30 Μαΐου 2017 at 17:29

Σαπφώ – Ποιήματα

από

Σαπφώ – Ποιήματα

Η Σαπφώ από την Ερεσσό της Λέσβου έζησε περί το έτος 600 π.Χ., ακριβώς δεν ξέρουμε πότε. Η θέση της γυναίκας στη Λέσβο ήταν πολύ καλύτερη απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μορφώνονταν, έβγαιναν από το σπίτι, μάθαιναν καλούς τρόπους, μουσική χορό σε διάφορους ομίλους.

Στον κύκλο κοριτσιών της Σαπφούς υπήρχε μια βαθιά εσωτερική σχέση μεταξύ τους, κάτι που οδήγησε στην εικόνα της ομοφυλόφιλης ποιήτριας που αναπτύχθηκε από χριστιανούς συγγραφείς αργότερα η οποία ενδεχομένως να μην έχει βάση στην πραγματικότητα.

Η ποίησή της αφορά τον έρωτα και το κάλλος.

1.

Κόρη του Δια αθάνατη, πλανεύτρα Αφροδίτη

στον πλουμιστό σου και λαμπρό τον θρόνο γονατιστή προσπέφτω.

Παρακαλώ σε, σεβαστή, μη μου παιδεύεις την ψυχή

με πόνους και με στεναγμούς.

Μα ελα ‘δώ, αν κάποτε, άλλη μια φορά

ακούγοντάς με από ψηλά τη δέησή μου δέχτηκες.

Κι αφήνοντας τ’ ολόχρυσο του Δία το παλάτι κίνησες

ζεύοντας την άμαξά σου τη χρυσή.

Πουλάκια όμορφα γοργά

φτεροκοπώντας ρυθμικά

στη μαύρη γη σε φέραν,

πετούν ψηλά στον ουρανό

και μέσα στον αέρα·

κι εκείνα φτάσαν στη στιγμή.

Το χαμογέλιο ετύλιξε τη θεϊκή σου όψη

κι εσύ ευλογημένη, με ρώτησες: γιατί ξανά με προσκαλείς;

Σαπφώ, τι έχεις πάθει;

Ποιο είναι εκείνο που ποθεί η παθιασμένη σου ψυχή;

Ποια θες να ρίξει η Πειθώ μες στου σεβντά σου τον καημό;

Σαπφώ, ποια σε πληγώνει;

Τι κι αν αυτή φεύγει μακριά,

γρήγορα θα σε κυνηγά,

τι κι αν για τώρα δεν κοιτά τα δώρα σου τα ερωτικά,

σε λίγες μέρες μοναχά δικά της θα σου δώσει,

τι κι αν αυτή δε σε ποθεί,

στη στιγμή θα σ’ αγαπήσει

και χωρίς να το θελήσει.

Έλα κοντά μου πάλι Εσύ,

κι απ’ τις αβάσταχτες τις έγνοιες λύτρωσέ με,

κάνε αλήθεια να γενεί ό,τι η ψυχή πολύ ποθεί.

Και συ η ίδια βοηθός στάσου σιμά σε με κι εμπρός.

Προστάτεψέ με

2.

Ίδιος θεός μού φαίνεται

πως είναι αυτός ο άντρας

που απέναντι σου κάθεται.

Κι όταν εσύ γλυκά μιλάς

με σιγανή φωνούλα,

προσεκτικά και σιωπηλά

κάθε σου λέξη τη ρουφά

και κάθε γέλιο σου γλυκό.

Ετούτο κάνει την καρδιά

στα στήθη και σπαράζει.

Μόλις λοιπόν για μια στιγμή

εσένα αντικρίσω,

σβήνει η φωνή και χάνεται

η γλώσσα μου παγώνει.

Κι αμέσως σιγανή φωτιά

τυλίγει το κορμί μου —

δεν βλέπουν τα ματάκια μου,

τ’ αφτάκια μου βουίζουν.

Κρύος ίδρωτας μ’ έπιασε, τρέμει όλο το κορμί μου.

Πρασίνισα, κιτρίνισα πιότερο κι από χόρτο —

φοβάμαι και μου φαίνεται σε λίγο θα πεθάνω.

Όμως τα πάντα τα τολμώ,

μια κι είμαι ’γώ μονάχη.

3.

Μερικοί λένε το ιππικό, το πεζικό ή το ναυτικό

πως είναι το καλύτερο στη μαύρη γη το πράγμα,

μα ’γω όμως λέω πιο καλό ό,τι ποθεί ο καθένας.

Και πολύ εύκολα ο καθείς, αυτό μπορεί να νιώσει,

γιατί η Ελένη έφτασε στην Τροία με ένα πλοίο,

παράτησε τον άντρα της η πιο όμορφη γυναίκα.

Καθόλου αυτή δε νοιάστηκε για τη μικρή της κόρη

ούτε για τους αγαπημένους της γονείς.

Μα την ξεπλάνεψε η θεά

[γιατί γυρίζει εύκολα του ανθρώπου η καρδιά].

Λυτά μου φέραν στο μυαλό την Ανακτορία,

που είναι πια μακριά μου.

Αχ, πόσο θα ’θελα να δω το πολυπόθητο περπάτημά της,

την υπέροχη λάμψη του προσώπου της

ν’ αντικρίσω κι όχι τα όπλα των Λυδών, ακόμα

και τους ίδιους να πολεμούνε στη στεριά με τα

λαμπρά άρματά τους.

4.

………………………………..

«θέλω στ’ αλήθεια να πεθάνω»

κι αυτή με δάκρυα πολλά

έφευγε από με μακριά.

Και τούτο ακόμα μου ’λεγε:

«αλίμονο, ποια βάσανα μας

βρήκανε, Σαπφώ, γιατί χωρίς να θέλω

τώρα σ’ αποχαιρετώ».

Και γω μ’ αυτά αποκρινόμουν:

«να πας, καλή μου, στο καλό

και μένα να θυμάσαι,

γιατί το ξέρεις πως εμείς

πάντα θα σε ποθούμε».

Κι αν λησμονήσεις πάλι,

 εγώ να σου θυμίσω θέλω

τις τόσες γλύκες και χαρές,

που ζήσαμε μαζί.

Με κρόκο, ρόδα, μενεξιά

στεφάνια έβαζες πολλά

τριγύρω στο κορμί σου.

Και τον τρυφερό λαιμό σου

στόλιζες μ’ άλλα στεφάνια

καμωμένα από γλυκάνθια.

Και μ’ άφθονο ανθόνερο,

ίδια συ βασίλισσα,

έραινες τα ωραία σου μαλλιά.

Και στο πουπουλένιο στρώμα

εσύ τον πόθο ξύπναγες

των τρυφερών παρθένων.

Και δεν υπήρχε πουθενά

θυσία ή γιορτή καμιά

και να ’μαστέ εμείς μακριά.

5.

……………………………………..

έργο…

ρόδινο προσωπάκι δοκιμ[ασία];

…………………………………………….

…………………………………………….

βαρυχειμωνιά

… μεγάλος πόνος

… όμως

Ικετεύω σε, Γογγύλα,

να φανερωθείς μπροστά μου,

το κορμί σου τυλιγμένο

στον κατάλευκο χιτώνα.

Ω τι πόθος φτερουγίζει

γύρω σου, όμορφη κυρά μου!

Το μακρύ σου το φουστάνι

όποια κι αν το δει τα χάνει

και γω τι χαρά που νιώθω!

Τούτη τη μομφή σού ρίχνει

ως κι αυτή η Αφροδίτη,

που στην Κύπρο εγεννήθη.

6.

Από τις Σάρδεις μακριά εδώ συχνά

το νου γυρνά, τότε που ζούσαμε σιμά.

Στ’ αλήθεια σ’ είχε η Αριγνώτα όμοια εσένα

με θεά, μεγάλη ένιωθε χαρά

σαν της τραγούδαγες γλυκά.

Μα τώρα εκείνη ξεχωρίζει μες στις γυναίκες

της Λυδίας, καθώς η ρόδινη σελήνη — όταν ο ήλιος

βασιλέψει – σβήνει μεμιάς όλα τ’ αστέρια.

Τη λάμψη της σιγά σιγά απλώνει στην αλμυρή

τη θάλασσα και στους πολύανθους αγρούς.

Όμορφη χύνεται δροσιά κι αναθαρρούν τα ρόδα,

τα φυλλαράκια τ’ απαλά και τ’ ανθισμένα χόρτα.

Κι αυτή γυρίζει ’δω κι εκεί, με πόθο στη λεπτή ψυχή

κάθε φορά που θυμηθεί την τρυφερή Ατθίδα.

Έχει τη θλίψη στην καρδιά και μας φωνάζει δυνατά,

να πάμε ’κεί ζητάει.

Μα η νύχτα, που όλα τα γροικά δε στέλνει

είδηση καμιά σε μας πέρα απ’ τη θάλασσα.

7.

Τριανταφυλλένια χέρια αγνές Χάριτες

κόρες του Δία,

Ελάτε!

8.

Ελάτε Χάριτες αβρές κι ομορφομάλλες Μούσες.

9.

Γλυκά τ’ αηδόνι κελαηδεί, η άνοιξη σιμώνει.

10.

Κατέβηκε απ’ τον ουρανό, την πορφυρή χλαμύδα του φορούσε [ο Έρωτας],

11.

Κι ο έρωτας ξεσήκωσε το νου μου,

σαν αγέρας που σπάει

τα δένδρα στο βουνό.

12.

(a)

Γλυκός πικρός ο έρωτας με ξεσηκώνει πάλι,

σαν ερπετό που σέρνεται

και μηχανή δεν πιάνει.

Τα μέλη μου λυθήκανε.

(b)

Ατθίδα, σου ήτανε βαρύ

να νοιάζεσαι για μένα,

γι’ αυτό ανοίγεις τα φτερά,

πετάς στην Ανδρομέδα.

13.

Εγώ ποθώ και καίγομαι.

[Δεν ξέρω τι να κάνω].

14.

Αχ να ’ταν, Αφροδίτη μου με το χρυσό στεφάνι,

τούτος ο τυχερός λαχνός

σε μένανε να τύχει.

15.

Καλά ’καμες και γύρισες, αχ πόσο σε ποθούσα

και την ψυχή μου δρόσισες που λαμπαδιάζει ο πόθος.

16.

Σε φιληνάδας τρυφερής τα στήθια να κοιμόσουν!

17.

Έσπερε, όλα εσύ τα φέρνεις πίσω,

όσα η αυγή το χάραμα εσκόρπισε μακριά.

Φέρνεις πίσω το πρόβατο, φέρνεις εσύ την αίγα,

συ φέρνεις πίσω το παιδί, στην αγκαλιά της μάνας.

18.

Κι έχω ανοίξει τα φτερά (για σένα να πετάξω),

καθώς στη μάνα το παιδί.

19.

Σ’ αγάπησα, Ατθίδα μου,

εσένα ένα καιρό,

μικρούλα τότε ήσουνα

κι αθώα μού φαινόσουν.

20.

Κι εγώ σε στρώμα πούπουλο

ξαπλώνω το κορμί μου.

21.

Έχω ένα κοριτσάκι όμορφο (σαν αγγελούδι)

ίδιο το προσωπάκι του με το χρυσό λουλούδι,

την Κλείδα π’ αγαπάω.

Και ’γώ δε θα την άλλαζα

με τη Λυδία όλη

ούτε και με την όμορφη… [της Ερεσσός την πόλη].

22.

Ποτέ ξανά, ουδέποτε τέτοια σοφή παρθένα

καμιά θαρρώ δε θα τον δει τον ήλιο σαν

και σένα.

23.

Γλυκιά μανούλα, δεν μπορώ

να υφαίνω πια στον αργαλειό,

για μια μικρούλα τρυφερή

πόθο με τύλιξε βαρύ

η Αφροδίτη.

24.

Στάσου απέναντι καλέ μου και τη χάρη των ματιών σου χύσε στα δικά μου μάτια.

25.

(a)

Και θέλω κάτι να σου πω, μα δε μ’ αφήνει η ντροπή.

(b)

Έννοια σου, αν είχες να πεις λόγο καλό κι ωραίο

κι η γλωσσά σου δε σ’ έτρωγε κάτι να πεις κακό,

ποτέ δε θα χαμήλωνες από ντροπή τα μάτια,

μα θα μιλούσες καθαρά για ’κείνο που ζητούσε

26.

Δεν ξέρω τι ζητώ να βρω· διχάζεται ο νους μου.

27.

Η έγνοια η δική μου.

28.

Και συ ’σαι ίδια, βρε Καλλιόπη.

29.

Αβάσταχτος ο πόνος μου, φαρμάκι στάλα στάλα.

30.

Το φεγγαράκι σβήστηκε,

βασίλεψε κι η Πούλια

είναι μεσάνυχτα, περνά περνά η ώρα

κι είμαι στην κλίνη μοναχή.

31.

Μίλησα ψες μες στ’ όνειρο της Κυπρογεννημένης.

32.

Η Πάνορμος σε γέννησε ή η Κύπρος και η Πάφος.

33.

… Έλα μου, Κύπρις,

κέρασε κρασί μες στα χρυσά ποτήρια

με χάρη αναμειγμένο.

34.

Λεν είναι βέβαιο σωστό

θρήνοι να βγαίνουνε

μέσ’ απ’ των ποιητών τ’ αρχοντικά.

Κι ούτε ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά.

35.

Για πάντα μου παρθένα θα ’μαι.

36.

Αυτές εμένα τίμησαν,

της τέχνης τους τα δώρα

μου χαρίσαν.

37.

Όταν θα κείτεσαι νεκρή

σε κανενός τη θύμηση

ποτέ οε θα γυρίσεις·

γιατί εσύ δε δεχόσουν

της Πιερίας τα ρόδα.

Χλωμή χλωμή κι ασήμαντη

θα τριγυρνάς στον Άδη,

μ’ όλους τους άγνωστους νεκρούς

και με το νου σου θα πετάς

μακριά στον πάνω κόσμο.

38.

– Σβήνει ο γλυκός ο Άδωνις,

τι πρέπει εμείς να κάνουμε, Κυθέρεια Αφροδίτη;

– Κορίτσια, στηθοδέρνεστε και τους χιτώνες σκίστε.

39.

Επάγωσ’ η καρδούλα τους

και πέσαν τα φτερά τους.

40.

Για τις μικρές τις φίλες μου

τώρα θ’ αρχινήσω

γλυκό σκοπό να τραγουδώ

41.

Για σας τις ομορφούλες μου

ο νους μου δε γυρίζει.

42.

Το πιο όμορφο απ’ όλα τ’ άστρα.

43.

Παρουσία όλο χάρη.

τα ματάκια σου σα μέλι,

στο μαγεμένο πρόσωπο

ο έρωτας κυλά…

44.

Κι από τη λύρα πιο γλυκιά

κι απ’ το χρυσάφι πιο χρυσή.

45.

Ω πόσο συ ’σαι όμορφη, θεέ μου πόση χάρη!

46.

Πολλά τα χαιρετίσματα, Γύριννα, από μένα,

όσα τα χρονιά που ‘χασα και ζω χωρίς εσένα.

47.

Ήταν η Νιόβη και η Λητώ φίλες καλές και κολλητές.

48.

Πιο όμορφη η Μνησιδίκη από την τρυφερή Γυρίννω.

49.

(a)

Στ’ αλήθεια μ’ αλησμόνησες

(b)

ή κάποιον άντρα αγάπησες

πιότερο από μένα;

50.

Και ποια χωριάτισσα μπορεί να κάνει μάγια

στην ψυχή, φορώντας βλάχικη στολή;

που το δικό της το φουστάνι

στους αστραγάλους κάτω φτάνει

και σκέρτσα δεν μπορεί να κάνει;

51.

Εμείς τη δίνουμε, είπε ο πατέρας.

52.

Γεια και χαρά σου, νύφη μου

και συ ακριβέ γαμπρούλη

πάντα πολύ να χαίρεσαι.

53.

Γαμπρέ μου, τέτοιο κοριτσάκι άλλο στον κόσμο δεν υπάρχει.

54.

Όμως, γαμπρούλη μου, με τι να σε παρομοιάσω;

— Μ’ ένα κλαδάκι λυγερό θαρρώ πολύ πως μοιάζεις.

55.

Ψηλά σηκώστε τη σκεπή, εμπρός λοιπόν μαστόροι

-Υμέναιε-

να τος και μπαίνει ο γαμπρός, ίσος θαρρώ ο Αρης•

(-Υμέναιε-)

δεν είναι ίσος με θεό. μα πιο τρανός απ’ τους άλλους

(-Υμέναιε-)

και ξεχωρίζει μονομιάς, όπως της Λέσβου ο αοιδός ανάμεσα στους ξένους.

56.

Νύφη: Παρθενιά, παρθενιά, πού μ’ αφήνεις, για πού πας;

Παρθενιά: Δε θα ’ρθώ ξανά σ’ εσέ, πίσω δε γυρίζω.

57.

Ολονυχτία κάναμε οι παρθένες

τραγουδώντας τον έρωτα,

γαμπρούλη μου, εσέ και της νύφουλας

με τη γλυκιά την αγκαλιά και

τη μενεξεδένια

…………………………

…………………………

…………………………

…………………………

58.

Νερό, νεράκι κρύσταλλο τριγύρω

στάλα στάλα πιάνει γλυκό κελάηδισμα

μες στης μηλιάς τους κλώνους.

59.

Δες το γλυκύτατο το μήλο στον πιο ψηλό

τον κλώνο πάνω, που ξέφυγ’

απ’ τους τρυγητάδες.

Όχι δεν ξεφυγ’ από ’κείνους, μα δεν μπορούσαν

να (το) φτάσουν στο πιο ψηλό ψηλό κλωνάρι.

60.

Όπως επάνω στα βουνά

βοσκοί ποδοπατάνε

στο χώμα τον υάκινθο,

και κύλησε χάμω στη γη

το πορφυρό του άνθος.

61.

Σμιγμένα πολλά χρώματα, λογής λογής στολίδια.

62.

Ενώ τα πόδια κάλυπτε

χιτώνας όλο χάρη, τρανή δουλειά

κάποιου Λυδού.

63.

Γοργά τ’ αστέρια κρύβουνε το φως

τους γύρω γύρο; στο φεγγαράκι

το λαμπρό, που ολόγιομο προβάλλει

απάνω από τη [μαύρη] γη.

64.

Ολόγιομη ξεπρόβαλε

από ψηλά η σελήνη

(κι) αυτές

αμέσως στάθηκαν

τριγύρω

στο βωμό.

65.

Τους περαζόμενους καιρούς

οι κοπελιές της Κρήτης

δίπλα στον όμορφο βωμό

εσέρναν το χορό.

Τα απαλά τα πόδια τους

χτυπώντας ρυθμικά

τα χορταράκια πάταγαν

και τα μικρά τους τ’ άνθια.

Η παραπάνω μετάφραση μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο Ερωτικό Αιγαίο, εκδ. Επικαιρότητα

Υπάρχει στο Scribd εδώ.

Περισσότερα e-books στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Ερανιστή, ΕΔΩ.

(Εμφανιστηκε 27,048 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

2 Σχόλια

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.