων για τους αγρότες, με δύο πόδια τον καθένα και γίνονταν εξαγωγή στην Ανατολή (Αραπιά) και στην Ιταλία μέχρι τις Αντίλλες.
Η Πελοπόννησος, έβγαζε 12.000 κοντάρια μαλλιά μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Η Θεσσαλία, προμήθευε τα Ζαγοροχώρια, για τη βιομηχανία τους σε ναυτικές κάπες. Και η Άρτα, έκαν’ εξαγωγή από μάλλινες καπότες, αλατζάδες βαμβακερούς ή βαμβακομέταξους ή μάλλινους, που κατεργάζονταν στα Τρίκαλα. Η Ήπειρος και τα Τρίκαλα, εμπόριο από κορδόνια (γαϊτάνια) και κάλτσες. Το Πήλιο με τα χωριά του προμήθευαν την Ανατολή με μάλλινα σκεπάσματα. Ιδιαίτερα περιζήτητες σ’ όλα τα Μεσογειακά λιμάνια, ήσαν οι αδιάβροχες κάπες της Ζαγοράς, από μαλλιά και γιδότριχες της Λειβαδιάς.
Άλλο σημαντικό προϊόν για τη βιοτεχνία, ήταν το μετάξι, καθώς με το ήπιο ελληνικό κλίμα, ευδοκιμούσαν παντού οι μουριές. Σύμφωνα με γνωστά στοιχεία, η Ζαγορά έβγαζε 25.000 οκάδες, η Μακεδονία 15-20 χιλιάδες οκάδες και η Δυτική Μάνη 3.000 οκάδες. Επίσης μεγάλες ποσότητες η Καλαμάτα (άγνωστο πόσες), η Μεθώνη, η Σπάρτη, ο Μιστράς, Καλάβρυτα, Πάτρα και οι Κυκλάδες. Ιδιαίτερα η Τήνος, έφτανε τις 10.500 κι έστελνε στη Βιέννη μεταξωτές κάλτσες και γάντια. Το μετάξι τ’ απορροφούσε προπάντων η εγχώρια βιομηχανία και στο εξωτερικό (Βενετία, Λιβόρνο, Γερμανία), έστελναν μικρές ποσότητες. Η τιμή του κυμαινόταν στα 15-20 γρόσια την οκά. Η Ζαγορά, με τη μεγάλη της παράγωγη, κατανάλωνε 5 χιλιάδες οκάδες, προμήθευε τις βιομηχανίες στον Τύρναβο με πέντε χιλιάδες οκάδες, τη Χίο με 6.000 κάδες και τη Βενετία με 3.000 οκάδες. Καθώς μάλιστα η Ζαγορά και τα 24 χωρία της Μαγνησίας, ανήκαν προσωπικά στη Βαλιντέ Χανούμ (μητέρα του Σουλτάνου), προμήθευε και το σουλτανικό χαρέμι. Όμως τα μαντήλια της Ζαγοράς, έμοιαζαν με της Λυών, χωρίς να έχουν και τη λεπτότητά τους, γιατί οι Ζαγοριανοί δεν έκαναν επιλογή στα καλύτερα φύλλα, που τρέφονται οι μεταξοσκώληκες. Επίσης η Ζαγορά και η Νότια Μακεδονία, έφτιαχναν ονομαστά μεταξωτά φορέματα (εσθήτες), καθώς και πουκάμισα. Έκαναν εξαγωγή από τη Θεσσαλονίκη 10.000 πουκάμισα σ’ όλες τις τουρκικές πόλεις με 8-10 γρόσια, που τα εύρισκαν ανώτερα κι από της Χίου, Σμύρνης και Προύσσας. Τα πιο καλά, τα πουλούσαν στην Κωνσταντινούπολη στ’ ανάκτορα του Σουλτάνου και στο Φανάρι. Έφτιαχναν ακόμα και μεταξωτούς μποχτσάδες και σάλια για τα σαρίκια των Γενιτσάρων.
Οπωσδήποτε, μεγάλη ήταν η ποικιλία των μεταξωτών υφασμάτων σ’ όλη την Ελλάδα. Τα μεταξωτά της Χίου, ήσαν εφάμιλλα της Λυώνας. Τα μαντήλια και οι σάρπες της Καλαμάτας μ’ εκείνα της Τουρ της Γαλλίας. Με μιαν οκά μετάξι, που είχε αξία 55 γρόσια, έφτιαχναν μαντήλια μ’ αξία 211-225 γρόσια. Στην Καλαμάτα, υπήρχε γυναικείο Μοναστήρι του «Αγίου Κωνσταντίνου», όπου με το μετάξι, έκαναν υφάσματα, μαντήλια και σάρπες.
Με τη βαφή των νημάτων σημείωνε πρόοδο σημαντική, η ελληνική κλωστοβιομηχανία και ιδιαίτερα στ’ Αμπελάκια, όπου λειτουργούσαν 24 εργοστάσια βαφικής. Για τη βαφή του βαμβακιού χρησιμοποιούσαν ρίζες από ερυθρόδανο (αλυζάρι, ριζάρι), που φύτρωνε μόνο-του στις όχθες της Κωπαΐδας και λοιπής Βοιωτίας και μερικές φορές έκαναν μίγμα με αίμα γίδινο ή βοδιού. Χρησιμοποιούσαν ακόμα και κρεμέζι (ερυθρή χρωστική ουσία, από το έντομο κέρκης), που αναπτυσσόταν πολύ πάνω σε μικρές χλωρές βελανιδιές στη Βοιωτία και Φωκίδα, καθώς και κιννάβαρι-μίνιο (με χρώμα πορτοκαλί), που η Λειβαδιά έβγαζεν έξη χιλιάδες οκάδες. Από αυτές κατανάλωνε τις δυο χιλιάδες οκάδες στα εργοστάσια κατασκευής πολλών λογίων υφασμάτων και 4.000 οκάδες έκαναν εξαγωγή στη Γαλλία, Τυνησία, και Ιταλία. Με την πετυχημένη βαφή, από έμπειρους τεχνίτες και καθαρά νερά (Πήλιο), σημείωνε αξιόλογη πρόοδο η ελληνική κλωστοβιομηχανία και αύξαινε η τιμή κατά 20%.
Άλλοι κλάδοι βιομηχανίας, ήσαν η βυρσοδεψία και η ταπητουργία. Στη Θεσσαλονίκη, έφτιαχναν τάπητες, αλλά ήσαν κατώτεροι της Σμύρνης και γι’ αυτό δεν είχαν επιτυχία στις ευρωπαϊκές αγορές. Η βυρσοδεψία ήταν αναπτυγμένη σ’ όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Γιάννινα, Καλαμάτα. Ξεχωριστήν επιτυχία είχαν στα «μαροκινά» (φημισμένα δέρματα της βυρσοδεψίας του Μαρόκου), που την επεξεργασία τους κρατούσαν οι Έλληνες μυστική, ώστε ούτε και ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Μπωζούρ, κατάφερε να μάθει. Από αυτά, έκαναν εξαγωγή δέρματα στη Γερμανία κάθε χρόνο, αξίας 60.000 μάρκα, για να παρασκευαστούν πορτοφόλια, ζώνες κι άλλα παρόμοια είδη.
Η Κρήτη, η Αττική κι άλλα ελαιοπαραγωγό μέρη, είχαν επίδοση στη σαπωνοποιία. Η Πελοπόννησο, έκτος από τα εκλεκτά της είδη (σταφίδα, σύκα, μέλι, κερί, λάδι, μετάξι), είχε και σπουδαιότατη βιομηχανία για μπαρούτι, σφαίρες, φυσίγγια, με τους περίφημους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας, που οι αείμνηστοι αδερφοί Σπηλιωτόπουλοι εξασφάλιζαν τη διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Επίσης στους κλάδους της βιομηχανίας μπορούμε ν’ αναφέρουμε και τους 6.000 νερόμυλους και ανεμόμυλους σ’ όλη την Ελλάδα, που άλεθαν τα σιτηρά. Βέβαια, καθώς ο λαός ήταν υποδουλωμένος (ο περσότερος δουλοπάροικος) και ασχολιόταν με γεωργικές εργασίες, η βιομηχανία δεν μπορούσε να έχει μεγάλην ανάπτυξη και η Ελλάδα παράμενε περσότερο στο στάδιο οικιακής οικονομίας.
Ειδικά για τη χειροτεχνία, είναι λιγοστές οι πληροφορίες. Αρκετά στοιχεία ωστόσο, για τη ζωη και την κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, μας δίνουν οι ξένοι περιηγητές, ο Σουηδός BJORNSTAEHE, ο Άγγλος Ληκ, ο Γερμανός Βαρθόλδυ, κ.α., οι Γάλλοι Βαλόν, Τουρνεφόρ, και προπάντων ο Μπωζούρ και Πουκεβίλ, που αναφέρουν με πολλές λεπτομέρειες για όλη την παραγωγή (στάρια, καπνά Μακεδονίας-Θεσσαλίας και προϊόντα του Μοριά), καθώς και για το εισαγωγικό κι εξαγωγικό ελληνικό εμπόρια Αυτούς μάλιστα είχαν υπόψη τους και οι Έλληνες Κ. Παρρηγόπουλος Σπ. Λάμπρος, Κ. Σάθας, Δ. Τσόποτος, Π. Ραπτάρχης, Δ. Ζωγράφος, Ξ. Ζολώτας, Χρ. Ευελπίδης, I. Κορδάτος, κ.ά., και σ’ αυτούς όλους βασιζόμαστε στο περιληπτικό σημείωμά μας.
*Πηγή: Τάκης Αργ. Σταματόπουλος, Χρονικά και μελέτες, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1977. Οι φωτογραφίες είναι από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. 11.