Τι σημαίνει: μπεζερίζω
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
μπιζερνώ ή μπιζερίζω ή μπεζερίζω σημαίνει κουράζομαι, πλήττω, βαριέμαι, αποκάμνω· μτφ. απογοητεύομαι, έχω εξαντλήσει κάθε όριο υπομονής, κουράζομαι ψυχικά, απαυδώ.
Σε δημοτικό τραγούδι ακούγεται ο στίχος: Τόπους πολλούς εγύρισα, δεν έχω μπεζερίσει / τα έρημα τα Γιάννενα τα ‘χω μπεζερισμένα.
Και σε άλλο: Μπεζέρησαν, βαρέθηκαν, Τόσκα μ’ τα παλικάρια / θέλουν να προσκυνήσουνε σ’ αυτόν τον Δυβιτάρη, / που ‘ναι Βαλής στα Γρεβενά, Δερβέναγας στα Χάσια.
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει: Ἦταν μπεζερισμένοι ὅλοι ἀπὸ τὴν ἀκαταστασίαν. Δυὸ χρόνια κοντά μας κυβέρνησε ἀγγελικά. Καὶ μᾶς γύμναζε καὶ τὴν οἰκονομίαν – Σᾶς λέγω ὡς τίμιος ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν θέλησα νὰ εἶμαι ἀναντίον του, ὅτι μπεζερίσαμεν ἀπὸ τῆς ἀκαταστασίες.
Η λέξη προέρχεται από την τουρκική bezer ή bezmerk που σημαίνει «καταπονούμαι, κουράζομαι»
Γνωστό, τουλάχιστον στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο είναι και το επόμενο παραδοσιακό τραγούδι:
«-Μπιζέρισα μωρ’ μάνα μ’ μαντίλια να κεντώ και θα τα παρατήσω να πάω να παντρευτώ.
-Βάστα κόρη μου βάστα και τούτη τη χρονιά ωσπού να γίν’ τα στάρια, βαμβάκια και κρασιά.
Τότε θα σε παντρέψω, στον πέρα μαχαλά.»
Pingback: Τι σημαίν&e...