Ετικέτα: Δημήτρης Τζήκας

Winslow Homer (Αμερικανός, 1836–1910). Undertow, 1886. Λάδι σε καμβά. The Clark Art Institute.

«Όποιος πνίγηκε μετάνιωσε!»

Ἐκτύπησεν, ἐμωλωπίσθη, ἐπρήσθη, καὶ μισοπνιγμένος, παγωμένος, ἐπάτησεν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς. Ἦτο λυκαυγὲς ἤδη. Ἀφοῦ ἐβυθίσθη ἡ βάρκα, ὕστερον ἤρχισε νὰ γλυκοχαράζῃ ὁ οὐρανός, διὰ νὰ «μετανοήσῃ ὅποιος ἐπνίγη», ἢ ἴσως, διὰ νὰ φωτισθοῦν τὰ ναυάγια.[

Διαβάστε περισσότερα ›
Μαρμάρινο άγαλμα λιονταριού, «προστάτης» αρχαιοελληνικού τάφου· περ. 400–390 π.Χ. Όπως πολλά κλασικά ελληνικά έργα τέχνης, μεταφέρθηκε στη Ρώμη κατά την αυτοκρατορική περίοδο. Σήμερα εκτίθεται στο The Metropolitan Museum of Art, New York.

«Μερίδα του λέοντος.»

Το λιοντάρι τη χώρισε σε τρία μερίδια και είπε: «Το ένα θα το πάρω εγώ, σαν πρώτος που είμαι, αφού είμαι βασιλιάς. Το δεύτερο, ως μέτοχος με ίσα δικαιώματα. Το τρίτο μερίδιο θα σου φέρει μεγάλο κακό, αν δε θελήσεις να φύγεις».[

Διαβάστε περισσότερα ›
«Η γυναίκα έβαλε τον διάβολο στο μπουκάλι.»

«Η γυναίκα έβαλε τον διάβολο στο μπουκάλι.»

Φοβήθηκε στην αρχή η γυναίκα, μα ύστερα άρχισε να καλοπιάνει τον διάβολο: Πώς μπόρεσες, τόσο μεγάλος, να είσαι κλεισμένος στη μικρή μπουκάλα; Για δείξε μου!

Διαβάστε περισσότερα ›
H γλαύκα, δηλ. η κουκουβάγια, ήταν μάλλον συνηθισμένο πουλί στην Αττική και εικονιζόταν παντού, ως ιερό σύμβολο της θεάς Αθηνάς· θεωρείτο πένθιμο σύμβολο και άγγελος κακός οιωνών· κατά συνεκδοχή, γλαύξ ονομαζόταν «νόμισμα αττικόν, φέρον επί της μίας όψεως εικόναν γλαυκός.»

«Κομίζει γλαύκα εις Αθήνας.»

Η αρχή της παροιμιακής φράσης του τίτλου βρίσκεται σε μια κωμωδία του Αριστοφάνη: «-Χαὐτηί γε γλαῦξ. -Τί φῄς; τίς γλαῦκ᾽ Ἀθήναζ᾽ ἤγαγεν;», που σημαινει: «Τούτο, κουκουβάγια. -Γλαύκα δηλαδή· παράξενο· άκουσες ποτέ να φέρνουν γλαύκες στην Αθήνα εδώ;»

Διαβάστε περισσότερα ›
«Το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι.»

«Το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι.»

«Το κάνει ο αφέντης, έχει την άδεια να το κάνει κι ο δούλος.», «Αν είναι ο αφέντης πλεονέκτης, οι συγγενείς του είναι άρπαγες.»

Διαβάστε περισσότερα ›
Οι Ντάλτον

«Ο κλέφτης κλέφτει τη σκούφια του.»

Οι εν Λονδίνω κλέπται είναι τιμιώτατοι και ακριβέστατοι περί τη διανομήν, αν δε τις φανή καταχραστής, ή θανατούται ή καταγγέλεται εις την αστυνομίαν.

Διαβάστε περισσότερα ›
«Είναι γλυκιά η ζωή.»

«Είναι γλυκιά η ζωή!»

Ένας Γέρος σε φτώχειας ανάγκη, / άλλον τρόπο να ζήσει δεν είχε, / χώρια ξύλα να κόφτει στον λόγγο, / μεταβιάς το ψωμί του να βγάζει. / Μιαν ημέρα βαριά φορτωμένος, / περπατώντας σ’ ορθό μονοπάτι, / Οχ τον κόπο και κάμα του ήλιου / την ανάσα να πάρει δε φτάνει.

Διαβάστε περισσότερα ›
«Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια.»

«Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια.»

«Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια.» [= οι άνθρωποι δεν είναι όλοι της ίδιας αξίας, ικανότητας ή τιμιότητας· οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους. Σ’ ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη, διαβάζουμε: Άνοιξε τα φεγγιά σου,[1] μωρέ, κοίταξε: Όλα τα δάχτυλα είναι […]

Διαβάστε περισσότερα ›
«Τα λεφτά πάνε στα λεφτά.»

«Τα λεφτά πάνε στα λεφτά.»

«Στον φτωχό φτώχεια, στον πλούσιο πλούτη.», «Το χρήμα προσκαλεί χρήμα και η δυστυχία προσκαλεί δυστυχία.», η ισπανική «Το χρήμα πάει στο χρήμα κι η ακαμωσιά στον άρχοντα.»

Διαβάστε περισσότερα ›
Ο ηθοποιός Χρήστος Ευθυμίου. Σκηνή από την ταινία, «Ένας Βλάκας και Μισός». Σκηνοθεσία: Γιάννης Δαλιανίδης.

«Ζυγίζει από τις ελαφριές.»

Εις μίαν επαρχιακήν πόλιν εγνώρισα κάποιον μεσίτην ελαφρόμυαλον, ο οποίος κατώρθωσε διά της εργασίας του να κάμη περιουσίαν. Τον άνθρωπον τούτον ήκουσα μίαν ημέραν να λέγη: «Εν όσω ήμουν φτωχός, ο κόσμος έλεγεν: «Ο Σπύρος είνε τρελός. — Τώρα που έκαμα περιουσίαν, ο κόσμος λέγει: — Ο κυρ Σπύρος είνε νευρικός».

Διαβάστε περισσότερα ›