Η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Τα Χριστούγεννα του 1400, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος βρέθηκε στην αυλή του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Δ’, ως «φιλοξενούμενος», για να ζητήσει τη βοήθεια των χριστιανικών κρατών, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει την απειλή των τουρκικών, μουσουλμανικών φύλων που απειλούσαν διαρκώς τα ανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Παρά τη μεγαλοπρεπή εμφάνισή του ίδιου και της συνοδείας του, ο βυζαντινός ηγέτης προκάλεσε μάλλον τον οίκτο των γαλαζοαίματων ευγενών. Μέχρι τον ενδέκατο αιώνα το Βυζάντιο ήταν μια μεγαλοπρεπής και κυρίαρχη δύναμη, ο βασικός υπερασπιστής της χριστιανοσύνης έναντι των επιθέσεων του Ισλάμ. Η αυτοκρατορία είχε ήδη μπλεχτεί σ’ έναν σκληρό αδυσώπητο διμέτωπο αγώνα, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα τους Νορμανδούς στην Ιταλία και τα τουρκικά φύλα στα σύνορά της με την ανατολή. Οι Νορμανδοί απωθήθηκαν τελικά, με την απώλεια ολόκληρης σχεδόν της Ιταλίας, αλλά οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν μεγάλες και σημαντικές εκτάσεις της Ανατολίας· οι χώρες που κατελήφθησαν από τους Τούρκους προμήθευαν σταθερά στο Βυζάντιο στρατιώτες και αγροτικά προϊόντα. Όπως είναι γνωστό, η στρατιωτική ισχύς της αυτοκρατορίας βασίστηκε στους Ακρίτες και στους στρατιώτες-καλλιεργητές που ήταν διασπαρμένοι κατά μήκος των βυζαντινών συνόρων. Οι αυτοκράτορες, όχι όλοι, ούτε με την ίδια προθυμία, παραχωρούσαν εκτάσεις γης, τα λεγόμενα «στρατιωτόπια» σε χιλιάδες σκληροτράχηλους αγρότες, με την υποχρέωση να υπηρετούν στον αυτοκρατορικό στρατό ή τέλος πάντων να υπερασπίζουν τα ανατολικά κράσπεδα της αυτοκρατορίας, όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη. Οι άνδρες αυτοί δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικής καταγωγής· ανάμεσά τους υπήρχαν πολλοί Αρμένιοι, ακόμα και Άραβες, ήταν όμως στη μεγάλη πλειονότητά τους Χριστιανοί και είχαν πολλούς λόγους να υπερασπίσουν τα μέρη που διέμεναν. Καθώς λοιπόν η απειλητική παρουσία των τουρκικών φύλων στη σημερινή Μικρασία γινόταν μόνιμη, οι βυζαντινοί αναγκάζονται όλο και περισσότερο να στρατολογούν ξένους μισθοφόρους· οι μισθοφόροι αυτοί ήταν πολλές φορές οργανωμένοι σε εταιρίες και ζητούσαν φυσικά χρήματα, κτήσεις και προνόμια εμπορικά, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Από τον 7ο περίπου αιώνα εμφανίζονται τα βυζαντινά θέματα, κατά τη δυναστεία του Ηρακλείου. Οι διοικητικές αυτές διαιρέσεις αντικατέστησαν τις παλιές επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Όπως φάνηκε, οι Χριστιανοί σύμμαχοι δεν είχαν καμιά πραγματική διάθεση ν’ αντιμετωπίσουν τον μουσουλμανικό κίνδυνο αποφασιστικά, αν και κατά καιρούς παρουσιάστηκαν συνθήκες κατάλληλες για τη συντριβή των νέων επικίνδυνων γειτόνων· τα πράγματα εξελίχθηκαν ακόμα χειρότερα για τους βυζαντινούς, όταν η Τέταρτη Σταυροφορία του 1204 έβαλε τέλος στην παλιά Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως υπερεθνικό κράτος. Όπως είναι γνωστό, Η Δ’ Σταυροφορία (1201-1204) είχε στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ μέσω μιας εισβολής στην Αίγυπτο, αλλά παρέκκλινε από το στόχο της και οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη, κατέλυσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ίδρυσαν τη λεγόμενη Λατινική Αυτοκρατορία· το πρώτο θανάσιμο πλήγμα λοιπόν δεν ήρθε από τους «απίστους» αλλά από Χριστιανούς του «δυτικού δόγματος». Ας αφήσουμε στην άκρη τις πρωτοφανείς καταστροφές και βεβηλώσεις που προκάλεσαν οι Φράγκοι· με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 έχουμε μια τεράστια μεταφορά πλούτου προς τη Δύση: εκτός από το χρυσάφι, τα πολύτιμα σκεύη κλπ., οι σταυροφόροι μετέφεραν στη δύση χιλιάδες πολύτιμα έργα υψηλή τέχνης, τα οποία είχαν συγκεντρώσει κατά καιρούς οι αυτοκράτορες· αν υπολογίσουμε και τα εμπορικά προνόμια που απέσπασαν οι Βενετοί, οι Γενουάτες και άλλοι, καταλαβαίνουμε ότι το ισχυρό οικονομικό κέντρο της αυτοκρατορίας μεταφέρεται πλέον στη Δύση· οι βυζαντινοί θα πληρώσουν ακριβά την οικονομική αφαίμαξή που υπέστησαν βίαια από τους «ομόθρησκους» αδελφούς.
Οι Φράγκοι κράτησαν τελικά τη βυζαντινή πρωτεύουσα μέχρι το 1261, όμως η λατινική κυριαρχία στον ευρύτερο ελληνικό και βυζαντινό χώρο κράτησε πολύ περισσότερο. Η αυτοκρατορία που ανασύστησε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ήταν σκιά του παλιού της εαυτού. Υπήρχαν και άλλοι Έλληνες ηγεμόνες· την Ανατολή υπήρχε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών, που είχε πλουτίσει από τα ορυχεία αργύρου και από το εμπόριο που διερχόταν από την προαιώνια διαδρομή μέσω της Ταμπρίζ και της Άπω Ασίας. Στην Ήπειρο ιδρύθηκε το δεσποτάτο των ηγεμόνων του οίκου των Αγγέλων. Υπήρχαν ακόμη φραγκικές ηγεμονίες και ιταλικές αποικίες σε όλη την έκταση της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας. Ο ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν σημειώνει: «Ό,τι είχε απομείνει από την αυτοκρατορία ήταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη και μερικές πόλεις που εκτείνονταν κατά μήκος της θρακικής ακτής της Προποντίδας και των παραλίων του Ευξείνου Πόντου προς βορρά, μέχρι τη Μεσημβρία, η Θεσσαλονίκη και τα προάστιά της, μερικά μικρά νησιά, και η Πελοπόννησος, όπου οι δεσπότες του Μορέα, νεώτεροι γόνοι της αυτοκρατορικής οικογένειας, είχαν σημειώσει μερικές μικρές επιτυχίες ανακτώντας εδάφη από τους Φράγκους. Στην Ελλάδα και στα ελληνικά νησιά επιβίωναν με αγωνία μερικές λατινικές ηγεμονίες και αποικίες. Στην Αθήνα εξακολουθούσαν να κυβερνούν Φλωρεντινοί δούκες και στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου ηγεμόνες από τη Βερόνα. Αλλού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τα πάντα.»
Ολόκληρος ο δέκατος τέταρτος αιώνας ήταν για το Βυζάντιο μια περίοδος πολιτικών καταστροφών: οι Σέρβοι είχαν καταλάβει μεγάλες εκτάσεις της παλιάς αυτοκρατορίας, ενώ πολλές επαρχίες είχαν καταστραφεί κατά την εξέγερση ενός μισθοφορικού σώματος, της Καταλανικής Εταιρείας. Υπήρξε ακόμη μια μακρά σειρά εμφυλίων πολέμων, που άρχισαν ως προσωπικές και δυναστικές διαμάχες στην Αυλή και εντάθηκαν όταν ξέσπασαν κοινωνικά και θρησκευτικά κινήματα. Σαν να μην έφταναν τα προηγούμενα, μια επιδημία χολέρας, ο περιβόητος Μαύρος Θάνατος, το 1347, κτύπησε στην κορύφωση του εμφυλίου πολέμου κι εξόντωσε τουλάχιστον ένα τρίτο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Ο συνολικός πληθυσμός της Πόλης, ο οποίος μαζί με εκείνον των προαστίων αριθμούσε το δωδέκατο αιώνα ένα εκατομμύριο, τώρα είχε συρρικνωθεί σε όχι παραπάνω από εκατό χιλιάδες, κι εξακολουθούσε να συρρικνώνεται
Στην Ορθόδοξη Ανατολή δεν υπήρχαν δυνάμεις ικανές να δώσουν στρατιωτική βοήθεια· όπως γράφει ο Ράνσιμαν, «Οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών και του Καυκάσου ήταν πολύ αδύναμοι και βρίσκονταν και οι ίδιοι σε μεγάλο κίνδυνο, ενώ οι Ρώσοι ήταν πολύ μακριά και είχαν τα δικά τους προβλήματα.»
Στα 1402 ο Τάταρος Τιμούρ, γνωστός και ως Ταμερλάνος, σώζει προσωρινά την πρωτεύουσα, όταν οι μογγολικές ορδές επιτίθενται στις τουρκικές κτήσεις της Μικράς Ασίας· η προσωρινή παράλυση των οθωμανικών δυνάμεων θα κρατήσει μέχρι το 1422. Η πτώση της Πόλης αναβάλλεται για μισόν περίπου αιώνα και αυτήν ακριβώς.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, η κατοχή της Ανατολίας ήταν το κλειδί της ρωμαϊκής και βυζαντινής κυριαρχίας· η περιοχή ήταν από τις πιο πυκνοκατοικημένες στον κόσμο, από την αρχαιότητα ακόμα, και μια πανσπερμία λαών εξασφάλιζε την τροφοδοσία της αυτοκρατορίας και χιλιάδες στρατιώτες. Πολλοί αυτοκράτορες δεν ευνοούσαν τη δημιουργία μεγάλων κτημάτων, καθώς μια τέτοια οργάνωση της οικονομίας στερούσε από το Βυζάντιο πιστούς υπηκόους και στρατιώτες· υπήρχαν μεγαλοκτηματίες που είχαν χιλιάδες Χριστιανούς δουλοπάροικους και προσωπικές φρουρές εκατοντάδων ανδρών, δε νοιάζονταν όμως πάντοτε για τη φύλαξη των συνόρων. Οι εχθροπραξίες ήταν συνεχείς και με την εμφάνιση του τούρκικου χαλιφάτου έλαβαν σοβαρότερες διαστάσεις. Κατά τον ενδέκατο αιώνα, η βυζαντινή αριστοκρατία των γαιοκτημόνων κλόνισε την κεντρική κυβέρνηση.
Οι βυζαντινοί γνώριζαν ήδη τους «εξεζητημένους ιουδαΐζοντες» Χαζάρους και άλλα τουρκικά φύλα που μετανάστευαν δυτικά από τις ασιατικές στέπες. Ο Ράνσιμαν γράφει σχετικά: «Ο πρώτος σπουδαίος μωαμεθανός Τούρκος, ο Γαζναβίδης Μαχμούτ, δημιούργησε μια αυτοκρατορία στην Ανατολή που εκτεινόταν από το Ισφαχάν μέχρι τη Μπουχάρα και τη Λαχώρη. Μετά το θάνατό του όμως η ηγεμονία των Τούρκων πέρασε στους αρχηγούς μιας φυλής των Ογούζων, στην οικογένεια του Σελτζούκ.»
Ο αυτοκράτορας Ρωμανός προσπάθησε ν’ αντιμετωπίσει την ανερχόμενη δύναμη των Οθωμανών αλλά ηττήθηκε. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε την Παρασκευή 19 Αυγούστου 1071 κοντά στην πόλη του Μαντζικέρτ. Ο Ρωμανός ήταν γενναίος άνδρας αλλά χωρίς στρατιωτικές ικανότητες, και τα μισθοφορικά στρατεύματά του δεν ήταν άξια εμπιστοσύνης. Ο στρατός του περικυκλώθηκε και καταστράφηκε, ενώ ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος.
Οι παραμεθόριοι Μωαμεθανοί άρχοντες έφεραν τον τίτλο του «γαζή», κάτι αντίστοιχο με τον τίτλο του «ιππότη» στη χριστιανική δύση. Οι γαζήδες στρατολογούνταν σχεδόν απ’ όλα τα τουρκικά φύλα που κατέκλυσαν τη Μικρασία, αρκεί να δήλωναν πίστη στη «φουτούβα» και να έδιναν έμπρακτες αποδείξεις για τη μαχητικότητά τους. Η φουτούβα ήταν ένας μυστικιστικός κώδικας ηθικής συμπεριφοράς που αναπτύχθηκε το δέκατο και τον ενδέκατο αιώνα και υιοθετήθηκε από τις συντεχνίες και τα επαγγελματικά σωματεία του ισλαμικού κόσμου. Οι Τούρκοι γαζήδες υπήρξαν ουσιαστικά πολεμιστές και κατακτητές. Δεν ενδιαφέρονταν για την οργανωμένη διακυβέρνηση και συχνά δεν έκαναν σημαντικές παρεμβάσεις στη ζωή των υποτελών τους· ωστόσο, το βασικό τους κίνητρο ήταν οι αρπαγές και οι λεηλασίες. Χωρίς οργανωμένη αντίσταση οι γαζήδες εισβολείς γρήγορα κατόρθωσαν να κατακλύσουν ολόκληρη τη χερσόνησο, αφήνοντας στα χέρια των Βυζαντινών μόνο μερικές παραλιακές περιοχές και λίγες οχυρωμένες πόλεις και φρούρια. Μαζί με τους γαζήδες εκστράτευαν στίφη ατάκτων Τούρκων, γνωστοί ως βαζιβουζούκοι, για να εγκατασταθούν μόνιμα στις κατακτημένες περιοχές.
Η παρακμή του Βυζαντίου περί τα τέλη του δωδέκατου αιώνα και οι καταστροφές που προκάλεσε η Τέταρτη Σταυροφορία έδωσαν τη δυνατότητα στο σελτζουκικό βασίλειο να διευρύνει την επικράτειά του. Παρά τη μαχητικότητα των γαζήδων, χάος επικρατούσε στη μικρασιατική ενδοχώρα και οι συγκρούσεις ήταν πολύ συχνές, ανάμεσα στα τουρκικά φύλα, τους Μογγόλους και κάποτε με βυζαντινά στρατεύματα ή ξένους μισθοφόρους· ωστόσο, ένα μικρό κράτος ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του δέκατου τρίτου αιώνα στις παραμεθόριες περιοχές, που εκτείνονταν ανατολικά από τον Όλυμπο της Βιθυνίας. Ιδρυτής του ήταν κάποιος Ερτογρούλ, που πέθανε το 1281 και τον οποίο διαδέχθηκε ο γιος του Οσμάν. Πιθανότατα ο Ερτογρούλ ήταν ένας άγνωστος ικανός αρχηγός γαζήδων αλλά η μυθολογία που αναπτύχθηκε έκτοτε σχετικά με την καταγωγή του φτάνει μέχρι τον …Νώε. Ο Ράνσιμαν σημειώνει ακόμη: «Ένας άλλος θρύλος εξύψωνε την οικογένεια δίνοντάς της ως πρόγονο τον Καγί, το μεγαλύτερο εγγονό του Ογούζ και γιο του Γκουν Χαν, καθιστώντας έτσι τους Οθωμανούς κλάδο της παλαιότερης φυλής των Ογούζ. Αυτή όμως η παράδοση εμφανίζεται μόνο τον δέκατο πέμπτο αιώνα, αφού η εναλλακτική παράδοση της καταγωγής από τον Γκιοκ Αλπ είχε γίνει γενικά δεκτή. Οι αυλοκόλακες του δέκατου πέμπτου αιώνα περιέπλεξαν το θέμα δίνοντας στη δυναστεία Άραβες προγόνους, αν και η ίδια ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι καταγόταν από τον ίδιο τον Προφήτη.» Οι σκοπιμότητες αυτής της μισομυθολογίας είναι προφανείς. Όπως φαίνεται ο Μουράτ Α’ είχε πράγματι ελληνική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του, της Νιλουφέρ, Νούφαρο, κόρη ενός ακρίτα οπλαρχηγού και ο Βαγιαζίτ ήταν γιος μιας ελληνίδας σκλάβας, ονόματι Γκιούλτσιτσεκ, ή Ροδανθός. Η σημαντικότερη στρατιωτική μεταρρύθμιση του Μουράτ ήταν η αναδιοργάνωση των γενιτσαρικών συνταγμάτων, τα οποία μέχρι τότε αποτελούνταν από αιχμαλωτισμένα παιδιά-σκλάβους· καθιέρωσε ένα κανονικό σύστημα καταναγκαστικής στρατολογίας, σύμφωνα με το οποίο κάθε χριστιανική οικογένεια, ελληνική, αλβανική, σλαβική, βλάχικη ή αρμένικη, ήταν υποχρεωμένη να παραδίδει ένα αρσενικό παιδί στους αξιωματούχους του σουλτάνου. Αυτά τα αγόρια ανατρέφονταν σε δικά τους σχολεία ως πιστοί Μωαμεθανοί· κάποια κατέληγαν στα χαρέμια του σουλτάνου ή άλλων αξιωματούχων, μερικά, με ιδιαίτερα ταλέντα, χρησιμοποιούνταν ως τεχνικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά τα περισσότερα παιδιά εξελίσσονταν σε άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες που αποτελούσαν τα επίλεκτα συντάγματα της σουλτανικής φρουράς. Έμπειροι Τούρκοι στρατολόγοι περιόδευαν τακτικά στις υποτελείς επαρχίες και διάλεγαν τα πιο έξυπνα, υγιή, δυνατά και αρτιμελή αρσενικά τέκνα, όχι όμως πάντοτε χωρίς αντιδράσεις των ντόπιων πληθυσμών· πολλές φορές το «παιδομάζωμα» προκαλούσε κανονικές εξεγέρσεις· στην Ήπειρο και τη σημερινή Αλβανία, μεταξύ των Ορθοδόξων Ελλήνων και Αλβανών, διασώζεται μέχρι σήμερα, σε πολλές παραλλαγές, ένα παραδοσιακό τραγούδι που αναφέρεται στη στρατολόγηση των jăn’isâr, γενίσερι, των «νέων στρατιωτών»: Δέλβινο και Τσαμουριά, δεν τα δίνουν τα παιδιά, γενιτσάροι να γενούν, στο νιζάμ του βασιλιά. Άσπρα πουγκιά δε λόγιαζαν, την πίστη δεν την άλλαζαν. Έπειτα από πολλές αλλαγές του θεσμού, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ διέταξε τη γενική σφαγή των απείθαρχων πλέον γενιτσάρων (1826)· δεκάδες χιλιάδες γενίσερι κατακρεουργήθηκαν μέσα στους κοιτώνες τους ή εξοντώθηκαν χωρίς προειδοποίηση σε συγκεντρώσεις-παγίδες.
Ο Πορθητής σουλτάνος, ο Μωάμεθ Β’, προσπάθησε να εντυπωσιάσει τόσο τους Τούρκους όσο και τους Έλληνες υπηκόους του υποστηρίζοντας μια θεωρία, ότι η οικογένειά του καταγόταν από έναν πρίγκιπα της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών ο οποίος μετανάστευσε στο Ικόνιο, προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ κι έγινε σύζυγος μιας πριγκίπισσας των Σελτζούκων. Ό,τι και να συνέβη, ο Ερτογρούλ κατάφερε να ενώσει σ’ ένα ισχυρό εμιράτο τα τουρκικά φύλα που προωθούνταν προς την ανατολή κάτω από την πίεση των τρομερών και μισητών Μογγόλων πολεμιστών και μόνο η θάλασσα πλέον χώριζε την πρωτεύουσα από τις κατακτητικές βλέψεις δεκάδων γαζήδων αρχηγών. Ένας γιος του Οσμάν, ο Ορχάν, σ’ ένα τζαμί της Προύσας τοποθέτησε την εξής επιγραφή στον τάφο του: «Σουλτάνος, γιος του σουλτάνου των γαζήδων, γαζής, γιος γαζήδων, μαργράβος των οριζόντων, ήρωας του κόσμου». Ο Οσμάν επέβαλε την εξουσία του ως υπέρτατος γαζής ηγέτης. Ο Οσμάν, διορατικότατος, προσέφερε μια ζωή γαζή σε οποιονδήποτε αποδεχόταν την αρχηγία του.
Μια συνετή πολιτική των βυζαντινών θα ήταν ίσως να εγκαταλείψουν την Ανατολία συγκεντρώνοντας την ισχύ τους σε ναυτικές δυνάμεις αρκετά ισχυρές ώστε να αποτρέψουν οποιαδήποτε διάβαση των Στενών προς την Ευρώπη· αυτό δεν έγινε, για πολλούς λόγους. Σε πολλές περιοχές φτωχοί, εξαθλιωμένοι αγρότες και δουλοπάροικοι φαίνεται ότι βρήκαν την οθωμανική κυριαρχία καλύτερη, σε σύγκριση με την ασυδοσία που επέδειξαν οι βυζαντινοί φοροεισπράκτορες και η αριστοκρατία της γης· η αλλαγή δυνάστη, στην αρχή τουλάχιστον, δε σήμαινε και πολλά πράγματα γι’ αυτούς. Σε συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης οι αγρότες και οι καλλιεργητές γης υπέφεραν και οι «δυνατοί» του Βυζαντίου παρουσιάζονταν το ίδιο αδίστακτοι με τους σπαχήδες· οι τελευταίοι έπαιρναν ως τιμάρια μεγάλες εκτάσεις γης, με την υποχρέωση να πληρώνουν έναν σχετικά μικρό φόρο στο σουλτάνο και να προσφέρουν τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους. Η πολιτική των Παλαιολόγων διευκόλυνε με αυτόν τον τρόπο την γρήγορη προέλαση των Τούρκων.
Οι Βενετοί, από το 1082 και ύστερα είναι παντοδύναμοι στις βυζαντινές θάλασσες, ενώ το 1111 παραχωρούνται ειδικά προνόμια και στην Πίζα, με ειδική συνθήκη. Ο βυζαντινός στρατός την περίοδο αυτή ήταν ένα πολυέξοδο συνονθύλευμα από Βαράγγους, Ρώσους, Πατζινάκες, Κουμάνους, Τούρκους, Γάλλους, Γερμανούς, Άγγλους, Βουλγάρους, Αβασγούς και Αλανούς. Σταδιακά μειώνονται οι στρατιώτες-καλλιεργητές· μετά τον Αλέξιο Κομνηνό, ο παλιός βυζαντινός θεσμός της «πρόνοιας» αποκτά στρατιωτικό χαρακτήρα και συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου· οι πρόνοιες ήταν εκτάσεις γης, κτήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που απέδιδαν έσοδα και παραχωρούνταν συνήθως ως «τιμάρια», ως αμοιβή δηλαδή για προηγούμενες υπηρεσίες· σε αντίθεση με άλλες μορφές παραχώρησης γης, οι προνοιάριοι κατείχαν τα κτήματα μέχρι τον θάνατό τους, δεν μπορούσαν όμως να τα πουλήσουν, ούτε να τα μεταβιβάσουν ως κληρονομιά στους απογόνους τους· ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν άμεσα στρατιωτικές υπηρεσίες ως έφιπποι πολεμιστές («στρατιώτες»)· ανάλογα με την έκταση ή την αξία του προνοιακού τιμαρίου που κατείχαν, συγκροτούσαν μεγάλη ή μικρή στρατιωτική ομάδα. Ο ιστορικός Γεώργιος Οστρογκόρσκι σημειώνει σχετικά: «Η προνοιακή εκχώρηση δεν περιλάμβανε μόνο τη μεταβίβαση ορισμένων κτημάτων, αλλά ακόμη και τους αγρότες, που ζούσαν σ’ αυτά. Έτσι οι τελευταίοι μεταβάλλονταν σε πάροικους των προνοιαρίων και όφειλαν να καταβάλλουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους σ’ αυτούς. Ακριβώς το δικαίωμα αυτό της φορολογίας όπως και των λοιπών εσόδων των προνοιακών τιμαρίων συνιστούσε την αξία και το θέλγητρο για την επιδίωξη των προνοιακών κτημάτων.»
Οι Τούρκοι βρίσκονταν ήδη στην Ευρώπη, ωστόσο, μόνον η κατάκτηση της παλαιάς αυτοκρατορικής πόλης θα εξασφάλισε τη μονιμότητα της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας τους. Το Βυζάντιο για 1000 περίπου χρόνια προστάτευσε τον ευρωπαϊκό χώρο από πλήθος επιδρομές ασιατικών φύλων· η ενδεχόμενη κατάρρευση του άνοιγε το δρόμο των ανατολικών λαών προς την καρδιά της γηραιάς ηπείρου. Με άλλα λόγια, αυτό που ονομάστηκε δυτικός πολιτισμός θα είχε πολύ διαφορετική μορφή, αν δεν υπήρχε η σημαντικότατη και ισχυρή επίδραση του Βυζαντίου.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ήταν γιος του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου αυτοκράτορα των Ρωμαίων (1391-1425) και της Ελένη Δραγάτση (Jelena Dragaš). Ο πατέρας του ήταν υιός τού Ιωάννου Ε´ και της Ελένης Καντακουζηνής, κόρης του Ιωάννη ΣΤ´. Η μητέρα του ήταν κόρη του Σέρβου άρχοντα των Σερρών Κωνσταντίνου Δραγάτση, 5ου απογόνου του Μιχαήλ Η´ και 4ου απογόνου του Θεοδώρου Μετοχίτου. Τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά. Ως φιλενωτικός είχε και την εκτίμηση της Ρώμης. Αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου και επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα.Όμως ο Μουράτ Β΄ οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Σουλτάνο. Στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) κι έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Μαρτίου 1449 με καταλανική γαλέρα.
Ο Μωάμεθ Β’, γεννήθηκε στην Αδριανούπολη στις 30 Μαρτίου 1432. Η μητέρα του, η Χούμα Χατούν, ήταν μια σκλάβα, σχεδόν σίγουρα Τουρκάλα· σε ηλικία ένδεκα ετών απέμεινε μοναδικός διάδοχος του θρόνου και ο μόνος εν ζωή πρίγκιπας της οθωμανικής δυναστείας, εκτός από τον σουλτάνο κι ένα μακρινό εξάδελφο, εγγονό του σουλτάνου Σουλεϊμάν, τον Ορχάν, που ήταν εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον Ράνσιμαν, «ο Μουράτ κάλεσε το παιδί στην Αυλή και σοκαρίστηκε όταν διαπίστωσε πόσο είχε παραμεληθεί η αγωγή του. Επιστρατεύθηκε ένας στρατός από δασκάλους για να τον διδάξουν, με επικεφαλής ένα διαπρεπή Κούρδο καθηγητή, τον Αχμέτ Κουράνι. Έκαναν τη δουλειά τους τέλεια. Ο Μωάμεθ εκπαιδεύτηκε καλά στις επιστήμες και στη φιλοσοφία και μελέτησε καλά την ισλαμική και την ελληνική γραμματεία. Εκτός από τη μητρική του Τουρκική έμαθε με ευχέρεια τα Ελληνικά, τα Αραβικά, τα Λατινικά, τα Περσικά και τα Εβραϊκά. Σύντομα ο πατέρας του άρχισε να τον μυεί στην τέχνη της διακυβέρνησης.» Οι ανατολικές πηγές παρουσιάζουν συνήθως τον Μωάμεθ ως μεγαλοφυία, ενώ οι περισσότεροι Χριστιανοί συγγραφείς και ιστορικοί αναγνωρίζουν με τις ικανότητές του αλλά τονίζουν τις «ανήθικες ορέξεις του».
Λίγο πριν την πολιορκία, ο χρονογράφος Φραντζής διαπίστωσε ότι υπήρχαν στην πόλη μόνο τέσσερις χιλιάδες εννιακόσιοι ογδόντα τρεις διαθέσιμοι Έλληνες και λίγο πιο κάτω από δύο χιλιάδες ξένοι. Ο Κωνσταντίνος συγκλονίστηκε με τον αριθμό και διέταξε το Φραντζή να μην τον δημοσιοποιήσει· και Ιταλοί μάρτυρες κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Απέναντι στο σουλτανικό στρατό των περίπου ογδόντα χιλιάδων ανδρών και των ορδών του από ατάκτους, η μεγάλη πόλη, με τα δεκατέσσερα μίλια τειχών, έπρεπε να στηρίξει την άμυνά της σε λιγότερους από επτά χιλιάδες άνδρες. Στις 29 Ιανουαρίου 1453 έφτασε στην πόλη ο γενοβέζος Ιωάννης Τζουστινιάνι Λόνγκο, ένας νέος άνδρας που ανήκε σε μια από τις μεγαλύτερες οικογένειες της Δημοκρατίας. Μαζί του έφερε επτακόσιους καλά εξοπλισμένους στρατιώτες, τετρακόσιους από τους οποίους είχε στρατολογήσει στη Γένοβα και τριακόσιους στη Χίο και στη Ρόδο. Ο αυτοκράτορας τον υποδέχθηκε με χαρά και του προσέφερε την επικυριαρχία της Λήμνου, εφόσον οι Τούρκοι αποκρούονταν. Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα φαίνεται ότι διέθεταν καλή αμυντική θωράκιση, καλύτερη από εκείνη των περισσότερων τουρκικών στρατευμάτων.
Η περιβόητη ένωση της βυζαντινής με την δυτική Εκκλησία δεν έγινε τελικά, ούτε οι χριστιανοί της Δύσης έστειλαν στρατιωτική ή άλλη βοήθεια. Λίγο πριν την πτώση της αυτοκρατορίας, οι βυζαντινοί είχαν χωριστεί σε δύο μεγάλες παρατάξεις, τους λεγόμενους «ενωτικούς» και τους «ανθενωτικούς» του Πάπα. Ο πολύς λαός, ο κατώτερος κλήρος και το πλήθος των μοναχών τάσσονταν συστηματικά με την πλευρά των ανθενωτικών και ήταν αντίθετοι με κάθε σκέψη για ένωση με τους «αιρετικούς»· με δεδομένη λοιπόν την αδυναμία του Βυζαντίου να επιβιώσει βασισμένο στις δικές του δυνάμεις, η θα έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών, η θα περνούσε στην εξουσία των Φραγκολατίνων. Οι μνήμες από τις φρικαλεότητες και τις καταστροφές που διέπραξαν οι σταυροφόροι μετά την άλωση του 1204 ήταν ακόμη νωπές στη μνήμη του λαού· επιπλέον οι Φράγκοι αποδείχτηκαν επίσης ανίκανοι ν’ ανακόψουν την ορμή των τουρκικών και μογγολικών φύλων που κατέκλυσαν τη Μικρασία και μέρος της Ευρώπης.
Το καλοκαίρι του 1452 παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη ένας Ούγγρος μηχανικός ονόματι Ουρβανός και προσέφερε τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν μπορούσε να πληρώσει το μισθό που εκείνος πίστευε ότι του άξιζε, ούτε μπορούσε να του προμηθεύσει τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν. Έτσι ο Ουρβανός έφυγε από την πόλη και προσέγγισε το σουλτάνο. Έγινε αμέσως δεκτός σε ακρόαση και ανακρίθηκε. Ο Μωάμεθ β’ του πρόσφερε τετραπλάσιο μισθό, όσα υλικά ήθελε και πολλούς, εργάτες, τεχνίτες και πυροβολητές από την τάξη των σπαχήδων. Κατασκεύασε πολλά κανόνια· το μεγαλύτερο ήταν το λεγόμενο «τέρας του Ουρβανού»· το μέγεθος της κάνης του υπολογίζεται ότι ήταν σαράντα πιθαμές, δηλαδή είκοσι έξι πόδια και οκτώ ίντσες, περίπου 8 μέτρα. Το πάχος του μπρούντζου γύρω από το σωλήνα ήταν μια πιθαμή, δηλαδή οκτώ ίντσες, και η περιφέρεια του σωλήνα τέσσερις ίντσες στο πίσω μέρος, όπου έμπαινε το μπαρούτι, και δώδεκα πιθαμές στο μπροστινό μισό, όπου έμπαιναν τα βλήματα. Τα βλήματα ήταν πέτρινα και λέγεται ότι ζύγιζαν εξακόσια δώδεκα κιλά· το πρώτο δοκιμαστικό βλήμα της «μπομπάρδας» εξακοντίστηκε στον αέρα για ένα μίλι και χώθηκε έξι πόδια μέσα στη γη (1,8 μέτρα). Οι Τούρκοι ενθουσιάστηκαν: οι βυζαντινοί υστερούσαν τώρα και στην πολεμική τεχνολογία και σύμφωνα μ’ έναν χρονογράφο της εποχής «τα κανόνια έκριναν τα πάντα.» Τα σχετικά μικρά πυροβόλα των βυζαντινών ελάχιστες ζημιές μπορούσαν να προκαλέσουν στους Τούρκους· το οχυρό που έστησε ο Μωάμεθ στο Βόσπορο, το περίφημο Ρούμελι Χισάρ, έμοιαζε απόρθητο από στεριά και θάλασσα. Η χοντρή αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του Κεράτιο κόλπο παρέμεινε μέχρι το τέλος, αλλά οι πολιορκητές πέρασαν δεκάδες καράβια από τη στεριά, κυλώντας τα πάνω σε μεγάλους κορμούς δέντρων. Τις παραμονές της επίθεσης, ούτε «πουλί πετούμενο» δεν μπορούσε να πλησιάσει την πόλη.
Ο κανονιοβολισμός της βασιλίδας κράτησε περίπου 7 εβδομάδες· στις 18 Απριλίου, δύο ώρες μετά τη δύση, ο Μωάμεθ διέταξε επίθεση εναντίον του Μεσοτειχίου. Ο αγώνας διήρκεσε τέσσερις ώρες. Έπειτα οι Τούρκοι ανακλήθηκαν πίσω στις γραμμές τους. Ο Βενετός Μπάρμπαρο υπολόγισε ότι είχαν χάσει περίπου διακόσιους άνδρες. Ούτε ένας Χριστιανός δεν είχε σκοτωθεί.
Στις 20 Απριλίου ο έμπειρος πλοίαρχος Φλαντανελάς κατάφερε να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό και προσέγγισε την Πόλη με τρία πλοία γεμάτα εφόδια, έπειτα από σκληρή ναυμαχία με δεκάδες τουρκικά πλοία· οι ελπίδες των πολιορκημένων αναπτερώθηκαν για λίγο, όμως ο Κεράτιος κόλπος αποκλείστηκε οριστικά. Οι εκκλήσεις προς τους δυτικούς δεν είχαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα· ο αναμενόμενος χριστιανικός στόλος, που θα μπορούσε πιθανότατα να βυθίσει την αρμάδα των Τούρκων, δεν εμφανίστηκε ποτέ. Λίγο αργότερα, ο τολμηρός κυβερνήτης μιας γαλέρας που είχε έλθει από την Τραπεζούντα, κάποιος Τζιάκομο Κόκο, πρότεινε να κάψουν αμέσως τα πλοία των πολιορκητών τη νύκτα και προσφέρθηκε να ηγηθεί ο ίδιος της επιχείρησης· το σχέδιο είχε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς υπήρχαν δεκάδες επιδέξιοι και ατρόμητοι ναυτικοί, ατυχώς όμως δεν εφαρμόστηκε άμεσα και προδόθηκε στο σουλτάνο από έναν Γενοβέζο κάτοικο του Πέραν. Όπως αναφέρει ο Ράνσιμαν, «το σχέδιο του Κόκο ήταν να στείλει μπροστά δύο μεγάλα μεταγωγικά, με τα πλευρά τους να προστατεύονται από τα βλήματα των κανονιών με δεμάτια από βαμβάκι και μαλλί. Θα ακολουθούσαν δύο μεγάλες γαλέρες, για να αποκρούσουν κάθε αντίσταση. Κρυμμένες από αυτά τα μεγάλα πλοία δύο μικρές φούστες, προωθούμενες από κωπηλάτες, θα χώνονταν απαρατήρητες ανάμεσα στα τουρκικά πλοία, κόβοντας τα σχοινιά των αγκυρών τους και εξακοντίζοντας εύφλεκτα υλικά εναντίον τους.» Οι Τούρκοι πυροβολητές περίμεναν την επίθεση· το σχέδιο απέτυχε και ο ίδιος ο Κόκο πνίγηκε, μαζί με αρκετούς ναύτες.
Η πολιορκία είχε κρατήσει επτά εβδομάδες, αλλά παρά ταύτα ο τεράστιος τουρκικός στρατός με τις υπέροχες πολεμικές μηχανές του είχε κατορθώσει ελάχιστα. Ωστόσο, οι υπερασπιστές ήταν καταβεβλημένοι, είχαν ελλείψεις ανδρών και υλικού, ενώ και τα τείχη της πόλης είχαν πάθει σοβαρές ζημιές από το πυροβολικό του Ουρβανού. Την παραμονή της επίθεσης οι δύο αρχηγοί μίλησαν στα στρατεύματά τους· οι λόγοι δεν σώθηκαν επακριβώς, γνωρίζουμε όμως κατά προσέγγιση το περιεχόμενό τους (καταγράφηκαν από δύο άνδρες που ήταν παρόντες, τον πρωτοβεστιάριο Σφραντζή και τον αρχιεπίσκοπο της Μυτιλήνης). Σύμφωνα με το Χρονικό του Σφραντζή, ο οποίος ήταν παρών στην πολιορκία και πιάστηκε αιχμάλωτος, ο «αμηράς» μίλησε για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του, επαίνεσε τη γενναιότητά τους και τους κάλεσε ν’ ανέβουν τις σκάλες (κλίμακας) σα να είχαν φτερά (ως πτερωτοί)· αν κάποιος πέθαινε, όπως ήταν συνηθισμένο στους πολέμους ή επειδή ήταν γραφτό (γεγραμμένον επί της κεφαλής του), «ολόσωμος εν τω παραδείσω μετά του Μωάμεθ αριστήσει και πιει και μετά παίδων και γυναικών ωραίων και παρθένων εν τόπω χλοερώ και μεμυρισμένον εν άνθεσι αναπαυτή και εν λουτροίς ωραιοτάτοις λουσθή και εν εκείνω τω τόπω εκ Θεού έξει ταύτα»· αυτά έλεγε ο Προφήτης. Αν πάλι νικούσε ο τουρκικός στρατός και ζούσαν, τους έταξε διπλάσιους μισθούς και τα λάφυρα από τη λεηλασία τριών ημερών: «ημέρας τρισίν η πόλις υμών έσεται», σύμφωνα με τον μουσουλμανικό νόμο· υποσχέθηκε ακόμα τα χρυσά και αργυρά σκεύη, καθώς και «αιχμαλώτους τε άνδρας και γυναίκας, μικρούς τε και μεγάλους», χωρίς να τους ενοχλήσει κανένας. Οι στρατιώτες χάρηκαν και φώναξαν στα τουρκικά, «κατά την εκείνων διάλεκτον»: «Αλλά, αλλά· Μεμέτη ρεσούλ αλλά», δηλαδή «Ο Θεός των Θεών και Μαχουμέτης ο προφήτης αυτού.»
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αφού απέρριψε τις προτάσεις κάποιων συμβούλων του να δραπετεύσει από την πόλη, προκειμένου να οργανώσει αργότερα εκστρατεία για την απελευθέρωσή της, μίλησε μπροστά σε όλους τους στρατιώτες, Έλληνες, και ξένους. Τους κάλεσε να πολεμήσουν με γενναιότητα και ανδρεία, όπως έκαναν μέχρι τότε, για τέσσερις λόγους: πρώτον, υπέρ της πίστεως και της ευσεβείας, δεύτερον, υπέρ της πατρίδος, τρίτον, υπέρ του βασιλέως ως Χριστού Κυρίου και τέταρτον, υπέρ συγγενών και φίλων. Είναι λοιπόν προτιμότερο να παλέψουν μέχρι θανάτου, αφού, αν ο Θεός, λόγω των αμαρτιών τους, δώσει τη νίκη στον «αλιτήριο αμηρά», θα χάσουν τα πάντα: πρώτον, τη ψυχή τους, την οποία θα δωρίσουν στον Χριστό («Και αν τον κόσμον όλον κερδίση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος;»)· δεύτερον, θα στερηθούν την πατρίδα και την ελευθερία τους· τρίτον, θα δουν την ένδοξη αυτοκρατορία τους ταπεινωμένη και ντροπιασμένη να «άρχεται» από τον «ασεβή δυνάστη»· τέταρτον, θα χάσουν τους συγγενείς, τους φίλους και τα παιδιά τους. Αναγνωρίζει το αναρίθμητο πλήθος των εχθρών, τονίζει όμως ότι έρχονται να πολεμήσουν με απογόνους «Ελλήνων και Ρωμαίων.», οι οποίοι κατά το παρελθόν συνέτριψαν πολλές φορές τους βαρβάρους· αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη «καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό τα του ήλιου ανατολήν.» Η «μυριαρίθμητη αγέλη των ασεβών», κυριολεκτικά την τελευταία ώρα, δεν μπορεί ασφαλώς ν’ αντιμετωπιστεί με τις λίγες συγκριτικά δυνάμεις των βυζαντινών· πάσα ελπίδα βρίσκεται «εις την άμαχον θέλησιν του Θεού.» Όπως είδαμε, ο τελευταίος αυτοκράτορας απευθύνεται σε Έλληνες και όχι σε Ρωμιούς· η αναφορά δεν είναι μοναδική, υπάρχουν εκατοντάδες σε κείμενα της βυζαντινής περιόδου, έχει όμως σημασία επειδή γίνεται από τον ίδιο τον Παλαιολόγο. Οι ελληνικής καταγωγής Χριστιανοί αποκαλούνται από την Εκκλησία Ρωμιοί ή Ρωμαίοι, διότι απλούστατα υπήρξαν υπήκοοι των Ρωμαίων, ενώ το όνομα Έλλην σήμαινε μάλλον τον ειδωλολάτρη, τον οπαδό της παλαιάς θρησκείας των Ελλήνων· έτσι, η εκκλησία πολλαπλασίαζε το ποίμνιό της, αφού όλοι οι Χριστιανοί της αυτοκρατορίας δεν ήταν οπωσδήποτε και Έλληνες στην καταγωγή.
Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε και προηγουμένως, η σύνθεση και η τακτική του βυζαντινού στρατού δεν ήταν απλώς τεχνικό ή οργανωτικό ζήτημα· συνδέεται άμεσα με την διαστρωμάτωση της κοινωνίας και την παραγωγική της βάση: οι τιμαριούχοι κατείχαν γαίες, ή «πρόνοιες» και μαζί χιλιάδες δουλοπάροικους· ανάμεσά τους διαβιούσαν χιλιάδες ελεύθεροι αγρότες μικροϊδιοκτήτες, εξαρτημένοι σε μεγάλο βαθμό από τους δυνατούς, τη στρατιωτική αριστοκρατία και την αριστοκρατία του παλατιού. Οι κοινωνικές ανισότητες και η άγρια εκμετάλλευση των πληθυσμών υπονόμευσαν τελικά την πολεμική ικανότητα του Βυζαντίου· η απόλυτη σχεδόν εξάρτηση της αυτοκρατορίας από ποικιλώνυμους μισθοφόρους είναι φαινόμενο των τελευταίων αιώνων της ιστορίας της· οι στρατιωτικές επιτυχίες των βυζαντινών υποστηρίχτηκαν κατά βάση από λεγεώνες «Ρωμαίων» πολιτών και σώματα στρατιωτών που είχαν λόγους να υπερασπίζουν ό,τι θεωρούσαν πατρίδα τους. Σύμφωνα με μια παρατήρηση που αποδίδεται στον τελευταίο μεγάλο δούκα, τον Λουκά Νοταρά, ήταν «καλύτερο το σαρίκι του σουλτάνου από την τιάρα του καρδιναλίου». Ο ανθενωτικός Γεννάδιος Σχολάριος θα γίνει ο πρώτος πατριάρχης της οθωμανικής πλέον αυτοκρατορίας. Ο Μωάμεθ Β’, στην αρχή τουλάχιστον θα φανεί κάπως διαλεκτικός προς τους Χριστιανούς και τη θρησκεία τους, ταυτόχρονα όμως θα εξοντώσει συστηματικά το σύνολο σχεδόν των βυζαντινών αξιωματούχων που θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν την ηγεσία μιας ενδεχόμενης εξέγερσης. Όπως ήταν επόμενο, η λαϊκή παράδοση διέσωσε τις ελπίδες για την αναγέννηση του ελληνισμού:
-Ἡ Ρωμανία πέρασεν, ἡ Ρωμανία ῾πάρθεν.
-Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο.
Ο ήλιος της ελληνικής ελευθερίας θ’ ανατείλει ξανά τον 19 αιώνα, με τη μεγάλη εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση των Ελλήνων. Ο επαναστάτης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διηγείται τον παρακάτω διάλογο με τον στρατηγό Χάμιλτον:
Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή. Μου είπε ότι: “Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπετάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα”. Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;”. “Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.
Ο Δημήτρης Τζήκας είναι ιστορικός.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Τόμοι: Α’+Β’+Γ’1, ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1978.
Steven Runciman, Η Άλωση Της Κωνσταντινούπολης 1453, Μετάφραση – Επιμέλεια Νίκος Νικολούδης, tρίτη έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑ, ΑΘΗΝΑ 2005.
Φραντζής, Γεώργιος, b. 1401, Χρονικόν / Γεωργίου του Φραντζή του πρωτοβεστιαρίου, [φιλολογική επιμέλεια: Περ. Εμ. Κομνηνού, εκδοτική φροντίδα: Λέανδρου Νικ. Μίχα.], Αθήναι: [Τυπογραφείο Φάνη Κωνσταντινίδη και Κώστα Μιχάλα],1953.
Περιοδικό Έψιλον – Ιστορικά, εφημ. Ελευθεροτυπία, 27 Μαΐου 2004
Ο Κολοκοτρώνης : Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη (Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής 1770-1836)…
https://en.wikipedia.org/wiki/Constantine_XI_Palaiologos
https://en.wikipedia.org/wiki/Murad_I
https://weaponsandwarfare.com/2015/08/14/the-military-of-the-byzantines/
Ένα σχόλιο