29 Αυγούστου 2017 at 11:41

Τα ηροδότεια erotica

από

Τα ηροδότεια erotica

Το β΄ μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ

Το γ΄ μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ

Μέρος α΄:

ο Ηρόδοτος και ο Ασθενής

Γράφει η Titania Matina

Η σκηνή ήταν από τις πλέον εξωτικές στον Άγγλο Ασθενή. Στο νυχτερινό πλάνο της Σαχάρας, κατά τη διάρκεια μιμικών και άλλων αυτοσχεδιασμών με τους οποίους η χαρτογραφική αποστολή της Royal Geographical Society διασκέδαζε τη ματαιοπονία της, η ωραία Katherine, ευϋπόληπτη σύζυγος Geoffrey Clifton, σηκώθηκε όρθια και αφηγήθηκε, ενώπιον αμιγώς ανδρικού κοινού, την ιστορία της γυναίκας του Κανδαύλη, παρμένη απ’ τον Ηρόδοτο (Ι 8-12).

Επρόκειτο για το επεισόδιο στο οποίο ο βασιλιάς των Λυδών, περήφανος για την ομορφιά της γυναίκας του, την υπερεπαινούσε στον πιστό του υπηρέτη Γύγη, μέχρι που τελικά τον παρακίνησε, κάμπτοντας τις σεμνότυφες αρχικές του επιφυλάξεις, να διεισδύσει τη νύχτα στο συζυγικό υπνοδωμάτιο και να βεβαιωθεί ιδίοις όμμασι για τα κάλλη, για τα οποία μέχρι τότε είχε μόνον ακουστά. Επιχειρηματολόγησε ο βασιλιάς: “Γιατί συμβαίνει στους ανθρώπους να έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στ’ αυτιά τους παρά στα μάτια τους. Κανόνισε, λοιπόν, να τηνε δεις γυμνή” (ὦτα γὰρ τυγχάνει ἀνθρώποισι ἐόντα ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν. ποίει ὅκως ἐκείνην θεήσασθαι γυμνήν). Στάθηκε ο υπηρέτης πίσω απ’ την πορτούλα που του υποδείχτηκε, θαυμάζοντας τη γυναίκα που ανυποψίαστα, όπως κάθε βράδυ, απέθετε ένα ένα τα ιμάτιά της πάνω σ’ ένα σκαμνί πριν πέσει στο κρεβάτι. Όμως εκείνη τον αντιλήφθηκε κι ένοιωσε άσχημα γιατί οι Λυδοί, όπως κι άλλοι λαοί, το ’χουνε για μεγάλη ντροπή να εκτίθενται γυμνοί, ακόμη και οι άντρες. Εξοργισμένη με την αρρωστημένη (οὐκ ὑγιέα) ενέργεια του Κανδαύλη ‒το ίδιο του το όνομα, εξάλλου, ετυμολογικά συγγενές του κάνδαυλος, υποδηλώνει υπερτονισμένα ορμέμφυτα‒, έφερε τον Γύγη προ διλήμματος. Είτε να σκοτώσει τον άντρα της και να την κάνει δική του, παίρνοντας ταυτοχρόνως και τον θρόνο. Είτε να δεχτεί επί τόπου να πεθάνει για να μη βλέπει στο εξής, ως πειθήνιο όργανο του Κανδαύλη, όσα δεν πρέπει. Κι έτσι, η ένταση ενός πάθους παρεκτροπικού πήρε προεκτάσεις απρόσμενες. Μοιραίο στάθηκε το πορτάκι που αφηνόταν ανοιχτό. Γιατί απ’ αυτό πέρασε πάλι ο Γύγης στον κοιτώνα και μαχαίρωσε τον Κανδαύλη την ώρα που εκείνος είχε παραδοθεί στον ύπνο. Ανάλογα συνέβησαν τα πράγματα και στον Άγγλο Ασθενή. Η εξιστόρηση της Katherine ενέπνευσε πάθος φλογερό και καταστροφικό στον κόμητα Almásy. Μια κρίσιμη νύχτα. Τότε που του αφέθηκε δίαυλος ανοιχτός να την ακούσει.

Το Σπήλαιο των Κολυμβητών, Νεολιθική Άνω Σαχάρα.
Το Σπήλαιο των Κολυμβητών, Νεολιθική Άνω Σαχάρα.

Η ταινία αντέστρεψε τον αποφθεγματικό ισχυρισμό του Κανδαύλη. Δικαίωσε όμως τον Ηρόδοτο, η Ιστορίη του οποίου απέμεινε ως μόνη αποσκευή, μοναδικό στοιχείο ταυτότητας του, κατά τ’ άλλα, sans papiers Ασθενούς όταν εκείνος τα είχε πλέον χάσει όλα μέσα στη διαρκώς μετακινούμενη άμμο της ερήμου. Η οφθαλμολάγνα μαρτυρία, εκείνου που βλέπει όσα δεν πρέπει να δει, δεν είναι απαραιτήτως ισχυρότερη από εκείνην του ωτακουστή. Και μια αφήγηση, δευτερογενώς μεσολαβούμενη κι απευθυνόμενη σε κοινό ανοίκειο, μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε επιθυμίες ανέλεγκτες.

Το φόντο της ταινίας κρατάει σταθερή τη σημασία της πρωτότυπης αφήγησης. Και μεταξύ άλλων, υπενθυμίζει τα ερωτήματα. Πώς διαχειρίστηκε ο Ηρόδοτος τις πιπεράτες παρεκβάσεις του; Γιατί υπέκυπτε στον πειρασμό τους τόσο τακτικά; Σε ποιο κοινό τις απηύθυνε;

Το σεξ καταλαμβάνει θέση εξέχουσα στα ενδιαφέροντα του Ηροδότου κι αποτελεί προσφιλή του ευκαιρία για να αφήνει να ξεπηδούν παραφυάδες άσχετες με τον άξονα της κεντρικής του θεματολογίας. Ή μήπως τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά; Μήπως το ίδιο το υπεσχημένο περί Μηδικών θέμα (δι’ ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι) δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απλή αφορμή για να ξεδιπλώνονται αυτοδύναμα κι ελεύθερα όλες οι άλλες άτακτες εξιστορήσεις; Ο ίδιος ο Ηρόδοτος φαίνεται να έχει επίγνωση πως το ’χει αυτό το χούι και, μάλιστα, το απολαμβάνει κιόλας. Σε μια περίπτωση, εκεί που μιλάει για το κλίμα και την πανίδα στη χώρα των Σκυθών, τον προβληματίζει ξαφνικά το ερώτημα γιατί δεν γεννιούνται μουλάρια στην Ηλεία και γιατί οι άνθρωποι χρειάζεται να οδηγούν τις φοράδες τους, όταν έρχεται η ώρα να ζευγαρώσουν, σε τόπους γειτονικούς για να βρεθούν γάιδαροι να τις βατέψουν. Μας αφοπλίζει η παρενθετική εξομολόγηση με την οποία πλαισιώνει την απρόσμενη αυτή μεταπήδηση: “γιατί απ’ την αρχή της η εξιστόρησή μου λατρεύει τις παρεκβάσεις” (προσθήκας γὰρ δή μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο, IV 30).

Η σύγχρονη έρευνα προσαρμόζεται στον ευχάριστο παλμό των ηροδότειων αιφνιδιασμών. Κι έτσι, συχνά επισημαίνει την πιθανότητα να μην προοριζόταν η ογκωδέστατη Ιστορίη κυρίως για ένα κοινό αναγνωστών, το οποίο ενδεχομένως θα είχε αυστηρότερες απαιτήσεις, αλλά να έδινε εξαρχής έμφαση στα ανέκδοτα των οποίων βρίθει και των οποίων αποτελεί συρραφή σε γραπτό πλαίσιο. Από το πλαίσιο αυτό θα μπορούσε ένας αφηγητής να επιλέγει ποικίλα αναγνώσματα ανάλογα με τις περιστάσεις και τις επιθυμίες του εκάστοτε ακροατηρίου του. Γιατί τα ανέκδοτα, των erotica περιλαμβανομένων, όντως αφορούν σε “ἔργα … θωμαστά” και είναι πάντα τόσο ιδιαίτερα ώστε θα μας επέτρεπαν να αντιληφθούμε την αποσπασματική ρήση από την Αντιόπη του Ευριπίδη “ὄλβιος ὅστις τῆς ἱστορίας/ ἔσχε μάθησιν” όχι με τη βαρύγδουπη έννοια της επεξεργασμένης θεωρητικής γνώσης, αλλά με την χαρίεσσα αντίληψη της τέχνης της αφήγησης.

Αρέσκεται ο Ηρόδοτος να τρυπώνει στις βασιλικές κρεβατοκάμαρες και να παρατηρεί από χαραμάδα κάθε λογής σεξουαλική ιδιοσυγκρασία. Την περίπτωση του Γύγη την χειρίστηκε με δεξιοτεχνία. Κάποια χρόνια αργότερα, ο Πλάτωνας στην Πολιτεία (359c-360d) θα έδινε άλλη εκδοχή του ίδιου μύθου. Εδώ, ο Γύγης βόσκει τα πρόβατα του βασιλιά της Λυδίας, το όνομα του οποίου δεν αναφέρεται. Ξαφνικά, πέφτει κατακλυσμιαία βροχή κι ένας σεισμός ανοίγει ρήγμα βαθύ στο χώμα. Κατεβαίνει και βρίσκει στο βάθος του, μεταξύ πολλών άλλων θαυμαστών και μυθικών, ένα χάλκινο άλογο με μικρές θυρίδες, απ’ όπου φαινόταν εσωτερικά ένας πελώριος νεκρός με χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι. Το παίρνει ο Γύγης κι ανεβαίνει στην επιφάνεια της γης ξανά. Πολύ σύντομα ανακαλύπτει ότι, όποτε φέρνει τη σφενδόνη του δαχτυλιδιού προς την πλευρά του, γίνεται αόρατος, ενώ μπορούν οι άλλοι να τον δουν όταν την στρέφει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκμεταλλεύεται αυτή τη δύναμη για να μοιχεύσει τη γυναίκα του βασιλιά και, στη συνέχεια, να τον σκοτώσει μαζί της και να πάρει την εξουσία.

Είναι ολοφάνερο ότι η εκδοχή που η Πολιτεία παραδίδει διατηρεί στοιχεία αρχαϊκά, από τα οποία η Ιστορίη απηλλάγη. Το βοσκόπουλο που αμέριμνο πέφτει πάνω σε συγκυρία μοναδική για να κατακτήσει την ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο θυμίζει τον Πάρη που ευνοήθηκε απ’ την Αφροδίτη για να προσανατολιστεί προς την Ελένη. Ακόμη κι η λεπτομέρεια της μικρής θυρίδας, απ’ όπου ο Γύγης βλέπει το δαχτυλίδι που θα τον κάνει αόρατο, εστιάζει σ’ ένα παιχνίδι μεταξύ όρασης και αντι-όρασης που ενεργοποιείται από παράγοντες εξ ολοκλήρου εξωγενείς. Για θαύμα πρόκειται, απ’ αυτά που ο μύθος συνηθίζει όπως κι ο Πλάτωνας το σχολιάζει: “ἰδεῖν ᾰλλα τε ἃ μυθολογοῦσι θαυμαστά”. Αντίθετα, η θύρα της ηροδότειας παραλλαγής του μύθου φέρει το βάρος το εμπρόθετο, αυτό μιας διλημματικής επιλογής, μιας ηδονοβλεψίας, και μάλιστα εξ αντανακλάσεως ‒σχηματικά θα την πω διεστραμμένη μετα-όραση. Εξίσου, η ηροδότεια θύρα ιχνηλατείται από την ειρωνεία της τραγωδίας. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι την νουβέλα της Ιστορίης χρησιμοποίησε και το θέατρο για να αποδώσει το ίδιο θέμα. Εκεί βασίστηκε η χαμένη για εμάς τραγωδία Κανδαύλης ‒ίσως του Φρύνιχου, οπωσδήποτε όμως ποιητή του 5ου π.Χ. αιώνα‒ δεκαέξι στίχοι της οποίας σώζονται σε Πάπυρο της Οξυρρύγχου του 200 μ.Χ. και περιλαμβάνουν την αφήγηση της γυναίκας προς Χορό θεραπενίδων σχετικά με όσα είχαν συμβεί στην κρεβατοκάμαρα την προηγούμενη νύχτα. Από εκεί αντλεί κι η σύγχρονή μας Γυναίκα του Κανδαύλη της Μαργαρίτας Λυμπεράκη.

 Οι όμορφες γυναίκες, όταν τις βλέπει κανείς αλλά δεν μπορεί να τις αγγίξει, πονούν ηδονικά τα μάτια. Με τέτοιους όρους περιγράφουν οι Πέρσες αξιωματούχοι τις νεαρές που βλέπουν στη μακεδονική αυλή του Αμύντα: ἀλγηδόνας σφίσιν ὀφθαλμῶν. Κι απαιτούν από τον βασιλιά να τις καθίσει δίπλα τους στο τραπέζι όπου, στη διάρκεια της οινοποσίας, αρχίζουν να τις πασπατεύουν στο στήθος και να τις φιλάνε (μαστῶν τε ἅπτοντο οἷα πλεόνως οἰνωμένοι καί κού τις καὶ φιλέειν ἐπειρᾶτο, Ιστορίη V 18. 4-5). Επιθυμούν και να σμίξουν μαζί τους τη νύχτα. Και βέβαια, η βαρειά τους μέθη δεν τους αφήνει να αντιληφθούν την άγρια τιμωρία που τους περιμένει.

Φουντώνει ο πόθος με το απαγορευμένο θέαμα. Είναι εκεί όπου κατεξοχήν φυτρώνουν κι οι κάθε λογής ερωτικές ιδιορρυθμίες. Ο Ηρόδοτος ψάχνει κρυφά περάσματα για να τις παρατηρεί, ακόμη και στα όνειρα όσων ανυποψίαστα κοιμούνται. Από τέτοια οπτική γωνία καταμαρτυρεί τις εμμονές του Μήδου βασιλιά Αστυάγη με την κόρη του (Ι 107.1-108.2). Αυτός είχε δει στον ύπνο του πως η Μανδάνη ούρησε τόσο πολύ ώστε πλημμύρισε και την πόλη τους και την Ασία ολόκληρη (τὴν ἐδόκεε Ἀστυάγης ἐν τῷ ὕπνῳ οὐρῆσαι τοσοῦτον ὥστε πλῆσαι μὲν τὴν ἑωυτοῦ πόλιν, ἐπικατακλύσαι δὲ καὶ τὴν Ἀσίην πᾶσαν). Αναζήτησε μια εξήγηση στους Mάγους ονειροκρίτες, αλλά φοβήθηκε με την απάντηση που του έδωσαν (ὑπερθέμενος δὲ τῶν μάγων τοῖσι ὀνειροπόλοισι τὸ ἐνύπνιον, ἐφοβήθη παρ᾽ αὐτῶν αὐτὰ ἕκαστα μαθών). Ακόμη κι έναν χρόνο αφότου είχε πλέον παντρέψει το κορίτσι με τον Πέρση Καμβύση, έναν ήσυχο άνθρωπο ταπεινότερης καταγωγής ‒κι ήταν συνειδητή η επιλογή του να μην την δώσει σε γόνο της μηδικής αριστοκρατίας‒, οι ονειροφαντασίες δεν έπαυαν. Είδε ότι από το αιδοίο της κόρης του φύτρωσε κλήμα που απλώθηκε πάνω από την Ασία ολόκληρη (εἶδε ἄλλην ὄψιν· ἐδόκεέ οἱ ἐκ τῶν αἰδοίων τῆς θυγατρὸς ταύτης φῦναι ἄμπελον, τὴν δὲ ἄμπελον ἐπισχεῖν τὴν Ἀσίην πᾶσαν). Ο Ηρόδοτος σπεύδει τώρα να διευκρινίσει ότι οι Mάγοι απέδωσαν αυτό το όνειρο στο γεγονός ότι η Μανδάνη, η οποία ήταν ήδη έγκυος, επρόκειτο να γεννήσει παιδί που θα εκθρόνιζε τον Αστυάγη. Κι αυτό το παιδί θα ήταν ο Κύρος. Είναι αριστουργηματική η τεχνική του ηροδότειου λόγου. Η εξήγηση του δεύτερου ονείρου προσφέρει εξιδανίκευση της κατάστασης ‒κατ’ αναλογίαν, ενδεχομένως, με τον πασίγνωστο μύθο του Ακρισίου, της Δανάης και του Περσέα. Όμως διαφορετικά είχε παρουσιαστεί η συνθήκη στην πρώτη ερμηνεία των Μάγων, που είχε ιδιαιτέρως θορυβήσει τον βασιλιά. Εκείνη η ερμηνεία είχε σκοπίμως αφεθεί αιωρούμενη. Φορτιζόταν με σημαίνουσα παρασιώπηση που, ακόμη και στην προ Φρόυντ εποχή, θα άφηνε να διαφαίνεται η βεβαιότητα ότι ο Αστυάγης κατατρυχόταν από ερωτικές φαντασιώσεις για την κόρη του. Με την αφήγηση του πρώτου ἐνυπνίου ο Ηρόδοτος είχε προλάβει κι είχε κλείσει στο κοινό του πονηρά το μάτι.

Το όνειρο του Αστυάγη (Γαλλία, 15ος αι.)
Το όνειρο του Αστυάγη (Γαλλία, 15ος αι.)

Οι διολισθήσεις στην αιμομειξία απαλλάσσονται απ’ τα όποια προσχήματα στην περίπτωση του βασιλιά Καμβύση Β΄, γιου του Κύρου. Αυτός, έχοντας από φθόνο δολοφονήσει τον ικανότατο αδελφό του Σμέρδη, άρχισε να συνάπτει ερωτικές σχέσεις με τις αδελφές του (ΙΙΙ 30.1-33.1). Επιθύμησε, μάλιστα, ωμά παραβιάζοντας τα περσικά ειωθότα, να επικυρώσει αυτές τις σχέσεις. Απευθύνθηκε στους βασιλικούς δικαστές, εξηγητές των πατροπαράδοτων θεσμών, και τους ρώτησε αν υπάρχει νόμος που να επιτρέπει σε όποιον θέλει να παίρνει γυναίκα του την αδελφή του. Έλαβε τη διπλωματική απόκριση ότι τέτοιος νόμος δεν υφίσταται, αλλά υπάρχει άλλος που επιτρέπει στον βασιλιά των Περσών να κάνει ό,τι θέλει. Παντρεύτηκε λοιπόν ο Καμβύσης τις δύο αδελφές του ‒αδελφές από την ίδια μάνα και τον ίδιο πατέρα. Ιδιαίτερος ήταν ο πόθος του για τη μικρότερη, την οποία σκότωσε όταν κάποια στιγμή εκείνη διαμαρτυρήθηκε πως με τις πράξεις του έχει μαδήσει σαν μαρούλι τον οίκο του Κύρου. Τότε εκείνος απ’ τη λύσσα του όρμησε πάνω στη γυναίκα, που ήταν έγκυος και που έτσι απέβαλε και πέθανε (τὸν δὲ θυμωθέντα ἐμπηδῆσαι αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρί, καί μιν ἐκτρώσασαν ἀποθανεῖν).

Θέλει να ξεδιαλύνει ο Ηρόδοτος τις ακρότητες του Καμβύση, αναζητώντας στις λαϊκές παραδόσεις μιαν απάντηση. Λέγανε οι άνθρωποι γι’ αυτόν πως εκ γενετής έπασχε απ’ τη μεγάλη αρρώστεια που ορισμένοι ονομάζουν ιερή κι έτσι, καθώς τόσο σοβαρά υπέφερε το σώμα του, όμοια νοσούσε το μυαλό του (καὶ γάρ τινα καὶ ἐκ γενεῆς νοῦσον μεγάλην λέγεται ἔχειν ὁ Καμβύσης, τὴν ἱρὴν ὀνομάζουσί τινες. οὔ νύν τοι ἀεικὲς οὐδὲν ἦν τοῦ σώματος νοῦσον μεγάλην νοσέοντος μηδὲ τὰς φρένας ὑγιαίνειν). Ωστόσο, η συνολικότερη εξέλιξη της αφήγησης καθιστά τόσο φανερές τις ισομετρίες ανάμεσα στις υποθέσεις Καμβύση κι Αστυάγη, ώστε οι ιστορίες δισέγγονου και προπάππου φωτίζουν η μια την άλλη. Τα εκτός ορίων πάθη έμοιαζαν εγγενή στον βασιλικό οίκο της Περσίας επειδή ακριβώς, όπως το είπανε σωστά κι οι δικαστές, η όποια θέληση του δυνάστη συνόψιζε τον νόμο κατά το δοκούν.

Τα τέτοιου είδους φαινόμενα δεν στριμώχνονται μόνο στην περσική αυλή. Από διάφορες απόψεις, εξίσου αφορούσαν και τους φαραώ της Αιγύπτου. Ο Μυκερίνος ήταν απαρηγόρητος για τον θάνατο της κόρης του και την κήδευσε με μεγαλύτερη λαμπρότητα απ’ ό,τι όλοι οι άλλοι. Ζήτησε να κατασκευάσουν ξύλινη αγελάδα, εξωτερικά επιχρυσωμένη και κούφια στο εσωτερικό της. Και μέσα σ’ αυτό το κοίλωμα τοποθέτησε το νεκρό κορίτσι. Την αγελάδα δεν την έθαψαν στη γη. Την κράτησε μέσα στα ανάκτορα της Σαΐδος, σε θεσπέσιο δωμάτιο όπου κάθε μέρα έκαιγαν θυμιάματα και ολονύκτιο λυχνάρι. Σε διπλανά δωμάτια ήταν στημένα γυμνά ομοιώματα (εἰκόνες) των παλλακίδων του, πάνω από είκοσι. Πολλοί όμως ισχυρίζονταν ότι ο φαραώ είχε ερωτευτεί τη θυγατέρα του κι έσμιξε μαζί της χωρίς τη θέλησή της (ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ θυγατρὸς καὶ ἔπειτα ἐμίγη οἱ ἀεκούσῃ) κι ότι απ’ τη ντροπή του το κορίτσι κρεμάστηκε (ΙΙ 129-131).

Μια ολόκληρη συλλογή αναμνηστικών από νεκρές ερωμένες είχε στήσει ο Μυκερίνος. Οι εικόνες των γυναικών ενδεχομένως λειτουργούσαν ως κολοσσοί, υποκατάστατα δηλαδή των αγαπημένων προσώπων. Μπορούσε κανείς να τα λατρεύει και να τα καλεί με μαγικές επωδούς για να επανέρχονται από τον Κάτω Κόσμο, σε τελετουργίες ψυχαγωγίας, υπηρετώντας επιθυμητούς σκοπούς. Τέτοιες πεποιθήσεις ήταν ευρύτερα γνωστές στην αρχαιότητα. Τα Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου (6. 14), του 3ου αιώνα μ.Χ., αναφέρονταν σε Αιγύπτια μάγισσα που χρησιμοποιούσε μικρό ομοίωμα φτιαγμένο από ζυμάρι (πέμμα στεάτιον εἰς ἀνδρὸς μίμημα πεπλασμένον) δίπλα στην σορό του γιού της για να επικοινωνήσει μαζί του. Σχετικές αναπαραστάσεις της Θεσσαλίας, γνωστής για τις μαγικές της πρακτικές, διακρίνονται και στις τραγωδίες Άλκηστις (στ. 348-56) και Πρωτεσίλαος του Ευριπίδη ‒το τελευταίο έργο σώζεται πολύ αποσπασματικά (F646a/Snell), αλλά ο μύθος είναι καλύτερα γνωστός από μεταγενέστερες πηγές όπως τον Προπέρτιο (1.19). Υποδεικνύουν ότι οι κολοσσοί χρησιμοποιούνταν και για ερωτικούς σκοπούς.

Πάντως, στις γυναίκες των Αιγυπτίων αριστοκρατών μπορούσαν να συμβούν πολλά περίεργα. Σε άλλο χωρίο της ηροδότειας Ιστορίης μαθαίνουμε ότι, όταν πέθαιναν, δεν τις παρέδιδαν αμέσως στους ταριχευτές, ειδικά αν επρόκειτο για καλλονές και εξαιρετικά αξιόλογες (εὐηδέες καὶ λόγου πλεῦνος, V 89). Άφηναν τρεις τέσσερις ημέρες να περάσουν. Γιατί έλεγαν πως κάποτε ένας ταριχευτής έσμιξε με νεκρή γυναίκα και συνελήφθη όταν τον κατέδωσε συνάδελφός του. Το απόσπασμα διασώζει φήμες που οι ευγενείς διέδιδαν εις βάρος φτωχοδιαβόλων. Αδιόρατα, ωστόσο, επιτρέπει να φανταστούμε ότι υποψίες για νεκροφιλία δεν είναι απίθανο να βάραιναν και τους ίδιους τους αριστοκράτες. Λίγο παρακάτω ‒και με άλλη αφορμή‒ θα δούμε το θέμα να αναφέρεται ρητά.

Παραμένοντας στο θέμα των Αιγυπτίων φαραώ, να δούμε πώς σκιαγραφεί η Ιστορίη και τις παρεκτροπές του Χέοπα (ΙΙ 125-126). Αυτός αντιμετώπιζε προβλήματα με την ολοκλήρωση του ταφικού του μνημείου. Τα έξοδα οικοδόμησης της πυραμίδας του ήταν υπέρογκα:

“Έχουν σημειωθεί σε αιγυπτιακή γραφή πάνω στην πυραμίδα οι ποσότητες από το αλατισμένο ζουμί από ραπανάκια, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα που καταναλώθηκαν από τους εργάτες και, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, ο μεταφραστής που μου διάβαζε την επιγραφή έλεγε ότι είχαν ξοδευτεί γι’ αυτό τον σκοπό 1.600 τάλαντα αργύρου. Κι αν αυτά ήταν τόσα, πόσα περισσότερα δαπανήθηκαν σε σίδηρο, απ’ ό,τι φαίνεται, για τα εργαλεία και το σιτάρι και την ένδυση των εργατών; Και μάλιστα για το μεγάλο χρονικό διάστημα οικοδόμησης [20 χρόνια] το οποίο έχω προαναφέρει, καθώς και για το επίσης μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως μου φαίνεται λογικό, κατά το οποίο λιθοτομούσαν [στα αραβικά όρη] και μετέφεραν τις πέτρες από τα λατομεία και έσκαβαν τα θεμέλια.”

Μπροστά σε τέτοιας κλίμακας έξοδα, ο φαραώ βρήκε τη λύση: να εκπορνεύσει την κόρη του. “Έφτασε σε τέτοιο σημείο φαυλότητας που, όταν ξέμεινε από χρήματα, εγκατέστησε την ίδια του την κόρη σε ένα οίκημα, δίνοντάς της οδηγίες να ζητάει για τον εαυτό της συγκεκριμένη αμοιβή την οποία οι μεταφραστές δεν μου προσδιόρισαν. Κι εκείνη ζητούσε την αμοιβή που της είχε ορίσει ο πατέρας της, όμως είχε επίσης την ιδέα να αφήσει κι η ίδια πίσω της ένα μνημείο δικό της. Κι έτσι ζητούσε από κάθε άντρα που έμπαινε να της αφήνει έναν λίθο οικοδόμησης στο εργοτάξιο. Και μου είπαν ότι η πυραμίδα που βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις χτίστηκε από αυτούς τους λίθους –αυτή που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από τη μεγάλη και που κάθε πλευρά της βάσης της έχει μήκος 1,5 πλέθρο.”

Η κόρη του Χέοπα ήταν πριγκίπισσα. Κι όμως, διακρίνει κανείς στον Ηρόδοτο μια υποψία απαξίωσής της. Γιατί, ακόμη κι αν δεν περνούσε από το χέρι της να αρνηθεί αυτό που της επιβλήθηκε, η κόρη μοιράστηκε κάτι από τη φαυλότητα του πατέρα της, κάτι από τις επαρμένες επιθυμίες του. Απέκτησε μερίδιο στην ύβριν του να αφήσει πίσω του ένα μνημείο που ξεπερνούσε την ανθρώπινη κλίμακα. Η κόρη αυθαιρέτησε επίσης. Αναβάθμισε τόσο τις απαιτήσεις από τους πελάτες της, διεύρυνε τα κέρδη της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χτίσει τελικά και τη δική της πυραμίδα. Της ταιριάζει εξίσου, λοιπόν, η κατηγορηματική –η αφοριστική σχεδόν– διατύπωση “εἰς τοσοῦτο ἦλθε κακότητος” με την οποία ξεκινάει η μνεία στην περίπτωσή της.

Σκιαγραφία ανθρωποτύπων επιχειρεί ο Ηρόδοτος μέσα από τα ερωτικά πάθη και τα παρεκκλίνοντα ήθη των χαρακτήρων του. Το μοτίβο εισρέει και στα ελληνικά χωρικά ύδατα όταν γίνεται λόγος για τον αιμοδιψή Περίανδρο, τύραννο της Κορίνθου. Είχε σκοτώσει τη σύζυγό του Μέλισσα, αλλά αναγκάστηκε να εξευμενίσει τη νεκρή όταν βρέθηκε στο σημείο να αναζητεί έναν θησαυρό που κάποιος φιλοξενούμενος τής είχε στο παρελθόν εμπιστευτεί. Για να πάρει την πολυπόθητη πληροφορία, απεσταλμένοι του επισκέφθηκαν το νεκυιομαντείο του Αχέροντα. Φανερώθηκε το φάντασμα της γυναίκας, αλλά αρνιόταν ν’ αποκαλύψει είτε έμμεσα είτε και ρητά το μυστικό αν προηγουμένως ο Περίανδρος δεν θυσίαζε στον τάφο της πλούσια κτερίσματα. Κρύωνε –έλεγε– και δεν είχε ρούχα (ῥιγοῦν τε γὰρ καὶ εἶναι γυμνήν). Άφηνε, μάλιστα, για τον άντρα της σημάδι που μόνο εκείνος μπορούσε να αποκωδικοποιήσει: σε κρύο φούρνο είχε βάλει τις φρατζόλες του (ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε). Όταν οι απεσταλμένοι επέστρεψαν στην Κόρινθο, ο τύραννος έγδυσε όλες τις γυναίκες της Κορίνθου, ελεύθερες και δούλες, κι έκαψε τα φορέματά τους σ’ ένα όρυγμα, απευθύνοντας ευχές προς τη γυναίκα του. Είχε πεισθεί για την αξιοπιστία των λόγων της Μέλισσας. Γιατί είχε σμίξει μαζί της όταν ήταν νεκρή (πιστὸν γάρ οἱ ἦν τὸ συμβόλαιον, ὃς νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ ἐμίγη, V 92).

Την ποικιλία των αποχρώσεων της ύβρεως, ανεξαρτήτως εντοπιότητος, έχουν μέχρι τώρα αποτυπώσει τα ηροδότεια erotica. Μη μένουμε με την εντύπωση πως η ερωτική του ανθρωπολογία περιορίζεται μόνο στο θέμα αυτό.

[Ευχαριστώ τον Ντίνο Ζούμπερη για τις επισημάνσεις του αναφορικά με την ετυμολογική συγγένεια του ονόματος του Κανδαύλη με τη λέξη κάνδαυλος.]

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:

Το β΄ μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ
(Εμφανιστηκε 1,643 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.