18 Μαρτίου 2017 at 22:29

Ιστορία της Κοζάνης: Αλήφρονες και Δημοκρατικοί στα τέλη του 19ου αιώνα

από

Ιστορία της Κοζάνης: Αλήφρονες και Δημοκρατικοί στα τέλη του 19ου αιώνα

Δημοσιεύουμε, σε νεοελληνική απόδοση, αποσπάσματα από το βιβλίο του φιλολόγου Παναγιώτη Λιούφη Ιστορία της Κοζάνης, έκδοση 1924.

Κείμενο: Παναγιώτης Λιούφης

απόδοση στα νέα ελληνικά: Δημήτρης Τζήκας*

Αγώνες Ρούσα – Αυλιώτη

Προηγουμένως λοιπόν είδαμε, ότι από το 1776 άρχισε να αυξάνει στην Κοζάνη η επιρροή της δύναμης του Αλή πασά, ο οποίος είχε ορίσει τον Ρούση Κοντορούση ως αντιπρόσωπό του. Αλλά, επειδή ο Αλής δεν ήταν ακόμη πολύ ισχυρός, στις πόλεις και τα χωριά, οι δημοκρατικοί, αφού κατανόησαν εγκαίρως τους σκοπούς του Αλβανού άρχοντα, εναντιώνονταν στους οπαδούς του, πολύ περισσότερο μάλιστα στην Κοζάνη, η οποία απολάμβανε προνόμια και κάποια σχετική αυτονομία· διότι η πόλη τύχαινε να είναι Μαλικιανές, αφού ήταν κτήμα της Σουλτάνας· γι’ αυτό και η δράση του Αλή εδώ προχωρούσε με μεγάλη προσοχή. Όμως, μετά την φυγή του αρχηγού των δημοκρατικών Γεωργίου Αυλιώτη, το κόμμα του Ρούσα ενισχύθηκε αρκετά, ώστε, όταν ο Αλή πασάς ανακηρύχθηκε ηγεμόνας της Ρούμελης, ο Ρούσας έφερε την πόλη άνω κάτω κατά το δοκούν. Συνεργαζόμενος με τον Βοεβόδα, ο οποίος ήταν άνδρας από τους οπαδούς του Αλή, επιβάρυνε με φόρους τους δημοκρατικούς και με κάθε τρόπο πίεζε όσους είχαν φρονήματα φιλικά προς τον Αυλιώτη. Εξαιτίας αυτών, πολλές οικογένειες τίμιων πολιτών αναγκάστηκαν να εκπατριστούν, όπως οι οικογένειες Κόνδη, Μπούνου, Λουσιάνη, Οικονόμου κλπ. Ο Γεώργιος Αυλιώτης όμως, διαμένοντας στην Πέστη και πληροφορούμενος τις ατασθαλίες του αντιπάλου του, επειδή δεν ανεχόταν τη συστηματική καταδίωξη των φίλων και των οπαδών του, άφησε το κατάστημά του και μετά από δεκατέσσερα έτη, το 1795, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη· μάλιστα, με χρήματα και άλλα μέσα, κατάφερε να προσλάβει σουλτανικό διοικητή και αρχές της άνοιξης έφτασε στην πόλη κι εγκαταστάθηκε ως Κοτζάμπασης. Αφού φυλάκισε τον Ρούσα οικογενειακώς, άρπαξε την περιουσία του και στην οικία του Οικονόμου[1] θεωρούσε τους λογαριασμούς της Κοινότητας μαζί με τους προκρίτους.

Παλιό σπίτι στην Κοζάνη, πιθανόν στις αρχές του 20ου αιώνα
Παλιό σπίτι στην Κοζάνη, πιθανόν στις αρχές του 20ου αιώνα

Ιστορική επιστολή του Θεόφιλου

Παραθέτουμε εδώ αποσπάσματα από αντίγραφο της επιστολής του τότε επισκόπου Θεόφιλου από την Θεσσαλονίκη, η οποία στάλθηκε προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης που διέμενε στην Κωνσταντινούπολη, και περιγράφει λεπτομερώς όσα συνέβησαν:

«Την υπετέραν θειοτάτην, σοφωτάτην και σεβασμία μοι Παναγιότητα προσκυνώ… Η ενταύθα άλλως μεν επιθυμούμενη τη Δεσποτική μοι αυτής παρουσία, ως μη όφειλε δε ανάγκαις και δυστυχία εμού τε και των ταλαίπωρών μου Χριστιανών Κοζανιτών γεγενημένη άφιξίς μου, Παναγιότατε, Σεβαστέ μοι αυθέντα και Δέσποτα, αναγκάζει με κατά χρέος απαραίτητον (αγκαλά και πρότερον κατά τα μέσα Μαρτίου δι’ άλλου μου ταπεινού συναποστείλας μέσον του άρχοντος Κυρίου Ιωάννου Γούτα Καυταντζόγλου τα αύτοθι διάφορά μου επροσκύνησα την Αυτής Σεβασμιότητα) να επηνοχλήσω αυτήν και διά του παρόντος μου δουλικού, και αποδιδούς πρότερον τας οφειλομένας μοι ταπεινάς προσκυνήσεις μου, συν τω μετ’ ευλαβείας ασπασμό της σεβασμίας Αυτής δεξιάς, να αναφέρω την αξιοδάκρυτον κατάστασιν της δυστυχούς παροικίας μου, και τα επισυμβάντα προ ολίγων ημερών εν τη Κοζάνη δεινά και ολέθρια. Η αθλία Κοζάνη, Δεσπότη μου Παναγιώτατε, αγκαλά και προ χρόνων, ως και τη Παναγιοτήτί της και πολλοίς άλλοις είνε γνωστόν, ευρίσκεται καταπιεζομένη πάντοτε από δεινάς επιφοράς και διαφόρους διωγμούς δια την μεταξύ ούτων αλληλομαχίαν, ήδη όμως κρίμασιν, οις οίδε Κύριος, πνέει τα έσχατα δεινά, και τον παντελή αφανισμόν, αν μη ο του ελέους Θεός δια των παναγίων αυτής ευχών επιχορηγήση τάχιστα τρόπον τινά ειρήνης και διορθώσεως· κέκτηται γαρ Θεού παραχωρήσει, μετά δεινήν και αξιοδάκρυτον περίστασιν, επιβαρείς λύκους γένους ωμοβόρου, διψώντας αυτοίς το αίμα και την ερήμωσιν, και ίλεως γένοιτο ο Θεός. Προ δύο χρόνων ήδη έφτασε να πάρει το ιλτιζάμι του Βοεβοδαλικίου του εις Αλβανίτης, άνθρωπος φύσει κακότροπος και πονηρός, από τον οποίο οι περισσότεροι σχεδόν, μη όντες ευχαριστημένοι εξ αιτίας των βαρύτατων δοσιμάτων, αρπαγών του και άλλων άτοπών επιχειρημάτων του, επρόστρεξαν εις την Εκλαμπροτάτη Χανούμ Σουλτάναν Κυρίαν του τόπου τους, προσκλαιόμενοι παρ’ εκείνου και ζητούντες μετά τον λογαριασμόν των όσων εσύναξε εις την εξουσίαν του· εστάλη ουν παρ’ εκείνης επί τούτω άνθρωπος διά την θεώρησιν των λογαριασμών. Του Βοεβόδα δε επιστηριζομένου εις άλλας δυνάμεις και μη θέλοντος δούναι κατ’ ακρίβειαν τους λογαριασμούς, αλλά τρέχοντος κατά τους δολίους αυτού σκοπούς και αγωνιζομένων με πολλούς τρόπους και σχίσματα των Χριστιανών εις το να μείνει και εφέτος εις Κοζάνην, ηναγκάσθησαν οι Χριστιανοί και έγραψαν αύθις τη Κυρία τους, και ούτως εστάλη κατά τας αρχάς του παρελθόντος Φεβρουαρίου ο ίδιος Κεχαγιάς της εις το να δώση νιζάμι, και να διορίσει οιονεί τα του μουκατά· έτυχεν όμως εις τον αυτόν καιρόν να ευρεθή αύτοθι εις την πόλιν και κάποιος Γεώργιος Αυλιώτης επονομαζόμενος (αυτός είναι εκείνος, όπου και άλλοτε προ χρόνων δέκα πέντε κατά το αψπ’ έτος δυναστικώς έφτασε να γίνει κοτζάμπασης της Κοζάνης δι’ ολίγους μήνας, και από την κακήν και ληστρικήν διοίκησην, ως ακούω, έφερε τα πράγματα εις ακμήν, όπου να σταλθή κοτζάμπασης προς διόρθωσιν, με θάνατον πολλών και μεγαλωτάτην ζημίαν της πολιτείας, ο οποίος φθάσας έφυγε τότε και απήλθεν εις Ουγγαρίαν, όπου προ ολίγων ημερών είχεν έλθη από Ουγγαρίας και συστηθείς παρά τινών εις την Πόρταν της ρηθείσης Κυρίας των Κοζανιτών ήλθε και αυτός ομού με τον Κεχαγιάν επί σκοπώ, ως εφάνη, να αποκασταθή προεστώς. Επρόσταξαν μόνοι και τους ητοιμάσθη κονάκι, το οσπίτιον του ποτέ Οικονόμου, ευρισκόμενον πλησίον της ταπεινής Επισκοπής μου[2]· έτυχεν εις τον καιρόν του ερχομού του κεχαγιά να ευρεθώ καγώ εις Κοζάνην, και τόσον διά τον ερχομόν εκείνου, όσον και δια το να ήτον η αρχή της Τεσσαρακοστής, δεν ανεχώρησα από της Κοζάνης, αλλ’ έμεινα εν αυτή με σκοπόν οπού, αφ’ ου ειρηνεύσουν τα εκεί, να εξέλθω μετά το Πάσχα εις τα χωρία μου. Άρχισεν ο κεχαγιάς μετά του νέου κοτζάμπαση να ενεργούν τα της εξουσίας των, άλλους δέρνοντας, άλλους φυλακώνοντας, και άλλους τζερεμετίζοντας, και ούτω παρετάθη η θεώρησις του κοινού λογαριασμού μετά του Βοεβόδα σχεδόν δύο μήνας· εις το οποίον διάστημα βεβαιωθείς εντελώς ο Βοεβόδας των σκοπόν των προεστωτέρων χριστιανών και την απόφαση του Κεχαγιά, όπου είχον διά την έξωσίν του, δεν έλειψε να μεταχειρισθή διαφόρους τρόπους και πανουργίες, άλλοτε μεν προστρέχων εις μεγάλα μέρη των ενταύθα ηγεμόνων, και υποσχόμενος αδράς ποσότητας διά την προστασίαν του εις το να μείνει πάλιν Βοεβόδας εν Κοζάνη, άλλοτε δε επαπειλών τους Κοζανίτας διά Αλβανιτών εμμείναι δυναστικώς, άλλοτε βιάζων αυτούς διά την εκπλήρωσιν των χρεωστουμένων αυτώ, και άλλοτε άλλα φοβερίζων και ενεργών έφθασε τέλος πάντων ο κάκιστος κατά την ημέρα της Κυριακής του Αποστόλου Θωμά, εν η ετελείτο παρ’ αυτών και η εορτή του Βαϊραμίου (δια το οποίον απελθών και ο Κεχαγιάς της Σουλτάνας εις εν των τουρκικών χωρίων έλειπεν από Κοζάνης με τους ανθρώπους του) να ενεργήσει δολίως εκείνα τα θλιβερά και αξιοδάκρυτα δεινά.»

Ο Παναγιώτης Λιούφης, γιος του Νικολάου και της Ελένης, γεννήθηκε στην Κοζάνη τον Νοέμβριο του 1869 και πέθανε το 1926 στην Αθήνα.
Ο Παναγιώτης Λιούφης, γιος του Νικολάου και της Ελένης, γεννήθηκε στην Κοζάνη τον Νοέμβριο του 1869 και πέθανε το 1926 στην Αθήνα.

Συμπλοκή στην πόλη με Αλβανούς

«Ευρισκομένων γαρ των προεστωτέρων χριστιανών της Κοζάνης εις το ρηθέν οσπήτιον (του Οικονόμου), όπου ο νέος Κοτζάμπασης, και θεωρούντων πολιτικάς αυτών υποθέσεις, αίφνης εισήλθον Αλβανίται, ήτοι ο Βουλούκ-μπασης, όπου περιέρχεται εις τα έξωθεν της Κοζάνης χωρία μετ’ άλλων αλβανιτών του Βοεβόδα, όντων πάντων τον αριθμόν έως πεντήκοντα, οίτινες εισορμήσαντες άρμασι και ξίφεσι ταις χερσί κατά του ρηθέντος Προεστώτος (αποφάσει δήθεν της κρίσεως, ως έλεγον προς τους άλλους των χριστιανών, ίνα αυτόν αγάγωσι τω ηγεμόνι δέσμιον, μη πεισθέντα δε θανατώσωσι), και ρίψαντες κατά πρώτον επ’ αυτόν, εκείνος μεν ουκ εβλάβη, αλλ’ ορμήσας κατά των Αλβανιτών εθανάτωσε εξ αυτών δύο, και ούτω κλεισθέντων των Χριστιανών εις τον οντάν, εν ω ευρέθησαν, και των Αλβανιτών εισελθόντων εις τους πέριξ οντάδες του αυτού οσπητίου και πυροβολούντων κατά του Κοτζάμπαση, πολέμου ακατάπαυστου κρατήσαντος δια τρεις ώρας σχεδόν έως το εσπέρας εκείνης της ημέρας, εθανατώθησαν ένδον του οντά επτά χριστιανοί, και άλλοι μόνον εξ λαβωμένοι, τόσον εκ των χριστιανών, όσον και Αλβανιτών. Αλαλαγμού δε και θορύβου μεγάλου γενομένου καθ’ όλην την πολιτείαν, εσυνάχθη το πλήθος των χριστιανών, και οι μεν έτρεξαν εις το Βεηλίκι εναντίον του Βοεβόδα για να μη φύγει, οι δε εις το οσπήτιον, ένθα ήσαν οι Αλβανίται κλεισμένοι, πολεμούντες τους χριστιανούς, πολιορκήσαντες αυτό γύρωθεν και τους μεν εναπολειφθέντες χριστιανούς ελευθερώσαντες, τους δε Αλβανίτας φυλάξαντες κλεισμένους δύο νυχθήμερα απέλυσαν αυτούς μετά ταύτα, αφ’ ου ήλθεν έξωθεν ο της Σουλτάνας άνθρωπος, ο οποίος ευθ΄ς αποστείλας εις Μοναστήρι δεδωκε την περί τούτου είδησιν τω υπερτάτω Ρούμελη Βαλεσή. Ύστερον ουν από τινάς ημέρας, ελθόντων παρά του ηγεμόνος, εζήτουν τον Βοεβόδαν δι’ ορισμού απελθείν εις Μοναστήριον· αυτού δε μη πειθόμενου, αλλ’ ετοιμαζομένου προς αντίστασιν, ήλθον εκείθεν μετά ταύτα και άλλοι περισσότεροι· διό και εδοκίμασε να φύγη προς το μέρος της Αλβανιτείας, αλλά κυνηγηθείς υπό των μπουμπασιρέων και χριστιανών επιάσθη έξωθεν της Κοζάνης, και ούτως εστάλη δέσμιος εις Μοναστήριον προς τον ηγεμόνα, απελθόντος εκείσε μετά ταύτα και του ανθρώπου της Σουλτάνας μετά πολλών χριστιανών εκ του πλήθους, το οποίον υπεράναψεν μάλλον τον θυμόν και την αγανάκτησιν των Αλβανιτών εις το να επαπειλώσι φανερά τα μέγιστα δεινά κατά των Κοζανιτών χριστιανών, και κατά της αθλίας εκείνης πολιτείας, όπου η ελπίς αυτών προς διαφέντευσιν της ζωής των και της πατρίδος δεν μένει εις άλλον, ειμή εις το έλεος του Θεού και εις την διόρθωσιν εκ μέρους της κυρίας των. Εγώ λοιπόν, δεσπότη μου σεβασμιότατε, ευρεθείς, ως είπον, (εξ αμαρτιών μου) κατ’ εκείνην την ημέραν εις Κοζάνην, και αίφνης ακούσας εκείνον τον θόρυβον και την βοήν των τυφεκίων πίπτοντα πανταχόθεν τα βόλια, ως χάλαζα, ημιθανής γενόμενος εκ του φόβου μου, και τρέμων όλως έμεινα κεκλεισμένως εκείνας τα ώρας ένδον εις το κονάκι μου, τη δ’ εφεξής πρωί χωρίς σχεδόν ψυχήν, ουκ οιδ’ όπως θεία συνάρσει, και διά των αγίων αυτής ευχών εξήλθον από της Κοζάνης, απαλλαγείς εκείνου του κινδύνου και πολλών άλλων ανιαρών[3] και ατόπων ενδεχομένων εν τοιούτοις καιροίς και περιστάσεσιν· αλλά και πάντες οι προκριτότεροι των Χριστιανών της Κοζάνης, διά τον φόβον εκείνον και δια τα εξής επαπειλούμενα δεινά έφυγαν ευθύς κατασκορπισθέντες, ως μη ήθελον, άλλοι εις Βέρροιαν, άλλοι εις Σέρρας, άλλοι αλλαχού, ως ηδυνήθησαν καταφυγόντες, και διέβην εις Σέρβια, ένθα διατρίψας ικανάς ημέρας έκρινα εύλογον συμβουλευθείς….κλπ.»· με τα επόμενα δικαιολογεί την μετάβασή του στη Θεσσαλονίκη. Και σε άλλη επιστολή του ίδιου από τα Σέρβια, προς τον Γούτα Καυταντζόγλου στη Θεσσαλονίκη, εκτίθενται τα γεγονότα πιο περιληπτικά, με την προσθήκη ότι κατά την σύλληψη του Βοεβόδα φονεύτηκε ένας από τους ανθρώπους του και την λεπτομέρεια, ότι όσα διαπράχθηκαν από τον Αληπασαλή Βουλούκ-μπαση ήταν ενέργειες του Βοεβόδα, με τη γνώμη άλλου δυνατότερου προσώπου (του Ρούσα), εξαιτίας προηγούμενης ψυχρότητας. Από την επιστολή αυτή, η οποία γράφτηκε γύρω στα μέσα Μαΐου, καταφαίνεται ότι ο επίσκοπος Θεόφιλος ήταν ευνοϊκά διακείμενος προς τον Γ. Αυλιώτη, στον οποίο άλλωστε έστειλε και γράμματα από τα Σέρβια για να πληροφορηθεί όσα συνέβησαν έπειτα.

Εκστρατεία των οπαδών του Αλή κατά της πόλης. Πυρπόληση της αγοράς και μάχες

Μετά τα γεγονότα αυτά, ο Γ. Αυλιώτης εξουσίαζε την πόλη, περιφερόταν αρματωμένος μαζί με άλλους πενήντα ενόπλους και είχε δύναμη μέχρι την άνοιξη. Αλλά ο Ρούσας, αφού απέδρασε από τη φυλακή, έρχεται στα Γιάννενα, και παραλαμβάνει από τον Αλή μεγάλη στρατιωτική δύναμη, υπό τους Σελιχτάρη Μπόντα[4] και Χρήστο Παλάσκα, Έλληνα από την Γότιστα της Πίνδου, οπλαρχηγό του Αλή[5]. Κατά τον μήνα Μάιο του 1797, στρατοπέδευσαν έξω από την πόλη, ο μεν στη θέση «Σκίρκα», ο δε άλλος κοντά στον ναό του Αγίου Δημητρίου, στη θέση «Αμυγδαλιές». Αυτοί καλούσαν τον Αυλιώτη να παραδοθεί, αλλά εκείνος αδιαφορούσε. Ύστερα, αφού τον εγκατέλειψαν οι δικοί του, φοβισμένοι από το πλήθος του στρατού, οργίζεται και διατάσσει τους στρατιώτες του να κάψουν την πόλη, για να μη γίνει λεία των Αλβανών· οι άντρες του, με κληματσίδες, δάδες και πίσσα πυρπόλησαν όλη την αγορά[6], μαζί με τα εμπορεύματα· απελπισμένος ο ίδιος κατέφυγε σ’ ένα σπίτι[7] απομακρυσμένο, στη θέση «αλώνια»[8]. Επειδή ούτ’ εκεί ήταν ασφαλής, μετέβη στην οχυρωμένη οικία Δημισκή (κατόπιν ανήκε στον κυρ Γεώργη Κοεμτζή και τώρα στους Κωνστ. Και Νικόλ. Χαλκιά), συνοδευόμενος από την αδερφή του.

Φόνος του Αυλιώτη. Απαγχονισμός των οπαδών του

Βλέποντας αυτά οι Αλβανοί εισέβαλαν στην πόλη και αφού τον απέκλεισαν, έβαλαν φωτιά· καθώς έβγαινε να τη σβήσει, ο Αυλιώτης πυροβολείται και πέφτει, μαζί με τρεις από τους τριάντα πιστούς συντρόφους. Οι οπαδοί του παραδόθηκαν, μετά από κάποια αντίσταση, και μερικοί απέδρασαν· ο αντίπαλος του Αυλιώτη διέταξε να εκθέσουν τον άνδρα στην αγορά[9], γυμνό και πρηνή, με το κεφάλι στα οπίσθια επί τρεις μέρες. Αλλά και δέκα από τους οπαδούς του νεκρού ήδη αντιπάλου απαγχόνισε, στον πλάτανο του Αγίου Νικολάου, δίπλα στο κωδωνωστάσιο και άρπαξε την περιουσία τους[10]. Κατά τη συμπλοκή των Αλβανών με τον Αυλιώτη σκοτώθηκαν επτά Αλβανοί, πληγώθηκε δε και ο Χρήστος Παλάσκας. Ο Αυλιώτης ήταν ψηλός, μεγαλόσωμος, μελανομύσταξ, ανδρείος, δημοτικός και φιλελεύθερος. Απόγονοί του σώζονται στην Ουγγαρία και ζουν ως ευγενείς κτηματίες, εξουγγρισθέντες κι έχοντας αποβάλλει το επίθετο Αυλιώτης.

Τυραννία Κοντορούση. Τα έργα του. Θάνατος

Ο Ρούσας, αφού απαλλάχτηκε από τον ισχυρό αντίπαλό του, θριάμβευε ήδη στην Κοζάνη κι έγινε φοβερός για τους πάντες, διότι ήταν άνθρωπος δεσποτικός και φίλαρχος. Γι’ αυτό δηλητηρίασε τον Ιωάννη τον Λογοθέτη, (Λούια) και τον γαμπρό του· με τέτοιες πράξεις κατέστη μισητός στο λαό και ύποπτος στον Αλή, ώστε με τον καιρό παραγκωνίστηκε. Αντί αυτού, για μερικά χρόνια είχε ισχύ ο Ιωάννης Στίνου (Αυγουστίνου) ή Στινούλης[11], μέσω του οποίου ο Αλή πασάς ήρθε στην Κοζάνη προς αναζήτηση της Αικατερίνης Χατζηκλήμου, η οποία κρυβόταν για ένα τρίμηνο στον οίκο του Καρατζά, ενώ ο γιός της Γ. Λασσάνης είχε φυγαδευθεί. Μετά τον Ιωάννη Στίνο ή κυρ Νάννο, για πολύν καιρό επίτροπος του Αλή και όργανό του στην Κοζάνη ήταν ο Ιωάννης Παπαδημητρίου ή Παπαδόπουλος (και κυρ Νάννος), μαζί με τον αδερφό του Γεώργιο[12]· και αυτοί αναγκάστηκαν στο τέλος ν’ απομακρυνθούν από την Κοζάνη, μετά την πτώση του Αλή, επειδή είχαν διαπράξει πολλές ατασθαλίες και αμαρτήματα.

Για εξιλέωση, ο Ρούσης Κοντορούσης, που ήταν άνδρας κάτοχος παιδείας και νομομαθής, επιδόθηκε σε φιλανθρωπικές πράξεις, μέχρι το τέλος της ζωής του (13 Ιανουαρίου 1832), αλλά κι έτσι δεν μείωσε[13] το μίσος του λαού, ο οποίος εξυμνούσε με γλυκές αναμνήσεις και θαυμασμό τις ηρωικές πράξεις του Αυλιώτη· ο Ρούσας αυτός είχε κατασκευάσει και μια κρήνη στην τοποθεσία «Τσαϊπούνης», η οποία σώζεται ακόμα· δυστυχώς, το επίγραμμα της αφανίστηκε, όταν η μαρμάρινη πλάκα καταστράφηκε από πυροβολισμούς Γκέκηδων στρατιωτών το 1896· ήταν έργο του Χαρ. Μεγδάνου, που υπήρξε τότε ιεροδιάκονος, κι έγραφε τα εξής:

ΙΑΜΒΕΙΟΝ

Ο ΠΑΡΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΗΓΗΝ

ΤΟ ΠΡΙΝ ΜΕΝ ΑΛΛΗ, ΝΥΝ ΔΕ ΡΕΙΣ ΠΩΣ ΕΝΘΑΔΕ;

Η ΠΗΓΗ

ΤΟΝ ΡΟΥΝ Ο ΡΟΥΣΗΣ ΩΔΕ ΜΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ

ΙΣΤΩΝ ΕΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΜΝΗΜΗΣ ΣΤΗΛΗΝ·

ΠΑΤΡΟΣ ΓΑΡ ΑΡΧΑΣ Ε

ΕΥΘΕΤΕΙ ΚΑΛΟΝ ΤΕΚΟΣ.

ΗΡΩΟΝ

ΤΡΗΧΕΙΗΣ ΑΠΟ ΓΑΙΗΣ ΕΞΩΡΥΞΑΤΟ ΝΑΜΑ

ΚΑΙ ΠΙΔΑΚΑ ΣΤΗΣΕ ΠΡΟ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ

ΛΥΣΣΙΠΟΝΟΝ ΠΑΡΑΓΟΥΣΙΝ. ΟΔ’ ΟΙ ΡΟΥΣΗΣ ΦΙΛΟΣ ΥΙΕΥΣ

ΗΔΗ ΤΕ ΓΑΙΗΣ ΔΕΙΞΑΤ’ ΑΡΔΕΥΜ’ ΩΔΕ ΜΕΤΑΡΑΣ.

ΕΝ ΕΤΕΙ 1793 ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝΟΣ ΕΙΚΑΔΙ

ΕΝ ΚΟΖΑΝΗ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΓΥΡΙΟΥ (όνομα γλύπτη)

ΕΙΣ ΔΕΙΓΜΑ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΤΗΣ ΕΛΛΟΓΙΜΟΝ ΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ. Ο ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΣ ΧΑΡΙΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.

Συνέπειες των ταραχών

Οι συνέπειες των φρικαλέων ταραχών[14] που συνέβησαν κατά τα έτη 1795 και 1797 ήταν τραγικές για την Κοινότητα· η πρώην ζωηρή κίνηση περιορίστηκε, από τη μια εξαιτίας της μετέωρης κατάστασης, από την άλλη επειδή πολλοί εμπορευόμενοι έφυγαν, κι έγιναν πολλές καταστροφές. Η δε σχολή ανέστειλε τη λειτουργία της για έξι περίπου συνεχόμενα χρόνια, μέχρι το 1803, οπότε ανέτειλλε οπωσδήποτε σχετική ησυχία και κόπασε η φατριαστική πολιτεία, μετά την παύση του Ρούσα.

[1] Ούτος ελέγετο Γεώργιος ή Γρηγόριος Παπαστάμου, προσέλαβε δε τον τίτλον και το παρώνυμον Οικονόμος.

[2] Η οικία αύτη είνε η σήμερον οικία Ι. Γκουλιάρα (Ι. Βούρκα).

[3] Μετ’ αφελείας εκτίθησι την φυγήν του εκ της πόλεως, καθ’ ας περιστάσεις η παρουσία του εν αύτη ην αναγκαιότατη.

[4] Ο Σελιχτάρης Μπόντας ην γενναίος πολεμιστής του Αλή. Μετά την πτώσιν του Αλή προσελήφθη υπό του Χουρσίτ πασά· ηττήθη δ’ υπό του Μάρκου Βότσαρη οδηγών δύο χιλιάδας Αλβανών κατά της Κιάφας. Ούτος μετά του Άγο Βάσιαρη, Γεωργ. Σακελλαρίου και Ιωάννου Καλογεράνη διετέλεσε σύμβουλος του Σαλή πασά, υιού του Αλή διοικητού του Βερατίου.

[5] Ούτος χρηματίσας αξιωματικός εν Ευρωπαϊκοίς στρατοίς προσελήφθη υπό του Αλή πασά ως προπαιδευτής της τακτικής των Αλβανών. Μετά δε την πτώσην του Αλή μετέβη εις την υπηρεσίαν του Ομέρ Βρυώνη, ος υποληπτόμενος αυτόν μετά την παράδοσιν της Λεβαδείας αφήκε τον Παλάσκαν ως καπετάνιον Λεβαδείας· αλλ’ ο Παλάσκας καίπερ διορισθείς υπό του προστάτου του Ομέρ Βρυώνη έχων εν τη καρδία ελληνικόν το αίσθημα συννενοείτο συχνά μετά των αρχηγών Ελλήνων, και τέλος ηνώθη μετ’ αυτών.

[6] Το πυρ ήρξατο εν αρχή από του χανίου του Αγ. Νικολάου, όπου τα κρεοπωλεία· πρώτος δ’ έθηκε τούτο ο Μακρής και είτα ο Λιάπης, ος διέφυγεν μετά τινών άλλων εις Καϊλάριον.

[7] Η οικία αύτη ην του Κυρ Νάννου Λάσκου ή Λασσάνη, κατόπιν Λιούφη.

[8] Ταύτα ανήκοντα τω Δημισκή εκλήθησαν είτα Δημισκάδικα, νυν Πλατεία Ελευθερίας. Μέρος τούτων ανήκε τω Ν. Αρμενούλη αφιερώσαντι αυτό το 1855 τη κοινότητι.

[9] Εν τη Γωνία της αγοράς παρά τον νυν κατάστημα αδελφών Δημητρ. Δεληβάννη.

[10] Εις τούτων Γκαλιώτας ή Γεωργούλης καλούμενος εσώθη τη τελευταία στιγμή υπό του Ρώμπαπα, τεχνηέντως επιδείξαντος κομβολόγιον του Ρούσσα, δι’ ου απενέμετο χάρις δήθεν αυτώ· ώστε το όλον απηγχονίσθησαν 15.

[11] Ο αδελφός τούτου Μιχαήλ Στίνου εξωμόσας ετάχθη εν τη των Λατίνων αιρέσει.

[12] Ούτοι έμειναν γνωστοί ως υιοί της Παπαδιάς.

[13] Ο επί θυγατρί γαμβρός αυτού Γεώργ. Σολδάτος, μαθών την προσχώρησιν του πενθερού του εις τον Αλήν έφυγεν εκ Κοζάνης εις Ευρώπην και εγένετο διαμαρτυρόμενος· εφ’ ω η σύζυγος του Βασιλική κινεί αγωγήν κατά Χάιδως Σολδάτου διά τινά οικίαν ιδρυθείσαν υπό του πατρός αυτής (Κοντορούση).

[14] Σημείον της πυρκαϊάς του 1797 σώζεται επιγραφή εν τίνι αίθουση του οίκου Ατλαζή (πάλαι Κοντορούση) έχουσα ώδε:

ΤΟ ΠΡΙΝ Μ’ ΑΛΑCTΩΡ ΚΑΛΛΟC ΕΙΛEΝ ΕΚΤΡΕΠΟΝ,

ΤΑ ΝΥΝ ΔΕ ΠΡΟCTΙΘHCI ΔΕCΠΟΤΗC ΝΕΟΝ

         Κατά το αψ99 έτος, εν μηνί Ιουλίου.

*Ο Δημήτρης Τζήκας είναι δάσκαλος και ιστορικός.

Η φωτογραφία είναι από εδώ: http://www.giapraki.com/7843-2012-02-06-15-22-59

(Εμφανιστηκε 736 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.