Τι σημαίνει: νίβω
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
νίβω & νίβομαι σημαίνει πλένω το πρόσωπο ή και τα χέρια. Σε γνωστή βυζαντινή καρκινική επιγραφή βρίσκουμε: «Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν»= πλύνε τις αμαρτίες, όχι μόνο το πρόσωπo σου. [Καρκινικές επιγραφές, καρκίνοι ή παλίνδρομοι ονομάζονται συμμετρικές φράσεις οι οποίες μπορούν να διαβαστούν είτε από την αρχή είτε από το τέλος· Παρόμοιες επιγραφές είναι και οι: «Νοσώ. Συ ος η ίαμα, Ιησού, σώσον», «Νόμον, ο κοινός, έχε σον οικονόμον», «Σος ειμί, τίμιε, σός», «Σοφά ται και μη, γη μια και τάφος», λατιν. «In girum imus nocte et consumimur igni» = Μπαίνουμε στη νύχτα και μας καταναλώνει η φωτιά – αναφερόμενο σε έντομα που πέφτουν στη φλόγα, τη νύχτα κ.α.] (1) Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική: ελνστ. νίβω (αρχ. νίζω, νίπτομαι).
Ο Μπαμπινιώτης καταγράφει και το νίψιμο:
Στο Λεξικό του Δημητράκου διαβάζουμε:
Ύδωρ νίπτρον ή νίμμα είναι το νερό για νίψιμο:
Σε δημοτικό τραγούδι ακούγονται και οι στίχοι: «Σηκώνομαι μια χαραυγή, μαύρος από τον ύπνο / παίρνω νερό και νίβομαι, μαντήλι και σφουγγειώμαι, ακούω τα δέντρα και βογγούν και ταις οξυαίς και τρίζουν. »
Στη Δασκαλομάνα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τα παιδιά φτύνουν τις χούφτες τους, για να φανούν νιμμένα : Τα παιδία, άνιπτα τα πλείστα, όπως ήσαν συνηθισμένα, έπτυον εις τα παλάμας των, ύγραινον κι έτριβον τας χείρας με τον σίελον, διά να φανώσι νιμμένα.-… όποιον ανακαλύψει εις το εξής άνιπτον θα τον αφήσει νηστικόν τρείς ημέρας και τρείς νύκτας εις το σωφρονιστήριον, να τον φάγουν οι βλατούδες.
Εντόπισα ακόμη τις παροιμίες «Αρβανίτης νίβεται, φουστανέλλα χαίρεται.», «Νίψου κι αποφάγαμε», «Όσο θέλεις μαύρη μου, νίψου και μελαχρινή σφουγγίσου» (ή «και σγουρή ξεροχτενίσου») και «Όσοι νίβονται, όλοι με το δεσπότη τρώνε;»
(1) Παναγιώτης Λιούφης, Ιστορία της Κοζάνης, εκδ. 1924.