Αρχαιότερες γνώμες περί της αρχής και γένεσης της γλώσσας
Ο Γεώργιος Νικολάου Χατζιδάκις (1848 – 1941) υπήρξε ο θεμελιωτής της επιστήμης της γλωσσολογίας στην Ελλάδα και πρώτος καθηγητής της Γλωσσολογίας και της Ινδικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το 1890 έως το 1923. Ανήκε στα ιδρυτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών το 1926 και ένα χρόνο αργότερα διετέλεσε πρόεδρός της. Το επόμενο απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Περί της γενέσεως και αρχής της γλώσσης, εν Τεργέστη, 1903.
Απόδοση στα νέα ελληνικά: Δημήτρης Τζήκας
Είπαμε ότι απ’ όλα τα πλάσματα της γης μόνον ο άνθρωπος έχει γλώσσα· επομένως αυτό το χάρισμα, ως καθολικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, του έκανε μεγάλη εντύπωση, αμέσως μόλις άρχισε να σκέπτεται, και προπάντων του φάνηκε παράδοξη η ποικιλία των γλωσσών. Διότι, γενικώς μιλώντας, πάντες οι άνθρωποι εκτελούν με όμοιο τρόπο άλλες φυσιολογικές λειτουργίες, όπως το βλέπειν, το ακούειν, το περιπατείν κλπ., ομιλούν όμως διαφορετικά· απόρησαν γι’ αυτό οι άνθρωποι εκείνοι, και περισσότερο απ’ όλους όσοι, όπως οι Εβραίοι, παραδέχονταν την γέννηση και καταγωγή του ανθρώπινου γένους από ένα πρώτο ζεύγος ανθρώπων. Εξαιτίας αυτών, επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την πολυγλωσσία· οι μεν κάτοικοι της Αυστραλίας την εξήγησαν λέγοντας ότι κάποια γριά, η οποία κρατούσε ραβδί, έβγαινε τη νύχτα κι έσβηνε τη φωτιά (το πυρ) και οι διάφοροι λαοί καταβρόχθισαν το πνεύμα της· όσοι έφτασαν πρώτοι έφαγαν τις σάρκες της κι ελάλησαν ευθύς σαφή γλώσσα, όσοι όμως ήρθαν αργότερα έφαγαν τα εντόσθια του θώρακα και μίλησαν λίγο διαφορετικά· αυτοί που ήρθαν τελευταίοι έφαγαν ό,τι έμεινε από την κάτω κοιλία και μίλησαν πολύ διαφορετικά.
Οι άγριοι της Βόρειας Αμερικής είπαν ότι πολύ παλιά (το πάλαι ποτέ) οι άνθρωποι μία και μόνη γλώσσα είχαν, όμως έφριξαν τόσο εξαιτίας ενός κακουργήματος που διέπραξαν τα τέκνα τους, ώστε δεν μπορούσαν πλέον να συνεννοηθούν και διασκορπίστηκαν. Οι κάτοικοι της Εσθονίας στη Ρωσία διηγούνται πως ο Γέρων έβαλε στη φωτιά έναν λέβητα γεμάτο νερό κι από τους παφλασμούς του νερού που έβραζε έδωσε τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα στους λαούς που προσκάλεσε, καθώς και το όνομα και την γλώσσα τους. Οι Εσθονοί, όταν τους προσκάλεσε ο Γέρων, έτρεξαν πρώτοι, εύθυμοι και ζωηροί, πριν ακόμα το νερό αρχίσει να βράζει, και πήραν την γλώσσα του ίδιου του Γέροντα, γι’ αυτό και λέγονται «ο πρώτος αυτού λαός»· λόγω αυτού είναι απαλλαγμένοι από τις ιδιότητες που έγιναν βδέλυγμα για τον θεό και ενοχλητικές για τους άλλους ανθρώπους (εις τους πλησίον). Στους Εβραίους ορθώς παρατηρήθηκε ότι η μεγάλη σημασία της γλώσσας έγκειται προ πάντων σε τούτο, ότι ο άνθρωπος μπόρεσε να ονομάσει τα αισθητά και νοητά πράγματα που βρίσκονται γύρω του κι έτσι κατάφερε να τα κάνει χρήσιμα για τον εαυτό του και, όπως λέμε, να γίνει κύριός τους· ως εκ τούτου σ’ αυτούς η ονοματοθεσία παρίσταται ως το κατ’ εξοχήν έργο του λαλούντος ανθρώπου. «Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν Ἀδάμ, ἰδεῖν τί καλέσει αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν αὐτὸ Ἀδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα αὐτῷ. Καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ·» Γεν. 19-20.
Εντούτοις, ουδέν λέγεται αληθώς σχετικά με την αρχή της γλώσσας· η γλώσσα υπήρχε αμέσως μόλις πλάστηκε ο Αδάμ, οι άνθρωποι εκείνοι δεν μπορούσαν να σκεφτούν (νοήσωσιν) τον άνθρωπο άγλωσσον και άλαλον. Γι’ αυτό, αμέσως μόλις έπλασε ο θεός τα άλογα ζώα, τα οδήγησε προς τον Αδάμ για να τα ονομάσει, αν και ο Αδάμ ήταν ακόμη μόνος, αφού η Εύα πλάστηκε αργότερα και ο άνθρωπος την αναγνώρισε ως σάρκα εκ της σαρκός και οστό από τα οστά του, δηλαδή ως ίση και όμοια, ομότιμη και μόνη σύντροφο του. (Είχε ονομάσει πρωτύτερα τα ζώα, αλλά ουδένα διάλεξε για σύντροφό.) Φυσικό και λογικό συμπέρασμα της τέτοιας δημιουργίας του ανθρώπου είναι αυτό που λέγεται στο εξής: «και ην πάσα γη χείλος εν και μία φωνή πάσι»· ήταν επίσης φυσικό να επιχειρήσουν την ερμηνεία της πολυγλωσσίας των λαών και γι’ αυτό εφεύραν την πυργοποιία και τη σύγχυση των γλωσσών εξαιτίας της. (Γένεσις Α’ 3-10)
Οι αρχαίοι Έλληνες, αφού ανήγαγαν και απέδιδαν στους θεούς όλα τα μεγάλα και αγαθά πράγματα των ανθρώπων, το πυρ στον Ήφαιστο, την ελιά στην Αθηνά, τον οίνο στον Διόνυσο, το σιτάρι στη Δήμητρα κ.τ.τ., απορώντας για την αρχή της γλώσσας την απέδωσαν κατ’ αρχήν στους δαίμονες, λέγοντας ότι η γλώσσα είναι κάτι μεγάλο και θαυμαστό, θείας αρχής, και όπως τα παιδιά παίρνουν τη γλώσσα από τον πατέρα τους, έτσι και οι πρώτοι άνθρωποι έλαβαν τη γλώσσα από τους δαίμονες (Ηράκλειτος). Την ίδια θεία αρχή της γλώσσας επανέλαβαν και άλλοι πολλοί έπειτα, μέχρι και ο Γάλλος Ρουσώ. Αλλά οι Έλληνες, έχοντας εξαιρετική (έκτακτον) δύναμη φαντασίας και διάνοιας και ταυτόχρονα πλήρη ελευθερία πνεύματος, εφηύραν και καλλιέργησαν σχεδόν όλες τις επιστήμες, και ανάμεσα στις πρώτες την βασίλισσα (βασιλίδα) τους, τη φιλοσοφία· επομένως φιλοσόφησαν και περί της γλώσσης. Έκαναν δε αυτά όταν ακόμη η γλώσσα διδασκόταν όλως πρακτικώς, πριν ακόμα ορίσουν τα μέρη του λόγου, πριν καταρτίσουν τη γραμματική της και πριν σχηματίσουν κάποια έννοια σχετικά με την ιστορική εξέλιξη της γλώσσας και των νόμων αυτής της εξέλιξης. Επομένως έθεσαν από τότε και εξέτασαν φιλοσοφικώς όλα τα μεγάλα ζητήματα της γλωσσικής επιστήμης· πρώτον, ποια είναι η σχέση των λέξεων προς τα πράγματα· έπειτα ποια είναι η σχέση των λέξεων με τις έννοιες των πραγμάτων· έθεσαν ακόμη το ερώτημα αν οι λέξεις είναι «ορθές» φύσει ή νόμω (αργότερα ελέχθη θέσει αντί του νόμω)· με άλλα λόγια, εξέτασαν αν οι λέξεις συνδέονται με τα σημαινόμενα αυτών «φύσει», φυσικώς, αντικειμενικώς ή αν συνδέονται μόνον «νόμω», κατά την κοινή συνήθεια, «καθ’ ομολογίαν ή συνθήκην», αυθαιρέτως, απλώς και μόνον επειδή έτσι θέλησαν αυτοί που τις έπλασαν. Είναι δε προφανές, ότι αν η ορθότητα των λέξεων είναι «φύσει», αν δεν εξαρτώνται δηλαδή από την συνήθεια των πολλών, θα εξαρτώνται από τον πρώτο δημιουργό τους, και τότε γεννάται το ερώτημα ποιος ήταν αυτός και ποια ήταν η αρχή της γλώσσας; (Πλάτων). Αργότερα ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας κατά την συνήθειά του όχι την πρώτη γένεση των πραγμάτων αλλά από ποια στοιχεία αποτελούνται (συνίστανται), αποφαίνεται περί της γλώσσας ότι συγκροτείται από λέξεις, οι οποίες είναι «ορθές» νόμω, συνθήκη, ομολογία, όχι όμως «φύσει». Αντίθετα ο Επίκουρος παράγει την γλώσσα εκ της φύσεως του ανθρώπου, από την φυσιολογική του υπόσταση, διδάσκοντας ότι «Τα ονόματα μη εξαρχής θέσει γενέσθαι, αλλ’ αυτάς τα φύσεις των ανθρώπων· καθ’ έκαστα έθνη ίδια πάσχοντας πάθη και ίδια λαμβάνουσας φαντάσματα ιδίως τον αέρα εκπέμπειν στελλόμενον υφ’ έκαστον των παθών και φαντασμάτων, ως αν ποτέ και παρά τους τόπους των εθνών διάφορα είη. Ύστερον κοινώς καθ’ έκαστα έθνη τα ίδια τεθήναι προς το τας δηλώσεις ήττον αμφιβόλους γενέσθαι αλλήλοις και συντομωτέρας δηλούμενας. Τινά δε και ου συνορώμενα πράγματα εισφέροντας τους συνειδότας παρεγγυήσαι τινάς φθόγγους, ων τους μεν αναγκασθέντας αναφωνήσαι, τους δε τω λογισμώ επομένους κατά την πλείστην αιτίαν ούτως ερμηνεύσαι».
Όμως, δίπλα στην φυσιολογική αυτή βάση της γλώσσας δεν έθεσε και την ψυχολογική, την πνευματική διάσταση, γι’ αυτό και δεν κατανόησε τη δύναμη που ανέκαθεν είχε η γλώσσα σχετικά με την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση του πνεύματος του ανθρώπου. Ούτε οι Στωικοί μετέπειτα, αν και περισσότερο από τους προγενέστερους φιλοσόφους εξέταζαν τη γλώσσα και τη συνάφειά της με τη λογική, (όχι όμως με την ψυχολογία), δηλαδή με τον «ενδιάθετο λόγο», τον οποίο θεωρούσαν ίσο και όμοιο με τον προφορικό, ούτε αυτοί κατάλαβαν ότι ο ενδιάθετος λόγος ήταν αδύνατον να παραχθεί και ν’ αναπτυχθεί άνευ του προφορικού, άνευ της γλώσσας, ότι ο ίδιος είναι στ’ αλήθεια έργο αυτής.
Αλλά είναι φανερό, ότι ούτε με θαύματα και μυθεύματα, ούτε με τέτοιες θεωρίες που λαμβάνονται εκ των προτέρων από τη φαντασία ερμηνεύεται πειστικώς, επιστημονικώς η αρχή και η γένεσις του μυστηριώδους αυτού πράγματος που ονομάζουμε γλώσσα. Η επιστήμη έχει καθήκον όχι ν’ αποδεικνύει ή ν’ αναιρεί τα θαύματα, αλλ’ απλώς ν’ απομακρύνει τις ερμηνείες μέσω αυτών και κατά δύναμιν να επεκτείνει τα όρια της γνώσης, την ισχύ και την ακρίβεια νόμων αναμφισβήτητων, τους οποίους σχημάτισε από τα φανερά (εκ των προδήλων) και όσα είχαν αποδειχθεί προηγουμένως (εκ των προαποδεδειγμένων). Επιπλέον, αφού πρόκειται για έργο ανθρώπων, που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στη διάρκεια του χρόνου, οφείλει όχι να πλάθει εκ των προτέρων θεωρίες περί της μιας ή της άλλης δυνατής ή πιθανής αρχής και γένεσης, αλλά να μελετήσει ακριβέστατα τη γλώσσα, εφόσον είναι προσιτή στην ιστορία και μπορούμε να τη γνωρίσουμε (μαθητόν), να βρει τους νόμους που διέπουν την εξέλιξή της, και βοηθούμενος από τις γενικότερες γνώσεις της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας να επιχειρήσει να κατανοήσει την αρχή και τη γένεσή της. Διότι είναι μεν αληθές ότι η αρχή και η γένεση της γλώσσας ανάγονται σε τόσο αρχαίους χρόνους, ώστε κάποια μαρτυρία άμεση για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής και τις δυνάμεις τους είναι αδύνατον να παρουσιαστεί (προσαχθεί)· αν όμως έχουμε μπροστά στα μάτια μας αυτό που οι πάντες ομολογούν, ότι από χιλιάδων ετών, αφότου το ανθρώπινο γένος εμφανίζεται οπωσδήποτε στην ιστορία, πάντοτε οι πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις του επιτάθηκαν μεν και αναπτύχθηκαν ποσοτικά, ενώ κατ’ ουσίαν ποιοτικά παραμένουν αναλλοίωτες, θα συμπεράνουμε ασφαλώς ότι και οι δυνάμεις των ανθρώπων εκείνων που έπλασαν τη γλώσσα, οι ψυχικές και σωματικές δυνάμεις, ιδιαίτερα η γλωσσοπλαστική, θα ήταν σε όλα (καθόλου) όμοιες με τις δικές μας. Επομένως, αν μπορέσουμε να βρούμε τους ψυχολογικούς, φυσιολογικούς κ.λπ. νόμους σύμφωνα με τους οποίους σήμερα πλάθεται και μεταπλάθεται, ζει και αναπτύσσεται η γλώσσα, εφαρμόζοντας έπειτα τους νόμους αυτούς επί τον εν παρελθόντι βίον αυτής και επ’ αυτόν τον αρχαιότατο, θα μπορέσουμε να συνάγουμε κάποια συμπεράσματα ασφαλή περί του πρώτιστου βίου και περί της ίδιας της δημιουργίας, αφού, όπως είναι γνωστό, οι νόμοι της εξέλιξης των όντων δεν είναι διαφορετικοί από τους νόμους της πρώτης δημιουργίας τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τα προηγούμενα, λέμε ότι κατά πρώτον η ακριβής γνώση της ιστορίας της γλώσσας και η γνώση των όρων, με βάση τους οποίους συντελείται η εξέλιξή της, αργότερα η ψυχολογία και η ανθρωπολογία παρείχαν ήδη επί του ζητήματος αυτού συμπεράσματα (διδάγματα) που έχουν μεγάλη επιστημονική βεβαιότητα· η βεβαιότητα αυτή συνίσταται στα εξής: τα συμπεράσματα σχετικά με την αρχή της γλώσσας συμφωνούν πληρέστατα με τα γλωσσικά γεγονότα, όσα μας παρέχουν η ιστορία της γλώσσας, η ανθρωπολογία και η εθνολογία.