20 Μαΐου 2014 at 22:58

Κούπες και σώματα στον πόλεμο: από το έπος στον Αρχίλοχο

από
Το Ρυτό της Πολιορκίας, Ταφικός Κύκλος Α των Μυκηνών
Το Ρυτό της Πολιορκίας, Ταφικός Κύκλος Α των Μυκηνών

Κούπες και σώματα στον πόλεμο: από το έπος στον Αρχίλοχο

Γράφει η Titania Matina

Το Ρυτό της Πολιορκίας χρονολογείται στο 1600-1500 π.Χ. Το κύριο σώμα του είναι ασημένιο. Τώρα θρυμματισμένο, τσαλακωμένο. Φτιάχτηκε σύμφωνα μ’ εκείνες τις φόρμες τις περίφημες, τις κρητικές, υποδεέστερη όμως απομίμησή τους, από τα χέρια ηπειρωτικού και βάρβαρου τεχνίτη που δούλευε σε βάρβαρο αφέντη. Ο Μυκηναίος άναξ, που τόσο το αγάπησε ώστε το πήρε μαζί του στον τάφο του, το ’χε για να προσφέρει χοές κρασιού και αίματος στη γη. Για να ευφραίνει πολεμοχαρείς θεούς. Για να γιορτάζει αλώσεις πόλεων. Σαν κι αυτήν απ’ την οποία οι αρχαιολόγοι έδωσαν στο αγγείο το όνομά του. Σαν κι αυτήν που εικονίζεται σε ό,τι έχει απομείνει από την επιφάνειά του. Κι έχει ένα πλήθος γυναικών που έντρομες χειρονομούν στους εξώστες και μια σειρά υπερασπιστές –σφεντονιστές, τοξότες, ροπαλοφόρους, δορυφόρους– που μάταια παλεύουν για να κρατήσουν τις πύλες απόρθητες.

Ποια να ’τανε η πόλη; Κάποια ίσως σαν την κυκλαδική Φυλακωπή ή σαν την πελοποννησιακή Περιστεριά ή ακόμη ακόμη σαν κι εκείνην την αιγαιακή μυστηριώδη, που η ταύτισή της μάς διαφεύγει και που οι πινακίδες μυκηναϊκής γραφής την ονομάζουν Tinwanthon; Χαλάστηκε η πόλη –λένε οι πινακίδες – και οι γυναίκες της σύρθηκαν σκλάβες. Απ’ τον εχθρό με την ταυτότητα την αδιάψευστη, τα κράνη τα θυσανωτά και τα οδοντόφρακτα, απ’ τον εχθρό που εφορμούσε απ’ τη θάλασσα.

Κι έτσι, ο επισκέπτης του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, όπου το Ρυτό τώρα εκτίθεται, θα κοντοσταθεί μπροστά στη γυάλινη προθήκη μάλλον για να θαυμάσει αυτό που συνήθως ονομάζεται “ηρωικός χαρακτήρας” του μυκηναϊκού πολιτισμού –ελάχιστα για να αναρωτηθεί πάνω στην αγωνία των πολιορκημένων.

Στο αγγείο σώζονται 38 τουλάχιστον μορφές που πλέουν, επισκοπούν, τειχοσκοπούν, και κυρίως μάχονται. Εδώ δηλαδή έχει χαραχτεί ένα έπος. Σαν τις μεγάλες προφορικές αφηγήσεις που ήταν εγγενείς σ’ έναν αριστοκρατικό πολιτισμό πολέμου και που, οκτώ περίπου αιώνες αργότερα, συνοψίστηκαν στο ομηρικό τραγούδι που ’χε για φόντο την πολιορκία της Τροίας. Με λογοτεχνικούς ήρωες που εκφράζουν την αρετή στη μάχη ως αυταξία. Σαν τον εὐκλεῆ Αχιλλέα που η παράδοση αιώνων τον ήθελε πλασμένο να εκπορθεί με δύναμη υπεράνθρωπη, που όμως εύκολα μπορούσε να εκπέσει στο επίπεδο του κτήνους. Ή με Πατρόκλους κι Έκτορες ζυμωμένους με μια αίσθηση αιδούς να μη φανούν κατώτεροι απ’ τις απαιτήσεις που όριζε η αρχηγική τους θέση ή απ’ τις προσδοκίες των λαών που οι ίδιοι όριζαν.

Ως φυσική οντότητα, ένας επικός πολεμιστής ήταν πελώριος κι ἀρηρώς, καλά αρθρωμένος. Αποτελούσε ένα δέμας, μια δομή από επί μέρους μέλη που εξασφάλιζαν τη λειτουργία στον ζωντανό οργανισμό ή από εστίες ψυχο-πνευματικές (ψυχή, αἰών, καρδία, θυμός, πραπίδες, φρένες) –αδύνατο συχνά να εντοπίσουμε την ακριβή τους έδρα– που αρμολογούσανε το δέσιμο. Το φυσικό δέμας καλυπτόταν από μιαν εξίσου καλά αρθρωμένη πανοπλία, σαν σε ενιαίο όλον. Μ’ όλη την έμφαση να πέφτει στους κρίσιμους συνδέσμους: οστικές συναρθρώσεις, μυϊκούς τένοντες, νεύρα, λουριά του κράνους και του θώρακα, τελαμώνες της ασπίδας. Κι εκεί ήταν που μπορούσε αναπάντεχα να φανεί ένα άνοιγμα, πρόσφορος στόχος για μοιραία βολή που να επιφέρει τελικά, με μαθηματική ακρίβεια, την κατηγορηματική λῦσιν του οιονεί ρομποτικού συνόλου. Το λύσιμο που έρχεται όταν οι αψεγάδιαστοι πολεμιστές σωριάζονται αιμόφυρτοι στο χώμα και η ψυχή τους αποδρά από μια χαίνουσα πληγή, παίρνοντας δρόμο για τον Άδη. Με τις χειρονομίες του θανάτου να εξωθούνται ώς τα άκρα, σαν σε εξπρεσσιονισή μανιέρα, εξαντλώντας την αλυσίδα που συνδέει ό,τι συνήθως πραγματώνεται μέσα στη φύση με το δυνάμει των πιο απίστευτων και άγριων πιθανοτήτων. Κι έτσι, σωστά το ’χουνε πει οι σύγχρονοι μελετητές: δεν υπάρχει σημείο του ανθρώπινου σώματος που να μην το ’χουν τραγουδήσει οι ομηρίδες ποιητές φρικτά διαπερασμένο από δόρατα και βέλη, βάναυσα σφαγιασμένο από ξίφη, ανίερα συνθλιμμένο από κοτρώνες.

Γιατί έτσι είναι οι ήρωες οι αψεγάδιαστοι, όπως τα έπη. Αιώνιοι στην αφήγηση, λάτρεις της υστεροφημίας στο διηνεκές. Αλλά ἔμπλεοι πραγματικού και διαρκούς θανάτου. Μικρά περιθώρια αφήνουνε για την αυθεντικά πεπερασμένη, την απλά και γοητευτικά καταραμένη, ασταθή και ευμετάβλητη, στιγμιαία λάμψη της ζωής.

Έπρεπε να περάσει ακόμη ένας αιώνας για να αμφισβητηθεί το πρότυπο. Έφταιξε ένα αποκρυστάλλωμα συνείδησης που φέρανε στον ελληνόφωνο τον κόσμο οι λεγόμενοι αποικισμοί; Όταν πολλοί, πλέον, κατ’ ουσίαν διώχνονταν απ’ τους τόπους τους, στερημένοι από δικαιώματα στις νεοσύστατες πόλεις-κράτη, αν δεν είχαν κλήρο, ή με την απειλή της ποινής του θανάτου, αν είχαν φρόνημα και χαρακτήρα ανεπιθύμητο; Κι άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές ανήκεστες όχι μονάχα στο δέμας του πρωτοπαλίκαρου –που ως τέτοιο καμιά περηφάνια λαών δεν είχε πια να εγγυηθεί– αλλά και στο ίδιο το κοινοτικό τραγούδι που η παράδοση το ’θελε να εξυμνεί το σώμα και το έργο της αριστοκρατικής ανδρείας.

Κι έτσι, εμφανίστηκε η ποίηση η λυρική, ποίηση συνήθως αυτοβιογραφική, μοναχική. Τουλάχιστον, στον πρώτο της εκπρόσωπο. Τον Αρχίλοχο, γιο δούλας. Σπαράγματά του μόνο έχουμε, που όμως ρίχνουν απροσδόκητη ματιά στον κόσμο και στον εαυτό. Είναι μια ποίηση που αποστρέφει το βλέμμα απ’ το κέλυφος, για να κοιτάξει πιο βαθιά, τον εσωτερικό τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο, όχι ως ενιαία κι αψεγάδιαστη δομή, αλλά ως οντότητα με αντιφάσεις. Με αγωνίες, σφάλματα, πάθη και πόθους. Πολύ συχνά με την ωμή ειρωνεία του απέναντι σε ό,τι ήταν μέχρι τότε παγιωμένο, βεβαιωμένο. Εδώ μιλάει ο άνθρωπος ο εφήμερος που σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Ο άνθρωπος που φτιάχνει ποίηση μιας ώριμης αφύπνισης. Ο άνθρωπος που, μ’ άλλα λόγια, φτιάχνει ποίηση σκληρότητας.

Ποίηση που έγνοια της είναι ν’ αποτυπώσει ένα φευγαλέο εδώ και τώρα. Εδώ και τώρα φαρμακερά ανήσυχο εκ προοιμίου, εδώ και τώρα ξεριζωμένο, ανέστιο, σε μετακίνηση, σε μετανάστευση. Βλάσταινε όπου κι αν πέρναγε σαν πρώιμο άνθος του κακού. Φτωχός ο Αρχίλοχος, έφυγε απ’ την Πάρο, για να πάει άποικος στη Θάσο και ν’ αποκτήσει εκεί φήμη χειρότερη. Πάντοτε μεθυσμένος κι εριστικός και, για να ζήσει, έκανε τον μισθοφόρο, γυμνώνοντας την πράξη του πολέμου από κάθε ηρωικό φτιασίδι. Όπως στο απόσπασμα D2, 2W:

ἐν δορὶ μέν μοι μᾶζα μεμαγμένη, ἐν δορὶ δ’ οἶνος
Ἰσμαρικός· πίνω δ’ ἐν δορὶ κεκλιμένος.

Με το κοντάρι το ψωμί, με το κοντάρι μου έχω
κρασί Ισμαρίας· και το ρουφώ γερμένος στο κοντάρι. (Μτφρ. Γ. Δάλλας)

Χλεύαζε τα υποτιθέμενα έργα της πολεμικής ανδρείας, σκιαγραφώντας τα  ως έργα βαναυσότητας και ανανδρίας:

ἑπτὰ γὰρ νεκρῶν πεσόντων, οὓς ἐμάρψαμεν ποσίν,

χείλιοι φονῆες εἶμεν (D61, 101W)

για επτά που πέσανε νεκροί, που τους ποδοπατήσαμε,

χίλιοι φονιάδες είμαστε…

 Μπορούσε εξάλλου απροκάλυπτα να ομολογήσει, μέχρι και να καυχηθεί, ότι είχε υπάρξει ρίψασπις:

ἀσπίδι μέν Σαΐων τις ἀγάλλεται, ἣν παρὰ θάμνωι,
ἔντος ἀμώμητον, κάλλιπον οὐκ ἐθέλων·

αὐτὸν δ’ ἐξεσάωσα. τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη;
ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω. (D6, 5W)

Με την ασπίδα απ’ τους Σαΐους κάποιος θα χαίρεται·
στα θάμνα, αρματωσιά λαμπρή, την πέταξα άθελά μου.
Φτάνει που σώθηκα. Τι με μέλει η ασπίδα εκείνη;
Δεν πάει στο διάολο! Άλλη λαμπρότερη θα βρω για να ’χω. (Μτφρ. Γ. Δάλλας)

                Γιατί, γι’ αυτόν που τιμούσε τη ζωή κι ήθελε να τη χαίρεται μέχρι την τελευταία της σταγόνα, ατέρμονα φιλήδονος, λάγνα μοιχός, αλλά και σταθερά απογοητευμένος –τα αισθησιακά του ποιήματα συνθέτουν ένα ανεξάρτητο κεφάλαιο προκλητικότητας– το ανθρώπινο κορμί άξιζε να τρυπιέται μόνο απ’ τα βέλη του έρωτα:

Δύστηνος ἔγκειμαι πόθῳ,

ἄψυχος, χαλεπῇσι θεῶν ὀδύνῃσιν ἕκητι

πεπαρμένος δι’ ὀστέων. (D104, 193W)

Άθλιος εγκαταλείπομαι στον πόθο

άψυχος, από θεϊκά πάθη φριχτά

διαπερασμένος ώς τα κόκαλα.

Όπως θα ήταν ίσως αναμενόμενο, αυτόν τον πραγματιστή τον βρήκε η στυγνή, η στυγερή η μοίρα του πολέμου. Σκοτώθηκε σε μάχη απ’ τη λόγχη κάποιου Κόρακα απ’ τη Νάξο –άλλοι λένε Καλώνδα, γιου του Κόρακα. Τόσο προσκολλημένο τον ήθελε όμως η παράδοση στη δίψα για ζωή που έπλασε γι’ αυτόν φάντασμα εκδικητικό, έμμονη σκιά που δεν έλεγε να περάσει το κατώφλι του Άδη, τρελαίνοντας και τυραννώντας τον φονιά του, μέχρι που ο Κόραξ –ή Καλώνδας τέλος πάντων– ζήτησε καθαρμό στους Δελφούς και, διωγμένος κι από ’κει, αναζήτησε μια συνδιαλλαγή σε μια άκρη του κόσμου, στο ψυχοπομπείο στο Ταίναρο.

Κι εκεί, ο Κόρακας θα πρόσφερε ίσως χοές για να πιει μια τελευταία κούπα εξευμενισμού ο Αρχίλοχος. Πώς να ’τανε η κούπα; Επ’ ουδενί δεν θα ’μοιαζε –φαντάζομαι– με το Ρυτό της Πολιορκίας. Γιατί δεν θα ’χε μείνει τίποτα από δαύτο. Ο Αρχίλοχος θα το ’χε λιώσει μες στη χούφτα του.

̽ Ευχαριστώ τον γιώργο καλλέργη που η συζήτηση μαζί του με βοήθησε να οριστικοποιήσω σκέψεις πάνω στον καταραμένο χαρακτήρα της ποίησης του Αρχίλοχου.

Η φωτογραφία είναι από εδώ: http://www.studyblue.com/notes/note/n/final-exam/deck/2550264

 

(Εμφανιστηκε 1,211 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.