Η Ναόμι Κλάιν, ο Μίλτον Φρίντμαν και τα συμφέροντα των πολυεθνικών
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Η οικονομική σχολή στο Σικάγο αποτέλεσε το μεγάλο οχυρό της νεοφιλελεύθερης εξόρμησης. Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο «Το Δόγμα του Σοκ» αναφέρει: «Ελάχιστα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα μυθοποιήθηκαν τόσο πολύ όσο το Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Σικάγου τη δεκαετία του 1950, καθώς όσοι ανήκαν σε αυτό το περιβάλλον δεν το αντιμετώπιζαν μόνο ως πανεπιστημιακή σχολή αλλά και ως σχολή σκέψης. Ο στόχος δεν ήταν απλώς η διδασκαλία των φοιτητών του ιδρύματος, αλλά και η οικοδόμηση και ισχυροποίηση της οικονομικής Σχολής του Σικάγου, πνευματικού δημιουργήματος μιας φατρίας συντηρητικών ακαδημαϊκών των οποίων οι ιδέες αποτελούσαν ένα επαναστατικό προπύργιο εναντίον της τότε κυρίαρχης “κρατικίστικης” σκέψης. Όταν διάβαινες το κατώφλι του Κτιρίου Κοινωνικών Επιστημών (περνώντας κάτω από την επιγραφή “Η Επιστήμη είναι Μέτρηση”) και έμπαινες στο διάσημο εστιατόριο όπου οι φοιτητές δοκίμαζαν το πνευματικό σφρίγος τους τολμώντας να προκαλέσουν σε συζήτηση τους τιτάνες καθηγητές τους, δεν επεδίωκες κάτι τόσο πεζό όσο ένα πτυχίο. Καταγόσουν εθελοντής σε ένα στρατό». (σελ. 75 – 76).
Ο Φρίντμαν προσπαθούσε να θεμελιώσει την αρχή της απόλυτης ελευθερίας των αγορών επικαλούμενος μαθηματικές εξισώσεις και υπολογιστικά μοντέλα, τα οποία ήταν αδύνατο να τα επιβεβαιώσει στην πράξη. Επρόκειτο για μια καθαρά θεωρητική κατασκευή, που επιδίωκε την αίγλη της επιστημονικής υπόστασης, χωρίς, όμως, την πειραματική επαλήθευση. Με δυο λόγια, παρόλο που εκπροσωπούσε μια σχολή που διατείνονταν ότι «Η Επιστήμη είναι Μέτρηση», ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να μετρήσει τίποτε, πέρα από τις εξισώσεις, που θεωρούσε ότι η πράξη θα επαλήθευε. Κι αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός της δογματικής σκέψης: «Ο Φρίντμαν δεν μπορούσε να επικαλεστεί μια πραγματική οικονομία για να αποδείξει ότι, αν αφαιρούνταν όλες οι “στρεβλώσεις”, θα επικρατούσε απόλυτη ευρωστία και αφθονία στην κοινωνία, καθώς καμία χώρα στον κόσμο δεν πληρούσε τα κριτήρια της τέλειας ελευθερίας των συναλλαγών. Αδυνατώντας να δοκιμάσουν τις θεωρίες τους μέσω κεντρικών τραπεζών και υπουργείων Εμπορίου, ο Φρίντμαν και οι συνάδελφοί του έπρεπε να περιοριστούν στις ιδιοφυείς μαθηματικές εξισώσεις και στα πολύπλοκα υπολογιστικά μοντέλα που σχεδίαζαν στο υπόγειο του Κτιρίου Κοινωνικών Επιστημών». (σελ. 78).
Το ζήτημα είναι ότι οι απόψεις του Φρίντμαν, αν και απολύτως μετέωρες μπροστά στις προκλήσεις της πραγματικότητας, έπρεπε να παρουσιαστούν ως επιστημονική αλήθεια και μάλιστα απαράμιλλου κύρους: «Όπως όλες οι φονταμενταλιστικές πεποιθήσεις, τα οικονομικά της Σχολής του Σικάγου είναι, για τους πραγματικούς πιστούς, ένα κλειστό κύκλωμα. Σύμφωνα με το θεμελιώδες αξίωμα, η ελεύθερη αγορά είναι το τέλειο επιστημονικό σύστημα, στο οποίο τα άτομα, δρώντας με βάση τις ιδιοτελείς επιθυμίες τους, δημιουργούν τα μέγιστα οφέλη για όλους. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι, αν κάτι δε λειτουργεί στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς (για παράδειγμα, υψηλός πληθωρισμός ή αυξανόμενη ανεργία), τότε η αγορά δεν είναι πραγματικά ελεύθερη. Θα πρέπει να υπάρχει κάποια παρέμβαση, κάποια στρέβλωση στο σύστημα. Η λύση της Σχολής του Σικάγου είναι πάντα η ίδια: πιο αυστηρή και ολοκληρωμένη εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών». (σελ. 78).
Φυσικά, σ’ ένα μεταπολεμικό κόσμο που κυριαρχούσε ο κεϊνσιανισμός και το Νιου Ντιλ, οι ιδεοληψίες του Φρίντμαν δε θα μπορούσαν να έχουν αποδοχή. Κι αυτό όχι μόνο επειδή στερούνταν επαλήθευσης, αλλά και γιατί επανέφεραν τα συνθήματα της προ Νιου Ντιλ εποχής, που οδήγησαν στο αδιέξοδο και στο Κραχ του 1929. Το μοντέλο Φρίντμαν ήταν μια ξεκάθαρη οπισθοδρόμηση υπερασπίζοντας παλιές και δοκιμασμένες συνταγές αποτυχίας. Από αυτή την άποψη, το ανεφάρμοστο των νεοφιλελεύθερων πεποιθήσεων με το συνεπαγόμενο ανεπιβεβαίωτο από την ίδια την πραγματικότητα κρίνεται μάλλον ανακριβές, αφού η πραγματικότητα, σχεδόν 30 χρόνια πριν, απέδειξε απερίφραστα την ανεπάρκεια τους. Θα έλεγε κανείς ότι η αντίληψη του απραγματοποίητου νεοφιλελεύθερου προτάγματος υπήρξε μέρος της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας, καθώς αποσιωπώντας την επιβεβαιωμένη καταβαράθρωση αυτών των ιδεών, μόλις λίγες δεκαετίες νωρίτερα, δημιουργούσε την εντύπωση μιας νέας ολοκληρωμένης οικονομικής πρότασης, η οποία δεν εφαρμόζεται. Αποκτούσε, δηλαδή, τις διαστάσεις ενός κοινωνικοπολιτικού οράματος, μιας επανάστασης, που καταπιέζεται από το «στενοκέφαλο» κατεστημένο.
Η Ναόμι Κλάιν εξηγεί: «Η επιτυχία των κρατικά ρυθμιζόμενων οικονομιών (στο βορρά χάρη στον κεϊνσιανισμό και στο νότο χάρη στην οικονομική της ανάπτυξης) εγκαινίασε μια μαύρη περίοδο για το Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Οι ακαδημαϊκή αντίπαλοι των οπαδών της Σχολής του Σικάγου στο Χάρβαρντ, στο Γέιλ και στην Οξφόρδη στρατολογούνταν από Προέδρους και πρωθυπουργούς για να βοηθήσουν ώστε να δαμαστεί το κτήνος της αγοράς. Σχεδόν κανείς δεν ενδιαφερόταν για την τολμηρή ιδέα του Φρίντμαν να αφεθεί η αγορά να λειτουργεί ακόμα πιο ανεξέλεγκτα από ό,τι πριν. Ωστόσο υπήρχαν κάποιοι που ενδιαφέρονταν έντονα για τις ιδέες της Σχολής του Σικάγου – και, αν και ελάχιστοι, ήταν ισχυροί». (σελ. 84).
Και βέβαια, δε χρειάζονται πολλά για να καταλάβει κανείς ποιοι ήταν αυτοί οι «ελάχιστοι» πλην όμως «ισχυροί», που «ενδιαφέρονταν έντονα» για τη Σχολή στο Σικάγο: «Για τους επικεφαλής των πολυεθνικών εταιρειών των ΗΠΑ, το να πρέπει να υφίστανται έναν ολοένα λιγότερο φιλικό αναπτυσσόμενο κόσμο και περισσότερο ισχυρά και διεκδικητικά συνδικάτα στο εσωτερικό των ΗΠΑ σήμαινε ότι τα χρόνια της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης ήταν μια δύσκολη περίοδος. Η οικονομία μεγεθυνόταν γρήγορα, παραγόταν τεράστιος πλούτος, αλλά οι ιδιοκτήτες και οι μέτοχοι των εταιρειών ήταν υποχρεωμένοι να αναδιανέμουν ένα μεγάλο μέρος αυτού του πλούτου μέσω της φορολόγησης και των μισθών. Όλοι ευημερούσαν, αλλά μια επιστροφή στους κανόνες που επικρατούσαν πριν από το Νιου Ντιλ θα σήμαινε κάποιοι λίγοι θα ευημερούσαν πολύ περισσότερο». (σελ. 84).
Κι αν κάποιος χρειάζεται περισσότερες επεξηγήσεις, η Κλάιν θα συνεχίσει: «Η κεϊνσιανή επανάσταση εναντίον του laissez – faire κόστιζε ακριβά στις εταιρείες. Ήταν φανερό ότι έπρεπε να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος με μια αντεπανάσταση εναντίον του κεϊνσιανισμού, μια επιστροφή σε κάποια μορφή καπιταλισμού ακόμα λιγότερο ρυθμιζόμενη από ό,τι πριν από τη Μεγάλη Ύφεση. Ωστόσο η Γουόλ Στριτ δεν μπορούσε να ηγηθεί η ίδια αυτής της σταυροφορίας – όχι με το κλίμα που επικρατούσε τότε. Αν ο Γουόλτερ Ρίστον, στενός φίλος του Φρίντμαν και επικεφαλής της Citibank, υποστήριζε δημόσια ότι έπρεπε να καταργηθούν ο κατώτατος μισθός και η φορολόγηση των εταιρειών, θα τον κατηγορούσαν ότι είναι ένας “πλουτοκράτης ληστής”». (σελ. 84 – 85).
Κι αυτό ακριβώς ήταν το έργο της περιβόητης σχολής στο Σικάγο: να υποστηρίξει τα συμφέροντα των εταιρειών και των τραπεζών προσφέροντας το περιτύλιγμα της επιστημονικής τοποθέτησης. Με άλλα λόγια, αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ο Ρίστον και η Γουόλ Στριτ ανατέθηκε στο Φρίντμαν: «Αυτόν το ρόλο ανέλαβε να διαδραματίσει η Σχολή του Σικάγου. Πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι, αν ο Φρίντμαν, ένας λαμπρός μαθηματικός και ικανός συζητητής, χρησιμοποιούσε τα ίδια επιχειρήματα, αυτά αποκτούσαν μια εντελώς διαφορετική αίγλη. Ενδεχομένως να απορρίπτονταν ως εσφαλμένα, αλλά είχαν ένα επίχρισμα ακαδημαϊκής αμεροληψίας. Το τεράστιο όφελος της διοχέτευσης των εταιρικών απόψεων μέσω ακαδημαϊκών ή ημι – ακαδημαϊκών θεσμών όχι μόνο διασφάλισε την απρόσκοπτη ροή δωρεών προς τη Σχολή του Σικάγου, αλλά, επιπλέον, οδήγησε και στη δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου δεξιών “δεξαμενών σκέψης” που παρήγε τους στρατιώτες της αντεπανάστασης παγκοσμίως». (σελ. 85).
Οι «ελάχιστοι» πλην «ισχυροί» δεν περιορίζονταν στο «έντονο» ενδιαφέρον, αλλά προχωρούσαν και στην εξίσου «έντονη» χρηματοδότηση. Κι ο Φρίντμαν δε διέψευσε ποτέ τους χρηματοδότες του. Το μήνυμά του ξεκάθαρο: «Τα πάντα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά μετά το Νιου Ντιλ. Τότε ήταν που μια σειρά από χώρες, “συμπεριλαμβανομένης της δικής μου, λοξοδρόμησαν από τον ορθό δρόμο”». (σελ. 85). Όσο για τις προτάσεις του, ξεκάθαρες επίσης: «Πρώτον, οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμποδίζουν τη συσσώρευση κερδών. Δεύτερον, οφείλουν να πουλήσουν τη δημόσια περιουσία σε ιδιωτικές εταιρείες, ώστε να την εκμεταλλευτούν επικερδώς. Και, τρίτον, πρέπει να προβούν σε δραματικές περικοπές στη χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων». (σελ. 85).
Το νεοφιλελεύθερο δόγμα απέκτησε (και πάλι) έναν επίσημο εκφραστή. Ο Φρίντμαν τοποθέτησε τα πάντα πάνω στη βάση των συμφερόντων των εταιρειών. Η Κλάιν περιγράφει έναν πραγματικό παράδεισο για τους ανθρώπους του κεφαλαίου: «Αν είναι αναγκαίο να υπάρχουν φόροι, πρέπει να είναι χαμηλοί, ενώ πλούσιοι και φτωχοί πρέπει να φορολογούνται με βάση μια ενιαία φορολογική κλίμακα. Οι εταιρείες πρέπει να είναι ελεύθερες να πουλούν τα προϊόντα τους παντού στον κόσμο, ενώ οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να προστατεύουν τις εγχώριες βιομηχανίες ή την εγχώρια ιδιοκτησία. Όλες οι τιμές, συμπεριλαμβανομένης της τιμής της εργασίας, οφείλουν να καθορίζονται από την αγορά. Δεν πρέπει να υπάρχει κατώτατος μισθός. Ο Φρίντμαν ζητούσε να ιδιωτικοποιηθούν η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τα ταχυδρομεία, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, η παιδεία, ακόμα και τα εθνικά πάρκα. Εν ολίγοις, ζητούσε, χωρίς καμιά αιδώ, την πλήρη κατάργηση του Νιου Ντιλ, αυτής της επισφαλούς ανακωχής ανάμεσα στο κράτος, στις εταιρείες και στις δυνάμεις της εργασίας, που είχε αποτρέψει τη λαϊκή εξέγερση μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Όποια μέτρα προστασίας κι αν είχαν καταφέρει να κερδίσουν οι εργαζόμενοι, όποιες υπηρεσίες κι αν παρείχε το κράτος για να αμβλύνει τις αιχμές της αγοράς, η αντεπανάσταση της Σχολής του Σικάγου ήθελε να τα πάρει πίσω». (σελ. 85 – 86).
Το κύριο ζήτημα ήταν να ανατραπεί το κεϊνσιανό τοπίο που επικρατούσε: «Η πραγματική πηγή των προβλημάτων ήταν οι ιδέες των κεϊνσιανών στις Ηνωμένες Πολιτείες, των σοσιαλδημοκρατών στην Ευρώπη και των οικονομολόγων της ανάπτυξης στον τότε αποκαλούμενο Τρίτο Κόσμο. Όλοι αυτοί δεν πίστευαν σε μια ουτοπία, αλλά σε μια μεικτή οικονομία, που για τους οπαδούς της Σχολής του Σικάγου ισοδυναμούσε με ένα ετερόκλητο μείγμα καπιταλισμού όσον αφορά την παραγωγή και τη διανομή καταναλωτικών προϊόντων, σοσιαλισμού στην παιδεία, κρατικής ιδιοκτησίας των βασικών υπηρεσιών όπως η ύδρευση και μιας σειρά νόμων που αποσκοπούσαν στο να αμβλύνουν τις ακρότητες του καπιταλισμού». (σελ. 80 – 81).
Ο Φρίντμαν ήταν ο άνθρωπος των πολυεθνικών εταιρειών: «Αν και πάντα συγκαλυμμένο με τη γλώσσα των μαθηματικών, το όραμα του Φρίντμαν ταυτίζονταν απόλυτα με τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών, που από τη φύση τους διψούν για τεράστιες νέες αγορές χωρίς ρυθμίσεις και κανονισμούς. [… … …]Ο πόλεμος του Φρίντμαν εναντίον του “κράτους πρόνοιας” και της “μεγάλης κυβέρνησης” υποσχόταν μια νέα πηγή γρήγορου πλουτισμού, μόνο που αυτή τη φορά, […] το καινούργιο έδαφος που έπρεπε να κατακτηθεί ήταν το ίδιο το κράτος, με τις δημόσιες υπηρεσίες και την κρατική περιουσία να εκποιούνται με αντίτιμο πολύ μικρότερο της αξίας τους». (σελ. 86).
Η σχολή στο Σικάγο ήξερε καλά ότι έπρεπε να υπηρετήσει μια καλά πληρωμένη ιδέα. Ως εκ τούτου δεν μπορούσε παρά να δρα επιθετικά έχοντας ως στόχο τη δημιουργία ενός στρατού αποφοίτων προς διάδοση της ιδέας αυτής. Επρόκειτο περισσότερο για κατήχηση, για μύηση σ’ ένα νέο οικονομικό δόγμα, που επρόκειτο να κατακτήσει τον κόσμο: «Ο Φρανκ Νάιτ, ένας από τους ιδρυτές της Σχολής του Σικάγου, πίστευε πως οι καθηγητές όφειλαν να “ενσταλάζουν” στους φοιτητές τους την πεποίθηση ότι κάθε οικονομική θεωρία είναι “ένα ιερό στοιχείο του συστήματος” και όχι μια αμφισβητήσιμη υπόθεση. Ο πυρήνας των αγιοποιημένων διδαχών της Σχολής του Σικάγου συνίστατο στο ότι οι οικονομικές δυνάμεις της προσφοράς, της ζήτησης, του πληθωρισμού και της ανεργίας είναι σαν τις δυνάμεις της φύσης: σταθερές και αμετάβλητες. Στην πραγματικά ελεύθερη αγορά την οποία φαντάζονταν στις αίθουσες διδασκαλίας και στα κείμενά τους οι καθηγητές της Σχολής του Σικάγου οι δυνάμεις αυτές υπάρχουν σε τέλεια ισορροπία, με την προσφορά να επιδρά στη ζήτηση με τον τρόπο που η Σελήνη προκαλεί τις παλίρροιες. Αν οι οικονομίες μαστίζονται από υψηλό πληθωρισμό, η αιτία, σύμφωνα με την αυστηρά μονεταριστική θεωρία του Φρίντμαν, είναι πάντα ότι οι παραπλανημένοι πολιτικοί επιτρέπουν να εισρέει πολύ χρήμα στο σύστημα αντί να αφήνουν την αγορά να βρει την ισορροπία της. Όπως αυτορυθμίζονται τα οικοσυστήματα, διατηρώντας την ισορροπία τους, έτσι και η αγορά, αν αφεθεί στους δικούς της μηχανισμούς, θα δημιουργήσει το σωστό αριθμό προϊόντων στις σωστές τιμές, παραγόμενα από εργάτες που θα αμείβονται με τους σωστούς μισθούς για να αγοράζουν αυτά τα προϊόντα – ένας παράδεισος άφθονης απασχόλησης, απεριόριστης δημιουργικότητας και μηδενικού πληθωρισμού». (σελ. 77).
Το κατά πόσο η αγορά είναι αυτορυθμιζόμενο οικοσύστημα το δείχνει η σύγχρονη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα και η κρίση του 2008. Όσο για την άποψη ότι αφήνοντας ανεξέλεγκτες τις εταιρείες θα επιτευχθούν οι ιδανικοί μισθοί για τους εργαζομένους, μόνο οι εξισώσεις του Φρίντμαν μπορούν να την εξηγήσουν. Το σίγουρο είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός, ως κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, δε θα μπορούσε να επικρατήσει, αν πρωτίστως δεν κέρδιζε τις εντυπώσεις στη μάχη των ιδεών. Το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας καλά προβεβλημένης σχολής δίνει το κύρος της ανωτερότητας, που θα λειτουργήσει καθησυχαστικά. Η σχολή στο Σικάγο ήταν η χρηματοδοτούμενη «δεξαμενή σκέψης» που έπρεπε να προβληθεί υπηρετώντας συγκεκριμένα συμφέροντα. Κι αυτός ακριβώς ήταν ο ρόλος του Φρίντμαν. Να επαναφέρει στο προσκήνιο τις πληγωμένες παντιέρες των εταιρειών, των τραπεζών και του χρηματιστηριακού κόσμου. Κι όσο πιο ακατανόητη γίνεται η συλλογιστική, τόσο το καλύτερο. Έτσι κι αλλιώς οι ειδικοί θα αναλάβουν τα ηνία. Αρκεί να λένε αυτά που πρέπει.
Το ζήτημα ήταν η εναρμόνιση της πολιτικής γραμμής των Ηνωμένων Πολιτειών με τις βλέψεις των εταιρειών: «Υπό την πίεση των εταιρικών συμφερόντων, στους αμερικανικούς και στους βρετανικούς κύκλους της εξωτερικής πολιτικής άρχισε να επικρατεί η άποψη ότι οι κυβερνήσεις που εφάρμοζαν την οικονομική της ανάπτυξης έπρεπε να παρασυρθούν στη διπολική λογική του Ψυχρού Πολέμου. Μη σας ξεγελάει το μετριοπαθές, δημοκρατικό προσωπείο, προειδοποιούσαν τα “γεράκια”. Ο τριτοκοσμικός εθνικισμός ήταν το πρώτο βήμα προς τον ολοκληρωτικό κομμουνισμό και έπρεπε να καταστραφεί εν τη γενέσει του. Δύο από τους κυριότερους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ήταν ο Τζον Φόστερ Ντάλες, ο υπουργός εξωτερικών του Αϊζενχάουερ, και ο αδερφός του Άλεν Ντάλες, διευθυντής της πρόσφατα ιδρυθείσας CIA. Πριν αναλάβουν δημόσια αξιώματα, και οι δύο είχαν εργαστεί στη θρυλική νεοϋορκέζικη εταιρεία νομικών συμβουλών Sullivan & Cromwell, εκπροσωπώντας αρκετές από τις εταιρείες που κινδύνευαν να χάσουν πολλά εξαιτίας της οικονομικής της ανάπτυξης, όπως η J. P. Morgan & Company, η International Nickel Company, η Cuban Sugar Cane Corporation και η United Fruit Company. Τα αποτελέσματα της αναρρίχησης των Ντάλες στο δημόσιο βίο ήταν άμεσα: Το 1953 και το 1954 η CIA ενορχήστρωσε τα δύο πρώτα πραξικοπήματα στην ιστορία της, αμφότερα εναντίον τριτοκοσμικών κυβερνήσεων που ταυτίζονταν περισσότερο με τον κεϊνσιανισμό παρά με το σταλινισμό». (σελ. 87 – 88).
Είναι οι πρώτες επιχειρήσεις σε βάρος κρατών για χάρη των συμφερόντων των εταιρειών: «Το πρώτο έγινε το 1953, όταν μια επιτυχημένη συνομωσία της CIA οδήγησε στην ανατροπή του Μοσαντέκ στο Ιράν και στην αντικατάστασή του με το βάναυσο σάχη. Το δεύτερο ήταν το πραξικόπημα που χρηματοδότησε η CIA το 1954 στη Γουατεμάλα, ύστερα από απευθείας έκκληση της United Fruit Company. Η εταιρεία, που απολάμβανε της προσοχής των αδερφών Ντάλες ήδη από την εποχή που εργάζονταν στη Sullivan & Cromwell, ήταν εξοργισμένη επειδή ο Πρόεδρος Γιάκομπο Άρμπενς Γκουσμάν είχε απαλλοτριώσει (με πλήρη αποζημίωση) ένα μέρος από την αχρησιμοποίητη γη που της ανήκε ως μέρος του σχεδίου του να μετατρέψει τη Γουατεμάλα “από μια χώρα όπου κυβερνούσε η φεουδαλική οικονομία σε ένα σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος” – προφανώς, μια απαράδεκτη επιδίωξη. Σύντομα ο Άρμπενς ανατράπηκε και η Γουατεμάλα τέθηκε πάλι υπό την κηδεμονία της United Fruit Company». (σελ. 88).
Ο πόλεμος των εταιρειών εναντίον του κράτους έχει ξεκινήσει. Οι πιο ευάλωτοι εμπλέκονται πρώτοι. Αμέσως μετά το δόγμα Φρίντμαν έπρεπε να κατακτήσει τη Λατινική Αμερική: «Η εκρίζωση της οικονομικής της ανάπτυξης από τις χώρες του Νότιου Κώνου, όπου είχε αποκτήσει βαθιές ρίζες, αντιπροσώπευε μια πολύ μεγαλύτερη πρόκληση. Οι τρόποι για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος αποτέλεσαν το θέμα μιας συζήτησης ανάμεσα σε δύο Αμερικανούς που συναντήθηκαν στο Σαντιάγο της Χιλής το 1953. Ο πρώτος ήταν ο Άλμπιον Πάτερσον, επικεφαλής της Διεύθυνσης Διεθνούς Συνεργασίας των ΗΠΑ στη Χιλή (της υπηρεσίας που στη συνέχεια θα γινόταν η USAID), και ο δεύτερος ο Θίοντορ Γ. Σουλτς, πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Ο Πάτερσον ανησυχούσε ολοένα και περισσότερο για την ενοχλητική επιρροή του Ραούλ Πρέμπις και των άλλων “ροζ” Λατινοαμερικανών οικονομολόγων. “Αυτό που χρειάζεται είναι να αλλάξουμε τον τρόπο ανατροφής των ανθρώπων, να επηρεάσουμε την παιδεία, που είναι πολύ κακή”, είχε επισημάνει σε ένα συνάδελφό του. Ο στόχος αυτός συνέπιπτε με την πεποίθηση του Σουλτς ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έκανε αρκετά στη διεξαγωγή του ιδεολογικού πολέμου εναντίον του μαρξισμού. “Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη σημασία στα οικονομικά τους προγράμματα στο εξωτερικό. […] Θέλουμε [οι φτωχές χώρες] να επιτύχουν την οικονομική σωτηρία τους βασιζόμενες σε εμάς και χρησιμοποιώντας το δικό μας τρόπο για την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης”, είχε πει». (σελ. 89).
Τα πράγματα είχαν ήδη δρομολογηθεί: «Οι δύο άντρες κατέληξαν σε ένα σχέδιο που θα μετέτρεπε το Σαντιάγο, το “θερμοκήπιο” των ελεγχόμενων από το κράτος οικονομικών, στο ακριβώς αντίθετο: σε ένα εργαστήριο για πρωτοποριακά πειράματα πάνω στην απρόσκοπτη δράση της ελεύθερης αγοράς, προσφέροντας στο Μίλτον Φρίντμαν αυτό που πάντα ποθούσε, δηλαδή μια χώρα στην οποία θα μπορούσε να δοκιμάσει τις αγαπημένες του θεωρίες. Το αρχικό σχέδιο ήταν απλό: Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα έδινε χρήματα προκειμένου Χιλιανοί φοιτητές να σπουδάσουν οικονομικά σε αυτήν που όλοι αναγνώριζαν ως πιο αντί – “ροζ” σχολή σε όλο τον κόσμο: στο Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Σικάγου». (σελ. 89).
Η Αμερική αποφασίζει ότι πρέπει να εξάγει ιδεολογία: «Επιλέγοντας το Σικάγο για τις σπουδές των Χιλιανών, μια σχολή της οποίας οι καθηγητές απαιτούσαν τη σχεδόν πλήρη αποδιάρθρωση του κράτους με μονοδιάστατη εμμονή, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έστελνε ένα ηχηρό μήνυμα στο πλαίσιο του πολέμου εναντίον της οικονομικής της ανάπτυξης: Έλεγε στους Χιλιανούς ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε αποφασίσει ποιες ιδέες έπρεπε να διδάσκεται η ελίτ των φοιτητών και ποιες όχι. Επρόκειτο για μια τόσο κατάφωρη παρέμβαση των ΗΠΑ στις λατινοαμερικάνικες υποθέσεις, ώστε, όταν ο Άλμπιον Πάτερσον προσέγγισε τον πρύτανη του πανεπιστημίου της Χιλής, του πρώτου τη τάξει πανεπιστημίου της χώρας, και του πρότεινε μια επιχορήγηση για να οργανώσει το πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, ο πρύτανης αρνήθηκε. Είπε ότι θα έδινε τη συγκατάθεσή του μόνο αν το πανεπιστήμιό του είχε λόγο για το ποιοι θα δίδασκαν τους Χιλιανούς φοιτητές στις ΗΠΑ. Στη συνέχεια ο Πάτερσον προσέγγισε τον πρύτανη του Καθολικού Πανεπιστημίου της Χιλής, ενός πολύ πιο συντηρητικού ακαδημαϊκού ιδρύματος, που δε διέθετε τμήμα οικονομικών. Ο πρύτανης του Καθολικού Πανεπιστημίου δέχτηκε πρόθυμα την προσφορά, και έτσι γεννήθηκε αυτό που θα γινόταν γνωστό στην Ουάσινγκτον και στο Σικάγο ως «το Χιλιανό Σχέδιο». (σελ. 89 – 90).
Τα αποτελέσματα της πανεπιστημιακής προπαγάνδας έγιναν φανερά σχεδόν αμέσως: «Όλες οι πολιτικές της Χιλής τοποθετήθηκαν κάτω από το μικροσκόπιο και κρίθηκαν ελλειμματικές: το ισχυρό δίκτυο κοινωνικής ασφάλειας, η προστασία των εθνικών βιομηχανιών, οι φραγμοί στο εμπόριο, η διατίμηση. Οι φοιτητές διδάσκονταν να περιφρονούν αυτές τις προσπάθειας εξάλειψης της φτώχειας και πολλοί από αυτούς επέλεξαν ως θέμα για τη διδακτορική διατριβή τους την ανατομία του παραλογισμού που διέκρινε την οικονομική της ανάπτυξης στη Λατινική Αμερική». (σελ. 91).
Το Σαντιάγο θα αποκτήσει σύντομα ένα παράρτημα της σχολής του Σικάγο: «Όταν η πρώτη ομάδα των Χιλιανών επέστρεψαν στην πατρίδα τους από το Σικάγο ήταν “πιο φανατικοί οπαδοί των ιδεών του Φρίντμαν και από τον ίδιο το Φρίντμαν”, σύμφωνα με το Μάριο Ζανιάρτου, οικονομολόγο του Καθολικού Πανεπιστημίου του Σαντιάγο. Πολλοί κατέλαβαν θέσεις καθηγητών στο Τμήμα Οικονομικών του Καθολικού Πανεπιστημίου, μετατρέποντάς το σε μια μικρή Σχολή του Σικάγου στην καρδιά του Σαντιάγο – το ίδιο πρόγραμμα σπουδών, τα ίδια αγγλόφωνα κείμενα, η ίδια αξίωση για “καθαρή” και “επιστημονική” γνώση. Το 1963 δώδεκα από τα δεκατρία μόνιμα μέλη του διδακτικού προσωπικού ήταν απόφοιτοι του προγράμματος του Πανεπιστημίου του Σικάγου, με το Σέρχιο δε Κάστρο, έναν από τους πρώτους αποφοίτους, στη θέση του προέδρου του τμήματος. Τώρα πια δε χρειαζόταν να πηγαίνουν Χιλιανοί φοιτητές στις ΗΠΑ. Εκατοντάδες μπορούσαν να διδαχτούν τις ιδέες της Σχολής του Σικάγου χωρίς να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους». (σελ. 92).
Σε λίγο όλη η Λατινική Αμερική θα βομβαρδίζεται από το νεοφιλελεύθερο δόγμα: «Οι φοιτητές που σπούδασαν στο πρόγραμμα, είτε στο Σικάγο είτε στο “παράρτημά” του στο Σαντιάγο, έγιναν γνωστοί σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική ως “Παιδιά του Σικάγου”. Με άφθονη χρηματοδότηση από την USAID, τα Παιδιά του Σικάγου από τη Χιλή έγιναν ενθουσιώδεις πρέσβεις της ιδεολογίας που οι Λατινοαμερικανοί ονομάζουν “νεοφιλελευθερισμό”, ταξιδεύοντας στην Αργεντινή και στην Κολομβία για να ιδρύσουν κι άλλα “παραρτήματα” της Σχολής του Σικάγου, με σκοπό “να επεκταθεί αυτή η γνώση σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και να αντιμετωπιστούν οι ιδεολογικές θέσεις που εμποδίζουν την ελευθερία και διαιωνίζουν τη φτώχεια και την οπισθοδρόμηση”, σύμφωνα με ένα Χιλιανό απόφοιτο του προγράμματος». (σελ. 92).
Τα συμφέροντα των πολυεθνικών επιβάλλονται σταδιακά παίρνοντας τη μορφή της οικονομικής ιδεολογίας. Αφού ταυτίζονται με τα συμφέροντα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αρχίζουν να κατακτούν τα πανεπιστήμια ως οικονομία του μέλλοντος. Ο νεοφιλελεύθερος κόσμος αντεπιτίθεται δυναμικά.
Ναόμι Κλάιν: «Το Δόγμα του Σοκ», εκδοτικός οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2010.
Pingback: Η Ναόμι Κλάιν, ο Μίλτον Φρίντμαν και τα συμφέροντα των πολυεθνικών… « απέραντο γαλάζιο
Pingback: Η Ναόμι Κλάιν, ο Μίλτον Φρίντμαν και τα συμφέροντα των πολυεθνικών! - AmunaNet.Com