7 Ιανουαρίου 2014 at 11:11

Το γλωσσικό ζήτημα: μερικές πρώτες επισημάνσεις

από

ΜΟΣΧΟΝΑΣ, ΕΜΜ. Ι. 1981. «Αγώνας για μια χαμένη υπόθεση». Στο Βηλαράς, Ψαλίδας, Χριστόπουλος κ.ά., Η δημοτικιστική αντίθεση στην κοραϊκή μέση οδό, ζ΄-πβ΄. Αθήνα: Οδυσσέας

Γράφει ο Παναγιώτης Παντζαρέλας*

Το γλωσσικό ζήτημα: μερικές πρώτες επισημάνσεις

Δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλο φαινόμενο στην ελληνική ιστορία που για σχεδόν δύο χιλιετίες να ταλάνισε και να δίχασε τόσο πολύ τους έλληνες, όσο αυτό της διγλωσσίας (αν και όπως θα δούμε στη μελέτη του Μοσχονά δεν θα πρέπει να μιλάμε για διγλωσσία αλλά τουλάχιστον για «τριγλωσσία»). Δεν μας ενδιαφέρει εδώ φυσικά η μακρά πορεία του γλωσσικού ζητήματος, ίχνη του οποίου εμφανίζονται μέχρι και τις μέρες μας. Αντίθετα θα επικεντρωθούμε στην αντιπαράθεση όπως αυτή εκδηλώθηκε, και ίσως κορυφώθηκε, λίγες δεκαετίες πριν τον αγώνα για την ανεξαρτησία. «Το μεγάλο ανατρεπτικό ρεύμα του διαφωτισμού», όπως το αποκαλεί ο Φίλιππος Ηλιού έμελλε να ρίξει τα «φώτα» του πάνω στο ελληνικό γλωσσικό ζήτημα και τελικά να σβήσει στα χρόνια της επανάστασης.

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ως αυτοδίδακτος ζωγράφος, αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο της Ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής του περασμένου αιώνα (20ου)
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ως αυτοδίδακτος ζωγράφος, αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο της Ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής του περασμένου αιώνα (20ου)

Στην έκδοση αυτή ο Μοσχονάς θα αναδημοσιεύσει, όπως φανερώνει και ο τίτλος, κείμενα διαφόρων δημοτικιστών, όπως έχει επικρατήσει να αποκαλούνται, χωρίς ωστόσο να εμφανίζουν πάντοτε μια ενιαία στάση απέναντι στα γλωσσικά ζητήματα, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα αντιπαρατεθούν στη μέση οδό του Κοραή, θα προβάλλουν πολλές φορές τη γλώσσα του λαού, ασχέτως αν αυτή παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή, και οι οποίοι τελικά θα ηττηθούν.

Ένα από τα προτερήματα της μελέτης του Μοσχονά που προτάσσεται στα κείμενα των δημοτικιστών είναι πως εξετάζει το γλωσσικό ζήτημα όχι τόσο με κριτήρια γλωσσικά, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά μάλλον με κοινωνικά και ιδεολογικά. Ο μελετητής διερευνά τις κοινωνικές ζυμώσεις που έλαβαν χώρα τόσο στον μητροπολιτικό ελληνικό χώρο όσο και στις παροικίες. Άλλωστε, όπως εξηγεί, ήδη από τις πρώτες σειρές «σκοπός της συναγωγής τους [των κειμένων] στάθηκε αποκλειστικά η οριοθέτηση της ιδεολογικής τους λειτουργίας, της αντίθεσης στο μεταπρατικό αστισμό η οποία… συνέκλινε τελικά σε κοινή πολεμική της γλωσσικής έκφρασης της “μέσης οδού”» (1981, ζ΄).

Αν στην Ευρώπη της Αναγέννησης τα λατινικά, η lingua franca, έχει αρχίσει να υποχωρεί και να δίνει τη θέση της στις εθνικές γλώσσες, στον ελληνόφωνο χώρο το ζήτημα θα ξανανοίξει, ως συνήθως, με καθυστέρηση. Αν δηλαδή στην Ευρώπη υπερίσχυσαν, για να το πούμε χονδρικά, οι γλώσσες όπως τις μιλούσαν οι λαοί και παραμέρισαν τη λατινική της γραφειοκρατίας, των επισήμων κειμένων και του διοικητικού μηχανισμού, στην ελληνική περίπτωση η «γλώσσα του λαού», η δημοτική γλώσσα, δεν πρέπει σχεδόν ποτέ να είχε το πάνω χέρι στην αντιπαράθεση αυτή στα χρόνια του διαφωτισμού.

Η κοινωνική διαστρωμάτωση στον ελληνικό χώρο

Ξυλογραφία του Ιωάννη Ψυχάρη από το περιοδικό Ποικίλη Στοά του 1888
Ξυλογραφία του Ιωάννη Ψυχάρη από το περιοδικό Ποικίλη Στοά του 1888

Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αιώνα αρχίζει να δημιουργείται στην ελληνική κοινωνία μια αρκετά πολυάριθμη αστική τάξη συνέπεια «της μεταβολής των παραγωγικών σχέσεων, της εμπορευματοποίησης δηλαδή της παραγωγής καθώς η ελλαδική οικονομία προσδένεται στις ανάγκες της διεθνούς αγοράς και στον αποικιακό τρόπο διεξαγωγής του εμπορίου και υπάγεται στην οικονομική περιφέρεια» (1981, θ΄). Έμποροι, ναυτικοί, γαιοκτήμονες, διανοούμενοι, πάροικοι κ.ά. είναι κάποια από τα μέλη της τάξης αυτής. Όμως, και για λόγους που δεν μας αφορούν εδώ, ο δρόμος προς την αστικοποίηση του υπό ίδρυση ελληνικού κράτους μοιάζει να χάνεται ήδη πριν τον αγώνα.

Τρεις είναι, ως επί το πλείστον, οι κοινωνικές ομάδες που δρουν στον ελληνόφωνο χώρο και θα διαδραματίσουν τον δικό τους ρόλο στο γλωσσικό ζήτημα: η άρχουσα τάξη, που αποτελείται από τον ανώτερο κλήρο, τη φαναριώτικη αριστοκρατία και «τους γαιοκτήμονες που ασκούν κατά κανόνα και την κοινοτική διοίκηση» (1981, ια΄). Πρόκειται για μια τάξη, που αν και τα μέλη της έχουν ενίοτε διαφορετικές στοχεύσεις, όσο πλησιάζουμε προς τα χρόνια της επανάστασης συντηρητικοποιείται.

Οι αγροτικοί όγκοι «που παρέμεναν έξω από κάθε αστικοποιητική διαδικασία… προσηλωμένοι στην ορθοδοξία χωρίς να φτάνει ώς το μυστικισμό, απαισιόδοξοι και είρωνες συνάμα, στερημένοι και από τη στοιχειωδέστερη εκπαίδευση, παρουσιάζουν συμπτώματα διαφοροποίησης μόνο από τις αρχές της αμέσως προεπαναστατικής περιόδου» (1981, ιδ΄). Οι λαϊκοί άνθρωποι που, ως επί το πλείστον αμόρφωτοι, δύσκολα βρίσκουν διεξόδους έκφρασης, θα βρουν απρόσμενους συμμάχους μερικούς λογίους, οι οποίοι με τα κείμενά τους και τις γλωσσικές τους θεωρίες θα εκφράσουν τις «ανάγκες του βωβού ως τότε εθνοτικού χώρου» (1981, ιδ΄). Πρόκειται για τους δημοτικιστές που θα προτείνουν τη δημιουργία μιας γλώσσας που θα βασίζεται στην ομιλούμενη, θα λαμβάνει υπόψη της τις τοπικές ιδιομορφίες και στην πιο, ίσως, ριζοσπαστική εκδοχή της, θα ζητήσει την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας και την αντικατάστασής της από τη φωνητική.

Τέλος, οι έλληνες που ζουν και δρουν στις ευρωπαϊκές παροικίες και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες αποτελούν το συνδετικό κρίκο του κέντρου (Ευρώπη) και της περιφέρειας (Οθωμανική αυτοκρατορία). Διαφοροποίηση υφίσταται ανάμεσα στους πάροικους της δυτικής Ευρώπης, με κέντρο το Παρίσι, που κινείται σε πιο φιλελεύθερα πλαίσια και σε αυτούς των ηγεμονιών με κέντρο το Βουκουρέστι που «συνεχίζει την παράδοση του πρώιμου φαναριωτικού προοδευτισμού, ενώ η ορεινή προέλευση των παροίκων συνεπάγεται μια πιο λαϊκιστική και ριζοσπαστική ιδεολογία» (1981, ιζ΄). Από τις παροικίες θα ξεπηδήσουν άλλωστε οι γλωσσικές απόψεις του Κοραή από τη μια και του Καταρτζή από την άλλη.

«Σχηματικά», όπως καταλήγει ο Μοσχονάς σε αυτή την ενότητα για την κοινωνική διαστρωμάτωση, «η ιδεολογία της άρχουσας τάξης, συνυφασμένη με το κύρος της εκκλησιαστικής παράδοσης και της κοσμικής εξουσίας που ανάγει την καταγωγή της στη βυζαντινή αυτοκρατορία, παρατείνει την επιβολή της παρά τη γενναία αμφισβήτηση τής χωρίς λαϊκό έρεισμα παροικιακής αστικής τάξης και παρά την αυξανόμενη αλλά χωρίς συγκρότηση εχθρότητα των πλατιών λαϊκών μαζών» (1981, κα΄).

Οι εκδοχές της γλωσσικής ανασυγκρότησης

Όταν αναφερόμαστε στο γλωσσικό ζήτημα συνήθως έχουμε στο μυαλό μας μια κατάσταση διγλωσσίας: από τη μια μεριά την αρχαΐζουσα γραπτή της άρχουσας τάξης και από την άλλη την λαϊκή ομιλούμενη.[10] Όμως στα χρόνια που συζητάμε παράλληλα με αυτές τις δύο εκδοχές εμφανίστηκαν και άλλες νεότερες. Τείνουμε να θεωρούμε βασικότερη από αυτές τη γλωσσική πρόταση του Κοραή, τη μέση οδό.

Η μέση οδός

Ο Κοραής προτείνει μια γλωσσική θεωρία με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: «οι τύποι της ομιλουμένης -εκτός, βέβαια, από τις ξένες λέξεις και τους ιδιωματισμούς- αποτελούν τη βάση αλλά καταβάλλεται φροντίδα να τους ξαναδοθεί η αρχαία ή μια υποθετική αρχική μορφή. Όσες έννοιες δεν καλύπτονται από κοινούς τύπους αποδίδονται με λέξεις της αρχαίας αυτούσιες και σε έσχατη ανάγκη από νεολογισμούς. Το τυπικό διστακτικότερα και η σύνταξη πιο αποφασιστικά απλουστεύονται» (1981, λγ΄). Αυτή η εν πολλοίς άχαρη και άκομψη γλωσσική πρόταση του Κοραή αποδείχτηκε τελικά ανέφικτη και ανεφάρμοστη, καθώς σύντομα αποδείχτηκε πως η μέση αυτή οδός μπορούσε να διασταλεί ή να συσταλθεί ανάλογα με τις ορέξεις του καθενός. Με τα λόγια του Δημαρά: « ο κάθε οπαδός της μέσης οδού, την οποία συσταίνει ο Κοραής, θα κάνει το δικό του μίγμα, το δικό του χαρμάνι, και με τα επιχειρήματα του ίδιου δασκάλου, είναι μπορετό να υποστηριχθούν πολύ διαφορετικές, ώς και αντίθετες, γλωσσικές μορφές. ([1977] 1998, 64-65).

Η δημοτικιστική αντίθεση: ο φαναριώτικος δημοτικισμός

Η μέση οδός που έρχεται να αντιπαρατεθεί στη λεγόμενη «μυξοβάρβαρη» ή «ελληνοτουρκογαλλική» του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών, θα έχει να αντιμετωπίσει με τη σειρά της μια ομάδα ανθρώπων που μοιάζει να έχει, και μάλλον έχει, περισσότερα κοινά μαζί της παρά με τη γλωσσική πρόταση της άρχουσας τάξης. Ωστόσο η πολεμική σε πολλές περιπτώσεις θα είναι σφοδρή. Πρώτος ο Καταρτζής σχετικά συστηματικά και παρά τους συμβιβασμούς του διατυπώνει την άποψή του για την υπεροχή του «φυσικού ύφους». Οι άνθρωποι που κινήθηκαν, πραγματικά ή νοερά, γύρω από αυτόν θα ακολουθήσουν ο καθένας διαφορετικούς δρόμους για να καταλήξουν πολλές φορές σε αντίθετες θέσεις.

Στα πλαίσια του φαναριώτικου δημοτικισμού σταθμός θεωρείται η Γραμματική της Αιολοδωρικής, ήτοι της ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσσας που θα εκδοθεί στα 1805 στη Βιέννη από τον Χριστόπουλο που ωστόσο «η διάδοσή της και η απήχηση της… έξω από χώρο των ηγεμονιών δεν φαίνεται να στάθηκε σημαντική» (1981, μστ΄). Κορύφωση της πολεμικής με τον Κοραή θα αποτελέσει για τον φαναριώτικο δημοτικισμό ένα σατιρικό κείμενο του 1813 με τον εύγλωττο τίτλο Κορακίστικα ή διόρθωσις της ρωμαίκης γλώσσας. Συγγραφέας του ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός. Η ενόχληση του Κοραή, όπως φαίνεται και από την αλληλογραφία του, υπήρξε μεγάλη. Τέλος «σύζευξη της Γραμματικής του Χριστόπουλου και των Κορακιστικών αλλά και μια πρόοδο συνιστά ένα σύντομο κείμενο με τίτλο Όνειρον που ακολουθεί τον πρόλογο των εκδοτών στην πρώτη έκδοση των Λυρικών» του Χριστόπουλου (1981, νγ΄). Συγγραφέας του είναι πιθανότατα ο Στέφανος Κανέλλος που βρέθηκε στις ηγεμονίες και γνώρισε την επίδραση του όψιμου φαναριωτισμού.

Σύμφωνα με τον Μοσχονά, και αυτό αξίζει, νομίζω, να το προσέξουμε ιδιαίτερα, η αντίθεση των Φαναριωτών δημοτικιστών στη μέση οδό του Κοραή δεν ήταν γλωσσική, ή δεν ήταν κυρίως γλωσσική. Αντίθετα ήταν ταξική: «σε τελευταία ανάλυση, δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους λόγους της επίσημης εχθρότητας της άρχουσας τάξης προς την αστική γλωσσική ιδιαιτερότητα» (1981, νδ΄). Φαίνεται πως το «ταξικό μίσος» δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Κοραή και με την πρώτη ευκαιρία ανταπέδιδε τα βέλη.

Η δημοτικιστική αντίθεση: ο ελλαδικός δημοτικισμός

Παράλληλα με τους Φαναριώτες δημοτικιστές, κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες και με μεγαλύτερες αντιξοότητες, έδρασε στην ηπειρωτική Ελλάδα μια ομάδα λογίων, αστικής προέλευσης και εξοικειωμένης με τα προτάγματα του διαφωτισμού. Οι λόγιοι αυτοί που κινούνται ανεξάρτητα από τις θεωρίες των επιγόνων του Καταρτζή που μόλις παρουσιάσαμε, έχουν ως «βασικό κίνητρο της γλωσσικής τους καινοτομίας», όπως υποστηρίζει ο Μοσχονάς την «εκπαίδευση και διαμέσου αυτής ευρύτερες μορφωτικές ανάγκες των ελλαδικών πληθυσμών» (1981, νθ’). Ωστόσο, καθώς η ομάδα αυτή των λογίων δεν υπήρξε ποτέ ενιαία και συγκροτημένη, δεν κατάφερε να εισχωρήσει στα λαϊκά στρώματα στα οποία κατεξοχήν στόχευαν, θεωρητικά τουλάχιστον, οι δράσεις της, «δεν έλαβε επίσημη πολιτική καθιέρωση αλλά ούτε στην εκπαίδευση ήταν δυνατό να εισχωρήσει ούτε καν σημαντικά έργα με αξιόλογη απήχηση κατέλιπε» (1981, ξβ΄).

Η ριζοσπαστικότητα της ομάδας αυτή έγκειται στο γεγονός, για να μην πούμε εξαντλείται, στην ορθογραφική της πρόταση, την κατάργηση δηλαδή της ιστορικής ορθογραφίας, έτσι ώστε γραπτός και προφορικός λόγος να ταυτιστούν. Σημαντική, ωστόσο, καινοτομία αποτελεί και η πρόταση της να διακοπεί κάθε προσπάθεια καθιέρωσης μιας γραπτής κοινής: «με την πεποίθηση ότι κάθε τοπική κοινή ενώ από τη μια μεριά είναι εξαιρετικά εύκολο να γραφτεί από όσους τη μιλούν, από την άλλη δεν παρουσιάζει προβλήματα, τουλάχιστον σοβαρά, κατανόησης από τους κατοίκους άλλων περιοχών, αποδέχεται ανεπιφύλακτα τη χρήση των ιδιωμάτων» (1981, ξζ΄).

Κύριος εκφραστής του ελλαδικού δημοτικισμού θεωρείται ο Ιωάννης Βηλαράς, ο οποίος θα εκδόσει το 1814 τη Ρομέηκη γλόσα που αποκρυσταλλώνει τις γλωσσικές του αντιλήψεις. Στις ίδιες πάνω κάτω θέσεις φαίνεται να καταλήγει και ο Αθανάσιος Ψαλίδας, όπως φανερώνει και η προσωπική του αλληλογραφία με τον Χριστόπουλο, το Βηλαρά και άλλους. Μάλιστα η έκδοση της Ρομέηκης γλόσαςτο 1814 θα είναι αφιερωμένη σε αυτόν. Ωστόσο μια κοινή έκδοση με συναγωγή επιστολών και λογοτεχνικών κειμένων που προγραμμάτιζαν οι Βηλαράς και Ψαλίδας το 1821 και θα θεμελίωνε το γλωσσικό τους σύστημα δεν θα δει ποτέ το φως της δημοσιότητας. Γύρω από αυτούς, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικοί, κινήθηκαν και άλλοι λόγιοι της εποχής, όπως ο Γεώργιος Καλαράς, ο Ιωάννης Οικονόμου, ο Χριστόδουλος Κονομάτης κ.ά.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, λαϊκή ζωγραφική
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, λαϊκή ζωγραφική

Το τέλος και η ήττα

Και τελικά τι απέγιναν αυτοί οι δημοτικιστές; Πόσο τελικά επηρέασαν οι γλωσσικές τους αντιλήψεις στο νεοϊδρυθέν ελληνικό βασίλειο και ποιον ρόλο διαδραμάτισε η λαϊκή τάξη στη συγκρότηση της γλώσσας του; Απαντάει ο ίδιος ο Μοσχονάς: «το όραμα της ελλαδικής διανόησης έσβησε μαζί με την ήττα των λαϊκών μαζών στους εμφυλίους πολέμους του εσωτερικού αγώνα ενώ οι πάροικοι που επικράτησαν συμμαχώντας με την άρχουσα τάξη είχαν ιδανικά διαμετρικά αντίθετα από τον αστικό φιλελευθερισμό του Κοραή. Μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν η αστική τάξη εξόρμηση θα προσδώσει νέα ένταση στο γλωσσικό, η «μέση οδός» θα επιστρατευτεί σαν φάση της καθαρεύουσας ενώ από τον ελλαδικό δημοτικισμό δεν θα απομένει παρά κάποια αμυδρή ανάμνηση μιας γλωσσικής ακρότητας και μιας συγκεχυμένης επίδρασης στον Σολωμό. Ο νέος γλωσσικός αγώνας θα βασιστεί, σχεδόν αποκλειστικά, στη μεγάλη γλωσσική παράδοση της Επτανήσου» (1981, πβ΄).

Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Πηγές: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/studies/essays/05.html#toc021

http://www.lesvoslemnos.com/gr-lesvos-museums.htm

(Εμφανιστηκε 1,796 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.